Η αγία Υ. έφεγγε ένα ντρίλινο γέλιο
Στιβαρό στα πειράματα της ήβης
Υφάλμυρη σαν βρώση των τζιτζικιών
Μίαν άνυδρη εσπέρα του Ιούλη.
.
Μου ζήτησε μια πρέζα ταμπάκο
Κι έστριβε άφιλτρα παράθυρα φωτός
Φωλιές κυμάτων κι οπαλίων
Που θα ξεψυχούσαν ανάντρεια, σιμά στις Αργινούσες.
.
Γουργούριζε ένα σταθμισμένο ένστιχτο
–Φρόνιμη γάτα με τον θάνατο στα νύχια–
Που τράνευε σπειροειδώς
Αντίρροπα της χαίνουσας Σελάνας.
.
Της το είχαν επισημάνει ψίθυροι σφενδάμων
Κι ασπασμοί της ενυδρίδας
Ότι η επιθυμία είναι καρπός
Δεν είναι σπόρος να θαφτεί.
.
Ώσπου στην εκδορά του κύκλου –ούσα η ίδια η διδαχή–
Ασπαίρουσα να ψηλαφεί
Την τρωτή γραμματική του οργασμού
Και πώς αχνώνει το πρωί του γιασεμιού το αίμα.
.