.
«Κάποτε φθάνει. Και βροντάει την πόρτα.
Σχεδόν την σπάει. Ορμάει στα δωμάτια.
.
Όταν φεύγει, στο λεηλατημένο σπίτι
Κατακάθονται σιγά σιγά οι θόρυβοι.
Κι ανάμεσα απ’ τα γυαλικά και τα συντρίμμια
Αρχίζουνε σιγά σιγά να ξεφυτρώνουν
Γαλαζωπά τα αγκαθάκια του βουνού.
Αν θες κάτι να βρεις, απομεινάρι,
Αυτά σου φέγγουν τα μικρά καντήλια.
Με δυο σταγόνες αίμα στα δάχτυλα
Μπορείς να ξετρυπώσεις μια κούπα
Ή ακόμη, αν το φωτάκι κρατήσει,
Το γυάλινο το βλέμμα μιας σφήκας
Που απολαμβάνει το νέκταρ του αγκαθιού.
.
Έτσι αποχτά αστροφώτιστα δάπεδα
Νοικοκυριό από χαλάσματα κι έντομα.
Μπορεί σε χοροεσπερίδα επετείου
Να δεξιωθεί ως και αγγέλους γυμνόποδες.
Παρά το βάρος του γαλαξιακού υλικού τους
Στροβιλίζονται με άθιχτα πέλματα.
Εμείς μαζεύουμε προσεχτικά μικροθραύσματα
Για το σερβάν μιας σάλας στην πλαγιά.
Κι εκείνοι, όπως βουίζουν οι μέλισσες,
Διασταυρώνουν τις αναίμακτες τροχιές.»
.