RSS

Daily Archives: 07/01/2022

Αντόνιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου, Ακόμη [αποσπασματικά]

.

Το φως αναγγέλλεται στα μαχαίρια και μπαίνουν ζητιάνοι
στην αγορά. Η ασταμάτητη ομιλία κυκλωμένη από καρπούς.

Ακόμη είναι όμορφο και μίζερο, λέει συλλαβές ακριβείς,
διασχίζει τη λησμονιά.

***

Πουλιά. Διασχίζουν βροχές και χώρες στο λάθος των
μαγνητών και των ανέμων, πουλιά που πέταγαν ανάμεσα στην οργή
και το φως.

Γυρίζουν ακατανόητα κάτω από νόμους από ίλιγγο και
λησμονιά.

***

Αυτή η ώρα δεν υπάρχει, αυτή η πόλη δεν υπάρχει, εγώ δεν βλέπω
αυτές τις λεύκες, τη γεωμετρία τους στη δροσιά.

Όμως,  αυτές είναι οι εξαφανισμένες λεύκες,
ίλιγγος της παιδικής μου ηλικίας.

Α, κήποι, α νούμερα.

***

Βάλε τα χείλη σου στα καλαμάκια όπως κάνει ο θεός που
κλαίει στις ντουλάπες σου, αυτός που μιλάει ανάμεσα σε
κίτρινα δόντια· σφύρα στα καλαμάκια της οδύνης και, στη
καθαρότητα των άδειων ωρών, θυμήσου την μπατονέτα του
πατέρα σου, τη μοναξιά των περιστεριών των χαμένων στην
αιωνιότητα.

***

.

Υπάρχει ένα χόρτο που το όνομά του δεν είναι γνωστό· έτσι
υπήρξε η ζωή μου.

Γυρίζω στο σπίτι διασχίζοντας τον χειμώνα· λησμονιά και φως
πάνω στα υγρά ρούχα. Οι καθρέφτες είναι άδειοι και στα
πιάτα τυφλή η μοναξιά.

Α, η καθαρότητα των εγκαταλειμμένων μαχαιριών.

***

Σεντόνι μαύρο στην ευσπλαχνία:
η γλώσσα σου σε ένα ιδίωμα ματωμένο.
Σεντόνι ακόμα στην άρρωστη υπόσταση,
αυτή που κλαίει στο στόμα σου και το δικό μου
και, διασχίζοντας γλυκά πληγές
δένει τα οστά μου στα ανθρώπινα οστά σου
Μην πεθαίνεις πια σε μένα, αλάτι της γλώσσας μου.
Δωσ’ μου το χέρι για να μπω στο χιόνι.

Αντόνιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου, Ακόμη [αποσπασματικά]

Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης

Artwork: Jamie Heiden

 

Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, Ο θάνατος του νεκρού

.

Είναι νεκρός. Είναι –πράγματι– νεκρός. Με πιστοποιητικό, σφραγίδες, αριθμό πρωτοκόλλου. Με ετοιμόρροπο καντήλι, καμένα κεριά, τούλι στο πρόσωπο. Είναι νεκρός. Με όλα τα τυπικά σημάδια νέκρας. Χρώμα γκρίζο. Παγωμένο σκελετό. Παγωμένο βλέμμα. Και σκέλη μαγκωμένα.

Μαύρο κοστούμι. Λίγα λουλούδια γύρω γύρω να κοροϊδεύουν με θράσος τη σαπίλα που βρωμάει το δωμάτιο. Ουρανί σεντόνι κ’ εικονοστάσι ολόκληρο επάνω στο ξεψυχισμένο στήθος.

Είναι νεκρός. Από τις 11: 45 π.μ. Είναι –πράγματι– νεκρός, αφού το βεβαιώνουν όλα τα επίσημα έγγραφα. Διαγεγραμμένος ήδη από τα μητρώα του δήμου. Η ταυτότητά του έχει κατασχεθεί, κ’ οι ζωντανοί καλούνται να πληρώσουν την πρώτη τριετία της νεκρικής του αναπαύσεως. Εάν το ποσό δεν καταβληθεί εντός τεσσάρων ημερών, αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας θα παραγγείλει τη νεκρανάσταση του εκλιπόντος και με την ανάλογη, φυσικά, φορολογική επιβάρυνση – όπως ορίζει ο νόμος.

.

.

Είναι νεκρός. Απόλυτα. Βεβαιωμένα. Με πληρωμένο λάκκο και σιτάρι από την πάμφθηνη γερμανική αλυσίδα σούπερ μάρκετ.

Είναι νεκρός. Έτσι απλά και τυπικά

θα κλείσει αυτό το ποίημα.

Κύριε, ἀνάπαυσον τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου  δούλου σου, ν τόπ φωτειν, ν τόπ χλοερ, ν τόπ ναψύξεως…

Μιας και τον έχει πληρωμένο

πριν ακόμη από την επικύρωση

του θανάτου του.

Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, Ο θάνατος του νεκρού, από τη συλλογή Ακήρυχτος πόλεμος, εκδόσεις Δρόμων 2021

Πίνακας: Sarah Lamb

 

Σταύρος Σταμπόγλης, Στίγμα γυναίκας  

                                

.

στην Π. Λ.

Γέρμα, πλησιάζω κατά μέτωπο.

Στιγμιαία  αφή  χαλκού  οι  μολυβιές  της δύσης.

Το  φιλί του χρόνου  είναι δυο σύνορα, και τα μαλλιά 

γίνονται κοκκινόχωμα τ’ ουρανού. 

Ξάφνου απ’ τα δένδρα πέφτει το μελάνι της νύχτας∙

σταγόνα-σταγόνα στο νερό, σαν σύννεφα μέσα στον άνεμο.

Ερημιά τρυπώνει στα ισόγεια.  

Στους ορόφους διαδίδονται φήμες επιβίωσης.

Σε  λίγο  ο  δρόμος  θα μοιάζει σκοτωμένο αίμα.

Μπαίνω στο μπαρ∙ κοιλιά κήτους. 

Δύτης σ’  έναν ρυθμό από κυλιόμενο μέταλλο.

Η κίνηση μοιάζει με αστραπιαίες βαρύτητες.

Πληρώνω το ποτό μου, κατεβαίνω στις τουαλέτες,

σώζω μια κατσαρίδα αποφεύγοντας την προσέγγιση,  

και πυροβολώ το λεπίδι της μοναξιάς μου.

                                                             Μιλάνο 2013

Σταύρος Σταμπόγλης, Στίγμα γυναίκας, από τη συλλογή Με την πλάτη στο παρόν, εκδόσεις Κέδρος, 2014    

Πίνακας: George Hendrik Breitner                              

 

Κατερίνα Λιάτζουρα, Οι δώδεκα φρίκες των Χριστουγέννων και μια παράλειψη

II. Σάντα, η ιδέα

Πράγματι θα συμφωνήσω μαζί σου, Τζον, πως κάποτε ο αλτρουισμός αποκτά κάτι αρρωστημένο. Δεν μπορεί, δεν γίνεται κάποιος που είναι στα συγκαλά του να ζει με τη θέληση του στον Βόρειο Πόλο, να ξενυχτά και να κατασκευάζει δώρα, και να τα μοιράζει δήθεν σε παιδιά. Πράγματι, η ιδέα ενός ηλικιωμένου κυριούλη ντυμένου στα άσπρα και στα κόκκινα, που κυκλοφορεί ανενόχλητα και διασχίζει τον μεταμεσονύχτιο ουρανό πάνω σε έλκηθρο, ώρες που οι καθωσπρέπει και νομοταγείς νοικοκυραίοι βρίσκονται σε ύπνο βαθύ, η εικόνα ενός γέροντα με αμφίβολες προθέσεις να μπαίνει από καμινάδες και να εισβάλλει απροσκάλεστος σε σαλόνια, δεν με ευχαριστεί καθόλου. Μάλλον με φρικάρει πολύ. Ναι, ναι!

.

.

VI. Θάνατος από ηλεκτροπληξία

Όχι δεν φταίνε οι φρικτές αλυσίδες με τα πολύχρωμα λαμπιόνια, οι πλαστικές φιγούρες που κρέμονται σε στέγες και μπαλκόνια, τα αμέτρητα αστέρια που φεγγίζουν πόρτες και παράθυρα, τα μουσικά κουτιά, τα μουσικά χαλιά, τα υπερσιβηρικά, τα αστυνομικά, τα νοσοκομειακά, οι σειρήνες, τα ρομπότ, τα tablet laptop desktop, τα avatar. Φταίει, Τζον, που δεν προνοήσαμε να μην παύσει η εξόρυξη του λιγνίτη.

.

.

Η παράλειψη ή Το εορταστικό τραπέζι

Καλά, βρε Τζον, να μην αναφερθείς καθόλου στο εορταστικό τραπέζι χρονιάρες μέρες; Σ’ εσάς στο Αμέρικα δεν είναι υψίστης σημασίας; Γιατί εδώ, στας Ευρώπας, είναι έθιμο χριστουγεννιάτικο να τρέχεις στα supermarket και να τρέχεις στις αγορές και να γεμίζεις καλάθια και να κουβαλάς σακούλες και να φορτώνεις το πορτμπαγκάζ και να ξεφορτώνεις το πορτμπαγκάζ και ν’ αποθηκεύεις τρόφιμα σε ράφια και ντουλάπια και να μπουκώνεις ψυγεία και καταψύκτες και να μαγειρεύεις αποβραδίς και να βγάζεις κατσαρόλες και κατσαρολάκια, ταψιά και λαμαρίνες και να ανακατεύεις και να δοκιμάζεις και να βλέπεις με την άκρη του ματιού σου τον νεροχύτη να ξεχειλίζει και να τρέχεις να στρώσεις το εορταστικό τραπέζι και να αναθεματίζεις που ξέχασες μέσα στον πανικό να πάρεις χαρτοπετσέτες με καμπανάκια και γκι (δεν πειράζει, όμως, κανείς δεν θα το προσέξει) και να στρώνεις το εορταστικό τραπέζι και να απλώνεις τα μαγειρεμένα εκθέματά σου και να ξεστρώνεις το εορταστικό τραπέζι και να πέφτεις κατάκοπος στον καναπέ με φρικτό φούσκωμα και φρικτές καούρες και δυσπεψία και δυσεντερία και να θυμάσαι που σου το είχε πει ο γιατρός, να μην το παρακάνεις φέτος στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, και, με τελευταία σου τη σκέψη πως κάποιος θα πρέπει να κατεβάσει τα πολλά σκουπίδια, να γέρνεις στη λεκάνη για αναπάντεχες εξαγωγές.

Κατερίνα Λιάτζουρα, Οι δώδεκα φρίκες των Χριστουγέννων και μια παράλειψη [μια black humor συνομιλία], Χαλκίδα, 2021

Οι δώδεκα φρίκες των Χριστουγέννων συνομιλούν το βιβλίο του John Updike «The twelve terrors of christmas» που εκδόθηκε το 1993 από τις εκδόσεις Gotham Book Mart, New York.

.

 

Πασχάλης Κατσίκας, Οι γοργόνες


.

Είναι κάτι όνειρα ελλειπτικά
κάτι οβάλ όνειρα δίχως γωνίες
που δεν κατάφεραν να σκαλώσουν πουθενά
Κατρακυλώντας στην άβυσσο
στοιβάχτηκαν στο σκότος
Χρόνο στον χρόνο ζευγάρωσαν
με τα υπόλοιπα πλάσματα που ναυάγησαν εκεί


Έτσι γεννήθηκαν οι γοργόνες


Όσο λιγότερες προσπάθειες κάνατε να ευοδωθούν
αντιστρόφως ανάλογος ο αριθμός των εχιδνών
που ξεφυτρώνουν για μετάξι
Όσο περισσότερα τα χρόνια εκκόλαψης στον
άφωτο βυθό
αναλόγως τρομερή η σειρήνεια λαλιά τους


Περιοδικά αναδύονται
τραγουδούν για να σας γητέψουν
ν’ αναπνεύσουν ξανά στη στεριά
Δόλια υπόσχονται πως θ’ αποβάλουν ουρές και λέπια
Σε κάθε αντίκρισμα θα σας απολιθώνουν

Πασχάλης Κατσίκας, Οι γοργόνες, από τη συλλογή Το κοιμώμενο τσίρκο, Αθήνα 2021

Artwork: Afarin Sajedi

 

Aντόντιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου: Ο φύλακας του χιονιού [αποσπασματικά]

[…]

Στη μέθη τον περιστοίχιζαν γυναίκες, σκιά, αστυνομία,
άνεμος.

Έβαζε φλέβες στα μαβιά ρείκια ίλιγγο στην
καθαρότητα· το μαινόμενο άνθος της πάχνης ήταν γαλάζιο
στο αυτί του.

Ρόδα, ερπετά και κουτάλια ήταν όμορφα ενόσω
παρέμεναν στα χέρια του.

***

Κάθε πρωί έβαζε στα ρυάκια ατσάλι και δάκρυα και
εκγύμναζε τα πουλιά στο τραγούδι της οργής: το
ρυάκι καθαρό για την κόρη τη γλυκιά ηλίθια: το γαλάζιο
νερό για τη γυναίκα χωρίς ελπίδα, αυτή που μύριζε ίλιγγο
και φως, μόνη στον οχετό ανάμεσα σε λευκές σημαίες, κρύα
κάτω από την ιτιά και με τα βλέφαρα ήδη κίτρινα από έρωτα.

***

Το κρασί ήταν γαλάζιο στο ατσάλι (α, διαύγεια
της Παρασκευής) και μέσα στα μάτια του. Απαλά, διάκρινε
τις μολυσματικές αιτίες: μεγάλα άνθη ακίνητα και η λάμψη,
η μαύρη ταινία στη σιωπή των ερπετών.

***

Aντόντιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου: Ο φύλακας του χιονιού [2] [αποσπασματικά]

Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης

Αrtwork: Claude Renaud

 

Σταύρος Σταμπόγλης, Σαν αυτοχειρία

.

Τη νύχτα σηκώθηκε, πήρε σφυρί, διάλεξε λέξεις

αιχμηρές κι άρχισε να καταδίδει

«Να τελειώνουμε, να τελειώνουμε», άκουγε

κάτι οπαδούς από πίσω να ουρλιάζουν

Και κάρφωνε κι έκοβε, ώσπου τ’ ασπροσέντονα

γινήκανε πορφύρες

Το πρωί τον βρήκε τσακισμένο απ’ τον πόνο

άσπρο απ’ την αιματοχυσία

Τόσα δάκτυλα χαμένα

.

Δίχως την αφή να προστρέχει στους λαβύρινθους

σε σβήνουν τα παλιά

και τα καινούργια προσπερνάνε

  Αθήνα

Σταύρος Σταμπόγλης, Σαν αυτοχειρία, από τη συλλογή Τόπος Νωδ, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011

Πίνακας: George Braque

 

Γ. Δ. Αναγνώστου, Ιn Memoriam

                   

.

Στην Μαρία που έφυγε αφήνοντας δυο κόκκινα χείλη

.

Ήθελες να βάφεις

Τα χείλη σου κόκκινα

.

Σαν τον ήλιο μου

.

Μα έρωτα δεν ήξερες

Ήθελες να φεύγεις

Να έρχεσαι

Μόνη να μένεις

.

Τον πόθο τραύλιζες

Λουλούδια ζωγράφισες

Πάνωθέ μου

Την πανσέληνο με φύκια τύλιγες

Πλεξούδες ολόγυρα θανάτωσες

.

Ήθελες τη μοναξιά να ντύσεις

Αφήνοντας γυμνό τον θάνατο

Στίχους – φωνήεντα σβήνοντας

.

Ω! Θε μου τι τέλος

Μας χάρισε

Να κρέμεται ουράνιο στερέωμα

.

Γύρω απ’ το βλέμμα

.

Γ. Δ. Αναγνώστου 9. ΧΙ. 2020

Artwork: Andrea Kowch

 

Eλευθερία Θάνογλου, Δομική ισορροπία

.

Η ελεημοσύνη μου καθόλου δεν ενόχλησε

το σπουργίτι,

ούτε η εκνευριστική αγάπη για τ’ αδέσποτα

ενόχλησε τη γάτα μου.

Η μεγάλη ουλή στην πλάτη μου δεν ενόχλησε

ποτέ κανένα χέρι

και η νύχτα δεν ενοχλήθηκε ποτέ

από το πεινασμένο σπήλαιο ανάμεσα στα πόδια μου.

Η ησυχία του δάσους καθόλου δεν ενοχλήθηκε

από τον θόρυβο που έκανε το σχοινί καθώς

μετατόπιζε το βάρος του σώματός μου.

Μονάχα το κλαδί θαρρώ διαμαρτυρήθηκε τρίζοντας

κάτω από τόση κατανόηση.

Artwork: Natalia Drepina

 

Αντόνιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου: Γεωργικά [αποσπασματικά]


.

Αυτό το σπίτι υπήρξε ταγμένο στην καλλιέργεια και το θάνατο.

Στο εσωτερικό του εξαπλώνονται οι τσουκνίδες, βαραίνουν τα άνθη
πάνω στα ξύλα τρομοκρατημένα απ’ τη βροχή.

***

Το κορμί λάμπει στο βαθύ μονοπάτι, μπρος στην
κοτσίδα του σπάρτου και τα ντουλάπια τα προορισμένα στα
κυδώνια και τις σκιές.

Ξαφνικά, ο θρήνος ανάβει τους στάβλους.

Μια γειτόνισσα πλένει ρούχα πένθιμα και τα χέρια της είναι
λευκά ανάμεσα στη νύχτα και το νερό.

***

Φοράδες γόνιμες στο φωσφορισμό. Θυμάμαι το
φόβο και την ευτυχία στα μαλλιά μου χαραγμένα από
την αστραπή· κατόπιν, το νερό και η λησμονιά.

Φορές βλέπω τη λάμψη του βουνού πάνω στις
μεγάλες μηχανές της θλίψης.

***

Έκπληξη, λάμψη: το γεράκι ακίνητο, και η χαίτη τού

αγριοκάλαμου, και, πάνω στο νερό, τα χέρια μου μπρος

στα σκονισμένα βάτα.

Βάζω τους μαύρους καρπούς στο στόμα, και η γλύκα τους είναι από
άλλον κόσμο

σαν τη σκέψη μου σαρωμένη από το φως.

***

Είδα την ηρεμία στα μάτια των βοδιών των προορισμένων στα
βιομηχανικά μαχαίρια, και τ’ άλογα ακίνητα μέσα
στη θλίψη·

μετά, ο ασβέστης, το φως του στις παλιές και μεγάλες
σχισμές κατοικημένες από κλάματα.

***

Τεντώνω το κορμί μου πάνω στα ξύλα τα γδαρμένα από
τα δάκρυα, μυρίζω τη λινάτσα και τη σκιά.

Αχ, η μορφίνη στην καρδιά μου: κοιμάμαι με τα μάτια
ανοιχτά μπρος στη λευκή περιοχή την εγκαταλειμμένη από τις
λέξεις.

***

Αντόνιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου, Γεωργικά [1], αποσπασματικά

Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης

Πίνακας: Albert Marquet