Daily Archives: 05/05/2020
Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II
Ωστόσο τώρα αναγνώριζε ότι, αν το άθροισμα στις προσθέσεις των λογιστικών του βιβλίων έβγαινε τελικά σωστό, αυτό δεν θα ήταν παρά απλή σύμπτωση κι έτσι μπορούσε να παρατηρεί τα εγκόσμια σαν από ένα ανώτερο επίπεδο, σαν από έναν φωτεινό πύργο που ορθωνόταν σε μια πεδιάδα, αποκομμένος από τον κόσμο κι όμως αντικαθρεφτίζοντάς τον ανεμπόδιστα: και συχνά ήταν σαν όλα όσα είχαν διαπραχθεί και ειπωθεί και συμβεί να μην ήταν τίποτε άλλο παρά ένα προκαταρκτικό επεισόδιο πάνω σε μια αμυδρά φωτισμένη σκηνή, μια παράσταση που θα λησμονιόταν, γιατί δεν είχε πραγματοποιηθεί, κάτι περασμένο που δεν μπορούσες να το αδράξεις χωρίς να αυξήσεις την επίγεια οδύνη. Γιατί η ολοκλήρωση προσκρούει πάντα στην πραγματικότητα, ενώ ο δρόμος της νοσταλγίας και της ελευθερίας είναι ατέλειωτος και αιώνια αδιαπόρευτος, είναι στενός και σκολιός, όπως ο δρόμος του Υπνοβάτη, έστω κι αν είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αγκαλιά της πατρίδας και στο λαχανιασμένο της στήθος […] Προχωρούσαν χέρι χέρι, έστω κι αν ο καθένας ακολουθούσε το δικό του διαφορετικό και δίχως τέλος δρόμο. Κι όταν τελικά παντρεύτηκαν και πούλησαν την ταβέρνα σε απίστευτα χαμηλή τιμή, αυτοί δεν ήταν παρά σταθμοί στον δρόμο των συμβόλων και ταυτοχρόνως σταθμοί στον δρόμο που προσέγγιζαν το ανώτερο και το αιώνιο, έτσι που, αν ο Ες δεν ήταν ελευθερόφρων, θα μπορούσε να πει ότι αυτός ο δρόμος ήταν θεϊκός. Όμως εκείνος γνώριζε παρ’ όλα αυτά ότι εδώ στη γη είμαστε όλοι αναγκασμένοι να πορευόμαστε με πατερίτσες.
Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ. Κώστας Κουντούρης, σελ. 250-251, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.
Φωτό: Raymond Depardon
Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Ενύπνια προς το τέλος
.
Βαθύ θέρος
το ζωντανό διάζωμα
που ξεχώριζε
τα ζώα στα παχνιά τους
αχνίζει.
Άλλα χρόνια τότε,
φέρναμε νερό στα χέρια
μεγαλώναμε κάτω από τις ελιές
βαραίναμε μπροστά
όχι στα καπούλια
και λέγαμε
του χρόνου του ορφανού
αδέρφι του είναι ο θάνατος.
Κι όσοι ακόμα βασανίζονταν
έδερναν έπειτα την κυρά τους
από αγάπη
λες κι ήταν αμαρτία το φύλο
κι όχι η σκατοψυχιά
δεν ημπορεί να σκληρύνει κι άλλο η ποίηση
για να τους χωρέσει
καθένας με το τομάρι του
να έρχεται να μεταλαβαίνει
και συγχώρεση
– αν είναι να λάβει –
να λαβαίνει από τα αποθαμένα του.
Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Ενύπνια προς το τέλος από τη συλλογή Ενύπνια τα μεθεόρτια, Εκδόσεις Έναστρον, 2020
Πίνακας: Jeffrey Ripple
Χριστόφορος Λιοντάκης, Εν χάσματι χάσμα
.
Στέρνα ανάμεικτη οργασμό και αρρώστιες.
Γέροντες στην άκρη επιδεικνύουν τη φθορά τους
προκαλώντας το νυσταγμένο αγροφύλακα.
Στο παιχνίδι όπου σχεδόν πάντα
περίσσευα
παίζαμε γυμνόποδες μπάλα
την ουροδόχο κύστη του σφαγμένου ζώου·
δίπλα μια κλώσα γύμναζε
τα μικρά της στην τροφή.
Ω το ένστικτο της λήθης
στου παιχνιδιού τον απόλυτο χρόνο.
Χριστόφορος Λιοντάκης, Εν χάσματι χάσμα, από τη συλλογή Ο Μινώταυρος μετακομίζει (To χάσμα), Ποιήματα 1982-2010, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015
Πίνακας: Ann Siems
Ασημίνα Λαμπράκου, Solidago
..
Βρύα οι λέξεις να δείχνουνε χειμώνα
κι η γλώσσα τσόχα σε τραπέζι στοιχημάτων
το σ’ αγαπώ να σου πω γύρεψα πρωί
κι ήμουν παιδί
σε σχήματα που δεν γνώριζαν τα περιεχόμενα οι έννοιες
κι έγινα πλήθoς να ’ναι πολλά τα μάτια που σε κοιτάζουνε
να ’χει παρόν και μέλλον ο καθρέφτης στο μέσα της ψυχής
κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να δει τη φλούδα να γελά
όπως εγκαταλείπει το δέρμα στο σώμα που τη γέννησε
Πίνακας: Felice Casorati
Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Οι βέβαιοι άνθρωποι
.
Κι ήρθε η βουβή μπουρού
που τη νομίζαμε βραχνιασμένη
και μας έκλεινε
με τη σιωπή της
στο αιώνιο περίβλημα
από το χέρι με έπαιρνες
όπως όταν
ταΐζαμε τα πουλιά
στις γούρνες τους
με τον ζεστό θάνατο
και σημαδεύαμε στο χώμα
τους δροσερούς Αντήνορες
και τη λευκαύγεια του δάσους
μες στο χιόνι
δύο λέξεις ακούγονταν
μα ήταν πια
της άλαλης διαλέκτου
έξω παρασιτούσαν οι λαμνοκόποι
των συνεστιάσεων
λες και ξυράφιζαν τους βράχους
και στο πρόσωπό τους
μια χαλασμένη λάμπα
τρεμόσβηνε
σαν μια σκιά που έζησε
όσο έζησε
φορώντας φως
δεν με άκουγα να
απελπίζομαι
καθώς
οι βέβαιοι άνθρωποι
περνούσαν ένας ένας
κι έφτυναν
εμείς και με τα σάλια τους
θα πορευόμαστε
έχουμε υπάρξει και ταπεινοί
και σαλιγκάρια.
Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Οι βέβαιοι άνθρωποι από την ποιητική συλλογή Ενύπνια τα μεθεόρτια, Εκδόσεις Έναστρον, 202
Φωτό: Jamie Heiden
Νιόβη Ιωάννου
.
μέσα απ’ το μεγάλο παράθυρο
γινόταν η θάλασσα
γλώσσα πλεούμενη
επί του τραύματος
η γειτονιά
κακοφόρμιζε
δεν υπήρχαν πια νέα
ασπρόρουχα μόνο
στα πόμολα
χρεώσεις αδύναμες
για τους ναυαγούς
και τους αγνοούμενους
κανείς δεν προλάβαινε να μιλήσει για θάνατο
γρήγορα άλλαζαν θέσεις
τα μυστικά των πραγμάτων
ίσως και να έπειθαν τελικά
τα αποκόμματα των εντόμων
στον γκρίζο τοίχο της αυλής
δεν υπήρχαν πια νέα
μονάχα ακραία καιρικά φαινόμενα
που έρχονταν απ’ το βάθος του μεγάλου δωματίου
ξεφλουδίζοντας βίαια
του διαδρόμου τη μαύρη γραμμή
Πίνακας: Duy Huynh