RSS

Daily Archives: 05/05/2020

Video

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II

.

H δεσποινίς Έρνα, που στην πραγματικότητα δεν του άρεσε και τόσο, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και του χαμογελούσε πονηρά, σχεδόν φιλικά, αφήνοντας να φαίνεται το δόντι που της έλειπε. Παρ’ όλα αυτά ο Ες δεν έδωσε καμία σημασία στις διαμαρτυρίες της: «Kύριε Ες, σας παρακαλώ να βγείτε αμέσως έξω», κι έμεινε ατάραχος στη θέση του, κι αυτό το έκανε όχι μόνο γιατί, όπως οι περισσότεροι, ήταν ένας άντρας με ταπεινές ορέξεις, δεν το έκανε μόνο γιατί, όταν δύο άνθρωποι διαφορετικού φύλου συγκατοικούν από καιρό κι έχουν εξοικειωθεί, σχεδόν δεν μπορούν ν’ αντισταθούν στους ανεξέλεγκτους μηχανισμούς του σώματός τους και υποκύπτουν σ’ αυτούς χωρίς  μεγάλη αντίσταση με τη σκέψη: «Τελικά, γιατί όχι;» δεν το έκανε μόνο γιατί διαισθανόταν ότι κι αυτή θα έπρεπε να έχει παρόμοιες επιθυμίες, έτσι που δεν υπήρχε λόγος να δώσει σημασία στις διαμαρτυρίες της, και σίγουρα δεν το έκανε μόνον εξαιτίας των ταπεινών ορμών του – έστω κι αν πρέπει να συνυπολογίσουμε τον αναπόφευκτο ερεθισμό που δημιουργεί στους άντρες το αίσθημα της ζήλειας και το οποίο το είχε νιώσει βλέποντας την κοπέλα να τρίβεται πάνω στον Γκέρνετ – αλλά και γιατί ο Ες θεωρούσε ότι η ηδονή, που οι άντρες την αναζητούν σαν να είναι αυτοσκοπός, εξυπηρετεί αντιθέτως έναν ανώτερο σκοπό, τον οποίο να και δεν είσαι σχεδόν σε θέση να τον μαντέψεις, ωστόσο σε κατακυριεύει, και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιταγή να εξαλείψεις εκείνον τον μεγάλο φόβο, που εκτείνεται πολύ μακρύτερα από τα στενά όρια του εαυτού σου, έστω κι αν πολλές φορές μοιάζει να μη διαφέρει από αυτό που νιώθει ένας περιοδεύων εμπορικός αντιπρόσωπος όταν αναγκάζεται να κοιμηθεί μόνος σ’ ένα ξενοδοχείο μακριά από τη γυναίκα και τα παιδιά του: ναι, έστω και αν δεν διαφέρει από τον φόβο και τη φιληδονία του ταξιδιώτη που πλαγιάζει με την άσχημα και κάπως περασμένης ηλικίας καμαριέρα, καταφεύγοντας μερικές φορές σε σπαραξικάρδιες αισχρότητες και νιώθοντας συχνά ένοχη τη συνείδησή του.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ.  Κώστας Κουντούρης, σελ. 53-54, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.

Φωτό: Joel Peter

 

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II

.

Ωστόσο τώρα αναγνώριζε ότι, αν το άθροισμα στις προσθέσεις των λογιστικών του βιβλίων έβγαινε τελικά σωστό, αυτό δεν θα ήταν παρά απλή σύμπτωση κι έτσι μπορούσε να παρατηρεί τα εγκόσμια σαν από ένα ανώτερο επίπεδο, σαν από έναν φωτεινό πύργο που ορθωνόταν σε μια πεδιάδα, αποκομμένος από τον κόσμο κι όμως αντικαθρεφτίζοντάς τον ανεμπόδιστα: και συχνά ήταν σαν όλα όσα είχαν διαπραχθεί και ειπωθεί και συμβεί να μην ήταν τίποτε άλλο παρά ένα προκαταρκτικό επεισόδιο πάνω σε μια αμυδρά φωτισμένη σκηνή, μια παράσταση που θα λησμονιόταν, γιατί δεν είχε πραγματοποιηθεί, κάτι περασμένο που δεν μπορούσες να το αδράξεις χωρίς να αυξήσεις την επίγεια οδύνη. Γιατί η ολοκλήρωση προσκρούει πάντα στην πραγματικότητα, ενώ ο δρόμος της νοσταλγίας και της ελευθερίας είναι ατέλειωτος και αιώνια αδιαπόρευτος, είναι στενός και σκολιός, όπως ο δρόμος του Υπνοβάτη, έστω κι αν είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αγκαλιά της πατρίδας και στο λαχανιασμένο της στήθος […] Προχωρούσαν χέρι χέρι, έστω κι αν ο καθένας ακολουθούσε το δικό του διαφορετικό και δίχως τέλος δρόμο. Κι όταν τελικά παντρεύτηκαν και πούλησαν την ταβέρνα σε απίστευτα χαμηλή τιμή, αυτοί δεν ήταν παρά σταθμοί στον δρόμο των συμβόλων και ταυτοχρόνως σταθμοί στον δρόμο που προσέγγιζαν το ανώτερο και το αιώνιο, έτσι που, αν ο Ες δεν ήταν ελευθερόφρων, θα μπορούσε να πει ότι αυτός ο δρόμος ήταν θεϊκός. Όμως εκείνος γνώριζε παρ’ όλα αυτά ότι εδώ στη γη είμαστε όλοι αναγκασμένοι να πορευόμαστε με πατερίτσες.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ.  Κώστας Κουντούρης, σελ. 250-251, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.

Φωτό: Raymond Depardon

 

 

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Ενύπνια προς το τέλος

.

Βαθύ θέρος
το ζωντανό διάζωμα
που ξεχώριζε
τα ζώα στα παχνιά τους
αχνίζει.
Άλλα χρόνια τότε,
φέρναμε νερό στα χέρια
μεγαλώναμε κάτω από τις ελιές
βαραίναμε μπροστά
όχι στα καπούλια
και λέγαμε
του χρόνου του ορφανού
αδέρφι του είναι ο θάνατος.
Κι όσοι ακόμα βασανίζονταν
έδερναν έπειτα την κυρά τους
από αγάπη
λες κι ήταν αμαρτία το φύλο
κι όχι η σκατοψυχιά
δεν ημπορεί να σκληρύνει κι άλλο η ποίηση
για να τους χωρέσει
καθένας με το τομάρι του
να έρχεται να μεταλαβαίνει
και συγχώρεση
– αν είναι να λάβει –
να λαβαίνει από τα αποθαμένα του.

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Ενύπνια προς το τέλος από τη συλλογή Ενύπνια τα μεθεόρτια, Εκδόσεις Έναστρον, 2020

Πίνακας: Jeffrey Ripple

 

Tags:

Χριστόφορος Λιοντάκης, Εν χάσματι χάσμα

.

Στέρνα ανάμεικτη οργασμό και αρρώστιες.

Γέροντες στην άκρη επιδεικνύουν τη φθορά τους
προκαλώντας το νυσταγμένο αγροφύλακα.

Στο παιχνίδι όπου σχεδόν πάντα
περίσσευα
παίζαμε γυμνόποδες μπάλα
την ουροδόχο κύστη του σφαγμένου ζώου·
δίπλα μια κλώσα γύμναζε
τα μικρά της στην τροφή.

Ω το ένστικτο της λήθης
στου παιχνιδιού τον απόλυτο χρόνο.

Χριστόφορος Λιοντάκης, Εν χάσματι χάσμα, από τη συλλογή Ο Μινώταυρος μετακομίζει (To χάσμα), Ποιήματα 1982-2010, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015

Πίνακας: Ann Siems

 

Φωτεινή Βασιλοπούλου, Σκηνοθεσία

.

Καλά μελετημένα όλα

μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

Ως και οι κομπάρσοι ένας ένας διαλεχτοί.

Πώς να ’γινε άραγε η επιλογή τους;

Κι εκείνοι οι παντελώς αδιάφοροι, πώς βρέθηκαν εδώ;

Σε ξένον τόπο, σ’ άγνωστο νεκροταφείο.

Τέλεια τα ειδικά εφέ.

Ο ήχος της βροχής αργόσυρτος

κρεσέντο ύστερα ασορτί με τους λυγμούς

και τελικά καταρρακτώδης.

Η φύση συμμετείχε φιλικά.

Βουβά πουλιά. Πάψαν να κελαηδούν

για ν’ ακουστούν πιο ηχηρά οι ομοβροντίες

του αγήματος. Πυρ ξαφνικό.

.

Πιο ξαφνική, όμως, η πτώση από τον τέταρτο.

Απρόβλεπτη.

Κανείς δεν είχε υποψιαστεί

το ευάλωτο

το τόσο παρορμητικό της νιότης

την απόγνωση μετά τον χωρισμό.

Κυρίως, τη λαμπρή καριέρα

που τώρα ξεδιπλωνόταν μπρος στα μάτια τους.

.

Τι ταλαντούχος του θανάτου σκηνοθέτης!

.

Φωτεινή Βασιλοπούλου, από τη συλλογή Αμείλικτο Νερό, οι Εκδόσεις των Φίλων, 2019

Πίνακας: Andrew Wyeth

 

Ασημίνα Λαμπράκου, Solidago

..

Βρύα οι λέξεις να δείχνουνε χειμώνα
κι η γλώσσα τσόχα σε τραπέζι στοιχημάτων
το σ’ αγαπώ να σου πω γύρεψα πρωί
κι ήμουν παιδί
σε σχήματα που δεν γνώριζαν τα περιεχόμενα οι έννοιες
κι έγινα πλήθoς να ’ναι πολλά τα μάτια που σε κοιτάζουνε
να ’χει παρόν και μέλλον ο καθρέφτης στο μέσα της ψυχής

κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να δει τη φλούδα να γελά
όπως εγκαταλείπει το δέρμα στο σώμα που τη γέννησε

Πίνακας: Felice Casorati

 

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Οι βέβαιοι άνθρωποι

.

Κι ήρθε η βουβή μπουρού
που τη νομίζαμε βραχνιασμένη

και μας έκλεινε
με τη σιωπή της
στο αιώνιο περίβλημα

από το χέρι με έπαιρνες
όπως όταν
ταΐζαμε τα πουλιά
στις γούρνες τους
με τον ζεστό θάνατο
και σημαδεύαμε στο χώμα
τους δροσερούς Αντήνορες
και τη λευκαύγεια του δάσους
μες στο χιόνι

δύο λέξεις ακούγονταν
μα ήταν πια
της άλαλης διαλέκτου

έξω παρασιτούσαν οι λαμνοκόποι
των συνεστιάσεων
λες και ξυράφιζαν τους βράχους
και στο πρόσωπό τους
μια χαλασμένη λάμπα
τρεμόσβηνε
σαν μια σκιά που έζησε
όσο έζησε
φορώντας φως

δεν με άκουγα να
απελπίζομαι
καθώς
οι βέβαιοι άνθρωποι
περνούσαν ένας ένας
κι έφτυναν

εμείς και με τα σάλια τους
θα πορευόμαστε

έχουμε υπάρξει και ταπεινοί
και σαλιγκάρια.

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος,  Οι βέβαιοι άνθρωποι από την ποιητική συλλογή  Ενύπνια τα μεθεόρτια, Εκδόσεις Έναστρον, 202

Φωτό: Jamie Heiden

 

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

.

Μπήκα στο αμάξι, τράβηξα για το σπίτι. Πρώτη μου το πρωί, δεύτερη το μεσημέρι, τώρα πάλι, να την κυνηγάω σ’ όλη την πόλη και να τις παρακαλάω να μου δώσουν ένα πιάτο φαΐ που εγώ πληρώνω. Καμιά φορά σκέφτομαι, προς τι ματαιοπονώ; Όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, μόνον αν είμαι τρελός θα το τραβήξω κι άλλο το θέμα. Ορίστε, τώρα γυρίζω στο σπίτι, λες και το πρόβλημα είναι να ψάξω για ένα καλάθι ντομάτες ή κάτι τέτοιο και ύστερα ανάγκη να ξαναγυρίζω στην πόλη και θα μυρίζω σαν ολόκληρο εργοστάσιο κάμφορας, για να μη σκιστεί το κεφάλι μου στα δύο. Εγώ πάντα της το λέω, η ασπιρίνη είναι νούλα, νερό κι αλεύρι μόνο, εφεύρεση για τους κατά φαντασίαν ασθενείς. Δεν ξέρεις εσύ τι θα πει πονοκέφαλος, της λέω. Μου κάνει κέφι λες, της λέω, το τιμόνι, θα ’μπλεκα εγώ λες με αυτοκίνητο αν ήταν στο χέρι μου; Εγώ μπορώ, της λέω, να κάνω και δίχως αυτοκίνητο. Πολλά έχω μάθει πια να μην τα ’χω ανάγκη, αν όμως εσύ θες ντε και καλά να παίζεις το κεφάλι σου με την πανάρχαια και ξεχαρβαλωμένη άμαξα και το ανήλικο νεγράκι στα γκέμια, όπως νομίζεις, διότι, αυτό το λέω εγώ πάντα, ο Θεός προνοεί για τους ομοιοπαθείς του Μπεν, ξέρει ο Θεός ότι σε τέτοια άτομα τούς χρωστάει μια αποζημίωση, αλλά εάν νομίζεις ότι θα εμπιστευτώ χιλίων δολλαρίων ντελικάτο μηχάνημα σε αμάλλιαγο νεγράκι, είτε και σε ενήλικον, το ίδιο κάνει, κάνεις κέφι την αυτοκινητάδα και το ξέρεις πολύ καλά.

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ. 253, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002

Artwork: Gustave Caillebotte

 

Νιόβη Ιωάννου

.

μέσα απ’ το μεγάλο παράθυρο
γινόταν η θάλασσα
γλώσσα πλεούμενη
επί του τραύματος
η γειτονιά
κακοφόρμιζε
δεν υπήρχαν πια νέα
ασπρόρουχα μόνο
στα πόμολα
χρεώσεις αδύναμες
για τους ναυαγούς
και τους αγνοούμενους
κανείς δεν προλάβαινε να μιλήσει για θάνατο
γρήγορα άλλαζαν θέσεις
τα μυστικά των πραγμάτων
ίσως και να έπειθαν τελικά
τα αποκόμματα των εντόμων
στον γκρίζο τοίχο της αυλής
δεν υπήρχαν πια νέα
μονάχα ακραία καιρικά φαινόμενα
που έρχονταν απ’ το βάθος του μεγάλου δωματίου
ξεφλουδίζοντας βίαια
του διαδρόμου τη μαύρη γραμμή

Πίνακας: Duy Huynh