RSS

Κατερίνα Λιάτζουρα, Βούνοι

28 Apr

.

 

Ριγωτά μαξιλάρια στήριξαν κεφάλια να συνομιλήσουν. Κατηφορικά ποτάμια επέτρεψαν κορμιά να αγγιχτούν. Και εγώ περπάτησα σε άσπρο μονοπάτι ποτίζοντας τα δεδομένα με κοπριά και νερό. Χέρια απαγκιστρωθήκανε από λεβιέδες δυο ταχυτήτων και ενωθήκανε. Νιφάδες ζαλιστικές με στροβίλισαν απλόχερα στον χορό της προσμονής. Ωραία διαδρομή. Επιστροφή. Γαλήνη. Σε κωλάδικο στάθμευσα απρόσμενα, να ταράξω προσωρινά την ισορροπία και να ακολουθήσω άλλη πορεία. Πορεία προς το σπίτι. Και εκεί κούπα κίτρινη μου χαμογέλασε και μου έκλεισε το μάτι. Και όταν ξύπνησα από λήθαργο στιγμής μύρισα σαπούνι και θαλπωρή και ένιωσα έτοιμη να στρώσω μαζί σου κρεβάτι λευκό καταγής, εξορκίζοντας φαντάσματα. Το τυπικό του Ομήρου με φιλοξένησε και με έρανε με της κάθαρσης το νερό. Ευλογία. Και ήρθα. Και ήρθα με καθαρό κορμί να αγαπήσω την ψυχή. Και ήρθα με υγρά μαλλιά να δροσίσω τη λαχτάρα. Και ήρθα. Μα σφαλίζοντας μάτια ερινύες χλευάσανε πως πήγα ξένη αγάπη να καρπωθώ. Και παίρνοντας τις αλυσίδες που μου δώρισες μες τη βαθιά σου έγνοια μην τιμωρηθώ και εγώ σαν άλλη μια Προμηθέας, ανηφόρισα και πάλι σε δρόμους γλιστερούς και απροσδιόριστους του μυαλού. Μόνο αφότου χάραξε το φως, μού θύμισε τη ζεστασιά του κορμιού και η θύμησή του ή η νοσταλγία με αποκοίμισαν στην αγκαλιά σου ήρεμη πια. Νοητά. Γαληνεμένη.

Κατερίνα Λιάτζουρα, Βούνοι, από τη συλλογή Κρεμμυδαποθήκη, Εκδόσεις Βακχικόν, 2020

Πίνακας: Henri Matisse

 

Leave a comment