Ήταν ένας ηλίθιος και ελαφρόμυαλος βιολιστής, ήξερε όμως να παίζει από μνήμης πολλές σονάτες και γνώριζε κι άλλα πολλά, ωστόσο δεν μπορούσε να μη γελάει παρ’ όλη τη θλίψη του, γιατί οι άνθρωποι στην αγωνιώδη αναζήτησή τους για το απόλυτο ήθελαν να αγαπούν αιώνια, νομίζοντας ότι έτσι η ζωή τους θα ήταν ατελείωτη, πως θα διαρκούσε για πάντα. Μπορεί να τον περιφρονούσαν, γιατί ήταν αναγκασμένος να παίζει pot-pour-ri και γρήγορες πόλκες, εκείνος όμως γνώριζε ότι τα παράφορα πλάσματα που αναζητούσαν το άφθαρτο και το απόλυτο στα εγκόσμια, έβρισκαν μόνο σύμβολα και υποκατάστατα γι’ αυτό που αναζητούσαν, χωρίς να είναι σε θέση να το κατονομάσουν, γιατί έβλεπαν τον θάνατο των άλλων χωρίς να μετανοούν και να θλίβονται, τόσο διακατέχονταν από την ιδέα του δικού τους θανάτου: κυνηγούσαν τις κατακτήσεις για να κατακτηθούν από αυτές, γιατί ήλπιζαν ότι το σταθερό και το αμετάβλητο θα τους αναλάμβανε και τους προστάτευε και μισούσαν τη γυναίκα που είχαν διαλέξει, όντας τυφλοί ναι, τη μισούσαν, γιατί ήταν ένα απλό σύμβολο, έπρεπε να το καταστρέψουν πλημμυρισμένοι από θυμό, όταν ανακάλυπταν ότι εξακολουθούσαν να είναι έρμαια του φόβου του θανάτου. Ο βιολιστής Άλφονς συμπονούσε τις γυναίκες, γιατί, έστω κι αν δεν ζητούσαν τίποτα καλύτερο, δεν διακατέχονταν τόσο από αυτό το ηλίθιο καταστρεπτικό πάθος της κατάκτησης, δεν ένιωθαν να τις κυνηγάει τόσο ο φόβος, εκστασιάζονταν περισσότερο όταν άκουγαν μουσική και είχαν μια πιο ενδόμυχη και οικεία σχέση με τον θάνατο: σ’ αυτό οι γυναίκες έμοιαζαν με τους μουσικούς και, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν παρά ένας χοντρός ομοφυλόφιλος μουσικός, ωστόσο ένιωθε να συγγενεύει μαζί τους και έπρεπε να παραδεχτεί ότι διαισθανόταν λίγο πως ο θάνατος ήταν κάτι μελαγχολικό και όμορφο, κι αυτό γιατί γνώριζε ότι δεν έκλαιγαν επειδή τους είχαν αποσπάσει κάποια κατάκτηση, αλλά γιατί αυτό που άγγιζαν και έβλεπαν ήταν κάτι όμορφο και τρυφερό.
Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ. Κώστας Κουντούρης, σελ. 231, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.
Πίνακας: Odilon Redon