RSS

Monthly Archives: May 2020

Έλενα Ακανθιάς, Golith

.

Βύθισε τα πέλματά της στις παντόφλες με ένα γουργουρητό ικανοποίησης. Από γεννησιμιού της έτσι έκανε. Τακτοποιούσε πάντα με τρυφερότητα και προσοχή τις σάρκινες αυτές μάζες στα πλαδαρά από την πολυετή και θηριώδη άλωση παπούτσια. Εξάλλου, από εκεί εκκινούσε η φωνή της. Κάθε φο­ρά που ήταν να μιλήσει, ένιωθε το λάκτισμα σε κάθε δάχτυλο αντίστοιχα, ανάλογα με την περίσταση. Ας πούμε, όταν μιλούσε στα παιδιά της, κούρδιζε τη φωνή της στο μικρό με γλύκα και αγάπη. Σαν πάλι έπιανε κουβέντα με τις φίλες και τα βάσανα ξεχεί­λιζαν, το τέταρτο δάχτυλο τρεμόπαιζε ασταμάτητα. Απ’ τον γιατρό και τον παπά αν ήταν να πάρει συμ­βουλή, ίδιος γάντζος το μεσαίο γύρευε να σκάψει τη σόλα του παπουτσιού και να στερεωθεί μέσα στη γη. Μονάχα το δεύτερο, το μεγαλύτερο, ήταν βουβό και ασάλευτο χρόνια τώρα, από τότε που έχασε τον άντρα της. Σήμερα, όμως, είχε σειρά το πρώτο, το κορκανύχικο, του εαυτού, όπως το έλεγε. Σήμερα ήταν η μέρα. Όλο το βράδυ χθες κατέ­στρωνε το τελειωτικό το σχέδιο και, όταν το πρωί τη μάρκαρε εκείνη η τσιμπιά του έντονου πόνου στο μεγάλο δάχτυλο, σκέτο μπουκέτο απ’ αγκάθια, σφραγίδα στην ολονυχτία, το ήξερε πια πως είχε φτάσει η μέρα. Καιρό τώρα την έζωναν οι σκέψεις, τσίτωναν το κορμί της σε χρόνο ανύποπτο. Το δά­χτυλο είχε εξεγερθεί με πόνους καθημερινούς, σαν ξίφη ακονισμένα, σινιάλο και φρυκτωρία για τις μελλούμενες τις πράξεις. Ήξερε ότι δεν πήγαινε άλλο και έπρεπε να αρματώσει την απόφαση. Σή­μερα, λοιπόν. Βέβαια, δεν έπρεπε να λησμονήσει, προτού ξεκινήσει για το μοναστήρι, να πάρει τη­λέφωνο στο ιατρείο για να αναβάλει το ραντεβού που είχε σε λίγη ώρα, για κείνη την εξέταση. Την προηγούμενη εβδομάδα τη ρώτησε ο γιατρός, έτσι στα ξαφνικά, αν έχει συχνά τέτοιους πόνους στο μεγάλο δάχτυλο. Τάχα και δήθεν πως ανησύχησε από το φούσκωμα το ελαφρύ. Τον κοίταξε ανόρεκτα και δύσπιστα: «Γιατρέ, δεν μου αρέσει να με ρωτάς τέτοια πράματα. Να κάμεις την ιατρική σου και μακριά από τα δάχτυλα των ποδιών μου. Αν σου κάνει ανάγκη, να σου αφήσω το παπούτσι μου για να το μελετήσεις». «Μάμω, σε παρακαλώ, σοβαρέψου. Μπορεί να πάσχεις από ουρικό οξύ. Θέλω να είμαι σίγουρος. Τη Δευτέρα το πρωί να είσαι στο ιατρείο μου, για να το δούμε επισταμένως».

Του θύμωσε εγγαστρίμυθα. Δεν το ’δειξε, όμως. «Ο φαντασμένος! Ότι δηλαδή μπορεί από μια ματιά στο δάχτυλο, έτσι απλή και ξιπασμένη, να βγάλει λαγό απ’ τη φωλιά, αρρώστια από το σώμα. Ε, κακομοίρη μου! Και μετά βάζουν στο στόμα τους την κυρα-Γιασμίνα, εδώ πιο κάτω, που διαβάζει τις ελιές στο κορμί, αλλά μονάχα αυτές στην πλάτη, γιατί εκείνες είναι, λέει, που ομολογούν τα μυστι­κά της σκιάς του καθενός. Μα τούτη το κάνει με σέβας και με δέος. Συναξαρίζει τη μαγγανεία και τη γητειά και τη μαντρίζει σε σταυρούς και κο­μποσκοίνια. Και όποιο ζόφο συναντήσει, δεν τον βαφτίζει με αλλοπαρμένα ονόματα. Ακούς εκεί ου- ρι-κό ο-ξύ! Κάθου λοιπόν, ντοκτόρι μου, να με ανα­μένεις παρέα με το ου-ρι-κό σου το ο-ξύ. Εγώ το μόνο οξύ που ξέρω είναι εκείνο που καθαρίζουμε τον απόπατο, μετά συγχωρήσεως δηλαδή. Ε, όχι και να μου συγγενέψεις το δάχτυλο με τα σκατά! Αλλά, πού να καταλάβεις τι φλεβοκουβαλά ο χτύ­πος του πρησμένου του δαχτύλου, τι ορμήνιες και αινίγματα». Βύθισε τα πέλματά της στις παντόφλες με ένα γουργουρητό ικανοποίησης. Από γεννησιμιού της έτσι έκανε. Τακτοποιούσε πάντα με τρυφερότητα και προσοχή τις σάρκινες αυτές μάζες στα πλαδαρά από την πολυετή και θηριώδη άλωση παπούτσια. Εξάλλου, από εκεί εκκινούσε η φωνή της. Κάθε φο­ρά που ήταν να μιλήσει, ένιωθε το λάκτισμα σε κάθε δάχτυλο αντίστοιχα, ανάλογα με την περίσταση. Ας πούμε, όταν μιλούσε στα παιδιά της, κούρδιζε τη φωνή της στο μικρό με γλύκα και αγάπη. Σαν πάλι έπιανε κουβέντα με τις φίλες και τα βάσανα ξεχεί­λιζαν, το τέταρτο δάχτυλο τρεμόπαιζε ασταμάτητα. Απ’ τον γιατρό και τον παπά αν ήταν να πάρει συμ­βουλή, ίδιος γάντζος το μεσαίο γύρευε να σκάψει τη σόλα του παπουτσιού και να στερεωθεί μέσα στη γη. Μονάχα το δεύτερο, το μεγαλύτερο, ήταν βουβό και ασάλευτο χρόνια τώρα, από τότε που έχασε τον άντρα της.

Σήμερα, όμως, είχε σειρά το πρώτο, το κορκανύχικο, του εαυτού, όπως το έλεγε. Σήμερα ήταν η μέρα. Όλο το βράδυ χθες κατέ­στρωνε το τελειωτικό το σχέδιο και, όταν το πρωί τη μάρκαρε εκείνη η τσιμπιά του έντονου πόνου στο μεγάλο δάχτυλο, σκέτο μπουκέτο απ’ αγκάθια, σφραγίδα στην ολονυχτία, το ήξερε πια πως είχε φτάσει η μέρα. Καιρό τώρα την έζωναν οι σκέψεις, τσίτωναν το κορμί της σε χρόνο ανύποπτο. Το δά­χτυλο είχε εξεγερθεί με πόνους καθημερινούς, σαν ξίφη ακονισμένα, σινιάλο και φρυκτωρία για τις μελλούμενες τις πράξεις. Ήξερε ότι δεν πήγαινε άλλο και έπρεπε να αρματώσει την απόφαση. Σή­μερα, λοιπόν. Βέβαια, δεν έπρεπε να λησμονήσει, προτού ξεκινήσει για το μοναστήρι, να πάρει τη­λέφωνο στο ιατρείο για να αναβάλει το ραντεβού που είχε σε λίγη ώρα, για κείνη την εξέταση. Την προηγούμενη εβδομάδα τη ρώτησε ο γιατρός, έτσι στα ξαφνικά, αν έχει συχνά τέτοιους πόνους στο μεγάλο δάχτυλο. Τάχα και δήθεν πως ανησύχησε από το φούσκωμα το ελαφρύ. Τον κοίταξε ανόρεκτα και δύσπιστα:«Γιατρέ, δεν μου αρέσει να με ρωτάς τέτοια πράματα. Να κάμεις την ιατρική σου και μακριά από τα δάχτυλα των ποδιών μου. Αν σου κάνει ανάγκη, να σου αφήσω το παπούτσι μου για να το μελετήσεις».«Μάμω, σε παρακαλώ, σοβαρέψου. Μπορεί να πάσχεις από ουρικό οξύ. Θέλω να είμαι σίγουρος. Τη Δευτέρα το πρωί να είσαι στο ιατρείο μου, για να το δούμε επισταμένως».Του θύμωσε εγγαστρίμυθα. Δεν το ’δειξε, όμως. «Ο φαντασμένος! Ότι δηλαδή μπορεί από μια ματιά στο δάχτυλο, έτσι απλή και ξιπασμένη, να βγάλει λαγό απ’ τη φωλιά, αρρώστια από το σώμα. Ε, κακομοίρη μου! Και μετά βάζουν στο στόμα τους την κυρα-Γιασμίνα, εδώ πιο κάτω, που διαβάζει τις ελιές στο κορμί, αλλά μονάχα αυτές στην πλάτη, γιατί εκείνες είναι, λέει, που ομολογούν τα μυστι­κά της σκιάς του καθενός. Μα τούτη το κάνει με σέβας και με δέος. Συναξαρίζει τη μαγγανεία και τη γητειά και τη μαντρίζει σε σταυρούς και κο­μποσκοίνια. Και όποιο ζόφο συναντήσει, δεν τον βαφτίζει με αλλοπαρμένα ονόματα. Ακούς εκεί ου- ρι-κό ο-ξύ! Κάθου λοιπόν, ντοκτόρι μου, να με ανα­μένεις παρέα με το ου-ρι-κό σου το ο-ξύ. Εγώ το μόνο οξύ που ξέρω είναι εκείνο που καθαρίζουμε τον απόπατο, μετά συγχωρήσεως δηλαδή. Ε, όχι και να μου συγγενέψεις το δάχτυλο με τα σκατά! Αλλά, πού να καταλάβεις τι φλεβοκουβαλά ο χτύ­πος του πρησμένου του δαχτύλου, τι ορμήνιες και αινίγματα».

Έλενα Ακανθιάς, Golith, νουβέλα, Εκδόσεις Σμίλη, 2020

Artwork: Sarah Moon

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου

.

Ποίημα, σε λίγο θα φύγεις, θα πάρεις
τους δρόμους σαν σκύλος
σαν ντάλια κομμένη – τι θα έχω τότε,
ποιος θα είμαι; σε τι κατοικίες θα πλαγιάζω
χωρίς φαΐ, χωρίς νερό χωρίς κορμί;

Ποίημα, μου ρίχνεις τόσους σκοτωμένους
να με σκεπάσουν όλα τα υπαρκτά
και τα κατεβατά της ερήμου
όλοι οι άνεμοι, οι σχηματισμοί πτηνών και οι
φωλιές τους, οι θύελλες οι αισθηματικές τους.

Ποίημα, συ ο παρών, ο ενεδρεύων
σε κάμπους πίσω από μάτια και μυαλά,
σε όλα τα λόγια που με διώχνουν από τη
φωλιά, σε οράματα που φτύνουν στο στόμα μου
όπως οι σαμάνοι
μα και σε ουρλιαχτά των Άλπεων
(τόσο πολύ χιόνι μαζεύεται όταν λείπεις)

Ποίημα, ποιος είσαι; Ποιοι είμαστε όλοι οι
κρυμμένοι στον έναν αυτόν που τώρα μιλά;
Αν γίνεις ο ρυθμός, το σχήμα, το ρίγος
το στήθος των φτερωτών ζηλωτών των γλωσσών
σαν λαμπάδα του Πάσχα θ’ ανάψεις
σαν έρως του Ενός
–μνήσθητί μου, Ποίημα, όταν έρθεις εν τη
βασιλεία σου στο σπίτι του Κανενός.

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου, από την ποιητική συλλογή Το μηδέν σε φωλιά, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2018

.

 

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

Το τραίνο έβαλε μπρος. Έσκυψα στο παράθυρο, στον παγωμένο αέρα, κοίταξα πίσω. Αυτός έστεκε εκεί δίπλα στο σκελετωμένο μουλάρι που έμοιαζε με κουνέλι, πλάσματα συφοριασμένα και τα δύο τους, ακίνητα, της υπομονής. Το τραίνο πήρε τη στροφή. Η μηχανή με κοφτές, απανωτές τουλούπες καπνό, και ο άνθρωπος και το μουλάρι αποχώρησαν απαλά από το οπτικό μου πεδίο, με εκείνη την ταπεινή και πέραν του χρόνου υπομονή, μία μαρμαρωμένη γαλήνη, κράμα από παιδιάστική δουλική ανημπόρια κι εξωπραγματική σιγουριά που τους ποιμαίνει και τους προστατεύει· και αγαπάει έξω από κανόνες λογικής· και τους ληστεύει μόνιμα και απεκδύεται κάθε ευθύνη και υποχρέωση με μέσα τόσα απροκάλυπτα που αδύνατο να θεωρήσεις δόλο ή κλοπή, και αποδέχεται κλοπή ή υπεκφυγή με εκείνον τον γνήσιο και αυθόρμητο θαυμασμό για τον νικητή, τον θαυμασμό που νοιώθει κάθε τζέντλεμαν για τον οποιονδήποτε τον νικάει σε δίκαιο αγώνα και μαζύ νοιώθει στοργή και αμείωτη ανεκτικότητα για τις ιδιοτροπίες των λευκών, όπως ο παππούς για τα ζαβολιάρικα παιδιά. Κάτι που είχα ξεχάσει.

Κι ολόκληρη εκείνη την ημέρα, ενώ το τραίνο φιδοσερνόταν δίπλα σε χαράδρες και γκρεμούς, και η μόνη κίνηση ήταν το αγκομαχητό της εξάτμισης και ο βόγγος των καταπονημένων τροχών, και τα προαιώνια όρη έστεκαν μισοσβησμένα στον μουντό ουρανό, εγώ συλλογιζόμουν τον τόπο μου, τον μελαγχολικό άχαρο σταθμό και τη λάσπη, τους νέγρους και τους χωριάτες να βολτάρουν νωθρά στην πλατεία κρατώντας παιχνίδια μαϊμουδίτσες, αμαξάκια, σακουλίτσες με καραμέλες, πυροτεχνήματα, και τα σπλάχνα μου μετατοπίζονταν όπως τότε στο σχολείο λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι.

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, Ιουνίου 2α, 1910, σελ. 113-114, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002.

Artwork: Yohann Fournier

 

Σταυρούλα Δημητρίου, Παζάρι μνήμης και λήθης

.

Στ’ απόμερα και στ’ άφεγγα, εκεί που ξεμοναχιάζεται η ψυχή να θυμηθεί, να λησμονήσει, στα σκληρά παζάρια της Μνήμης και της Λήθης, τούτο δικό μου τ’ άλλο δικό σου, πάρε η μια άρπαξε η άλλη –φέρ’ τον πίσω αυτόν τον Απρίλη, όχι αυτόν, τον άλλον τον κόκκινο στην Πλατεία Ασωμάτων –δεν σ’ τον δίνω, είναι ο άλλος μου Απρίλης, τον θέλω για ενθύμιο, πάρε τον άλλον, τον βροχερό στην Πλατεία Ανωνύμων και εκείνο το θλιμμένο σούρουπο, και δώσε μου εκείνη την αγάπη την αντίδωρη –γύρνα μου εσύ την αντίδοτη και τη μοσχοβολιά από γιασεμί και κείνη τη νύχτα Αύγουστο στο νησί με γεμάτο φεγγάρι– τίποτα γεμάτο δεν μου έδωσες, να, κοίτα, θα σου γυρίσω σκέτη τη νύχτα, μία είναι η νύχτα ένα το σκοτάδι και από τη μια μεριά και από την άλλη, μαζί με εκείνη την ξερή καληνύχτα και δώσε μου τις ευχές με άσπρα τριαντάφυλλα κι εκείνο το γιορτινό τραπέζι Κυριακής και πάρε όλα τα «πάλι» μου κάθε σούρουπο, τη θλίψη μου και όλες τις απουσίες με τις σημασίες τους μαζί, πάρε της μάνας μου τον θρήνο εκείνη τη νύχτα του Δεκέμβρη κι εκείνο τον Μάιο είκοσι τεσσάρων καρατίων, τον σκοτωμένο –τι να τον κάνω αυτόν, δεν ξεχνιέται ο θάνατος–, δάνεισέ μου και λίγο ξεχαστικό χρόνο από αυτόν που έχεις, ένα κομματάκι και θα σ’ το γυρίσω πίσω, ίσα να ξεχάσω εκείνο το μαλακτικό ροζ φως της αυγής πάνω στο κρεβάτι –άντε πάρ’ το, κεραυνοβόλο που ήταν–, θα «το σκέφτομαι», πιθανώς και να «το αγαπώ», αν δεν «το ξεχάσω», μπορεί και να το βάλω σε φορμόλη, πάρε και το ξεβαφτικό για εκείνο το μαύρο –βράδυ ήταν–, μαζί μ’ εκείνο το ζαλιστικό ταξίδι στη γαλάζια θάλασσα και το άλλο γιαλό-γιαλό στη μαύρη, πάρε πίσω κι εκείνη την προδοσία, και σου επιστρέφω μαζί το φιλί της και όλες τις αξημέρωτες νύχτες μου μαζί του, σου χαρίζω και όλους τους ασίγαστους πόθους και τους οργασμικούς βόμβους της μέλισσας, μου γυρεύεις δηλαδή τον μεγάλο έρωτα και μου επιστρέφεις τη μικρή ζωή, της είπε η Μνήμη.

Σταυρούλα Δημητρίου, Παζάρι μνήμης και λήθης, από την ποιητική συλλογή  Τα ιοβόλα και η χαμένη αθωότητα, εκδόσεις Μελάνι, 2020

Artwork: Konstantin Kaceve

 

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Τα κορίτσια

.

Ε ρε σας λέω
αφήστε με
έτσι διάφανο
κι ας μοιάζω
στο σαμιαμίδι του σπιτιού
τοιχόσαυρα
που από τη ζήλια της
κελάηδησε
– να οι φλέβες που ψάχνατε γιατροί –
να το κορμί
που ο Λεονάρντο
ηράσθη
εδώ καπνίζουν
όσα κορίτσια μ’ ερωτεύτηκαν
που στον κόλπο τους με κλείδωσαν
με τα μάτια
ή με τα δόντια
ένα φαγιούμ από αμύγδαλο και στάχτη
κι αυτό το ποίημα
– όσο τα μέτρα του
υπολείπονται –
θα γίνεται
φωλιά
της σφήκας
μα αιώνια θα αποτυγχάνει
να αντιληφθεί
το βούισμα
πριν την επίθεση
ενόσω εκείνες θα τεντώνονται
έτοιμες να φτερουγίσουν
απ’ του κορμιού τους
το νεκύδαλλο._

 Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Τα κορίτσια, από τη συλλογή Ενύπνια τα μεθεόρτια, εκδόσεις Έναστρον, 2020

Artwork: Nikoletta Ceccoli

 

Έλενα Ακανθιάς, Το δόντι του καρχαρία

Τόσες προσπάθειες για να με πάρει ο ύπνος και ακόμη τίποτε. Καλά που έχω τα στιχάκια μου και εκτονώνομαι. Σε δύο λεπτά, βέβαια, δε θα υπάρχουν. Σπουδαία ανακάλυψη η σβήστρα. Όχι γομολάστιχα, ρε! Σβήστρα! Να το λες και να γεμίζει το στόμα σου. Αυτό δεν είναι λέξη, είναι η πορνογραφική συνεύρεση των συμφώνων. Σβ στρ, σβ στρ, σβ στρ. Σαν πέντε φαλλοί να παρελαύνουν. Μυώδεις και αρρενωποί. Ιθύφαλλοι, εντεταμένοι. Ε; Δεν νιώθεις μια ανάταση; Ένα κάτι; Μια ανύψωση τρίχας, ρώγας, κάτι, βρε παιδί μου; Βάλε και τα φωνήεντα ανάμεσα σαν ανοιχτά αιδοία, πρώτα το «η» και έπειτα το «α». Έχει σημασία η σειρά. Το «η» έχει μια έκπληξη και μια συστολή, έναν θαυμασμό και κάτι από δέος. Το «α» έχει δωρική επέλαση που λήγει σε απόγνωση και τελικά σε ανακούφιση, και όλο μαζί ανταυγάζει μια κεκαλυμμένη ηδονή. Εγγυημένο κάμα σούτρα αλφαβήτου. «Σβήστρα». Σπουδαία λέξη, ιδιοφυής. Λέξη απειλή. Τη μια υπάρχεις και την άλλη όχι· και το χειρότερο, ενώ κάποτε υπήρξες, έστω, όπως υπήρξες. Όταν ο Θεός έφτιαξε την Εύα, η πρώτη λέξη που της είπε ήταν αυτή: «Σβήστρα». Φυσικά, ύστερα της έμαθε και την υπόλοιπη τη φράση: «Κάτσε καλά, γιατί αλλιώς… σβήστρα θα σου ’ρθει στη ζωή».

Έτσι γίνεται πάντα στην εκμάθηση. Μαθαίνουμε ν’ αναγνωρίζουμε το μέρος και μετά το εντάσσουμε στο όλο. Για την ισόρροπη ανάπτυξη των ατόμων και για την αρμονική ένταξή τους στον κόσμο. Για τη μετέπειτα διάδρασή τους με τον περιβάλλοντα χώρο και τη συμμετοχή τους ως παραγωγικές μονάδες στο σύνολο. Για την ψυχοσυναισθηματική καλλιέργεια, την ανάπτυξη των διανοητικών και σωματικών δεξιοτήτων, την πνευματική, κοινωνική και ηθική ολοκλήρωση του αντικειμένου. Συγγνώμη, υποκειμένου. Αμήν! Την έφτιαξε λοιπόν απ’ το πλευρό του Αδάμ ως «συζυγική κοτολέτα», της έκανε μια ταχύρρυθμη εκπαίδευση, γιατί ως ξύπνιο κορίτσι πολλά δε θέλει για να καταλάβει, και την παρέδωσε στον Αδάμ. Εντάξει. Έλα τώρα εσύ στη θέση της. Μόνο δυο πράγματα να έχεις ως εφόδια και προίκα για να ξεκινήσεις τη ζωή στον νέο τούτο κόσμο. Και δίπλα στον Αδάμ. Δύο δεδομένα μόνο.

Έλενα Ακανθιάς, Το δόντι του καρχαρία, νουβέλα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016

Αrtwork:Tricia Scott

.

 

Νίκη Τρουλλινού, Ουρανός από στάχτη

Διάλειμμα,  στην αυλή, φυσάει βοριάς, το κορίτσι στέκεται προσοχή και το αγόρι τεντώνεται, με το δείχτη του χεριού προσπαθεί να βγάλει από το μάτι της τη σκόνη; το πετραδάκι; Τα κορμιά τους κοντά, απέναντι, ευλογημένος ο σκονισμένος άνεμος. Πώς το λένε οι διανοούμενοι, να δεις, αναστοχασμός, να μηρυκάσω, το λέω εγώ. Αμάσητη τροφή καταπίνεται, θέλεις το χρόνο σου να τη φέρεις πάλι από τα άρρωστα στομάχια, τα χαλασμένα έντερα, το χαζό κατσίκι τραβάει στη σκιά του βράχου και μηρυκάζει, αναμασάει, λες κι έχω κλειστεί μαζί σου στο αεροδρόμιο ή στην πόλη με αυτό το ασφυκτικό συναίσθημα του αποκλεισμού, οι προσχώσεις του παρελθόντος αποδεικνύονται πολύ σαθρό έδαφος, φερτά υλικά από χείμαρρους και μπαζωμένα ρέματα,  κολλήσανε χωρίς να με ρωτήσουν, πάτησα πάνω τους, τώρα τρεκλίζω, τρεκλίζουμε μαζί. Και η όμορφη από την γκαλερί στη Sablon πρέπει να κερδίσει το χώρο της, μην την αφήσεις να σου φύγει, άκουσες; Θα είναι μεγάλη βλακεία, προλαβαίνεις να κάνεις παιδί στα πενήντα σου όπως ο σοφός Δράκος πατέρας σου, άλλωστε η δουλειά της ταιριάζει στο προφίλ του στελέχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σωστά; Όχι εμένα που προτιμώ να τριγυρνάω στη La place du jeu de Balle στη σκιά του Palais de Justice – εκεί δεν βρίσκεις πράγματα αξίας, μου είπες… Είναι σχετικό το πώς βλέπει καθένας μας την αξία. Παλιές καρτ ποστάλ, αυτό ψάχνω, με καλλιγραφικά γράμματα, έρωτες και σπαραξικάρδια μηνύματα του δέκατου ένατου αιώνα, πεζικάριοι και ιππείς εξορμούν στις πεδιάδες  της γηραιάς Ευρώπης υπό τους ήχους του εμβατηρίου Ραντέτσκυ και ’γω με κάτι παμπάλαια μαχαιροπίρουνα ρημαγμένων μοναστηριών στην αγκαλιά: θα καλέσω σε δείπνο την παραμυθία της μνήμης· να η αξία.  Και κοίτα, δεν μ’ ενδιαφέρει αν συνεδριάζει ή δεν συνεδριάζει η επιτροπή σου εκεί στο περίφημο κτίριο του Berlaymont.

Άσε με εμένα στις καρτολίνες μιας άλλης Ευρώπης με όνειρα, ξέρεις,  δερμάτινες βαλίτσες ανοιγμένες στο χρόνο, πωλητές να ζυγιάζουν με μάτι έμπειρο τις ζωές των άλλων πίσω από τις λέξεις της απόστασης και της απώλειας, όταν το ταξίδι μπορεί να είναι και απώλεια,  γραμματόσημα και σφραγίδες Ταχυδρομείων να μαρτυρούν τους αιώνες, τα νέα γραμμένα με κονδυλοφόρο, μελάνι και τα χρειαζούμενα, εκείνο το στυπόχαρτο πόσο καλά έκανε τη δουλειά του, στιγμές της Ιστορίας φωτογραφημένες με τζουμ ταρα- τατζούμ, ανίδεες τάχα μου, και υποκρινόμενες τις αθώες,  Αγαπητή μαμά, μια μεγάλη καλημέρα από την καταραμένη ετούτη χώρα της Ανατολής…   ή τα πιο δύσκολα,   Αγαπητοί γονείς, πέρασε ήδη ένας μήνας που εγχειρίστηκα και  πάνε τρεις μόνο μέρες που δεν υποφέρω. Από την εγχείρησή μου δεν απομένει παρά η παραλυσία του νεύρου του δεξιού μου χεριού, δεν έχω πια τη δύναμη να κρατήσω την πένα, αλλά σιγά σιγά…   και  οι πολιτείες, λιμάνια, ποτάμια, πάρκα και βουλεβάρτα, πλατείες και γεφύρια, παραλίες και νοσταλγικές κυρίες με ομπρελίνα, ξενοδοχεία με μοναχικούς ανθρώπους, είναι ίσως εκείνοι που στέλνουν τις περισσότερες κάρτες, και ερωτευμένοι, και στρατιώτες εκστρατευτικών σωμάτων, Δεσποινίς, ειλικρινά δεν νομίζω ότι έκανα κάτι ανάρμοστο αποφασίζοντας να σας γράψω, και ο κύριος πατέρας σας θα μπορούσε κάλλιστα να διαβάσει την κάρτα μου, χωρίς να βρει τίποτε το μεμπτό… Αν, εντούτοις, υποχρεωθείτε να σταματήσετε την αλληλογραφία μας, δεν θα μου μένει παρά να υποκλιθώ σ’ αυτή την ανώτερη βία, με μεγάλη μου, ωστόσο, θλίψη, Salut de Constantinople, Mardi 19/4/1894, ποιος πόλεμος, ποια ακυρωθείσα Συνθήκη είχε φέρει τον ερωτευμένο μου ως εκεί;

 

 

Συνεχίζω: λυπήθηκα πολύ που φεύγοντας δεν σε είδα, γράψε μου, από την Βιέννη στη Θεσσαλονίκη του χίλια εννιακόσια είκοσι εφτά. Από την Αμβέρσα του χίλια εννιακόσια είκοσι τρία, Νικόλαος Χατζή Θωμάς και Σεφερτζής και Ταγαράς, Rue Sainte Sophie, κράτησα τα ίχνη όλων αυτών των χεριών που τις έγραψαν, τις έστειλαν, τις κράτησαν; Αμφίβολες ιστορίες, το ξέρω, αφηγήσεις μιας ηπείρου που υπήρξε φωτεινή και σκοτεινή μαζί – αυτό, το δεύτερο,  θέλεις να αποφύγεις;
Θέλω να μ’ αφήσεις να δουλέψω, αυτό, μπορείς;
Γουάου!!! άνοιξες πάλι το σημαδάκι που έχει το όνομά μου; είσαι στη γραμμή; Τι ωραία!!!! Οι κλεισμένοι ουρανοί είναι μιας πρώτης τάξης ευκαιρία εσύ και οι όμοιοί σου να αναμασάτε σαν τα συμπαθή τετράποδα, Τηλέμαχε! Κοίτα τους, έχουν διασχίσει τους χρωματιστούς διαδρόμους, έχουν μπει στο γραφείο σου, χαιρετούν κλπ… γραβάτα ακριβή για την περίσταση, αν και το casual έχει κερδίσει τελευταία την προτίμηση των γραφειοκρατών της ομοταξίας σου,  ήρθαν με τρένο από το βορρά του βορρά, τουλάχιστον αυτοί, οι άλλοι στην οθόνη, ανοίγουν οι φουσκωμένοι χαρτοφύλακες, πολυσέλιδες εκθέσεις in vitro αναλύουν τα δεδομένα της οικονομικής κατάστασης τάδε και τάδε, προτείνεται δε… μα φυσικά και δεν συμφέρει ο δημόσιος τομέας, αγαπητέ μου, λειτουργικές και δημοσιονομικές αστοχίες, οι καλεσμένοι σου θα αποχωρήσουν (η επιταγή για το έργο τους πότε θα εισπραχθεί;), η σφαγή θα ξεκινήσει μόλις αποδεχθείς την εισήγησή τους και τη σπρώξεις προς τους πάνω ορόφους… σε κείνους άλλωστε που την είχαν παραγγείλει,   διάβολε, πρέπει και να δικαιολογούμε τις προληφθείσες αποφάσεις – αλλιώς τι τεχνοκράτες είμαστε; N’ est-ce pas?

Περίληψη του μυθιστορήματος

Το ισλανδικό ηφαίστειο με το παράξενο όνομα ξερνάει τις στάχτες του στους ουρανούς της Ευρώπης. Απρίλης 2010. Ο Τηλέμαχος, τεχνοκράτης των Βρυξελλών, αποκλεισμένος στην καρδιά της Ευρώπης, η Θάλεια, φιλόλογος σε δημόσιο σχολείο των  Εξαρχείων, σκυμμένοι οι δυο τους, ενωμένοι οι δυο τους σε λογής πληκτρολόγια, σκαλίζουν μυστικά και ψέματα. Τα δικά τους και των άλλων. Μαζί τους, να τους συντροφεύει, το ημερολόγιο της γιαγιάς Αργυρής:  το Ηράκλειο του μεσοπολέμου, τα χωριά του κάμπου –  οι ρίζες των μυστικών τους. Η ιστορία της οικογένειας δεμένη με την ιστορία του τόπου. Όταν οι ουρανοί και τα αεροδρόμια  ανοίγουν,   η Ελλάδα μπαίνει στην «εποχή του ΔΝΤ». Άλλες επιλογές, άλλες αποφάσεις. Ποιες, αλήθεια; Και πώς;. Και κυρίως: όλα αυτά μπορούν να κτίσουν το μυθιστόρημα που η Θάλεια ονειρεύεται να γράψει;

Νίκη Τρουλλινού, Ουρανός από στάχτη, μθστρ., προδημοσίευση.

.

 

 

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Δωμάτιο με θέα

 

Ο ποιητής κοιτάζεται στα πράγματα μέσα στο σπίτι· η φύση του σπιτιού ξέρει ν’ αλλάζει συνεχώς·  πέφτουν καρέκλες και τσακίζονται, πηδάνε άλογα στις πολυθρόνες. Οι νύχτες βόσκουν στα πατώματα. (Aν τις ταΐσεις ποιήματα θα χορτάσουν;) Λάμπα μου, φέξε, το σώμα μου κόβεται σε πολλές λέξεις, οι λέξεις βγάζουν τα ρούχα τους. (Τη νύχτα που πέθανε ο ποιητής Τάσος Δενέγρης, ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε: Τα ποιήματα είναι σκιές των δασών).

Η όραση συνήθως αυταπατάται; Ο Μπόρχες νομίζω θα έλεγε: η όραση είναι βιβλιοθήκη· ομοίως κι αυτή περισυλλέγει το ένα το άλλο. Πολλές φορές όμως γλιστρά και φεύγει χωρίς να βλέπει αυτό που συμβαίνει. Μια βιβλιοθήκη δεν είναι βοσκός αλλά δοχείο με φτερουγίσματα. Όμως το ζητούμενο, η σοφία, πάντα εχθρεύεται τα τοπία της σκόνης· ζει κρεμασμένη σε μια αιώρα που δεν περιμένει τον κουνιστή της αλλά την αδαμάντινη χαρά τού ουδέν οίδα).

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Δωμάτιο με θέα (Περί αισθηματικής αγωγής) από το Το μηδέν σε φωλιά, σελ. 64,  εκδόσεις Γαβριηλίδης 2018

Πίνακας: Gian Paolo Dulbecco

 

Χριστόφορος Λιοντάκης, Συνασθροισθέντες ενθάδε

1

Φυσούσε το παράθυρο στο θαλασσάκι
στο μπαμπάκι και λίγο προς το μάρμαρο.
Στα χέρια του χειρούργου
η σύριγγα άνθος τροπικό
αναπνέει γαλάζιες φλόγες.

6.

Φως ιλαρό μα κόπηκε στη μέση.
Ακροβάτησαν οι ίσκιοι
κι ένα κλαδί βασιλικός
χειρονομεί στον τοίχο·
λιμνάζουν οι φωνές
στα μαύρα ανοίγματα του ασβέστη.

8

Ασπράδι αυγού το παρελθόν.

Χριστόφορος Λιοντάκης, Συνασθροισθέντες ενθάδε, από τη συλλογή Ο Μινώταυρος μετακομίζει (Ο χάνδαξ), Ποιήματα 1982-2010, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015

Πίνακας: Kristin Vestgard

 
Video

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II

.

H δεσποινίς Έρνα, που στην πραγματικότητα δεν του άρεσε και τόσο, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και του χαμογελούσε πονηρά, σχεδόν φιλικά, αφήνοντας να φαίνεται το δόντι που της έλειπε. Παρ’ όλα αυτά ο Ες δεν έδωσε καμία σημασία στις διαμαρτυρίες της: «Kύριε Ες, σας παρακαλώ να βγείτε αμέσως έξω», κι έμεινε ατάραχος στη θέση του, κι αυτό το έκανε όχι μόνο γιατί, όπως οι περισσότεροι, ήταν ένας άντρας με ταπεινές ορέξεις, δεν το έκανε μόνο γιατί, όταν δύο άνθρωποι διαφορετικού φύλου συγκατοικούν από καιρό κι έχουν εξοικειωθεί, σχεδόν δεν μπορούν ν’ αντισταθούν στους ανεξέλεγκτους μηχανισμούς του σώματός τους και υποκύπτουν σ’ αυτούς χωρίς  μεγάλη αντίσταση με τη σκέψη: «Τελικά, γιατί όχι;» δεν το έκανε μόνο γιατί διαισθανόταν ότι κι αυτή θα έπρεπε να έχει παρόμοιες επιθυμίες, έτσι που δεν υπήρχε λόγος να δώσει σημασία στις διαμαρτυρίες της, και σίγουρα δεν το έκανε μόνον εξαιτίας των ταπεινών ορμών του – έστω κι αν πρέπει να συνυπολογίσουμε τον αναπόφευκτο ερεθισμό που δημιουργεί στους άντρες το αίσθημα της ζήλειας και το οποίο το είχε νιώσει βλέποντας την κοπέλα να τρίβεται πάνω στον Γκέρνετ – αλλά και γιατί ο Ες θεωρούσε ότι η ηδονή, που οι άντρες την αναζητούν σαν να είναι αυτοσκοπός, εξυπηρετεί αντιθέτως έναν ανώτερο σκοπό, τον οποίο να και δεν είσαι σχεδόν σε θέση να τον μαντέψεις, ωστόσο σε κατακυριεύει, και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιταγή να εξαλείψεις εκείνον τον μεγάλο φόβο, που εκτείνεται πολύ μακρύτερα από τα στενά όρια του εαυτού σου, έστω κι αν πολλές φορές μοιάζει να μη διαφέρει από αυτό που νιώθει ένας περιοδεύων εμπορικός αντιπρόσωπος όταν αναγκάζεται να κοιμηθεί μόνος σ’ ένα ξενοδοχείο μακριά από τη γυναίκα και τα παιδιά του: ναι, έστω και αν δεν διαφέρει από τον φόβο και τη φιληδονία του ταξιδιώτη που πλαγιάζει με την άσχημα και κάπως περασμένης ηλικίας καμαριέρα, καταφεύγοντας μερικές φορές σε σπαραξικάρδιες αισχρότητες και νιώθοντας συχνά ένοχη τη συνείδησή του.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ.  Κώστας Κουντούρης, σελ. 53-54, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.

Φωτό: Joel Peter