Ανάμεσα σε δύο πολυθρόνες, σε καναπέδες και σακούλες πλαστικές βουνό τη μία πάνω στην άλλη στοιβαγμένες να κάθεται αγέρωχη την είδα, στητή, λες και περίμενε τους καλεσμένους. Στο βάθος ακούει την καμαριέρα να τακτοποιεί την πορσελάνη τον καφέ για να σερβίρει. Χτυπάει το κουδούνι, ήρθαν οι φίλοι μας, σε παρακαλώ άνοιξέ τους, της φωνάζει. Διαβάτες που περνούν από μπροστά της κι άλλοι με αυτοκίνητα ή στο λεωφορείο καθισμένοι, σαν ξωτικό, σαν έκθεμα βιτρίνας ζωντανό απορημένοι την κοιτάζουν. Άλλοι την προσπερνούν αδιάφορα, καθώς τους είναι γνώριμη η μορφή της. Αγέρωχη αυτή κρατά το γάτο αγκαλιά και περιμένει να έρθουν οι φίλοι και η καμαριέρα τον καφέ να τους σερβίρει, όμορφα να είναι όλα, καθώς πρέπει. Ακούει το κουδούνι να χτυπάει, φωνάζει ελαφρώς ενοχλημένη. Παρακαλώ, Μαρί, οι φίλοι στην πόρτα περιμένουν. Όχι δεν είν’ αόρατη η πόρτα, τη βλέπει εμπρός της, κι αυτός που στέκεται ορθός είναι ο πρώτος επισκέπτης, δεν είναι δικαστικός κλητήρας απόφαση έξωσης να επιδώσει, ούτε σκουπιδιάρης του δήμου τις περιττές αποσκευές της να φορτώσει στο αμάξι απορριμμάτων, αλλοτινών καιρών απομεινάρια που τώρα λοφάκια και βουνά από σκουπίδια το χώρο του μικρού πάρκου έχουν κατακλίσει… Είναι ο πρώτος επισκέπτης που στέκεται στην πόρτα, πίσω του έρχονται κι άλλοι κι άλλοι φίλοι. Σε λίγο με γελάκια, πειράγματα κι αστεία παρέα γύρω απ’ το υπαίθριο σαλόνι τον φρεσκοψημένο υπέροχο καφέ απ’ την Μπραζίλ θα απολαύσουν.
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, απόσπασμα από την ανέκδοτη συλλογή «Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας»
Photo: Lee Jeffries
.
.