RSS

Daily Archives: 11/03/2016

Xρύσα Φάντη, Η ιστορία της Σ.

Kαι πήρε τέλος αυτή το ανοιγμένο κρανίο της Σ., να έτσι, όπως χουφτώνεις γαβάθα. Κι ο Θόδωρος έχωσε μέσα τη γλώσσα και το στράγγιξε. Κι ύστερα η Σ. ονειρεύτηκε πως βρισκόταν μέσα σε κάτι υγρό. Κάτι που ήταν και δεν ήταν λίμνη, ήταν και δεν ήταν βάλτος. Γιατί ήταν πράσινο και ζεστό. Κι είχε βατράχια, είχε όμως και χέλια. Κα τα χέρια γλιστρούσαν μες στο στομάχι της και τα βατράχια κόαζαν στ’ αυτιά της. Μέχρι που, χέλια μαζί και βατράχια, μεταμορφώθηκαν σε ψαρόνια. Κι άλλα την τσίμπαγαν κι άλλα μόνο τιτίβιζαν. Και τότε επιτέλους ξύπνησε. Κι ένιωσε σαν σε ζεστή θαλασσίτσα. Πατσαβουρίτσα το κατουρημένο βρακάκι, πατσαβουρίτσα και το βρεμένο σεντόνι.

(…) Κι όταν εκείνος έμπηξε τη μασέλα στα πόδια της κι όταν της τράβηξε με τα δόντια τα νύχια κι όταν ξεράθηκε κι έπεσε τέζα με το ακροδάχτυλό της χωμένο στο στόμα του, εκείνο το στρογγυλό ακροδαχτυλάκι της που έφερνε λίγο και στο κρανίο εκείνης που τώρα όλοι έτρεχαν να το ασπαστούν; Eκείνη ούρλιαξε; Όχι. Και; Να ουρλιάξει τώρα;

Ναι. Στα γόνατά της έπεσε ο δήθεν νταής. Με το βλέμμα κολλημένο πάνω της. Η καημένη η Σ! Στη μεγάλη σάλα οι παρείσακτοι πηγαινοέρχονταν κι εκείνος «ο που δήθεν σφάδαζε», μάτια οβίδες; Πιπίλες και δαγκωματιές ο φαλακρός κοιλαράς. Οι οβίδες κατρακυλούν, οι δαγκάνες ανοίγουν. Οι χαυλιόδοντες τρίζουν, παρομοίως και τα σαγόνια. Ιδού η καλή η σάρκα. Πάρε κόσμε, όποιος προλάβει πρόλαβε. Τώρα που είναι ζεστά. Ιδού τα άγουρα τα γαμπάκια, τα τροφαντά. Πάρε, καλέ μου κύριε, πάρτε κι εσείς κυράδες. Κι εσύ, άνθρωπέ μου; Tι στέκεσαι τόση ώρα και τα κοιτάς; Δεν θα πάρεις; Ε, άντε τότε, τράβα πιο κάτω. Έχει κι αλλού! «Nερό», σκέφτηκε η Σ. «Kαι μια βούρτσα», σκέφτηκε. Και μετά έτριβε. Έτριβε με τα πόδια χωμένα στον κουβά. Το πρωί η μικρή κολυμπά μες σε ζεστή λιμνούλα.

Xρύσα Φάντη, Η ιστορία της Σ., σελ. 43-44, Eκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016

Photo:Nadine Callebaut

.

.