RSS

Monthly Archives: October 2015

Αλέξανδρος Κορδάς, Οι Διάπυροι

.

                                                               Μνήμη Θανάση Τζούλη

Αναρριχάται το σώμα σ’ ευλογημένα σπίτια,
όπου παιδιά την ντροπή προσφέρουν μ’ αγάπη
και γυναίκες ζυμώνουν μαζί το ψωμί και τον Έρωτα.


Χρόνο το χρόνο
η μέριμνα αντικατέστησε την πίστη
κι η ευλογία χάθηκε.


Τότε μέσα από απειράριθμες ακτίνες φωτός είδα
ελικοειδείς ανθρώπους να διασπούν τα νεύρα των μυκηθμών τους
σε ορυχεία τερμιτών,


είδα γυναίκες λειχήνες, σε σκοτεινά υφαντουργεία
ν’ αναγεννούν το δέρμα τους και πελώρια μεταλλικά κτήνη,
είδα πελώρια μεταλλικά κτήνη
να διαρρηγνύουν τις μήτρες τους με δόρατα-φαλλούς.


Όμως σε κόσμους που μέλλονται,
Διάπυροι άντρες διασώζουν το μέταλλο και την πίστη
σε πλωτές πολιτείες και ποταμούς λάβας.


Εκεί τα παιδιά ψιθυρίζουν ονόματα σε δάση κωνοφόρων!
Εκεί ο κόρφος της γυναίκας δεν εξαντλείται, δεν διαπραγματεύεται
και δεν είναι ντροπή λιθοξόος να είσαι.


Έτσι αναρριχάται το σώμα σε ευλογημένα σπίτια
κι οι λιθοξόοι, Διάπυροι,
σκαλίζουν τις λέξεις τους!

Φωτό: František Drtikol

Πηγή: Τεφλόν

.

.

 

Χρήστος Κατρούτσος, Όταν σου σφάξω ένα φόρεμα επάνω στο κορμί

.


Όταν σου σφάξω ένα φόρεμα επάνω στο κορμί
Με του καταδυόμενου την πλάγια κόψη
Θεριεύοντας τη φλόγα
Στο εαρινό μας ηλιοστάσιο
Θα ακούν τριγμούς από το θάνατό του
Όσοι κοιμούνται πλάι
Και απόμακρα από τον έρωτα.
Είμαι σεντόνι που κόβεται σε ρούχο σου,
Να με τραβήξεις αν δεν σου χωρώ
Αν περισσεύω άσε με να πτυχωθώ
Και πέρα από ρούχο
Ιδρώτας που ξεπλένει τη Σαχάρα σου
Προσφέροντας ακάματα τα κύματά του
Με τ’ άλμπουρο που θα ανεμίσει η γύμνια σου,
Με το ναυάγιο που δεν λησμόνησε Σανίδα σωτηρίας.
Όταν σου σφάξω ένα φόρεμα επάνω στο κορμί,
Τότε, να ξέρεις, καταδικάστηκε στον Άδη
Ό, τι ανέβαλε με θράσος Παράδεισο από τη γύμνια μας.

Πίνακας: Χρήστος Κατρούτσος

.

 

Θόδωρος Μπασιάκος, Στη λυρική σκηνή

.

Τα χείλη του δεμένα φιόγκο
στο πρόσωπό του σαν παπιγιόν.
Του πολυέλαιου λογιών-λογιών
κλούβια αυγά από φως φέγγουν τον κύριο Όγκο.
Τώρα ψύχραιμος ακούει την ορχήστρα
η σοπράνο φρενήρης λέει μιαν άρια
Των ματιών του οι κόρες μακάρια
στις κόγχες βυθίζονται – διαταγή του μαέστρου.
Ένα «Ο» από χασμουρητό –τι νύστα!–
άναψε ξάφνου το σπίρτο του καβγά.
Καθώς έπαιζε, το πλήκτρο φα
με λύσσα το δάχτυλο δαγκώνει του πιανίστα.
Στου μαέστρου τα χέρια η μπακέτα
αρπάζει φωτιά. Το πρώτο βιολί
την σοπράνο οργισμένο πυροβολεί
που σωριάζεται πάνω στα σκόρπια μπουκέτα

Θόδωρος Μπασιάκος, Στη λυρική σκηνή, από τη συλλογή Πολύ ευγενής, Αθήνα 1985

Πίνακας: Stephen O’ Donnell

.

.

 

Στέλλα Δούμου, Αρόδο αριστερά του χρόνου με χαιρετισμούς Βαρβάρα

 

.

IV

Πέρασες από το θαύμα ανορθόγραφος
σε ορίζει μισό γράμμα και νομίσματα
που χάθηκε η αξία τους όταν τα είδαν οι εποχές με άδειο μάτι.
Ανοίγω την πόρτα ήσυχα
–όπως ανοίγουμε ένα μικρό λακκάκι στην άμμο
να θάψουμε τη δαγκάνα ενός κάβουρα ή μια ρωγμή από ήλιο–
και γενναιόδωρη στα ψέματα φεύγω χωρίς εικόνες μάχης.
Η δυνατότητα είναι μετρήσιμη και ακριβή
και αν ακόμα βόσκω σε κείμενα χωρίς δάση αναψυχής
συχνά μπορεί κανείς
να βάλει στοίχημα σε αυτήν μ’ επιτυχία.

Για τις ζημιές, δεν σε χρεώνω, να ξέρεις.
Στα παραμύθια με κατάγματα
πάντα έδινα ασπιρίνη με ζάχαρη.

Πυριφλεγώς, Βαρβάρα

Πίνακας: Henri Manguin

Στέλλα Δούμου, Αρόδο αριστερά του χρόνου με χαιρετισμούς Βαρβάρα, από τη συλλογή Έρως Αρόδο, Εκδόσεις Κουκούτσι, 2015

.

.

 

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Τα παλιωμένα σπίτια

.

Ποιο απ’ τα δυο;
Περασμένα μεσάνυχτα και κάνει πρόβες η μπάντα
ή σαλπίζουν στη θύελλα τα ερειπωμένα σπίτια;

Πολιορκημένα από μια θλίψη παμπάλαια
σε περιπτύξεις που επιδίδεται με το ματαιωμένο
μεταφέρουν λαθραία νύχτα και μέρα στο υπόγειο
πληγές
πληγές και χρόνια
και κάτι χάρτινα κιβώτια με καμένα κεράκια
απομεινάρια απ’ τα γενέθλια
κάποιας νοικάρισσας νεότητας.

Κι έχουν μιαν εγκαρτέρηση τα παλιωμένα σπίτια
θαρρείς και οι εντοιχισμένοι
γνωστοί και άγνωστοι νεκροί
φορώντας τα καλά τους
και ακίνητοι
σαν για να βγουν φωτογραφία
περιμένουν το γνέψιμο
τις κλειδώσεις που θα λύσει
και τα φτερά μ’ ένα άγγιγμα
θα ξεκολλήσει απ’ τους ώμους.

.

.

Μέχρι τότε
με δάχτυλα ασκημένα να ψηλαφούν το αόρατο
σπρώχνουν τους τοίχους για να βγουν
σκοτάδια απόκρημνα μετατοπίζουν
η πέτρινη εχεμύθεια προδίδει τα μυστικά της
φλούδες ασβέστη στο δωμάτιο χιονίζει

και όλοι πια μαθαίνουμε
γιατί βαθαίνουν οι ρωγμές
στα παλιωμένα σπίτια.

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα, Eκδόσεις Καστανιώτης, 2004

Πίνακες: Egon Schiele

 

Στέλλα Δούμου, Γκρεμίζοντας

.

Σ’ εκείνο το δωμάτιο
–που άλλοτε είχαν εξορυχθεί πουλιά–
η καθίζηση της μουσικής
έκανε τη σιωπή να πλυθεί
και να λάβει θέση στον αχνιστό αυχένα του σκοταδιού.
Ό,τι κι αν άστραψε
τώρα έχει γονατίσει μες στο κάδρο
των ασύστατων.
Κόμποι και θηλιές και βρόγχοι από νοήματα.
Δηλητήρια μεγατόνων στην ανάστροφη του σάλιου μας.
Κάποτε είπες:
«Κολλήσαμε των κεχριμπαριών την πάθηση.
Ηλεκτριστήκαμε πολυχρονεμένοι».

Τι ωραία τροχίζονται τα ελάχιστα
όταν μουντζούρες χειλιών χάσκουν παντομίμες.
Νωπός κλήρος ρίχνει αλάτι στα νώτα μας.
Δραπετεύουμε
με σημαία αιμοβόρων.
Οι πόρτες είναι από βελούδο
η μνήμη ορθή γωνία
κι εμείς τρεις μοίρες πιο ευάλωτοι στις πιστολιές
των γεγονότων.

(Η μνήμη ορθή γωνία κλίνεται μονάχα υπνωτισμένη – θα το μετρήσουμε αργότερα αυτό, καθένας με τον τρόπο του.)

Στέλλα Δούμου, Γκρεμίζοντας, από τη συλλογή Έρως Αρόδο, Εκδόσεις Κουκούτσι, 2015

.

.

Να ταξιδέψει με ούριο άνεμο!

Αυτό το βιβλίο το αγαπάμε πολύ, διότι φροντίσαμε και τις λέξεις του…

Το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Στράτος Φουντούλης

Πίνακας: Louis le Brocquy

.

.