O Άντονυ γύρισε στο διαμέρισμα και στρώθηκε στη δουλειά. Ανακάλυψε ότι η υπόθεση της αισιοδοξίας δεν ήταν εύκολη. Έπειτα από μισή ντουζίνα άδοξα ξεκινήματα πήγε στη δημόσια βιβλιοθήκη και για μια ολόκληρη βδομάδα έψαχνε τα αρχεία ενός δημοφιλούς περιοδικού. Έπειτα, καλύτερα εξοπλισμένος, έγραφε το πρώτο του διήγημα: To μοιραίο μαγνητόφωνο. Βασιζόταν σε μια από τις λίγες εντυπώσεις που του έμεναν από τις έξι εβδομάδες του στη Γουώλ Στρητ την περασμένη χρονιά. Υποτίθεται ότι ήταν η χαρούμενη ιστορία ενός κλητήρα που, εντελώς τυχαία, σιγοτραγούδησε μια θαυμάσια μελωδία που γράφτηκε στο ντικταφόν. Ο αδελφός του αφεντικού, γνωστός παραγωγός μουσικών κωμωδιών, ανακάλυψε τυχαία τον κύλινδρο – που έπειτα χάθηκε αμέσως. Το κύριο μέρος της ιστορίας ασχολιόταν με την έρευνα για τον χαμένο κύλινδρο και το γάμο του ευγενικού κλητήρα (που ήταν πια πετυχημένος συνθέτης) με τη μις Ρούνυ, την ενάρετη στενογράφο, που ήταν μισή Ζαν ντ’ Αρκ και μισή Φλόρενς Νάιτινγκέηλ. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τέτοια ήθελαν τα περιοδικά. Οι πρωταγωνιστές του ήταν οι συνηθισμένοι κάτοικοι ενός γαλαζορόδινου λογοτεχνικού κόσμου, βουτηγμένοι σε μια γλυκανάλατη πλοκή, που δεν θα αναστάτωνε ούτε ένα στομάχι στη Μαριέτα.
Το είχε δακτυλογραφήσει σε διπλό διάστιχο – αυτό κατόπιν της συμβουλής του εγχειριδίου Πώς να γίνετε εύκολα ένας πετυχημένος συγγραφέας, του Ρ. Μεγκς Γουίντλστιν, που διαβεβαίωνε τους φιλόδοξους υδραυλικούς ότι ήταν ανώφελο να ιδρώσουν, αφού ύστερα από έξι μαθήματα γραφής θα μπορούσαν να βγάζουν τουλάχιστον χίλια δολάρια το μήνα. Αφού το διάβασε σε μια βαριεστημένη Γκλόρια, και απέσπασε απ’ αυτήν την αθάνατη παρατήρηση ότι ήταν καλύτερο από ένα σωρό άλλα πράγματα που δημοσιεύονται, υπέγραψε, με σατιρική διάθεση, με το ψευδώνυμο Ζιλ ντε Σαντ, εσώκλεισε τον κατάλληλο φάκελο για την απάντηση και το έστειλε. Ύστερα από τον γιγάντιο άθλο της σύλληψης αποφάσισε να περιμένει μέχρι να δει τι θα γίνει με το πρώτο διήγημα πριν αρχίσει άλλο. Ο Ντικ του είχε πει ότι θα μπορούσε να βγάλει μέχρι και διακόσια δολάρια. Αν, κατά τύχη, δεν άρεσε, το γράμμα του αρχισυντάκτη θα του έδινε, δίχως αμφιβολία, κάποια ιδέα για τις αλλαγές που έπρεπε να κάνει. «Κόβω το κεφάλι μου πως είναι το πιο ελεεινό κομμάτι που υπάρχει στον κόσμο», παρατήρησε μελαγχολικά ο Άντονυ. Ο αρχισυντάκτης προφανώς συμφώνησε μαζί του. Επέστρεψε το χειρόγραφο μ’ ένα απορριπτικό σημείωμα. Ο Άντονυ το έστειλε αλλού και άρχισε άλλο διήγημα. Το δεύτερο λεγόταν Οι ανοιχτές πορτούλες∙ γράφηκε σε τρεις μέρες. Αφορούσε στον πνευματισμό: Ένα τσακωμένο ζευγάρι συμφιλιωνόταν από ένα μέντιουμ σε παράσταση βαριετέ. Όλα μαζί έφτασαν τα έξι, έξι άθλιες και αξιολύπητες απόπειρες να «γράψει» ένας άνθρωπος που ποτέ πριν δεν είχε κάνει καμιά σοβαρή προσπάθεια να γράψει οτιδήποτε. Κανένα τους δεν περιείχε ούτε μια σπίθα ζωντάνιας και όλα μαζί απέπνεαν λιγότερη γοητεία και κομψότητα από μια μέτρια στήλη εφημερίδας. Στη διάρκεια της περιφοράς τους, συγκέντρωσαν τριάντα ένα απορριπτικά σημειώματα, που φάνταζαν σαν μνήματα για τα πακέτα που έβρισκε σωριασμένα σαν πτώματα στο κατώφλι του.
Η Ούρσουλα όρισε μια περίοδο αυστηρού πένθους, με κλειστά πορτοπαράθυρα, οπότε δεν θα μπαινόβγαινε κανείς, εκτός κι αν ήταν εντελώς απαραίτητο. Απαγόρεψε να μιλούν δυνατά για ένα χρόνο κι έβαλε τη δαγκεροτυπία της Ρεμέδιος εκεί που είχαν ξενυχτήσει τη σορό της, με μια μαύρη κορδέλα στη μέση κι ένα καντήλι που ήταν αναμμένο μέρα νύχτα. Οι επόμενες γενιές, που ποτέ δεν άφησαν το καντήλι να σβήσει, παραξενεύονταν μ’ αυτό το κορίτσι με την πλισέ φούστα, τ’ άσπρα μποτάκια και την κορδέλα από οργάντζα στα μαλλιά, που δεν κατάφεραν να το ταυτίσουν με τη συνηθισμένη εικόνα της προγιαγιάς. Η Αμαράντα ανέλαβε τον Αουρελιάνο Χοσέ. Τον υιοθέτησε σαν γιο που θα μοιραζόταν τη μοναξιά της και θα τη λύτρωνε απ’ το ανεπιθύμητο λάβδανο, που τα απελπισμένα παρακάλια της είχαν ρίξει στον καφέ της Ρεμέδιος. Ο Πιέτρο Κρέσπι έμπαινε νυχτοπατώντας το σούρουπο, με μια μαύρη κορδέλα στο καπέλο, κι επισκεπτόταν τη Ρεβέκκα, που έμοιαζε να αιμμοραγεί με στο μαύρο φουστάνι της με τα μακριά μανίκια. Ακόμα και η σκέψη για τον καθορισμό μιας ημερομηνίας για το γάμο θα έδειχνε έλλειψη σεβασμού κι έτσι ο αρραβώνας μεταβλήθηκε σε μια αιώνια σχέση, ένα βαρετό έρωτα, που κανείς δεν τον επιτηρούσε πια, λες και οι ερωτευμένοι, που παλιά χαλούσαν τις λάμπες για να φιληθούν, είχαν τώρα εγκαταλειφθεί στο έλεος του θανάτου. Χωρίς να ξέρει πια τι να κάνει, ολότελα απογοητευμένη, η Ρεβέκκα ξανάρχισε να τρώει χώμα.
Ξαφνικά –όταν πια το πένθος είχε κρατήσει τόσο ώστε είχαν ξαναρχίσει οι συγκεντρώσεις για τη σταυροβελονιά – κάποιος έσπρωξε την ξώπορτα, στις δύο το μεσημέρι, στη θανάσιμη σιωπή της ζέστης, και οι κολόνες στα θεμέλια ρίγησαν από τόση δύναμη στα τσιμέντα, ώστε η Αμαράντα και οι φίλες της, που κεντούσαν στη βεράντα, η Ρεβέκκα, που πιπίλαγε το δάχτυλό της στην κρεβατοκάμαρα, η Ούρσουλα στην κουζίνα, ο Αουρελιάνο στο εργαστήρι, μέχρι και ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, κάτω από τη μοναχική καστανιά, όλοι έμειναν με την εντύπωση πως ένας σεισμός τράνταζε το σπίτι. Ένας τεράστιος άντρας είχε έρθει. Οι τετράγωνες πλάτες του με δυσκολία χωρούσαν στην πόρτα. Φορούσε ένα μικρό φυλαχτό της Παναγιάς της Γρηγορούσας στο βουβαλίσιο λαιμό κι είχε τα μπράτσα και το στήθος του κεντημένα με απόκρυφα τατουάζ, ενώ στο δεξή καρπό του φορούσε το σφιχτό χάλκινο βραχιόλι των Σταυρωμένων Παιδιών. Το δέρμα του ήταν σκασμένο απ’ τ’ αλάτι της υπαίθρου, τα μαλλιά του κοντά κι όρθια σαν χαίτη μουλαριού, σιδερένιες μασέλες και θλιμμένο χαμόγελο. Φορούσε μια ζώνη δύο φορές πιο φαρδιά από αλογίσιο σαμάρι, μπότες με γκέτες και σπιρούνια και σιδερένια τακούνια, κι η παρουσία του έδινε τη συγκλονιστική εντύπωση μιας σεισμικής δόνησης.
Πέρασε το σαλόνι και το καθημερινό δωμάτιο, κρατώντας στο χέρι κάτι μισοχαλασμένα σακίδια, κι εμφανίστηκε σαν κεραυνός στη βεράντα με τις μπιγκόνιες, όπου η Αμαράντα με τις φίλες της είχαν μείνει ξερές με τις βελόνες στον αέρα. «’σπέρα» , τους είπε με κουρασμένη φωνή, πέταξε το σακίδιο πάνω στο τραπέζι με τα εργόχειρα και προχώρησε προς το πίσω μέρος του σπιτιού. «’σπέρα», είπε στην τρομαγμένη Ρεβέκκα, που τον είδε να περνάει από την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της. «’σπέρα», είπε στον Αουρελιάνο, που βρισκόταν στον πάγκο της αργυροχοΐας με όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση. Δεν σταμάτησε για κανέναν. Πήγε κατευθείαν στην κουζίνα κι εκεί σταμάτησε πρώτη φορά, στο τέλος ενός ταξιδιού που είχε αρχίσει απ’ την άλλη άκρη του κόσμου. «’σπέρα», είπε. Η Ούρσουλα έμεινε για ένα κλάσμα δευτερολέπτου μ’ ανοιχτό το στόμα, τον κοίταξε στα μάτια, έβγαλε μια κραυγή και κρεμάστηκε στο λαιμό του φωνάζοντας και κλαίγοντας απ’ τη χαρά της. Ήταν ο Χοσέ Αρκάδιο. Είχε γυρίσει τόσο φτωχός όσο είχε φύγει, μέχρι που χρειάστηκε να δώσει η Ούρσουλα δύο πέσος για να πληρώσει το νοίκι του αλόγου του. Μιλούσε ισπανικά ανακατεμένα με τη μάγκικη διάλεκτο των ναυτικών. Τον ρώτησαν που είχε πάει κι εκείνος αποκρίθηκε «εδώ κι εκεί». Κρέμασε την αιώρα του στο δωμάτιο που του έδωσαν και κοιμήθηκε τρεις μέρες.
Όταν ξύπνησε, και αφού ρούφηξε δεκαέξι ωμά αυγά, πήγε κατευθείαν στο μαγαζί του Καταρίνο, όπου ο τεράστιος όγκος του προκάλεσε πανικό και περιέργεια στις γυναίκες. Παράγγειλε να παίξει η μουσική και κέρασε τους πάντες αγουαρδιέντε. Έβαλε στοιχήματα για τη δύναμη των μπράτσων με πέντε άντρες ταυτόχρονα. «Είναι αδύνατο» έλεγαν εκείνοι σίγουροι πως δεν μπορούσαν να κουνήσουν το μπράτσο του. «Έχει τα Σταυρωμένα Παιδιά». Ο Καταρίνο, που δεν πίστευε σε μαγικές δυνάμεις, έβαλε στοίχημα δώδεκα πέσος πως δεν θα μπορούσε να κουνήσει τον πάγκο του μπαρ. Ο Χοσέ Αρκάδιο τον τράβηξε απ’ τη θέση του, τον σήκωσε στον αέρα, πάνω απ’ το κεφάλι του, και τον άφησε στο δρόμο. Χρειάστηκαν έντεκα άντρες για να τον ξαναβάλουν στη θέση του. Μες στην έξαψη και το γλέντι, έκανε επίδειξη του απίθανου αντρισμού του, που ήταν ολότελα σκεπασμένος από ένα ανακάτεμα από γαλάζιες και κόκκινες λέξεις σε διάφορες γλώσσες. Τις γυναίκες που τον πολιορκούσαν με τις ορέξεις τους τις ρώτησε ποια πλήρωνε τα περισσότερα. Η πιο πλούσια πρόσφερε είκοσι πέσος. Τότε εκείνος πρότεινε να μπει σε κλήρο, με δέκα πέσος το λαχνό. Ήταν μια απίθανη τιμή, γιατί η πιο επιθυμητή γυναίκα έβγαζε οχτώ πέσος σε μια βραδιά, αλλά όλες δέχτηκαν. Έγραψαν τα ονόματά τους σε δεκατέσσερα χαρτάκια, τα έβαλαν σ’ ένα καπέλο και κάθε γυναίκα τράβήξε ένα. Όταν έμειναν μόνο δυο χαρτάκια, είδαν σε ποιες ανήκαν.
— Πέντε πέσος ακόμα η καθεμιά, πρότεινε ο Χοσέ Αρκάδιο, και θα με μοιραστείτε.
Aς υποθέσουμε ότι υπάρχει μια ποιήτρια ονόματι Aλεξάνδρα Mπακονίκα, την οποία ο πολύς κόσμος αγνοεί. H Mπακονίκα δεν είχε την τύχη να είναι της μόδας, όπως, φερ’ ειπείν, η Kική Δημουλά, τη γνωρίζουν ελάχιστοι μόνο άνθρωποι από τη λογοτεχνική πιάτσα. Eξάλλου ποιος διαβάζει σήμερα ποίηση, εκτός από όσους προανέφερα; Aς υποθέσουμε ότι έχει εργαστεί ως καθηγήτρια αγγλικών, έχει δημοσιεύσει ως τώρα έξι ποιητικές συλλογές, και η τελευταία της, με τον τίτλο «Πεδίο πόθου», κυκλοφόρησε φέτος από το «Mεταίχμιο». Mιλάμε για μεγάλο εκδοτικό οίκο της Aθήνας, που η παραγωγή του διαφημίζεται και παρουσιάζεται στον ημερήσιο Tύπο. Aλλά η Mπακονίκα είχε την ατυχία να γεννηθεί και να ζει στη Θεσσαλονίκη, τα προηγούμενα βιβλία της βγήκαν στη συμπρωτεύουσα, ίσως από τη «Διαγώνιο» ή το «Eντευκτήριο», και ασφαλώς δεν έχει την ευκολία να προβληθεί όπως όσοι ζουν εδώ. Έτσι, από το 1984 που κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, επί είκοσι δύο χρόνια τώρα, παραμένει μάλλον άγνωστη. Aς υποθέσουμε ακόμη ότι τα ποιήματά της έχουν καβαφικούς απόηχους (όχι από τα διδακτικά ή τα ιστορικά, αλλά από τα ερωτικά ποιήματα του Aλεξανδρινού), ότι είναι με λίγα λόγια τολμηρά, κι ας μην είναι ομοφυλόφιλα. Aπλώς, επειδή τα γράφει γυναίκα, τυχαίνει το αντικείμενο του πόθου της, να είναι, όπως και στην περίπτωση του Kαβάφη, ο άντρας. Kαι εφόσον είναι αρκετά τολμηρά, όχι τόσο ως προς το λεξιλόγιό τους, όσο ως προς το περιεχόμενο, δεν προσφέρονται και πολύ για Kρατικά Bραβεία κι άλλες τιμητικές εκδηλώσεις, στις οποίες μετέχουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι αρχές της χώρας.
Aς υποθέσουμε ότι της ανήκουν στίχοι όπως οι παρακάτω:
(«Oι στάσεις»)
«Tαίριαζαν και αγαπιόντουσαν. / Όταν ανέβηκαν στην γκαρσονιέρα του / ο άνδρας πήρε την πρωτοβουλία των κινήσεων. / Kατέβασε το ρολό στο παράθυρο για να γίνει σκοτάδι / και έδειξε στη γυναίκα ποιο πορτατίφ να ανάψει / που έδινε αδύναμο, χαμηλό φως. / Στις περιπτύξεις στο κρεβάτι / ―ήδη ρούχο δεν έμεινε επάνω τους― / της υποδείκνυε να γυρίζει πότε μπρούμυτα, / ανάσκελα ή επάνω του― / και η γυναίκα γινόταν προκλητική στο έπακρο.»
Φωτό: Juan Crisostomo Mendez Avalos
Ή ποιήματα, ας πούμε, σαν το «Oρμητικά»:
«Mια και μοναδική ήταν η ερωτική τους συνεύρεση, / κι όπως έμεναν σε διαφορετική πόλη ο καθένας, / η ζωή και η απόσταση τούς χώρισαν. / Πιο πολύ από το πρόσωπο και το χαμόγελό του / την περικυκλώνουν οι εικόνες από τα λάβρα φιλιά του, / κι όταν όρθια τη γύμνωσε / κι ύστερα ορμητικά την ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτι / και πριν ακουμπήσει το στήθος του στην πλάτη της, / όχι πολύ δυνατά την μπάτσισε πίσω στους μηρούς / ξεστομίζοντας γλυκόλογα.»
H λογοκρισία σήμερα δεν εξασκείται όπως παλιά, με επιτροπές και απαγορεύσεις. H λογοκρισία σήμερα είναι τα βουνά των βιβλίων που κυκλοφορούν και των εντύπων στα οποία παρουσιάζονται. Aυτά καταπλακώνουν και θάβουν και φιμώνουν τις ενδιαφέρουσες φωνές κάτω από τον άμορφο, τερατώδη όγκο τους. H λογοκρισία σήμερα είναι η κακόφωνη χορωδία από δεκάδες, εκατοντάδες συγγραφείς, οι οποίοι διαγκωνίζονται για τα αλά Γουόρχολ δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούν. Kι έτσι, ακόμη κι αν υπάρχει όντως μια ποιήτρια ονόματι Αλεξάνδρα Μπακονίκα, ακόμη κι αν κάποιος σαν εμένα γράφει και δημοσιεύει ένα κείμενο για τη δουλειά της, όπως αυτό που διαβάζετε εδώ τώρα, η μοίρα της παραμένει προδιαγεγραμμένη. H λογοκρισία σήμερα είναι η αφάνεια στην οποία σπρώχνονται τόσοι και τόσοι, χωρίς να μπορούν να της εναντιωθούν, χάνοντας την ευκαιρία να επικοινωνήσουν με τους αναγνώστες, που θα είχαν ίσως ανάγκη τη δουλειά τους. Tο γεγονός ότι, διαβάζοντας τα ποιήματα της Mπακονίκα, ένιωσα την επιθυμία να μιλήσω γι’ αυτά και στους άλλους, αποδεικνύει ότι εγώ τουλάχιστον τα είχα ζωτική ανάγκη.
Οι φωτογραφίες και τα βίντεο είναι από την εξαιρετική βραδιά στο Αίτιον, την αφιερωμένη στην Αλεξάνδρα Μπακονίκα, που έλαβε χώρα στις 4 Απριλίου 2014. Και οι δύο ομιλητές προσέγγισαν με ευστοχία το συνολικό έργο και τη στάση της Αλεξάνδρας. Είναι μεγάλη η τύχη για όσους γνωρίζουν την Αλεξάνδρα από κοντά. Ένας σπάνιος, ευφυής, ευαίσθητος κι ευγενής άνθρωπος, που συνδυάζει ήθος και έργο. Είναι μεγάλη η τιμή να ανήκει στους φίλους μου, ακριβώς για τους προαναφερόμενους λόγους, και ακόμη μεγαλύτερη η απόλαυση να περνάς ώρες μαζί της φλυαρώντας είτε περπατώντας στους δρόμους ή γύρω από ένα ποτήρι κρασί. Οι δυο μας περάσαμε υπέροχα κατά τη σύντομη παραμονή της στην Αθήνα.
Άγγελος καμικάζι πέφτει στη γη.
Υπάρχει ακόμη σπόρος στον ουρανό,
υπάρχει λόγος. Τα λόγια σου στα μάτια μου
ιαματικά νερά και περνάνε πουλιά
ακατάπαυστα από τα σωθικά μου.
Πολλές φορές κυνήγησα το φως
και δεν μπορούσα να το εντοπίσω.
Τώρα το μυρίζω και το αποκολλάω
από το σώμα σου.
Και τι φρέσκο χώμα που έχουν τα μάτια σου.
Ύστερα ο καταπέλτης του χρόνου
με έριξε αλλού και έβοσκα
χορταράκι στη σελήνη.
Αέρας φονικός με στροβιλίζει
προς το μέρος της αγάπης.
Πετάω άφοβα σε γκρεμούς και θάλασσες.
Η ανάσα σου προετοιμάζει ουρανούς και
σκοτάδια. Κοιτάζω τη φόδρα της άλλης μέρας
και βελούδο πιάνω.
Γυάλινος είμαι στα όνειρά μου,
με παρελθόν και μαύρα νερά.
Γιάννης Κοντός, Δευτέρα, συλλογή Η υποτείνουσα της σελήνης, σελ. 349. Από το βιβλίο Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010), Εκδόσεις Τόπος, 2013
Kι αφού ο κύριος Άντισον είπε μερικά λόγια, ακούστηκε ένα τρομερό χτύπημα στην πόρτα, και ο κύριος Σουίφτ, που είχε κάτι τέτοιους απότομους τρόπους, μπήκε μέσα χωρίς να αναγγελθεί. Μια στιγμή, πού είναι τα Ταξίδια του Γκάλλιβερ; Α! να τα. Ας διαβάσουμε μία παράγραφο απ’ το ταξίδι στη χώρα των Χούυννμμνων. «Απολάμβανα απόλυτη υγεία και ηρεμία ψυχής∙ δεν ένιωσα ποτέ την προδοσία ή την απιστία των φίλων, ή τις επιθέσεις κάποιου κρυφού ή φανερού εχθρού. Δεν είχα λόγο να δωροδοκήσω, να κολακέψω ή να κάνω το ρουφιάνο, για να εξασφαλίσω τη συμπάθεια κάποιου σπουδαίου προσώπου, ή κάποιου ευνοούμενού του. Δεν χρειαζόμουν προστασία από την απάτη ή την καταπίεση∙ εδώ δεν υπήρχε ούτε γιατρός για να μου καταστρέψει το σώμα, ούτε δικηγόρος να μου αφανίσει την περιουσία μου∙ δεν υπήρχε κανένας καταδότης για να παρακολουθεί τα λόγια και τις πράξεις μου∙ ή να ραδιουργεί εναντίον μου, με μοναδικό σκοπό το κέρδος: εδώ δεν υπήρχαν σκώπτες, επικριτές, συκοφάντες, πορτοφολάδες, ληστές, διαρρήκτες, δικολάβοι, μαστροποί, παλιάτσοι, πολιτικοί, εξυπνάκηδες, υποχόνδριοι, βαρετοί φλύαροι…»
Αλλά σταμάτα, σταμάτα αυτόν το χείμαρρο με τις πύρινες λέξεις, γιατί θα κάψει ζωντανούς όχι μόνον εμάς αλλά κι εσένα τον ίδιο! Δεν υπάρχει τίποτε πιο ωμό απ’ αυτόν το βίαιο άντρα. Είναι τόσο τραχύς και τόσο καθαρός συνάμα∙ τόσο κτηνώδης αλλά και τόσο ευγενικός∙ περιφρονεί όλο τον κόσμο, όμως όταν μιλάει σ’ ένα κορίτσι η φωνή του γίνεται σαν του μικρού παιδιού, και θα πεθάνει, ποιος θ’ αμφέβαλλε γι’ αυτό; μέσα στο τρελοκομείο.
Έτσι η Ορλάντο σερβίριζε το τσάι σ’ αυτούς τους ανθρώπους∙ και μερικές φορές, όταν ο καιρός ήταν καλός, τους έφερνε στην εξοχή, και παρέθετε προς τιμήν τους βασιλικά γεύματα μέσα στο Στρογγυλό Τραπέζι, όπου είχε κρεμάσει τα πορτραίτα τους γύρω γύρω, έτσι που ο κύριος Πόουπ δεν μπορούσε να πει ότι είχε δοθεί προτεραιότητα στον κύριο Άντισον, ή το αντίθετο. Ήταν πολύ πνευματώδεις άλλωστε (όλο το πνεύμα τους όμως βρισκόταν μέσα στα βιβλία τους) και δίδασκαν στην Ορλάντο το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό του λόγου, που είναι η φυσικότητα στον τόνο της φωνής – είναι μια ιδιότητα που αποκτιέται μόνο με τ’ αφτί∙ χωρίς αυτή την άμεση εμπειρία της κανείς δεν μπορεί να τη μιμηθεί, ούτε και αυτός ο Γκρην ακόμα, παρ΄ όλη την επιδεξιότητά του∙ γιατί είναι κάτι που γεννιέται απ’ τον αέρα, και σκάει σαν κύμα πάνω στα έπιπλα και κυλάει και χάνεται, και δεν ξανασυλλαμβάνεται ποτέ, πολύ περισσότερο απ’ όλους αυτούς που τεντώνουν τ’ αφτιά τους μισόν αιώνα αργότερα, και προσπαθούν ν’ ακούσουν. Η Ορλάντο διδάχθηκε αυτήν την ιδιότητα απ’ τον κυματισμό μόνο της φωνής τους όταν μιλούσαν∙ έτσι που το στυλ της άλλαξε κάπως, και έγραψε μερικές πολύ ευχάριστες, πνευματώδεις στροφές και σχεδίασε κάποιους χαρακτήρες σε πεζό λόγο. Κι έτσι, κατασπαταλούσε το κρασί της γι’ αυτούς τους ανθρώπους, κι έβαζε μερικά χαρτονομίσματα, που τα έπαιρναν πολύ ευγενικά, κάτω απ’ τα πιάτα τους, και δεχόταν τις αφιερώσεις τους, και θεωρούσε τον εαυτό της εξαιρετικά τιμώμενο απ’ αυτήν τη συνδιαλλαγή.
Μ’ αυτόν τον τρόπο περνούσε ο καιρός, και συχνά άκουγες την Ορλάντο να μονολογεί με μια έμφαση στη φωνή της, που πιθανόν να δημιουργούσε κάποια υποψία σ’ αυτόν που την άκουγε. «Μα την πίστη μου, τι ζωή είναι αυτή! (γιατί ακόμη έψαχνε αυτό το προϊόν). Οι περιστάσεις όμως σύντομα την ανάγκασαν να εξετάσει περισσότερο επισταμένα το θέμα. Μια μέρα σερβίριζε το τσάι του κυρίου Πόουπ, ενώ αυτός, όπως θα μπορούσε να πει καθένα απ’ τους στίχους που προαναφέρθηκαν πιο πάνω, καθόταν με μάτια που έλαμπαν, παρατηρητικός και κυριολεκτικά συσπασμένος σε μια καρέκλα πλάι της. «Θεέ μου», σκέφτηκε, καθώς σήκωνε την τσιμπίδα για τη ζάχαρη, «πόσο θα με ζηλεύουν οι γυναίκες τα χρόνια που θά ’ρθουν! Ωστόσο…» σταμάτησε, γιατί έπρεπε να ασχοληθεί με τον κύριο Πόουπ. Ωστόσο –ας τελειώνουμε εμείς τη σκέψη της– όταν κάποιος λέει «Πόσο θα με ζηλεύουν οι επόμενες γενιές», είναι σίγουρο ότι δεν νιώθει καθόλου άνετα τώρα. Αυτό το είδος ζωής ήταν πραγματικά τόσο συναρπαστικό, τόσο ζηλευτό, τόσο έξοχο, όπως μοιάζει όταν το περιγράφει ο βιογράφος; Πρώτα πρώτα η Ορλάντο έτρεφε ένα αληθινό μίσος για το τσάι∙ ύστερα η νόηση, η θεϊκή και σεβαστή, έχει τη συνήθεια να σφηνώνει στο πιο άθλιο κουφάρι, και συχνά, αλίμονο, ενεργεί σαν κανίβαλος προς τις άλλες ικανότητες, έτσι που συχνά, εκεί που το Πνεύμα υπερτερεί, η Καρδιά, οι Αισθήσεις, η Μεγαλοψυχία, η Ειλικρίνεια, η Ανοχή, η Καλοσύνη και όλα τα υπόλοιπα σπάνια βρίσκουν χώρο ν’ ανασάνουν. Έπειτα, η μεγάλη ιδέα που οι ποιητές τρέφουν για τον εαυτό τους∙ η περιφρόνηση που τρέφουν για τους άλλους∙ οι εχθρότητες, οι πόλεμοι, οι ζήλιες και οι καβγάδες όπου εμπλέκονται αδιάκοπα∙ η απληστία με την οποία ζητούν κατανόηση γι’ αυτά∙ όλα αυτά, θα μπορούσε να ψιθυρίσει κάποιος, προσέχοντας μην τον ακούσουν οι άνθρωποι του πνεύματος, κάνουν το σερβίρισμα του τσαγιού μια ακόμα πιο δύσκολη και, πραγματικά, πιο επίπονη ενασχόληση απ’ ό,τι γενικά θεωρείται.
.
.
Εκτός απ’ αυτό (το λέμε και πάλι ψιθυριστά, μήπως και μας ακούσουν οι γυναίκες), υπάρχει κι ένα μικρό μυστικό που οι άντρες μοιράζονται μεταξύ τους∙ o λόρδος Τσέστερφηλντ το είπε ψιθυριστά στο γιο του με τη ρητή εντολή να το κρατήσει μυστικό «oι γυναίκες δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μεγάλα παιδιά… Ένας άντρας που ξέρει τι κάνει παίζει μόνο μαζί τους, περνάει την ώρα του, αστειεύεται και τις κολακεύει». Καθώς όμως τα παιδιά ακούνε πάντα αυτά που δεν πρέπει (μερικές φορές και τα μεγάλα παιδιά ακόμη) το μυστικό διέρρευσε με κάποιον τρόπο, έτσι που όλη η ιεροτελεστία του σερβιρίσματος του τσαγιού γίνεται κάτι το περίεργο. Μια γυναίκα ξέρει καλά ότι, ακόμα κι αν κάποιος πνευματώδης άντρας της στέλνει τα ποιήματά του, επαινεί την κρίση της, ζητάει την κριτική της και πίνει το τσάι της, αυτό με κανέναν τρόπο δεν δείχνει ότι σέβεται τις απόψεις της, θαυμάζει την αντίληψή της, ή ότι θα διστάσει, επειδή το σπαθί δεν αρμόζει σ’ αυτόν, να τρυπήσει το σώμα της με την πένα του. Όλα αυτά, όσο ψιθυριστά κι αν τα λέμε, πρέπει να έχουν διαρρεύσει τώρα πια∙ έτσι που, ακόμα και όταν κρατούν το μπολ με την κρέμα κι είναι έτοιμες να σερβίρουν τη ζάχαρη με την τσιμπίδα, οι κυρίες μπορεί να νευριάσουν λίγο, να κοιτάξουν έξω απ’ το παράθυρο λίγο, να χασμουρηθούν λίγο, και στο τέλος ν’ αφήσουν τη ζάχαρη να πέσει από ψηλά –όπως έκανε τώρα η Ορλάντο– μέσα στο τσάι του κυρίου Πόουπ. Δεν υπάρχει κανένας θνητός στον κόσμο, πιο έτοιμος να προσβληθεί ή πιο γρήγορος να εκδικηθεί, όπως ο κύριος Πόουπ. Γύρισε προς την Ορλάντο και της πέταξε αμέσως μ’ ένα απότομο τίναγμα μια γνωστή φράση από τους «Χαρακτήρες των Γυναικών». Αργότερα προσπάθησε να μαλακώσει τη φράση του, αλλά στην αρχική της διατύπωση υπήρξε αρκετά τσουχτερή. Η Ορλάντο τη δέχτηκε με μια υπόκλιση. Ο κύριος Πόουπ υποκλίθηκε κι αυτός, κι έφυγε. Η Ορλάντο, για να δροσίσει τα μάγουλά της, γιατί πραγματικά ένιωθε σαν αυτός ο μικρόσωμος άντρας να την είχε χτυπήσει, βγήκε μια βόλτα στο δάσος με τις καρυδιές, στην άκρη του κήπου.
.
Σύντομα ο δροσερός αέρας έκανε τη δουλειά του. Έκπληκτη ανακάλυψε ότι ένιωθε τρομερά ανακουφισμένη που ήταν μόνη της. Παρακολουθούσε τις χαρούμενες βαρκούλες που έπλεαν στο ποτάμι. Χωρίς αμφιβολία, αυτό το θέαμα της έφερνε στο νου ένα δύο περιστατικά του παρελθόντος. Κάθισε κάτω από μιαν όμορφη ιτιά κι έπεσε σε βαθιά περισυλλογή. Κάθισε εκεί μέχρι που τ’ αστέρια εμφανίστηκαν στον ουρανό. Τότε σηκώθηκε, γύρισε και πήγε στο σπίτι, όπου χώθηκε στο δωμάτιό της και κλείδωσε την πόρτα. Άνοιξε μια ντουλάπα όπου κρεμόντουσαν ακόμη πολλά από τα ρούχα που φορούσε όταν ήταν ακόμη ένας κομψός νέος, και απ’ αυτό διάλεξε ένα μαύρο βελούδινο σακάκι πλούσια στολισμένο με βενετσιάνικη δαντέλα. Ήταν κάπως έξω απ’ τη μόδα, πράγματι, αλλά της πήγαινε πολύ όμορφα και φορώντας το έμοιαζε με νεαρό Λόρδο. Έκανε μερικές στροφές μπροστά στον καθρέφτη για να βεβαιωθεί ότι τα μεσοφόρια δεν την είχαν κάνει να χάσει την ελευθερία στις κινήσεις των ποδιών της, και έπειτα βγήκε έξω με κάθε μυστικότητα. Ήταν μια πρώιμη απριλιάτικη βραδιά. Χιλιάδες αστέρια ανακατεμένα με το φως του μισοφέγγαρου, που το δυνάμωναν τα φανάρια του δρόμου, ανέδιναν μια λάμψη που ταίριαζε απόλυτα με το φυσικό παρουσιαστικό και την αρχιτεκτονική του κυρίου Ρεν. Το καθετί φάνταζε στην πιο εύθραστη μορφή του∙ όλα τα σχήματα έμοιαζαν σαν έτοιμα να διαλυθούν και κάθε στιγμή μια ασημένια σταγόνα τα ξαναζωντάνευε. Αυτή θα ’πρεπε να είναι η μορφή της συζήτησης, σκέφτηκε η Ορλάντο (παραδομένη σε μια ανόητη ονειροπόληση)∙ αυτή θα έπρεπε να είναι η μορφή της κοινωνίας, της φιλίας, της αγάπης. Επειδή, ένας Θεός ξέρει γιατί, τη στιγμή ακριβώς που έχουμε χάσει κάθε πίστη μες στην ανθρώπινη επαφή, κάποιος τυχαίος συνδυασμός σιτοβολώνα και δέντρων, ή μιας θημωνιάς κι ενός κάρου, μας παρουσιάζεται σαν ένα τόσο τέλειο σύμβολο του απρόσιτου, που αρχίζουμε ξανά την αναζήτηση.
Πράγματι, εκεί ήταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, και ο Κουσικάνκι Απέστεγι και ο Τίτο Παρινακότσα ανακάλυψαν καμιά δεκαριά ανθρώπους διαφόρων ηλικιών και φυλών χωμένους μέχρι τη μέση στα λασπόνερα, όχι με μαγιό αλλά ντυμένους, μάλιστα ορισμένοι άνδρες φορούσαν γραβάτα, ακόμη και καπέλο. Αδιαφορώντας για τις βρισιές, τα γιουχαΐσματα, τα φλούδια που τους πέταγαν και τις υπόλοιπες κοροϊδίες των περιοίκων, οι οποίοι είχαν μαζευτεί στην όχθη για να τους δουν, συνέχιζαν πολύ σοβαροί μια τελετή, η οποία στα όργανα της τάξης φάνηκε, σε πρώτη φάση, περίπου σαν συλλογική απόπειρα δολοφονίας διά πνιγμού. Είδαν τα ακόλουθα: ενώ έψελναν με ζέση περίεργους ύμνους, οι Μάρτυρες κρατούσαν απ’ τα μπράτσα έναν γέροντα με πόντσο και μάλλινο σκουφί των Άνδεων, τον οποίο βύθιζαν στα βρώμικα νερά – με σκοπό να τον θυσιάσουν στον Θεό τους; Αλλά, όταν οι αστυφύλακες, με το όπλο στο χέρι και λασπώνοντας τις περικνημίδες τους, τους διέταξαν να σταματήσουν την εγκληματική πράξη τους, ο γέρος ήταν ο πρώτος που θύμωσε, απαιτώντας από τους αστυνομικούς να φύγουν και αποκαλώντας τους με παράξενα ονόματα (όπως «Λατίνους» και «παπικούς»). Τα όργανα της τάξης αναγκάστηκαν να σταματήσουν και να περιμένουν να τελειώσει η βάπτιση, για να συλλάβουν τον Γκουμερσίντο Τέλιο, τον οποίο είχε υποδείξει ο κύριος Πρίνσιπε.
Η τελετή διήρκησε λίγα λεπτά, κατά τα οποία συνεχίστηκαν οι προσευχές και οι βουτιές του βαπτιζομένου μέχρι που άρχισαν να του γυρίζουν τα μάτια, να καταπίνει νερό και να πνίγεται, οπότε οι Μάρτυρες αποφάσισαν να τον βγάλουν σηκωτό μέχρι την όχθη, όπου άρχισαν να τον συγχαίρουν για τη νέα του ζωή, που, έλεγαν, ξεκινούσε από εκείνη τη στιγμή. Tότε οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον Γκουμερσίντο Τέλιο. Ο μηχανικός δεν έφερε την παραμικρή αντίσταση, ούτε επιχείρησε να διαφύγει, ούτε και εξεπλάγη από το γεγονός της σύλληψης, ενώ τη στιγμή που του πέρναγαν τις χειροπέδες είπε στους άλλους: «Αδελφοί, δεν θα σας ξεχάσω ποτέ». Οι Μάρτυρες ξέσπασαν αμέσως σε νέες ψαλμωδίες, κοιτάζοντας τον ουρανό με μάτια ανεστραμμένα, κι έτσι τον συνόδευσαν μέχρι το αυτοκίνητο του κυρίου Πρίνσιπε, ο οποίος μετέφερε τους αστυνομικούς και τον κρατούμενο στο Αστυνομικό Τμήμα της Λα Βικτόρια, όπου τον αποχαιρέτησαν ευχαριστώντας τον για τη βοήθεια που τους προσέφερε. (…)
Ενημερωθείς για την κατηγορία ο Γκουμερσίντο Τέλιο εξέφρασε μεγάλη έκπληξη αρνούμενος τις κατηγορίες και ένα λεπτό αργότερα (προσποιούμενος κάποια ψυχολογική διαταραχή με σκοπό τη μελλοντική του υπεράσπιση;) έβαλε τα γέλια, πολύ χαρούμενος, λέγοντας ότι αυτή ήταν η δοκιμασία που του επιφύλασσε ο Θεός, για να μετρήσει την πίστη και το πνεύμα της αυτοθυσίας του. Προσέθετε ότι τώρα καταλάβαινε γιατί δεν είχε κληθεί να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, ευκαιρία την οποία περίμενε με ανυπομονησία, ώστε, δίνοντας το καλό παράδειγμα, να αρνηθεί να φορέσει τη στολή και να ορκιστεί πίστη στη σημαία, που ήταν γνώρισμα του Σατανά. Ο υπαστυνόμος Ενρίκε Σότο τον ρώτησε εάν καταφερόταν εναντίον του Περού, στο οποίο ο κατηγορούμενος απάντησε ότι με κάνεναν τρόπο δεν εννοούσε κάτι τέτοιο και ότι αναφερόταν μόνο σε θέματα θρησκείας. Και τότε προχώρησε, με πάθος, στην εξήγηση στον υπαστυνόμο Σότο και στους αστυνομικούς ότι ο Χριστός δεν ήταν Θεός αλλά Μάρτυράς του και ότι ήταν ψέμα αυτό που έλεγαν οι παπικοί, πως τον είχαν σταυρώσει, ενώ στην πραγματικότητα τον είχαν καρφώσει σε ένα δέντρο, όπως αποδεικνύεται από τη Βίβλο. Στο πλαίσιο αυτό τους συνέστησε να διαβάσουν την Ξυπνήστε! μια δεκαπενθήμερη εφημερίδα που, στην τιμή των δύο σολ, διέλυε τις αμφιβολίες σχετικά με αυτό και με άλλα θέματα πολιτισμού και παρείχε υγιή ψυχαγωγία. Ο υπαστυνόμος Σότο τον έκανε να σωπάσει προειδοποιώντας τον ότι στο χώρου του Αστυνομικού Τμήματος απαγορευόταν η εμπορική διαφήμιση. Και τον προέτρεψε να του πει πού ήταν και τι έκανε την προηγουμένη, την ώρα που η Σαρίτα Ουάνκα Σαλαβερία βεβαίωνε ότι είχε βιαστεί και ξυλοκοπηθεί από αυτόν. (…) Ήταν η Σαρίτα Ουάνκα Σαλαβερία παιδί; Δεν υπήρχε αμφιβολία, αν έκρινε κανείς από τη χρονολογική ηλικία και το σώμα της, στο οποίο δειλά διαγράφονταν οι καμπύλες της θηλυκότητας, και τις πλεξούδες που είχε πιασμένα τα μαλλιά της και σχολική στολή που φορούσε. Όμως, αντίθετα, με τον τρόπο που κινιόταν, τόσο γατίσια, έτσι όπως στεκόταν ανοίγοντας τα πόδια, σπάζοντας τους γοφούς, ρίχνοντας πίσω τους ώμους και βάζοντας τα χέρια με προκλητική άνεση στη μέση και, πάνω απ’ όλα, με τον τρόπο που κοίταζε, με κείνα τα βελούδινα και αυθάδη μάτια, και δάγκωνε το κάτω χείλος της με δοντάκια μικρού ποντικιού, η Σαρίτα Ουάνκα Σαλαβερία έμοιαζε να διαθέτει ευρύτατη εμπειρία, σοφία αιώνων.
(…) Αλλά η Σαρίτα Ουάνκα Σαλαβερία, μόλις άκουσε την πρόταση του ανακριτή, σαν το πετεινάρι που μυρίζει αίμα σε κοκορομαχία, φουντωμένη, επιδόθηκε σ’ έναν ηδυπαθή μονόλογο και σε μια μιμική και σπερματική αναπαράσταση, που έκοψε την ανάσα του δρα δον Μπαρέδα ι Σαλντίβαρ και βύθισε τον δρα Σελάγια σε μια σωματική ταραχή ειλικρινά απρεπή (και ίσως αυνανιστική;) O μηχανικός είχε χτυπήσει την πόρτα, κι όταν η μικρή άνοιξε την κοίταξε έτσι και της μίλησε αλλιώς, και μετά γονάτισε έτσι, αγγίζοντας την καρδιά του έτσι, και της έκανε ερωτική εξομολόγηση έτσι κι έτσι, με όρκους ότι την αγαπούσε τόσο. Ζαλισμένοι, υπνωτισμένοι, ο ανακριτής και ο γραμματέας είδαν το κορίτσι-γυναίκα να φτεροκοπάει τα χέρια της σαν πουλί, να σηκώνεται στις μύτες σαν μπαλαρίνα, να σείεται και να βεργολυγιέται, να χαμογελάει και να θυμώνει, να μιλάει με δυο φωνές, μιμούμενη τον εαυτό της και τον Γκουμερσίντο Τέλιο, και τελικά να πέφτει στα γόνατα και να (της, αυτός) κάνει ερωτική εξομολόγηση. Ο δρ δον Μπαρέδα ι Σαλνιβάρ τέντωσε το χέρι, ψέλλισε «αρκετά», αλλά το φλύαρο θύμα εξηγούσε κιόλας ότι ο μηχανικός την είχε απειλήσει με ένα μαχαίρι έτσι, και της είχε ριχτεί έτσι, και την έκανε να γλιστρήσει έτσι, και έπεσε πάνω της έτσι, και της έπιασε τη φούστα έτσι, κι εκείνη τη στιγμή ο ανακριτής –χλομός, αριστοκρατικός, μεγαλοπρεπής, οργισμένος, βιβλικός, προφήτης– σηκώθηκε όρθιος στη θέση του και βρυχήθηκε: «Φτάνει! Φτάνει πια! Αρκετά!» Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ύψωνε τη φωνή του.
Μάριο Βάργκας Λιόσα, Η θεία Χούλια κι ο γραφιάς σελ. 122-123, 125, 128-129, 130-131 αποσπασματικά, μτφρ.: Μαργαρίτα Μπονάτσου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013
Αν θέλω να μ’ αγαπήσετε για ό,τι γράφωπρέπει να τραβήξω περόνη μέσα μου.
(…) Η δεύτερη ενότητα ποιημάτων που περιέχεται μέσα στο βιβλίο. Ξεχωρίζω το πεζό/ποίημα «Blue Lazarus» «Σου είπα να με περιμένεις, τι βιασύνη ήταν αυτή; Πήγες και πέθανες! Τώρα πρέπει να σε ξυπνήσω απ’ τον ξύλινο ύπνο. Με κάτι να σε δελεάσω.» Πινελλιές κάθετες κι οριζόντιες. Εκρήξεις χρωμάτων. Η γραφή εισχωρεί μέσα στους αμφιβληστροειδείς, μπαίνει στα κύτταρά μου. Όσο κι αν αντιστέκομαι με κατακτά. Σαν σουρεαλιστικός πίνακας κερδίζει το βλέμμα της ψυχής μου. Με υποχρεώνει να ακινητήσω στο χρόνο διαβάζοντας. Να συν-αισθανθώ τον καλπασμό του λεξιλογίου, της ουσίας. Με υποχρεώνει να σκεφτώ! Νίκη ξεκάθαρη! Παραδίνομαι! Στην πέμπτη ανάγνωση έχω ήδη ηττηθεί γλυκά. Διαβάζω με την χαμογελαστή εκστατικότητα της θαυμάστριας που συγκινείται. Αγγίζω το βιβλίο απαλά, όπως οφείλουμε να κάνουμε σε όλα τα πολύτιμα. «Ράψε με μέσα στο θάνατο, σ’ ένα ποίημα» διαβάζω στη Μικρή Φωλιά Περιθωρίου.
Κυρία Δούμου, δεν ξέρω τι ακριβώς σκεφτόσασταν όταν γράφατε τη φράση αυτή, αλλά με τούτο το βιβλίο σας να είσαστε σίγουρη πως μας ράψατε στέρεα σε μια καινούρια ματιά ζωής, γραφής και σκέψης. Και γι’ αυτό σας ευχαριστούμε! (…)
Μαρία Στρίγκου
( …) Στις μυητικές ιερουργίες, με τις οποίες θεωρείται ότι συνδέεται το θέμα της καταβάσεως, η κάθοδος στον κάτω κόσμο είναι ουσιαστικά μια νοσταλγική επιστροφή στη γενέθλια πατρίδα του όντος και στον αρχέγονο χρόνο, είναι ο νόστος στην Terra Mater και συμβολίζει τη διαιώνιση της ζωής.
Από την άλλη αυτή η συμβολική κατάβαση είναι μια πηγή έμπνευσης, σχεδόν αρχετυπική για την τέχνη.
Θυμίζω την Αινειάδεια του Βιργίλιου, τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, τις θρησκευτικές παραστάσεις του λατινικού Μεσαίωνα με τον descensus ad inferos, τις βυζαντινές «καθόδους» και βεβαίως τον μέγιστο μυθοπλαστικό τόπο της ομηρικής Οδύσσειας.
Αυτός είναι ο κόσμος των ποιημάτων της Δούμου. Έχεις την αίσθηση πως κόσμοι που πέρασαν και κόσμοι που θα έρθουν βρίσκονται σε μια ενδιάμεση κατάσταση που ο ένας προσπαθεί να κερδίσει στιγμές από τον άλλον. Να πάλι η έννοια του μεταιχμίου που προλάβει εμπρός μας. Μύθοι, παραμύθια, βικτωριανές απεικονίσεις, ομηρικά αρχέτυπα, αρχέγονες δυνάμεις, ένθεες ενατενίσεις, στοιχεία του παράλογου, άλεκτα σχήματα, ελικτές επινοήσεις των λέξεων, απεικονιστικές αναφορές, ζωγραφικές παραστάσεις και κάμποσα άλλα στοιχεία ενυπάρχουν στην ποίηση της Δούμου ως μια παλέτα μέσα από την οποία ξεπηδάει μια ποίηση ρωμαλέας αισθητικής. Μια ποίηση που όμως δεν ξεχνάει τον βασικό προορισμό της, την καταγωγική της ρίζα που δεν είναι άλλη από το να ταξιδεύσει στον κόσμο των λέξεων όσο πιο σιγανά μπορεί. Να πλεύσει ησύχως, να μην φωνάξει, αλλά να σιγανεύσει τους ανέμους. Εν μέσω σιωπής να αρθρώσει το λόγο της. Οι αρμοί της είναι οι παύσεις, άλλο ένα μουσικό στοιχείο που βρίσκουμε σε πλησμονή, ο ρυθμός της είναι σαν χτύπος καρδιάς που αναζητεί το στοιχείο της νηνεμίας. ( …)
Διονύσης Μαρίνος
( …) Η χρήση της μεταφοράς είναι έντονη, τολμηρή και ανατρεπτική. Η ποιήτρια μετουσιώνει τον χυδαίο και ανάξιο λόγου κόσμο σε κόσμιο κόσμημα, χωρίς ωστόσο αυτό το επίπεδο της γλωσσικής υπέρβασης να αποτελεί ένα απλό λεκτικό πυροτέχνημα στο χάος των ελεύθερων συνειρμών προς χάριν εντυπωσιασμού. Η Δούμου είναι ακριβής, οι στίχοι της έχουν σαφή αρχιτεκτονική δόμηση∙ κατασκευάζει, δεν εντυπωσιάζει με ανούσιες λεκτικές περικοκλάδες, για να εκτονώσει το ψυχικό πλεόνασμα, το οποίο, σε άλλες υπερρεαλιστικές αποφάνσεις και χωρίς να βρίσκει αποκούμπι, αναδεύεται ως έρμαιο στη γλώσσα. Οι δεύτεροι ήχοι, οι ήχοι που συγκρατούν τη λέξη τέμνοντάς την με τις βουλές του ασυνειδήτου βρίσκονται εδώ, για να μας δώσουν, με μαθηματική ακρίβεια, το νήμα της αποκρυπτογράφησης των ποιημάτων. Αρκεί να τους ακούσουμε. Δεν πρόκειται για αυτόματη γραφή αλλά για την ανάσυρση εκείνης της μοναδικής ασυνείδητης στιγμής, που εδραιώνει την ταυτότητα της Ποίησης, με μία μοναδική λάμψη, που ακυρώνει το θάνατο εγγεγραμμένη στο θάνατο. ( …)
Εκείνη κρατούσε το κουτάλι μετέωρο πάνω από το πιάτο της σούπας, καθώς στο μυαλό της σχηματιζόταν μια σκέψη.
«Είναι αλήθεια, ξέρεις. Πραγματικά βρομοκοπάς σεξουαλική εκτόνωση», είπε, φροντίζοντας να μην ξεκολλήσει το βλέμμα της από τη σούπα.
«Δεν είναι από το σεξ που νομίζεις ότι έκανα, αλλά από αυτό που θέλω. Αυτό μυρίζεις πάνω μου. Γιατί όσο με κοιτάω τόσο περισσότερα καταλαβαίνω για εμάς τους δύο».
«Εξήγησέ μου τι σημαίνει αυτό. Ή μάλλον όχι. Μην το κάνεις».
«Και τόσο περισσότερο θέλω να κάνουμε έρωτα. Γιατί υπάρχει ένα είδος έρωτα που περιέχει ένα στοιχείο κάθαρσης. Είναι το αντίδοτο για την απογοήτευση, για το δηλητήριο».
«Τελικά, έχεις ανάγκη τις εξάρσεις, έτσι δεν είναι; Αυτό είναι το στοιχείο σου».
Εκείνος ήθελε να δαγκώσει το κάτω χείλος της, να το αιχμαλωτίσει ανάμεσα στα δόντια του και να το δαγκώσει αρκετά δυνατά ώστε να βγάλει μια ερωτική σταγόνα αίμα.
«Πού θα πήγαινες μετά το βιβλιοπωλείο;» είπε. «Γιατί υπάρχει ένα ξενοδοχείο».
«Πήγαινα στο βιβλιοπωλείο. Τελεία. Ήμουν στο βιβλιοπωλείο. Και ήμουν μια χαρά εκεί. Εσύ πού πήγαινες;»
«Για κούρεμα».
Ακούμπησε την παλάμη της στο πρόσωπό του κι έδειχνε μελαγχολική και μπερδεμένη.
«Έχεις ανάγκη το κούρεμα;»
«Έχω ανάγκη ό,τι μπορείς να μου δώσεις εσύ».
«Μη γίνεσαι κακός», είπε.
«Έχω ανάγκη κάθε έννοια της έξαρσης. Απέναντι, στη λεωφόρο, υπάρχει ένα ξενοδοχείο. Μπορούμε να κάνουμε μία αρχή. Ή να τελειώσουμε με έντονο συναίσθημα. Να μία από τις έννοιες. Η διέγερση σε βαθμό παθιασμένου συναισθήματος. Μπορούμε να ολοκληρώσουμε αυτό που μόλις αρχίσαμε. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν δύο ξενοδοχεία. Μπορούμε να διαλέξουμε».
«Δεν νομίζω ότι θέλω να το συνεχίσω αυτό».
«Ασφαλώς και δεν θέλεις. Δεν επρόκειτο να θέλεις».
«Μη γίνεσαι κακός μαζί μου», είπε. Εκείνος κούνησε στον αέρα το σάντουιτς με φέτες συκωτιού, έπειτα τράβηξε μια ηχηρή δαγκωνιά και, μασώντας και μιλώντας, έκανε επίθεση και στη σούπα της.
«Κάποτε θα μεγαλώσεις της είπε και τότε η μητέρα σου δεν θα έχει κανέναν να του μιλάει».
Κάτι γινόταν πίσω τους. Ο πιο κοντινός σερβιτόρος πίσω από τον πάγκο είπε μια φράση στα ισπανικά που περιείχε τη λέξη «αρουραίος». Ο Έρικ γύρισε πάνω στο σκαμνί του και είδε δύο άντρες με γκρι εφαρμοστές φόρμες να στέκονται στο διάδρομο μεταξύ του πάγκου και των τραπεζιών. Στέκονταν ακίνητοι πλάτη με πλάτη, με το δεξί τους χέρι τεντωμένο, κρατώντας απ’ την ουρά έναν αρουραίο ο καθένας. Άρχισαν να φωνάζουν κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Οι αρουραίοι ήταν ζωντανοί, τα μπροστινά τους πόδια έκαναν πετάλι στον αέρα, κι εκείνος έμεινε έκθαμβος, χάνοντας κάθε αίσθηση της παρουσίας της Ελίζ. Ήθελε να καταλάβει τι έλεγαν και τι έκαναν οι δύο άντρες. Ήταν νεαροί, με ολόσωμες φόρμες, φόρμες αρουραίων, όπως συνειδητοποίησε, κι έφραζαν το δρόμο προς την πόρτα. Αντίκρισε τον στενόμακρο καθρέφτη στον απέναντι τοίχο και στην αντανάκλασή του ή απευθείας μπορούσε να δει το μεγαλύτερο μέρος της αίθουσας, ενώ πίσω από την πλάτη του οι σερβιτόροι με τα καπέλα του μπέιζ-μπολ, που ήταν παραταγμένοι πίσω από τον πάγκο, στέκονταν ακίνητοι και σκεφτικοί.
Οι άντρες χώρισαν, κάνοντας αρκετές δρασκελιές προς την αντίθετη κατεύθυνση, κι άρχισαν να στροβιλίζουν τους αρουραίους πάνω από τα κεφάλια τους, φωνάζοντας με ασυντόνιστες φωνές κάτι για κάποιο φάντασμα. Το πρόσωπο του άντρα που έκοβε τον παστουρμά έμεινε μετέωρο πάνω από τη μηχανή του, με βλέμμα αναποφάσιστο, και τα αφεντικά δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Ύστερα αντέδρασε, σκύβοντας σχεδόν φρενιασμένοι για να αποφύγουν την κυκλική τροχιά των αρουραίων. Ένας-δυο άνθρωποι εξαφανίστηκαν πίσω από την πόρτα της κουζίνας, και ακολούθησε γενική κινητοποίηση με καρέκλες να ανατρέπονται και σώματα να στριφογυρίζουν εγκαταλείποντας τα ψηλά σκαμνιά.
Ο Έρικ ήταν συνεπαρμένος. Σχεδόν μαγεμένος. Θαύμαζε αυτό το πράγμα ό,τι κι αν ήταν. Ο σωματοφύλακας βρισκόταν δίπλα στο ταμείο, μιλώντας στο πέτο του. Ο Έρικ άπλωσε το χέρι του, υποδεικνύοντας στον άντρα ότι δεν χρειαζόταν να επέμβει. Άσ’ το να εκδηλωθεί. Ο κόσμος φώναζε απειλές και βρισιές, που κάλυπταν τις φωνές των δύο νεαρών. Παρατήρησε ότι αυτός που ήταν κοντύτερα άρχισε να γίνεται νευρικός και τα μάτια του έπαιζαν δεξιά αριστερά. Οι απειλές αντηχούσαν απαρχαιωμένες και τυποποιημένες, καθώς η μια φράση προκαλούσε την επομένη∙ μέχρι και στ’ αγγλικά είχαν μια επική, θανατερή και διευρυνόμενη κλιμάκωση. Ήθελα να πιάσει κουβέντα με τον τύπο, να τον ρωτήσει ποια ήταν η περίσταση, η αποστολή, η αιτία.
Οι σερβιτόροι είχαν κιόλας οπλιστεί με πιρουνομάχαιρα.
Τότε οι άντρες πέταξαν τους αρουραίους, παγώνοντας ξανά την αίθουσα. Τα ζώα μαστίγωσαν τον αέρα με τις ουρές τους, χτυπώντας και αναπηδώντας πάνω σε διάφορες επιφάνειες και σαρώνοντας, με τη φόρα που είχαν, τα τραπέζια με τις ράχες τους, δυο ανατριχιαστικές τριχωτές μπάλες έτρεχαν τώρα στους τοίχους, τσιρίζοντας και σκούζοντας, όπως έτρεξαν και οι άντρες, παίρνοντας μαζί τους έξω στο δρόμο κραυγές, συνθήματα ή προειδοποιήσεις και ξόρκια.
Αυτό που βλέπει κανείς από το παράθυρο είναι συχνά πολύ καλοαναπτυγμένο, όπως αυτή η θηλυκή φύση. Ο άντρας, που ακόμη και στις επιθυμίες του είναι ανώτερος υπάλληλος, υπακούει σε μια ανθρώπινη ανάγκη, κάτι που δεν πρέπει να συγχέεται με τη δυσάρεστη ανάγκη για έναν άνθρωπο! O διευθυντής είναι ξαπλωμένος σαν ένα τοπίο που το διακατέχει όμως ένα πνεύμα ανησυχίας. Έχει απλώσει ομοιόμορφα το βούτυρό του, αλλά τι βλέπει τώρα στην όψη της γυναίκας; To ανθρώπινο πρόσωπο της δικτατορίας; Σαν να έχει απαλειφθεί αυτή η γυναίκα μέσα από καινούργια σέξυ εσώρουχα. Μοιάζει σαν να της παράγγειλε ο άντρας της να κινείται βάσει ενός νέου κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Το χρήμα παίζει με τους ανθρώπους δικά του παιχνίδια. Μερικές φορές ο διευθυντής έχει μια αναλαμπή και δείχνει μεταμέλεια. Κρύβει τότε το πλατύ πρόσωπό του μέσα στην ποδιά της γυναίκας. Δεν αργεί όμως να της ξανασπρώξει το κεφάλι στο βρώμικο χείλος της μπανιέρας. Κοιτάζει τότε αν ο φρεσκοστωμένος δρόμος φθάνει μέχρι τη σκοτεινή πόρτα, πίσω από την οποία κάθεται και λικνίζεται η ίδια, αυτή η καλομαθημένη γυναίκα που μπορεί κανείς άνετα να την ξεφυλλίσει ως το καλό τέλος. Πώς να ζήσουν οι άνεργοι σ’ αυτόν τον κόσμο αν δεν έχουν τέτοια φθηνά μυθιστορήματα ως πρότυπό τους;
Αυτός ο διευθυντής που μιλάει ήρεμα στο προσωπικό του και για αντάλλαγμα το βάζει να του λέει τραγούδια, μέρα μεσημέρι προτιμά να εμβολιάζει τη γυναίκα με το έμβολό του. Του αρέσει να βλέπει την υγεία του να φουντώνει. Η γυναίκα τον παρακαλεί να είναι προσεκτικός τουλάχιστον απέναντι στο παιδί, που θα μπορούσε κάθε στιγμή να ξεπεταχτεί από την παλαίστρα του. Στη σωστή στιγμή εμφανίζεται το παιδί, ο κανακάρης του, παρατηρεί λίγο τους γονείς (που πιασμένοι από τα πιάτα κυλιούνται στο κυλικείο τους) και εξαφανίζεται πάλι. Πηγαίνει να ταλαιπωρήσει με το γλωσσικό και το νέο αθλητικό του όργανο τα παιδιά της γειτονιάς, που μεγαλώνουν χωρίς τεχνητούς και καλλιτεχνικούς παραδείσους. Το παιδί έχει ωριμάσει κάτω από τον ήλιο σαν καρπός. Ο πατέρας του, ακριβώς από τη δική σας σκοπιά, κάνει μια υγιεινή βουτιά με το κεφάλι κι εξαφανίζεται μέσα στη μητέρα. Εδώ δεν αρκούν τα λόγια. Θέλουμε να δούμε πράξεις, έργα, γι’ αυτό πληρώνουμε εισιτήριο για να μπούμε στις τουαλέτες∙ μας πιέζει η ανάγκη του νερού μας. Τα μικρά σπίτια παραδίδονται νωρίς στον ύπνο, αλλά τα μεγάλα σφύζουν από ζωή και ηλεκτρισμό ανάμεσα στα δύο φύλα. Και μιας και μιλούμε για νερό και υγρά, τρέχουν τα σάλια τους σε όλο το σώμα. Είμαστε πια μεταξύ μας, αφού δεν ντρεπόμαστε ούτε το φως της δημοσιότητας. Αφού οι αγαπημένοι βρήκαν ο ένας τον άλλον, μπορούν τώρα να λικνίζονται μακάριοι πάνω στα ποτά τους, που αναβλύζουν από τις φιάλες με τις χρυσές ετικέτες, και να νοιώθουν σαν το σπίτι τους ο ένας μες στον άλλον. Εκεί μέσα βρίσκουν την ησυχία τους, αφού πρώτα αναστάτωσαν τα γεννητικά τους όργανα, και ο ένας είναι για τον άλλον ένας και μοναδικός. Πλασμένοι με χώμα, και ενώ οι φτωχοί γύρω τους επιστρέψουν στο χώμα, αυτοί εδώ που βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα δημιουργούν σιωπηρά το δικαίωμα της αμοιβαίας απόλαυσης καθημερινά. Έχουν μαζέψει αρκετή δύναμη στα μπατζάκια τους, στα νεφρά τους και στις καρδιές τους, για να μπορούν να δαγκώνουν το ροδάκινο που μόλις τώρα ξεπρόβαλε από τον ανθό του. Όλα είναι δικά τους.