.
..προτιμώ τη σιωπή/
στην εντιμότητα επιλογών
πρωτεύει/
κραταιά και ακριβή
αξιοπρεπής/
παραπλανά/
πως είναι καθαρτήριο/
και όχι κρατητήριο…
Πίνακας: Alison Rector
.
..προτιμώ τη σιωπή/
στην εντιμότητα επιλογών
πρωτεύει/
κραταιά και ακριβή
αξιοπρεπής/
παραπλανά/
πως είναι καθαρτήριο/
και όχι κρατητήριο…
Πίνακας: Alison Rector


.
Μυριάδες ψυχές
μετέωρες στο σύμπαν
δέονται σκυφτά
σε γονυκλισίες που σχεδίασαν ιερατεία
για το ουράνιο το κάλεσμα
που εξαϋλώνει τη σάρκα
και την επιδερμίδα της γης
εις τους αιώνας των αιώνων.
Η φούγκα της νόησης
δέεται να συλλάβει
το νόημα από τα δακρυσμένα μάτια
τους αλαλαγμούς
των λαθών,
τη βουλιμία του θανάτου,
την έκρηξη του σύμπαντος
και την αποκάλυψη του μέλλοντος.
Φτερούγες σκόνης
αυτό το προαιώνιο σπέρμα
το αγκιστρωμένο
στο ασύλληπτο της αιωνιότητας.
Στώμεν καλώς
Στώμεν μετά φόβου.
Από τη συλλογή, Φίλοι στα άχυρα
Φωτό: Brian Day
.
.


Πίνακας: Jacob Pfeiffer
“τόσο ταιριαστοί σαν τελείως άγνωστοι” (T. S. Eliot) Το πλάνο μακρινό Τραπεζάκι δίπλα στο κύμα Εκείνος συμπαγής Εκείνη διάφανη Απέναντι έτσι όπως κάθονται “τόσο ταιριαστοί σαν τελείως άγνωστοι” Ορίζουν τη θαλασσογραφία Ανάμεσά τους στρογγυλό – που με φεγγάρι μοιάζει-Το κενό
Που απαιτεί μια έκρηξη
______

http://www.staxtes.com/2013/05/blog-post_26.html
“ΚΙΧΛΗ”
Δαίμονος ἐπιπόνου κατὰ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί μὲ βιάζεσθε λέγειν, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι.(Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ)
Α´
Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα
Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει -τὸ κυνήγι
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Photo: Eduard Boubat
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσσια τοῦ ἥλιου, κεντοῦν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα- ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν, ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν ἢ ποὺ χάθηκαν, τώρα ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο. Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια, θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω-

ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ᾿ ρθει νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει-
ἤ, μιὰ γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παραθυρόφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πὼς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.
Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.
Photo: Jaya Suberg
