.
Στα εισόδια ενός πένθιμου μπολερό
ο κύριος Κάτι καπνίζει παπύρους με σινική μελάνη
εκπαιδεύεται να ξεδιψά με δάκρυα κι αντεστραμμένη θλίψη
επανακαλύπτει την ομορφιά δίχως εναλλακτικές αγάπης.
.
Στη στράτα που κάθε τώρα βρέχει
επωμίζεται τους έρωτες των φαντασμάτων
και τα κρούσματα των καλών προθέσεων
για δυο τρεις μήνες μοναχά, που οι λεμονιές καρπίζουν.
.
Στο ξέπλυμα της θήρας τεμαχίζει τα εκτελεσμένα εργατικά,
μετέχει την απτότητα του πηγμένου αίματος
κι ανώφελα πιέζει τα αφηγημένα οράματα
σαν τα κουμπιά των φαναριών για τους πεζούς που πια δεν πιάνουν.
.
Στην επιρροή του Σαββάτου ντύνεται τη νύχτα και
γεμίζει το μπράτσο του πληγές να βόσκουν πεφταστέρια.
Μετανάστης πια της παιδικής ηλικίας
συμπλήρωσε τα ένσημα στο παζλ των μικρών χρωμάτων.
.