Ο Σμωτφ κοντεύει τα ογδόντα. Πάει καιρός που ο Μπάρτελμπουθ του πρότεινε να πάρει σύνταξη, αλλά εκείνος ούτε που να τ’ ακούσει. Εδώ που τα λέμε όμως, δεν έχει και πολλή δουλειά. Το πρωί, ετοιμάζει τα ρούχα του Μπάρτελμπουθ και τον βοηθάει να ντυθεί. Μέχρι πριν από πέντε χρόνια τον ξύριζε κιόλας –με μια σακαράκα που ανήκε στον προ-προπάπο του Μπάρτελμπουθ– αλλά, επειδή η όρασή του είχε εξασθενήσει και το χέρι του έτρεμε, ο Μπάρτελμπουθ τον αντικατέστησε μ’ έναν νεαρό που του ’στελνε κάθε πρωί ο κύριος Πουά, ο κουρέας της οδού Προνύ.
Ο Μπάρτελμπουθ δεν βγαίνει πια καθόλου απ’ το σπίτι του, είναι δε ζήτημα αν όλη μέρα βγαίνει έστω και μία φορά απ’ το γραφείο του. Ο Σμωτφ κάθεται καραούλι στο διπλανό δωμάτιο, μαζί με τους άλλους υπηρέτες, που ούτε κι αυτοί έχουν πολλή δουλειά και, για να περάσει η ώρα τους, παίζουν χαρτιά και κουβεντιάζουν για τα περασμένα.
Ο Σμωτφ μένει αρκετές ώρες την ημέρα στο δωμάτιό του. Προσπαθεί να προοδεύσει λίγο στους πολλαπλασιασμούς του· όταν θέλει να χαλαρώσει, λύνει σταυρόλεξα, διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα που του δανείζει η κυρία Ορλόφσκα ή χαϊδεύει με τις ώρες τον άσπρο γάτο, που ρονρονίζει ξύνοντας τα νύχια του στα γόνατα του γέρου.
Ο άσπρος γάτος δεν ανήκει στον Σμωτφ, μα σ’ ολόκληρο τον ορόφο. Κάθε τόσο, πάει και μένει στης Τζέιν Σάττον ή στης Κυρίας Ορλόφσκα, ή ακόμα, κατεβαίνει μέχρι την Ιζαμπέλ Γκρατιολέ ή τη Δεσποινίδα Κρεσπί. Είναι ένας κεραμιδόγατος που, όταν εμφανίστηκε πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια, είχε μια ανοιχτή πληγή στο σβέρκο. Η Κυρία Ορλόφσκα τον περιμάζεψε και τον φρόντισε. Όλοι πρόσεξαν αμέσως πως ήταν δίκορος: το ’να μάτι του ήταν γαλανό σαν κινέζικη πορσελάνη και τ’ άλλο χρυσαφί. Χρειάστηκε να περάσει λίγος καιρός για να πάρουν είδηση πως ήταν και θεόκουφος.
Δυο μαύρα χέρια ο ήλιος και το τζάμι καθρεφτίζουν. Δυο μαύρα χέρια που κοιτούν μιαν αγκαλιά. Μιαν αγκαλιά που δίπλα τους τελείται. Η ανασήμανση της επαφής διαπράττεται συνήθως εκεί που άνθρωποι και χέρια γειτνιάζουν. Εκεί που άνθρωποι και φως στη θέα του αγγίγματος καλούνται να αντέξουν. Μεσολαβεί χειρολαβή ανάμεσα σ’ εμένα και τον Ήλιο. Ένα σωτήριο κράτημα, μια απεύθυνση ευθεία – παραδοχή του μαύρου των χεριών μου.
Αρτέμης Μαυρομάτης, Μεσολαβεί χειρολαβή, από τη συλλογή Χασέπ, Θράκα 2017
Και πάλι δήλωσα παρών
μ’ ένα μπουκέτο πυγολαμπίδες, μες στα χέρια.
Είπες ότι με είδες να προβάλλω
απ’ τις νεροσυρμές σαν θρόισμα που τρομάζει.
Μετά έβγαλα απ’ το μανίκι ένα λαγό
να σου προσφέρω αντίδωρο για όσα καλοκαίρια
που απ’ το υστέρημά σου μου είχες δώσει
κομμένα από τη γλάστρα σου.
Από τις βλεφαρίδες σου αποδρούσε μισοσκόταδο
και ένας βλοσυρός άνεμος φυσούσε
να φέρει γρηγορότερα το χάραμα
κι εγώ να σε ξυπνήσω.
Αλλά απ’ τον ύπνο μόνη σου πετάχτηκες,
καν από εφιάλτη καν από σουβλιά
μεσοσπονδύλιου δίσκου.
Ο καθένας μας έχει στην οδύνη μερτικό, είπες.
Έπειτα δεν είδες που έφευγε το χάραμα ολομόναχο
κι έριξες όλες τις ενοχές σ’ εμένα.
Πίνακας: Leon de Smet
Ευάγγελος Βαλσαμίδης, Καλοκαίρια κομμένα απ’ τη γλάστρα, Υπογλώσσια, Γαβριηλίδης 2017