RSS

Monthly Archives: October 2019

Νίκος Φωκάς, Πάνω απ’ τον άταφο νεκρό

.

[…] Το ίδιο εκείνο νεανικό κι έκθαμβο στη μορφή της

Το ίδιο στόμα της το υγρό πριν να μιλήσει ακόμα·

Αν και ντυμένη ήταν γυμνή σαν μόλις ν’ αναδυθή

Καθώς φαινόταν ψεύτικο το ρούχο της στο σώμα.

***

Φορώντας πάντως ένα απλό τριμμένο πανωφόρι.

Ίσως για την περίσταση ν’ άφησε κατά μέρος

Στολίσματα, κοσμήματα, φανφάρες κι ακολούθους

Αφού έλειπε απ’ το πλάγι της κι αυτός ακόμα ο Έρως.

***

Σίγουρα δεν το έπαιρνε στα πένθη κι ήταν ίσως

Ο λόγος τώρα που ένιωθα μπροστά στα θεία της μάτια

Τόσο έξαφνα αβοήθητος, αλήθεια αναφροδίσιος

Με δυνατή χωρίς Αυτόν την έφεση για εγκράτεια.

***

Λες κι είχα εμπρός μου μια θνητή, τη Φρόσω ή τη δουλίτσα,

Αυτές που ’χα αρνηθεί πιο πριν, έτσι ένιωθα μπροστά της·

Γιατί χωρίς τον Έρωτα θνητή κι αυτή δεν ήταν,

Όσο κι εγώ κατάμονος και γέρος και σακάτης; […]

Νίκος Φωκάς, Πάνω απ’ τον άταφο νεκρό, Βασίλη Βασιλικού, Η ελληνική ποίηση, ανθολογημένη από τον Ρήγα έως σήμερα

Φωτό: Rudolf Koppitz

 

Δώρα Κασκάλη, Ανατομικές λεπτομέρειες

.

Τά πόδια μου κουράστηκαν
νά κουβαλᾶνε τό μικρό μου σπίτι
δύο δωμάτια σαλοκουζίνα καί WC.
Γέμισαν σκοτωμένο αἷμα οἱ ϕλέβες
ὅσο ἐγώ κάνω ὑπερωρίες
στοῦ πόθου τά στιλέτα.
Ἀπ’ τά παράθυρά του βγαίνουν δέκα χέρια
κι αὐτά διακλαδίζονται σέ δάκτυλα διακόσια
μέ νύχια ἁρπακτικά πού κρύβουν τή γενιά τους
στό κόκκινο, τυρκουάζ καί κοραλλί μανό.

Ἡ μάνα ὅλη μέρα θυμιατίζει
σέ μία κόγχη τῆς ἀριστερῆς ἀμυγδαλῆς·
ἔχει στριμώξει εἰκόνες τῶν Ἁγίων
ἐπιχειρώντας πλιάτσικο στίς πιό λάγνες μου μνῆμες.
Ἐσύ κάνεις τραμπάλα στήν ἀρσενική δεξιά
νιώθεις ἀσϕάλεια μές στήν ὑπεροχή σου,
ὅσα σοῦ δίδαξαν οἱ κραταιοί προπάτορες θυμήσου!

Ἀπό τή μία θηλή κρέμονται δέκα νᾶνοι,
ἀπό τήν ἄλλη ρέει πρωτόγαλα ἀγριμιοῦ,
μιά τιάρα μοῦ ὑπόσχεται παλάτια
καί κοϕτερές, μεθυστικές βελόνες
μέ στέλνουν σέ ναρκωτικά ταξίδια τοῦ χαμοῦ.
Ἔχω μία πανάρχαια γιαγιά πού κάθε βράδυ
ποντάρει τήν τιμή μου στά χαρτιά
κι ἐγώ κρατάω τσίλιες στούς αἰῶνες
ἔξω ἀπ’ ἕναν οἶκο καθωσπρέπει
παραϕυλώντας τῆς ἀκολασίας τό βασιλιά.

Πάνω στήν ἄσπρη μου κοιλιά
θά σχεδιάσω ἕνα σπουδαῖο δέντρο γενεαλογικό
καί τό αἰδοῖο μου θά ὑποθηκεύσω
μ’ ἀντάλλαγμα τό σπέρμα βίαια ρομαντικῶν ἐραστῶν.

Δώρα Κασκάλη, Ανατομικές λεπτομέρειες, από τη συλλογή Ανταλλακτήριο ηδονώς, Σαιξπηρικόν 2014

Πίνακας: Jules Pascin

 

Πέτρος Σκυθιώτης, Συνθήκη ισορροπίας

daria-petrilli-13.jpg

8.

Μετά από δεκαεφτά πλύσεις εγκεφάλου
κρεμάστηκε στα σύρματα του τρίτου ορόφου
δίπλα στην μπουγάδα της γυναίκας του
μόλις στέγνωσε
καθαρός πια απ’ όλα τα μικρόβια
επέστρεψε στο μπαλκόνι να διαβάσει την
ατσαλάκωτη εφημερίδα
η γυναίκα και χωρίς πολλά πολλά
σιδέρωσε κι ετοίμασε τα δύο σκοτωμένα
παιδιά
για το δείπνο

Πέτρος Σκυθιώτης, Συνθήκη ισορροπίας, Θράκα 2014

Πίνακας: Daria Petrilli

 

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

.

Άκουσε τα βήματα στην τραπεζαρία, μετά την πόρτα ν’ ανοίγεται, και μπήκε ο Λάστερ, με ξοπίσω του έναν μεγαλόσωμο άντρα. Ήταν σαν πλασμένος από άλλη ύλη· που τα μόριά της δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν να έχουν συνοχή το ένα με το άλλο ή με τον σκελετό που τα κουβαλούσε. Το δέρμα του έμοιαζε πεθαμένο και ήταν άτριχο. Και, σαν να έπασχε από υδρωπικία, προχωρούσε με παραπατήματα, σαν αρκούδα εξημερωμένη. Τα μαλλιά του αποχρωματισμένα και αδύνατη τρίχα. Του τα είχαν βουρτσίσει έτσι που να πέφτουν μπροστά σαν τα παιδάκια σε παλαιές λιθογραφίες. Το μάτια του διάφανα, με το απαλό γλυκύ γαλάζιο της γαλάζιας παπαρούνας. Το στόμα του παχύ, κρεμόταν μισάνοιχτο, και του ξέφευγε ένα στενό αυλάκι σάλιο. […]

Ο Μπεν έκοψε το κλαψούρισμα. Η ματιά του ακολουθούσε το κουτάλι καθώς υψωνόταν προς το στόμα του. Σαν ακόμη και η βουλιμία να είχε ως και αυτή παραλύσει μέσα του και η πείνα του δεν εγνώριζε τ’ όνομά της, δεν ήξερε η ίδια πως είναι πείνα. Ο Λάστερ τον ετάιζε επιδέξια και με το μυαλό του αλλού. Μία τόσο η προσοχή του επανερχόταν, όσο χρειαζόταν για να κάνει ζαβολιές: έκανε πως έφερνε το κουτάλι στο στόμα του Μπεν, κι αυτός έκλεινε το στόμα καταπίνοντας αέρα φρέσκο. Ολοφάνερο πως ο νους του Λάστερ κάπου ταξίδευε. Το άλλο του χέρι ήταν αφημένο στη ράχη της καρέκλας και πάνω σ’ αυτήν τη νεκρή επιφάνεια μετατοπιζόταν διστακτικά, ανεπαίσθητα, σαν να ξεδιάλεγε μία άηχη μελωδία μέσα από το νεκρό κενό και, για μια φορά, λησμόνησε να λαχταρήσει τον Μπεν με το άδειο κουτάλι, καθώς τα δάχτυλά του προσπαθούσαν να ξεγελάσουν το βουβό ξύλο μήπως και βγάλει κανέναν αρπισμό, ώσπου ο Μπεν τον ανακαλούσε στην τάξη με κλαψούρισμα.

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ σελ. 288-289 και σελ. 290-291, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002

Πίνακας: Stanley Spencer