Monthly Archives: August 2019
Σπύρος Κιοσσές, Κατάδεσμος
.
Περίκλειστος
μέσα στο ποίημά σου
ψάχνω να βρω
την έξοδο
σε πρωτόγνωρες συζεύξεις λέξεων
συγκεχυμένος χάνομαι
όμοιες καταλήξεις με μπερδεύουν
σε συνηχήσεις μπλέκομαι
ακροβατώ πάνω σε στίχους
ανισοσύλλαβους
σκοντάφτω σ’ ετερομετρίες
νιώθω το σώμα μου κομμένο σε
διασκελισμούς
ελευθερία η ποίηση
για σένα
όμως εμένα
οι λέξεις σου
για μια ζωή
με έχουν καταδέσει
Σπύρος Κιοσσές, Κατάδεσμος, Το κάτω κάτω της γραφής, Μελάνι 2018
Πίνακας: Edward Hopper
Αθηνά Τιτάκη, Η Ιωνού
.
Η γυναίκα του Ιωνά τα βράδια τρώει ψάρι
τινάζει τα λέπια απ’ την ποδιά
χαϊδεύει την κοιλιά της.
Βάζει μπουγάδες μεσημέρια
λευκά ολόλευκα στρωσίδια
ξεφτίζει τους κορσέδες της
τραβάει τις μπανέλες.
Να γίνουν κάγκελα της κούνιας πώς να πεις
με τα μωρά πολλά
δίδυμα, τρίδυμα να κλαίνε.
Πιο στόματα μεγάλα δεν υπάρχουν
να βρύχουν δόντια πως βαρέθηκαν το φύραμα
και λαχταρούνε άσπρο γάλα.
Μα στέρφεψε το κήτος για να δώσει
βυθίζει μόνο κι αναδύεται
με αμαρτωλούς χωμένους μες στα σπλάχνα.
Στη Νινευή δεν έφτασε εξιλέωση
μήτε μεγάλα λόγια της μετάνοιας
το κήτος θήρευε αχόρταγα
κι η Ιωνού τα βράδια της ρευόταν.
Περιοδική ανθολογία, diP generation 2019, 4o τεύχος, Εκδόσεις Μανδραγόρας
Artwork: Gregory Crewdson
George Le Nonce, ὄχι ἀκόμη, ὄχι πιὰ
.
Στὸν ὕπνο της ἔρχονταν κοινότοποι ἐφιάλτες:
τέρατα σαρκοβόρα μέσα της πὼς κατοικοῦσαν
κι ἔτρωγαν τὰ σπλάχνα της καὶ σάπιζαν τὰ ἐντόσθια.
Ἔντρομη ξυπνοῦσε καὶ πρὶν ἀκόμη
προλάβει ν᾽ἀναστενάξει ἀνακουφισμένη
ὅτι ἐφιάλτης ἦταν ὅλο αὐτὸ τὸ μακελειὸ
αἰσθανόταν βίαιη τὴν κλωτσιὰ μὲς στὴν κοιλιά της
χαμογελοῦσε παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ὅπως ἁρμόζει σὲ ἐγκύους
εἶχαν περάσει κιόλας ἕξι μῆνες ἀπὸ τότε ποὺ ἔμαθε
πὼς δὲν ἦταν νόσος ἀλλὰ ἐλπίδα ποὺ τὴν βασάνιζε.
Τοὺς παρατηροῦσε ἀπὸ κάποια ἀπόσταση
σηκώσανε τὴν πλάκα, σκάψανε, τὸ ἀνοίξανε
μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ εἶδε τὰ ὁστὰ
καὶ δὲν εἶχαν τὴν ὄψη ποὺ περίμενε τὴν ἀπόκοσμη
ἀντίθετα σὰν ἀποφάγια τῆς φάνηκαν, τίποτε ἀσυνήθιστο
μόνο τὰ ροῦχα τὴν τάραξαν, ποὺ ἔπλεαν: πόσο παράδοξο
νὰ ντύνουν τὴν ἀπουσία! Ἴσως θὰ ἔπρεπε γυμνοὺς
νὰ τοὺς θάβουν τοὺς νεκρούς˙ ἡ ἀνάρμοστη θέα
τῶν γυμνῶν πεθαμένων ἐλάχιστο τίμημα
γιὰ νὰ μὴν φανεῖ κάποτε πὼς σάρκα δὲν ὑπάρχει πιά.
George Le Nonce, ὄχι ἀκόμη, ὄχι πιὰ από την ποιητική συλλογή Έλεος, Βibliothéque
Artwork: Isabelle Cochereau
Αντώνης Σαπουντζάκης
.
Το σώμα είναι χρόνος
πολιορκούμενος
πότε χώρος πότε χρώμα
πάντα χώμα
ενίοτε η θραύση ενός κρυστάλλου
στις ευθείες τροχιές η αφύλαχτη διάβαση
ουρανός τονισμένος στο αχ.
Το σώμα είναι επανάληψη
πολλές επαναλήψεις
μιας επινόησης
ένα κατά συνθήκην ψεύδος
προσωρινότητα με σημαία ευκαιρίας
το απαγγέλλον κύμβαλο
στα γρέζια του κατσουλιέρη
το κατ’ εικόνα
όταν στοιχίζεται με τον γκρεμό.
diP generation 2019, 4ο τεύχος, Μανδραγόρας 2019
Artwork: Joel Peter Witkin
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Κοτσιδάκια με φιόγκο
.
Όταν τα δάχτυλα χτυπάνε ώρα στο τραπέζι
Και το κεφάλι μου ζυγίζει σίδερο,
Όταν το κινητό στέκει αχρείαστο στη θήκη,
Τσόφλι ενός τζίτζικα που ’χει στεγνώσει,
Όταν η σκέψη μου είναι ρύζι με στάχτη,
Εξαίσιο έδεσμα για ψάρια,
Τότε αρχίζει να γελά από το κάδρο του
Ο πατέρας μου ο συχωρεμένος,
Ερασιτέχνης τενόρος και αντάρτης
Που, αφού γέρασε στη ραπτική,
Έκαμε έξι χρόνια στο κρεβάτι,
Πριν παραδώσει την ψυχή.
Σκέφτομαι πόσο λίγο του ’χω μοιάσει.
Και φάλτσα κι ούτε ένα κουμπί να ράψω.
Κι ούτε που σήκωσα ποτέ κεφάλι,
Παρά μονάχα για να φανταστώ τη φλόγα
Που κατακαίει τη σπηλιά του ουρανού.
Μέσα στ’ αποκαΐδια της βαδίζουν
Με πέδιλα από λευκές πεταλούδες
Οι πατεράδες με τα κοριτσάκια τους.
Εκείνοι σιωπούν κι αυτά ρωτάνε
Τραβώντας τους από το γύψινο μανίκι.
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Παράκτιος οικισμός, Μελάνι 2017
Artwork: Ray Cesar
.
Μαρία Μανδάλου, Ισοσκελές διάβημα
.
Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν χωράνε οι παχύσαρκοι,
Οι μύωπες πλέον χειρουργούνται,
Αλλά πληθαίνουν, μάνα μου, οι τετραπληγικοί,
Με τη ρομφαία παρελαύνουν τα μέλη του αντικαπνιστικού,
Παλιές πουτάνες που ντύθηκαν το ράσο.
Ένας ευκοίλιος καιρός μάς παρασέρνει στον τορό του,
Ενώ σωρεύονται οι φύλακες στα τείχη.
Χιλιάδες οι πνιγμένοι με τα φουσκωτά
Στο Γιβραλτάρ και στον Αχέροντα.
Ζυγιάζει προς τ’ αποδώ η πλάστιγγα της αμαρτίας
Κι ο μεταπράτης Έκτορας σε χάνδακα τυφλό
Βαφτίζει τον Παράκελσο μαύρο της φαρμακείας.
Ισοσκελές διάβημα από τη συλλογή Μεταποιητική της ενοχής και άλλα ποιήματα (Τυπωθήτω, σειρά Λάλον Ύδωρ, 2009)
Artwork:Lars Henkel
Αθηνά Τιτάκη, Ερωτικά σαφές
Ήταν κι οι φορές που έφτιαχνε τις μικρές τούρτες από λάσπη, τις έψηνε στον ήλιο και τις άφηνε έξω από τα μεγάλα ζαχαροπλαστεία της πόλης. Γίνονταν ανάρπαστες από τις κυρίες και τους κυρίους με τις μυτερές ομπρέλες και τις μαβιές γλώσσες. Περίμενε τις καλοκαιρινές μπόρες να γυαλίσουν τα συρματοπλέγματα των γειτόνων κι όταν αυτοί τα σκούπιζαν με πανιά να μη σκουριάσουν εκείνη ετοίμαζε τα ξύλινα ταψάκια. Μάζευε τη λάσπη από τις ξεθυμασμένες λούμπες, ζύγιζε με το μάτι τις ποσότητες και τις έπλαθε σχήματα στρογγυλά και οχτάγωνα όμοια με τις καρδιές των αστεριών πριν από τη μεγάλη τους έκρηξη. Όσοι την έβλεπαν σκυμμένη στο υγρό χώμα πίστευαν πως είχε χάσει την ευστάθεια των μεταλλικών ποδιών και πως έψαχνε για τα άχρηστα όστρακα μιας χαμένης αρχαίας λίμνης σαν τότε που οι άνθρωποι είχαν μιαν άλλη αντίληψη για τα ενθύμια. Όμως εκείνη δεν είχε καμία σκέψη και καμιά πρόθεση παρά μόνο για το πώς ο ήλιος θα έδινε στον πηλό την εξωτερική σκληράδα της γης και τη μαλακωσιά του κέντρου των βρασμών, τέτοια που όποιος τον γευόταν θα έπαιρνε το ζωηρό των ξεχασμένων κατακόκκινων βυθών, τη θέρμη της ανεξίτηλης μνήμης, την ανακούφιση των προσαρμογών και των παιδικών παιχνιδιών την αξέχαστη γεύση.
Αθηνά Τιτάκη, από τη συλλογή Ερωτικά σαφές, Μανδραγόρας, 2016.
Πίνακας: Ernest Ludwig Kirchner
George Le Nonce, ΙΙΙ. Ακήρατος
[…]