Monthly Archives: July 2019
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς
.
163. Στην Ελλάδα, καθώς παραβλέπουμε τη βαρύτητα του έντεχνου πεζού λόγου, αφήσαμε την υπόθεση σε δημοσιογράφους που εισβάλλουν στους τόπους της κριτικής χωρίς την εμπειρία της υψηλής λογοτεχνίας και ανίδεοι για το τι μπορεί να σημαίνει η παρέμβασή τους. Αυτά τα κενά είναι πρόδηλα στις επιλογές εύκολα προσβάσιμων έργων με συζητήσιμη λογοτεχνική δύναμη, όπως και στη φλύαρη εξιστόρηση της πλοκής τους. Χωρίς εμβάθυνση όμως στο θέμα που αποδίδει η μορφή-περιεχόμενό τους, δεν μπορεί να γίνει αξιολόγηση των έργων που θα συνέβαλλε στην αισθητική διαμόρφωση του κοινού. Αυτή την υποβάθμιση της λογοτεχνίας εξηγεί η απουσία αληθινού ενδιαφέροντος, καθώς βιβλιοπαρουσιαστές όπως και διδάσκοντες το μάθημα της λογοτεχνίας δεν έχουν πάντα σαφή εικόνα της ιστορίας του πολιτισμού και της ιστορίας της λογοτεχνίας, που θα σχημάτιζαν, αν πραγματικά τους ενδιέφερε. Συγγραφείς όπως ο Μπέρχαρντ, ο Γκάντα, η Γέλινεκ, ο Ζέμπαλντ, αλλά και άλλοι νεότεροι όπως ο Λάζλο Κραζναχορκάι ή παλαιότεροι, όπως ο Μούζιλ ή ο Μπροχ δεν είναι εύκολοι ούτε τόσο ευχάριστοι. Ο αναγνώστης δεν θα τους διάβαζε, αν ήταν στο χέρι του να επιλέξει τα εύκολα. Αν, όμως, τους βρίσκει στις Εθνικές Βιβλιοθήκες, και αν τους διαβάζει, είναι με την παρέμβαση αληθινών κριτικών, που είναι σε θέση να αναδείξουν ποιοι συγγραφείς είναι το συμβολικό κεφάλαιο της χώρας τους, αν τα έργα ανήκουν στην εγχώρια λογοτεχνία. Όλα, όμως, από κάτι αρχίζουν, ένα φευγαλέο ερέθισμα μπορεί να είναι για τον αναγνώστη η αρχή μιας ολόκληρης ιστορίας προσωπικών διεργασιών. Στο Δουβλίνο, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων εικονίζονται οι σπουδαιότεροι από τους κλασικούς Ιρλανδούς συγγραφείς, από τον Τζόναθαν Σουίφτ ως τον Μπέκετ. Στις προθήκες των δικών μας βιβλιοπωλείων δεν υπάρχει πουθενά “Η γυναίκα της Ζάκυνθος του Σολωμού”, “Η πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη”, “Η Φόνισα του Παπαδιαμάντη”, “Το αμάρτημα της μητρός μου” του Βιζυηνού ή το “Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; ” της Μ. Αξιώτη, “Η βάρδια” του Καββαδία, και τόσα άλλα.
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς, Μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας, σ. 195-196, Γαβριηλίδης 2016.
Πίνακας: Joel Meyerowitz
George Le Nonce, Cheshire cat
.
Πετάχτηκε ἡ γάτα κάτι νὰ κυνηγήσει
σὰν κάποιο ἔντομο νὰ περπατοῦσε στὸν τοῖχο
τόσο μικροσκοπικὸ ποὺ ἐμεῖς δὲν τὸ βλέπαμε
καὶ πρὶν προλάβουμε ν᾽ἀνοιγοκλείσουμε τὰ μάτια
ἐκείνη γλειφόταν ἤδη σὰν νὰ εἶχε καταβροχθίσει
τὸ ἀόρατο ἔντομο, χαμογελαστή, ὥσπου
χάθηκε μὲς στὸ χαμόγελό της καὶ κανεὶς
δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ πιστοποιήσει
οὔτε πὼς φονεύθηκε κάποιο ἔντομο
οὔτε πὼς ἔζησε ἀνάμεσά μας μιὰ δολοφόνος.
George Le Nonce, Cheshire cat από τη συλλογή Έλεος, Εκδόσεις Bibliothèque 2018
Πίνακας: Edward Le Bas
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Καλό σημάδι
.
«Ήμουν ανόητη και δειλή,
Δεν ήξερα να μαγειρεύω,
Δεν είχα καν προφίλ πορσελάνινο.
Και βρέθηκα κάτω από το βλέμμα σου
Μουτζουρωμένη, τοσοδούλα, βήχοντας
Σαν να ’πεσα από καμινάδα.
Πέταξες το παλτό στην πολυθρόνα
Κι ενώ βούιζαν τα κούτσουρα που καίγονταν
Απέσυρες την προσοχή σου προς τα δέντρα
–Έξω απλωνόταν φορτωμένο χιόνι
Νεαρά και γέρικα έλατα–
Και δεν επέστρεψες εδώ.
Μόνη μου, με καλό σημάδι,
Βρήκα έναν τρόπο να σε ακολουθώ»
Σημείωμα αυτόχειρα που ξετρύπωσε ο γάτος
Κλεισμένος μέσα, πεινασμένος πια, ανήσυχος.
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Παράκτιος οικισμός, Μελάνι 2017
Πίνακας: Edward Le bas
Nίκος Καρούζος, Ρωγμές
.
Πάλι στους δρόμους όπου ζήσαμε την προσωπίδα
κόκκινη με σταλαγματιές χρυσού
τέτοια περιπέτεια τέτοια ωραία ελπίδα
μες στις συνέχειες των ονείρων έχω τον αμνό
δεν πιστεύω στα ποτάμια ολοένα τρέχουν
δεν πιστεύω στα φύλλα ολοένα πέφτουν
είναι θεία ένδον αιθάλη π’ αλλάζει τις οράσεις
κι ο θάνατος βαθαίνει την τέφρα
Νίκος Καρούζος, Ρωγμές, από τη συλλογή Η έλαφος των άστρων, Ανθολογία Ε. Γαραντούδη, Η ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα
Πίνακας: Jan Sluijters
Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία
.
Άκουσε τα βήματα στην τραπεζαρία, μετά την πόρτα ν’ ανοίγεται, και μπήκε ο Λάστερ, με ξοπίσω του έναν μεγαλόσωμο άντρα. Ήταν σαν πλασμένος από άλλη ύλη· που τα μόριά της δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν να έχουν συνοχή το ένα με το άλλο ή με τον σκελετό που τα κουβαλούσε. Το δέρμα του έμοιαζε πεθαμένο και ήταν άτριχο. Και, σαν να έπασχε από υδρωπικία, προχωρούσε με παραπατήματα, σαν αρκούδα εξημερωμένη. Τα μαλλιά του αποχρωματισμένα και αδύνατη τρίχα. Του τα είχαν βουρτσίσει έτσι που να πέφτουν μπροστά σαν τα παιδάκια σε παλαιές λιθογραφίες. Το μάτια του διάφανα, με το απαλό γλυκύ γαλάζιο της γαλάζιας παπαρούνας. Το στόμα του παχύ, κρεμόταν μισάνοιχτο, και του ξέφευγε ένα στενό αυλάκι σάλιο. […] Ο Μπεν έκοψε το κλαψούρισμα. Η ματιά του ακολουθούσε το κουτάλι καθώς υψωνόταν προς το στόμα του. Σαν ακόμη και η βουλιμία να είχε ως και αυτή παραλύσει μέσα του και η πείνα του δεν εγνώριζε τ’ όνομά της, δεν ήξερε η ίδια πως είναι πείνα. Ο Λάστερ τον ετάιζε επιδέξια και με το μυαλό του αλλού. Μία τόσο η προσοχή του επανερχόταν, όσο χρειαζόταν για να κάνει ζαβολιές: έκανε πως έφερνε το κουτάλι στο στόμα του Μπεν, κι αυτός έκλεινε το στόμα καταπίνοντας αέρα φρέσκο. Ολοφάνερο πως ο νους του Λάστερ κάπου ταξίδευε. Το άλλο του χέρι ήταν αφημένο στη ράχη της καρέκλας και πάνω σ’ αυτήν τη νεκρή επιφάνεια μετατοπιζόταν διστακτικά, ανεπαίσθητα, σαν να ξεδιάλεγε μία άηχη μελωδία μέσα από το νεκρό κενό και, για μια φορά, λησμόνησε να λαχταρήσει τον Μπεν με το άδειο κουτάλι, καθώς τα δάχτυλά του προσπαθούσαν να ξεγελάσουν το βουβό ξύλο μήπως και βγάλει κανέναν αρπισμό, ώσπου ο Μπεν τον ανακαλούσε στην τάξη με κλαψούρισμα.
Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ σελ. 288-289 και σελ. 290-291, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002
Artwork: Ernest Ludwig Kirchner
.