RSS

Daily Archives: 12/07/2019

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

.

Άκουσε τα βήματα στην τραπεζαρία, μετά την πόρτα ν’ ανοίγεται, και μπήκε ο Λάστερ, με ξοπίσω του έναν μεγαλόσωμο άντρα. Ήταν σαν πλασμένος από άλλη ύλη· που τα μόριά της δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν να έχουν συνοχή το ένα με το άλλο ή με τον σκελετό που τα κουβαλούσε. Το δέρμα του έμοιαζε πεθαμένο και ήταν άτριχο. Και, σαν να έπασχε από υδρωπικία, προχωρούσε με παραπατήματα, σαν αρκούδα εξημερωμένη. Τα μαλλιά του αποχρωματισμένα και αδύνατη τρίχα. Του τα είχαν βουρτσίσει έτσι που να πέφτουν μπροστά σαν τα παιδάκια σε παλαιές λιθογραφίες. Το μάτια του διάφανα, με το απαλό γλυκύ γαλάζιο της γαλάζιας παπαρούνας. Το στόμα του παχύ, κρεμόταν μισάνοιχτο, και του ξέφευγε ένα στενό αυλάκι σάλιο. […] Ο Μπεν έκοψε το κλαψούρισμα. Η ματιά του ακολουθούσε το κουτάλι καθώς υψωνόταν προς το στόμα του. Σαν ακόμη και η βουλιμία να είχε ως και αυτή παραλύσει μέσα του και η πείνα του δεν εγνώριζε τ’ όνομά της, δεν ήξερε η ίδια πως είναι πείνα. Ο Λάστερ τον ετάιζε επιδέξια και με το μυαλό του αλλού. Μία τόσο η προσοχή του επανερχόταν, όσο χρειαζόταν για να κάνει ζαβολιές: έκανε πως έφερνε το κουτάλι στο στόμα του Μπεν, κι αυτός έκλεινε το στόμα καταπίνοντας αέρα φρέσκο. Ολοφάνερο πως ο νους του Λάστερ κάπου ταξίδευε. Το άλλο του χέρι ήταν αφημένο στη ράχη της καρέκλας και πάνω σ’ αυτήν τη νεκρή επιφάνεια μετατοπιζόταν διστακτικά, ανεπαίσθητα, σαν να ξεδιάλεγε μία άηχη μελωδία μέσα από το νεκρό κενό και, για μια φορά, λησμόνησε να λαχταρήσει τον Μπεν με το άδειο κουτάλι, καθώς τα δάχτυλά του προσπαθούσαν να ξεγελάσουν το βουβό ξύλο μήπως και βγάλει κανέναν αρπισμό, ώσπου ο Μπεν τον ανακαλούσε στην τάξη με κλαψούρισμα.

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ σελ. 288-289 και σελ. 290-291, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002

Artwork: Ernest Ludwig Kirchner

.

 

Αντώνης Σαπουντζάκης

.

Καίγομαι, καίγομαι.

Τα χείλη της μέρας έχουν την αποφορά της νύχτας
και το φιλί ένα στοίχημα που γράφεται με ήττα
καημός ουρανός για έναν παλιάτσο ήλιο
που ήλιος δεν είναι αλλά κοινός παρονομαστής
στο μέρισμα των χαιρετισμών
που αγκαλιά δεν είναι αλλά δυο χέρια ξένα
ενεστώτας νταμάρι που σκάβουν πουτάνες
μπουλντόζες οι εποχές της σιδερένιας φτέρνας.

Νερό μου νόημα
των παρατατικών
αμάν
πυρκαγιά μου σημασία
της σκουριάς.

Καίγομαι, καίγομαι
έχω πολλή αναχώρηση
στο σώμα μου.

diP generation 2019, 4ο τεύχος, Εκδόσεις Μανδραγόρας

Artwork: Daphne Rocou

 

Άννα Δερέκα

,

Στις μεταβατικές ώρες
Στο δειλινό
Την πιo μελαγχολική
Ώρα της μέρας
Κατά το ηλιοβασίλεμα
Γέμισε η θάλασσα Χρώματα.

Ασημένια, βαθιά μπλε,
παλλόμενα πράσινα
Και χρυσαφιά.

Ξέβαφαν
Τα ρούχα
Των πνιγμένων.

Από τη συλλογή «Υδάτινες φλέβες», 2000

Πίνακας: Maggie Taylor

 

Αλόη Σιδέρη, Επιβίωση

,

Μετά την τελευταία ομοβροντία
μετά τη χαριστική βολή
σηκώθηκε ήσυχα και συνέχισε τη ζωή του
ολόιδιος όπως πριν
μόνο που περπατούσε κάπως πιο προσεκτικά
σα να περνούσε μέσα από αλλεπάλληλες
περιστρεφόμενες πόρτες

Αλόη Σιδέρη, Ανάμεσα στο μακριά και το πιο μακριά, Ποιήματα και διηγήματα, από τη συλλογή Πλήρης ημερών, Συγκεντρωτική έκδοση, Εκδόσεις Άγρα, 2019