,
.

.
[…] Τὸ τρένο φθάνει στὴν ὥρα του. Οἱ πόρτες ἀνοίγουν. Κάθεται κοντὰ στὸ παράθυρο. Τὴν προτιμᾶ αὐτὴ τὴ θέση. Μὲ τὸ κεφάλι ἐλαφρὰ ἀκουμπισμένο στὸ παράθυρο τοῦ βαγονιοῦ, μπορεῖ νὰ ξεχνᾶ τὸ στοιβαγμένο πλῆθος ποὺ κρέμεται ἀπὸ τὶς χειρολαβές, παραδομένο στὴν κούραση τοῦ ἀπομεσήμερου. Στὸ πρόσωπό της διακρίνεις μιὰ σύσπαση πόνου. Τὸ βλέμμα της ἄδειο πλανιέται ἔξω ἀπ’ τὸ βαγόνι. Ὁ ἕνας σταθμὸς διαδέχεται τὸν ἄλλο χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει. Οἱ πολυκατοικίες, τὰ δέντρα, τὰ καταστήματα, οἱ δρόμοι τρέχουν μπροστά της χωρὶς νὰ τὰ βλέπει. Κλείνει τὰ μάτια σφιχτὰ καὶ προσπαθεῖ ν’ ἀδειάσει τὴ σκέψη της προσηλώνοντας τὴν προσοχή της στὸν ἦχο τοῦ τρένου.Ὅταν τὰ ξανανοίγει, τὸ βλέμμα της συναντᾶ τὸ χαμόγελο ἑνὸς νεαροῦ ποὺ στέκεται στὴν ἀπέναντι ἄκρη τοῦ βαγονιοῦ. Κοιτάζει ἀμέσως ἀλλοῦ προσπαθώντας νὰ τὸν ἀποφύγει. Βυθίζεται ξανὰ σὲ σκέψεις χαζεύοντας ἔξω ἀπ’ τὸ παράθυρο.«Συγγνώμη, γνωριζόμαστε;» Μιὰ φωνὴ σταθερὴ καὶ θερμὴ ἔρχεται ἀπὸ τ’ ἀριστερά της. Ἀνοίγει τὰ μάτια ξαφνιασμένη. Ὁ νεαρὸς ἀπὸ ἀπέναντι κάθεται τώρα δίπλα της, διατρέχει μὲ τὸ βλέμμα του τὸ πρόσωπό της καὶ ἐπαναλαμβάνει: «Γνωριζόμαστε;» «Σ’ ἐμένα μιλᾶτε;» τοῦ ἀπαντᾶ ἐνοχλημένη. «Ναί, σᾶς κοιτάζω ἐδῶ καὶ ὥρα καὶ προσπαθῶ νὰ θυμηθῶ ἀπὸ ποῦ σᾶς ξέρω». Βρίσκει τὸ κλισέ του συμπαθητικό, γιατὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ ἴδιο ἐκεῖνο φιλικὸ χαμόγελο. Τὸ πρόσωπό της ἀρχίζει νὰ ξεμουδιάζει. Τὰ φρύδια της βρίσκουν ξανὰ τὴν ἤρεμη θέση τους. Διατηρεῖ τὴ σοβαρότητά της. «Δὲ νομίζω», ἀπαντᾶ κοφτὰ καὶ κοιτάζει μπροστά. Μιὰ κυρία στὸ ἀπέναντι κάθισμα παρακολουθεῖ ἀδιάκριτα τὴ σκηνή. Περνοῦν ἕνα- δυὸ λεπτὰ ἀμηχανίας. Καιρὸ εἶχαν νὰ τὴν κοιτάξουν ἔτσι στὰ μάτια.Τό ‘χει σχεδὸν ξεχάσει. Πρέπει νά ‘ναι καμιὰ εἰκοσαριὰ χρόνια νεότερός της. Ἔχει τὴν ἄνεση καὶ τὴν αὐτοπεποίθηση τῆς νεότητας.
Θάρρος, θράσος ἢ καὶ τὰ δυὸ μαζί. «Λοιπόν;» «Λοιπὸν τί;» Φτιάχνει ἀσυναίσθητα τὰ ἀτημέλητα μαλλιά της. «Φαίνεστε λυπημένη». «Ναί, μιὰ δυσάρεστη εἴδηση», τοῦ ἀπαντὰ μὲ μιὰ ἀπρόσμενα γιὰ ἐκείνη ἐξομολογητικὴ διάθεση. «Ἴσως αὐτὸ νὰ σᾶς ἔκανε νὰ νιώσετε καλύτερα». Ἀνοίγει τὴν τσάντα του καὶ τῆς προσφέρει ἕνα λουλούδι στὸ σχῆμα τῆς καμέλιας, φτιαγμένο ἀπὸ κόκκινο γκοφρὲ χαρτί. «Τὰ φτιάχνω ὁ ἴδιος». Δεύτερη ἔκπληξη. Μοιάζει μὲ ταχυδακτυλουργικὸ κόλπο. Τολμᾶ νὰ τὸν κοιτάξει κατάματα. Βλέμμα ἤρεμο στὸ χρῶμα τοῦ μελιοῦ. «Πολὺ ὄμορφο! Εὐχαριστῶ» τοῦ χαμογελά. Δὲν ξέρει γιατί, ἀλλὰ θέλει νὰ τολμήσει. «Ὡραῖο χαμόγελο! Πρέπει νὰ χαμογελᾶτε συχνότερα». Κι ἄλλο κλισέ. Ἀκόμα κι ἂν εἶναι φάρσα ἀρχίζει νὰ τὸ διασκεδάζει. «Ποῦ κατεβαίνετε;» «Καλλιθέα». «Μὰ μόλις περάσαμε τὸ Παλαιὸ Φάληρο». Κάνει νὰ σηκωθεῖ πανικόβλητη μαζεύοντας τὴ τσάντα της. Τὴν σταματᾶ πιάνοντάς της τὸ χέρι. «Τί θὰ ‘λεγες γιὰ ἕνα καφὲ στὸν Πειραιά; Πλησιάζουμε…» Ξαφνιάζεται. Ρίχνει μιὰ ἀμήχανη ματιὰ γύρω της, μήπως τοὺς κοιτάζουν. Εὐτυχῶς τὸ βαγόνι ἔχει μισοαδειάσει. Ξανακάθεται. Κοιτάζει τὸ χάρτινο λουλούδι ποὺ κρατάει ἀκόμα στὸ χέρι της. Ἡ μοναξιά της τὴν περιμένει σπίτι εἴκοσι χρόνια τώρα. Ἄς περιμένει λίγο ἀκόμα. Στὸ κάτω-κάτω δὲ σοῦ χαρίζουν κάθε μέρα… χάρτινα λουλούδια. «Ναί, γιατί ὄχι;» Ἐξάλλου, ἔχουν ἤδη φτάσει στὸν τερματικὸ σταθμό.[…]

.
..
Όταν έφευγες, ο Οκτώβρης κατέβαζε τις βαλίτσες στο πεζοδρόμιο.
Τα παπούτσια λασπώνονταν στα χαρακώματα των φυκιών
κι οι τελευταίοι, ανασφαλή γερόντια
ξαπλώνανε ακόμη στις θημωνιές της θάλασσας
κρατώντας επίμονα το νοίκι τους και μια μπουκάλα μεταλλικό νερό.
Θα ξαναρθεί βέβαια το καλοκαίρι κι οι ρομφαίες του τουρισμού
το νησί θα βγάλει βιαστικά τις αντίκες του απ’ το ντουλάπι
σαρακοφαγωμένες κασέλες, εικονίσματα, σκαλιστές ιδεολογίες
θα ξαναβγάλει τις αντίκες του απ’ το ντουλάπι
μασημένα τραγούδια, άδειες ταξιδιών και ξωκλήσια ιαματικά.
Θα ξανάρθει βέβαια το καλοκαίρι. Ο έρωτας
θα σκουπίζει τις νύχτες με ξανθά μαλλιά
κι απ’ τα μπαλκόνια που υποθέτουνε τη θάλασσα
ο καθένας θ’ ανοίγει τις πληγές του και τις μεγάλες γάζες της μοναξιάς.
Στο μεταξύ τα δάχτυλα της Κίρκης τρίβουνε τα τζάμια του νησιού
γνέφοντας αινιγματικά σε μια φωνή γιαπωνέζικου τρανζίστορ
και μόνο κάπου κάπου τα παιδιά ξεθάβουν στα βουνά κοχύλια και τροπάρια νεκρά
ή φτερούγες που κάποτε δρόσιζαν μια παμπάλαιη ελευθερία
Θα ξανάρθει βέβαια το καλοκαίρι.
Όταν έφευγες, το νησί μετοικούσε κιόλας στο συνάχι του
σε κλειστά καφενεία που κατέβαζαν δάκρυα
αυλακώνοντας τα μάγουλα με χειμερινές φαντασιώσεις
κι εσένα σου έμεναν οι αφροί των καρτ-ποστάλ
και οι πικρές λιθογραφίες του Αυγούστου
κι εσένα σου έμεναν οι Δέκα Εντολές
και οι γραβάτες ενός ασήκωτου χειμώνα.
Μάριος Μαρκίδης, Οι βαλίτσες του Οκτώβρη, από τη συλλογή Θάλασσα Σαρωνικού ήρεμος, Ανθολογία Ε. Γαραντούδη, Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα
Αrtwork: Gary Bunt
.
