Έλεγαν πως η ισπανική γρίπη έπαιρνε κυρίως νέους, αλλά στη δική μας περίπτωση συνέβη το αντίθετο. Εγώ γλίτωσα, αν και για ένα διάστημα δεν ένιωθα καλά. Αναγκάστηκα να αναλάβω όλα τα διαδικαστικά σχετικά με τη μητέρα μου, όπως ακριβώς τα ανέλαβε κι εκείνη για τον άνδρα της και μετά πήγε και πέθανε, λες και δεν άντεχε να μείνει μακριά του ούτε λεπτό. Πήγα στο ίδιο γραφείο κηδειών που είχε πάει κι εκείνη. Ήταν επιχείρηση με πολλά λεφτά τότε το να θάβεις τον κόσμο· μετά από τις συνήθεις γλοιώδεις τυπικότητες τα πτώματα μεταφέρθηκαν ταχύτατα στους τάφους από άνδρες που οι πνιχτές φωνές τους μου έδωσαν να καταλάβω ότι φορούσαν ιατρικές μάσκες. Είχαν ανέβει και οι τιμές: Όταν πέθανε η μητέρα μου, η ίδια ακριβώς τελετή που είχε κανονίσει για τον πατέρα μου κόστιζε πλέον τα διπλά. Είχα πολλούς φίλους, ευρύτατο κοινωνικό κύκλο, αλλά μόνο ένα δυο μακρινά ξαδέρφια εμφανίστηκαν τελικά στην κηδεία, αφού όλοι οι άλλοι έμειναν στα σπίτια τους, κλειδαμπαρωμένοι, ή είχαν να πάνε στις δικές τους κηδείες. Οι γονείς μου θα είναι μαζί εις τον αιώνα τον άπαντα στο κοιμητήριο Γούλντον, λίγο πιο πέρα από το Φόρνταμ, χωριό τότε, που σήμερα ανήκει, όπως και όλη η περιοχή στο Μπρονξ – εφόσον βέβαια δεν συμβεί κανένας σεισμός.
Τον καιρό της γρίπης ο Λάνγκλευ ήταν στον πόλεμο, στην Ευρώπη, με την ομάδα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, και κηρύχθηκε αγνοούμενος. Ήρθε στο σπίτι ένας αξιωματικός του στρατού για να αναγγείλει την είδηση. Είστε σίγουρος ; είπα. Πώς το ξέρετε; Μήπως έτσι μας λέτε με τρόπο ότι σκοτώθηκε; Όχι; Άρα το μόνο που λέτε είναι ότι δεν ξέρετε τίποτα. Συνεπώς γιατί είστε εδώ; Φυσικά και ήταν άσχημη η αντίδρασή μου. Θυμάμαι πως για να ηρεμήσω πήγα στο ντουλάπι που φύλαγε ο πατέρας μου το ουίσκι του και ήπια μια γερή γουλιά από κάτι κατευθείαν από το μπουκάλι. Αναρωτήθηκα μήπως πράγματι ολόκληρη η οικογένειά μου είχε εξολοθρευτεί μέσα σε διάστημα ενός ή δύο μηνών. Αποφάσισα πως κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό. Ο αδερφός μου δεν ήταν από εκείνους που θα με εγκατέλειπαν. Η άποψη του Λάνγκλευ για τον κόσμο είχε κάτι, κάτι που ενδεχομένως εξευγενίστηκε και αναδείχθηκε πλήρως στο Κολούμπια, κάτι που μπορούσε να μπολιάσει με θεϊκή ασυλία μια μοίρα τόσο κοινότοπη όσο ο θάνατος στο πεδίο της μάχης. Οι αθώοι πέθαιναν, όχι όσοι είχαν γεννηθεί με τη δύναμη της απουσίας ψευδαισθήσεων.Έτσι, άπαξ κι έπεισα τον εαυτό μου για όλα αυτά, όποια και να ήταν η κατάστασή μου, σίγουρα δεν ήταν κατάσταση πένθους. Δεν θρηνούσα. Περίμενα.
E. L. Doctorow, Χόμερ & Λάνγκλευ, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκδόσεις Πατάκη, 2013
Artwork: Christopher Nevinson