«Ειδικά εσύ θα έπρεπε να γνωρίζεις τη διαφορά μεταξύ μαρουλιού και λάχανου. Για τελευταία φορά σου λέω: δεν υπήρξαν ποτέ νεκταρόπιτες, μόνο φανουρόπιτες. Και όλα τα δέντρα δεν είναι πεύκα. Επιτέλους!». Κι αυτό λεγόταν πάντα με εκείνον τον ιδιαίτερο τονισμό τού «εσύ», που επιδιώκει να εξάρει εμένα, τον προσφωνούμενο, ως κατ’ εξαίρεση, κατάλληλο· ενοχλητικό n’ est-ce pas; Διότι με είχε κυριεύσει η εκκεντρικότητα των απαλών γυναικείων χεριών της· αυτά τα κατά βάση ξεδιάντροπα όργανα που με τόση αισθαντικότητα έπλασαν τους μεθυστικούς, αφράτους κουραμπιέδες· τους φανταζόμουν να λιώνουν με ατέλειωτη απόλαυση στο στόμα μου. «Δεν είναι κουραμπιέδες, μελομακάρονα είναι!»