Το μαύρο ταφταδένιο φόρεμα της Λεμονίτα Μίλσαϊγ θρόισε καθώς μπήκε αργά στη μισοφωτισμένη σάλα. Κεριά διέχεαν ένα μελαγχολικά ήρεμο φως. Κοίταξε έντονα το γυάλινο λίκνο που μέσα του αναπαύονταν, με μακάρια αταραξία, αφράτα κορμάκια, ομορφοφτιαγμένα, τυλιγμένα σε ανάλαφρο, σαν ανάσα χιονιού, σκέπασμα.. Αναστέναξε. Αίφνης στα μάτια της σάλεψε κάτι απόκοσμο.
Απαλά, σήκωσε ένα. Το κοίταξε γλυκά. «Λατρεμένο μου!». Ένιωσε κόμπο στο λαιμό. Χωρίς άλλη σκέψη, το έβαλε στο στόμα, αλέθοντάς το, συνέθλιψε τα αμυγδαλένια κοκαλάκια του και γεύθηκε τη βουτυρένια σάρκα, με μια εσάνς ροδόνερου, σχεδόν σε έκσταση.
Όταν όλα τελείωσαν, υπέρκομψα τίναξε τα ίχνη άχνης απ’ το μαύρο ταφταδένιο της φόρεμα.