Μαγεύτρα, γόησσα. Από καιρό την πολιορκούσε. Τον κάλεσε σπίτι της για ένα πάρτι με φίλους. Έμενε σε μονοκατοικία, ο κήπος γεμάτος ψηλά δένδρα. Στο σαλόνι ζεστή και λαμπερή η ατμόσφαιρα. Εκείνη καθόταν στο πάτωμα, μιλούσε κι όλοι την άκουγαν. Ερωτοκτυπημένος κόρωνε, πλάνταζε από πόθο. Σε ό,τι εκείνη έλεγε θα ήθελε να είχε πιο δυνατά επιχειρήματα, να τη στριμώξει στα λόγια, να την υποτάξει τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο, αφού δεν έβρισκε το σώμα της. Η ερωτομανία του κατέφυγε στα γλυκά που με το λευκό χρώμα τους συνταίριαζαν με το χιόνι που έπεφτε έξω. Τάραξε τους μπεζέδες και ιδίως τους κουραμπιέδες.