Όμως, ας έρθουμε επιτέλους στο θέμα μας: όλα άρχισαν όταν, αντί να πάρω, τον συντομότερο δρόμο που οδηγεί στο Μπούργκαου, πήρα τον μακρύτερο, που οδηγεί στο Παρσάλεν• γιατί ειδικά σήμερα δεν τράβηξα προς το Μπούργκαου, πήρα τον μακρύτερο, που οδηγεί στο Παρσάλεν• γιατί ειδικά σήμερα δεν τράβηξα προς το Μπούργκαου αλλά προς το Παρσάλεν, δεν το γνωρίζω. Όλως αιφνιδίως, αντί για δεξιά, τράβηξα αριστερά, προς το Παρσάλεν. Το Μπούργκαου ενδείκνυται για την κατάστασή μου. Τρέφω μια βαθιά αντιπάθεια προς το Παρσάλεν. Το Μπούργκαου είναι άσχημο, το Παρσάλεν δεν είναι. Αντίστοιχα, οι άνθρωποι στο Μπούργκαου είναι άσχημοι, ενώ στο Παρσάλεν δεν είναι. Το Μπούργκαου έχει μια φοβερή μυρουδιά, το Παρσάλεν όχι. Όμως το Μπούργκαου ενδείκνυται περισσότερο για την κατάστασή μου. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα τράβηξα προς το Παρσάλεν. Και πηγαίνοντας προς το Παρσάλεν βρήκα την τραγιάσκα. Πάτησα πάνω σε κάτι μαλακό, νομίζοντας στην αρχή ότι ήταν χέλι, ψόφιος αρουραίος, λιωμένη γάτα. Πάντα, όταν πατάω στο σκοτάδι κάτι μαλακό, νομίζω ότι πατάω πάνω σε ψόφιο αρουραίο ή σε λιωμένη γάτα… Ίσως όμως δεν πρόκειται για ψόφιο αρουραίο ούτε για λιωμένη γάτα, σκέφτομαι, και κάνω ένα βήμα πίσω. Με τη μύτη του παπουτσιού μου σπρώχνω το μαλακό πράγμα μέχρι τη μέση του δρόμου. Διαπιστώνω ότι δεν πρόκειται για ψόφιο αρουραίο ούτε για λιωμένη γάτα και ούτε στο ελάχιστο για χέλι. Αφού δεν είναι ούτε χέλι, τι είναι τότε; Δεν με βλέπει κανένας στο σκοτάδι. Το αρπάζω με το χέρι μου και καταλαβαίνω, πρόκειται για μια τραγιάσκα. Μια τραγιάσκα με γείσο. Μια τραγιάσκα με γείσο, όπως αυτές που φορούν στο κεφάλι τους οι χασάπηδες αλλά και οι υλοτόμοι και οι αγρότες, σ’ αυτήν εδώ την περιοχή. Μια τραγιάσκα με γείσο, σκέφτομαι, και από τη μια στιγμή στην άλλη κρατώ κι εγώ στο χέρι μια τέτοια τραγιάσκα με γείσο, που έχω παρατηρήσει να φορούν στο κεφάλι τους οι χασάπηδες και οι υλοτόμοι και οι αγρότες. Τι κάνουμε τώρα με την τραγιάσκα; Τη δοκίμασα και μου έκανε.
Ευχάριστο πράγμα μια τέτοια τραγιάσκα, σκέφτηκα, όμως δεν μπορείς να τη φορέσεις, γιατί δεν είσαι ούτε χασάπης ούτε υλοτόμος ούτε και αγρότης. Πόσο συνετοί είναι όσοι φορούν τέτοιες τραγιάσκες, σκέφτηκα. Με τέτοιο κρύο! Μήπως την έχασε κάποιος από τους υλοτόμους, σκέφτηκα, που τα βράδια κάνουν τόση φασαρία κόβοντας ξύλα ώστε ακούγονται μέχρι το Ούντεραχ; Ή μήπως κάποιος αγρότης; Ή κάποιος χασάπης; Πιθανότατα κάποιος υλοτόμος. Κάποιος χασάπης σίγουρα! Αυτό το γαιτανάκι των υποθέσεων με αναστάτωσε. (…)
Αν με δει κανένας με την τραγιάσκα στο κεφάλι, σκέφτηκα, με το σκοτάδι που επικρατεί εδώ, εξαιτίας των βουνών, εξαιτίας των βουνών και του νερού της λίμνης, θα νομίσει ότι είμαι χασάπης ή υλοτόμος ή αγρότης. Η προσοχή των ανθρώπων στρέφεται αμέσως στην ενδυμασία, στις τραγιάσκες, στα σακάκια, στα παλτά, στα παπούτσια, δεν κοιτάζουν καθόλου το πρόσωπο, το βάδισμα, την κίνηση του κεφαλιού, τίποτε άλλο πέρα απ’ την ενδυμασία δεν τραβά την προσοχή τους, βλέπουν μόνο το σακάκι και το παντελόνι, μέσα στα οποία είναι χωμένος ο άνθρωπος, τα παπούτσια και προπάντων την τραγιάσκα που φορά. Έτσι, λοιπόν, αν κάποιος με δει μ’ αυτή την τραγιάσκα στο κεφάλι, θα συμπεράνει ότι είμαι χασάπης ή υλοτόμος ή αγρότης. Επομένως, είναι ανεπίτρεπτο να φοράω την τραγιάσκα στο κεφάλι, αφού δεν είμαι ούτε χασάπης ούτε υλοτόμος ούτε αγρότης. Αυτό θα ήταν παραπλάνηση! Απάτη! Παραβίαση του νόμου! Ξαφνικά όλοι θα πίστευαν ότι είμαι χασάπης, όχι δασολόγος, αγρότης, όχι δασολόγος, υλοτόμος, όχι δασολόγος! (…)
Eίμαι είκοσι πέντε χρονών και είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος, τίποτα παραπάνω, ναι, τίποτα παραπάνω! Ωστόσο, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο δεν έχω το δικαίωμα να φοράω τούτη την τραγιάσκα. Δεν έχω κανένα δικαίωμα επί της τραγιάσκας! Και, σκέφτηκα, τι κάνουμε τώρα με την τραγιάσκα; Συνεχώς αυτό σκεφτόμουν. Την κρατάω, είναι κλοπή, την αφήνω εκεί όπου τη βρήκα, είναι προστυχιά, δεν επιτρέπεται λοιπόν να τη φορέσω και να τη φέρω επί της κεφαλής μου! Πρέπει να εντοπίσω αυτόν που την έχει χάσει, μονολόγησα, θα μπω μέσα στο Παρσάλεν και θα ρωτήσω τον καθένα ξεχωριστά, αν είναι αυτός που έχει χάσει την τραγιάσκα. (…)
Thomas Bernhard, Η τραγιάσκα, από το βιβλίο Πρόζα, σελ. 28-31, αποσπασματικά, μτφρ.: Bασίλης Τσαλής, Εκδόσεις Κριτική, 2015
Φωτό: Bischof Werner
.
.