Σε όλη την πρώτη πράξη της όπερας η Ματθίλδη ονειρευόταν τον άνδρα που αγαπούσε, με ξεσπάσματα παράφορου πάθους. Μα στη δεύτερη πράξη μια φράση αγάπης τραγουδισμένη, αλήθεια, πάνω σε μια μελωδία αντάξια του Τσιμαρόζα μπήκε βαθιά μες στην καρδιά της. Η ηρωίδα της όπερας έλεγε: πρέπει να τιμωρήσω τον εαυτό μου για την περίσσια λατρεία που νιώθω γι’ αυτόν, τον αγαπώ πάρα πολύ! Από τη στιγμή που άκουσε αυτό το εξαίσιο ερωτικό τραγούδι, ο υπαρκτός κόσμος χάθηκε για τη Ματθίλδη. Της μιλούσαν. Δεν απαντούσε. Η μητέρα της τη μάλωνε, μόλις που μπορούσε να πιέσει τον εαυτό της να την κοιτάξει. Η έκστασή της έφθασε σε μια έξαρση κι ένα πάθος παρόμοιο με τα πιο βίαια ξεσπάσματα ερωτικής παραφοράς που, από μερικές μέρες, ένιωθε γι’ αυτήν ο Ζιλιέν. Η θεία μελωδία, που πάνω του τραγουδιόταν η φράση, που της φαινόταν τόσο χτυπητά ταιριαστή για την ίδια, την πλημμύριζε κάθε στιγμή που δεν σκεφτόταν με άμεσο τρόπο τον Ζιλιέν. Η αγάπη της για τη μουσική την έκανε εκείνο το βράδυ να νιώθει όπως ένιωθε πάντα η κυρία ντε Ρενάλ, όταν σκεφτόταν τον Ζιλιέν.
Ο εγκεφαλικός έρωτας είναι δίχως άλλο περισσότερο πνευματικός από την αληθινή αγάπη, μα έχει μόνο μερικές στιγμές έξαρσης. Έχει υπερβολική αυτογνωσία και αυτοέλεγχο. Δε διώχνει το στοχασμό, χτίζεται αργά με μια σειρά από στοχασμούς. Γυρίζοντας στο σπίτι και παρ’ όλα όσα της είπε η κυρία ντε Λα Μολ, η Ματθίλδη προφασίστηκε πως έχει πυρετό και πέρασε ένα μέρος της νύχτας επαναλαμβάνοντας τη μελωδία στο πιάνο της. Τραγούδησε τα λόγια της πασίγνωστης άριας που την είχε μαγέψει.
Devo punirmi, devo punirmi,
de troppo amai etc.
Πρέπει να τιμωρηθώ, πρέπει να τιμωρηθώ
που τόσο πολύ αγαπώ κ.λπ.
Αποτέλεσμα αυτής της τρελής νύχτας ήταν ότι νόμισε πως είχε καταφέρει να δαμάσει τον έρωτά της.
Η σελίδα αυτή θα βλάψει με μύριους τρόπους το δύστυχο συγγραφέα. Οι κατεψυγμένες ψυχές θα τον κατηγορήσουν για απρέπεια. Δεν προσάπτει κατηγορία στα νεαρά πρόσωπα που λαμπυρίζουν στα παριζιάνικα σαλόνια, υποθέτοντας ότι, έστω κι ένα απ’ αυτά, είναι ικανό να εκδηλώσει τα τρελά σκιρτήματα που καταβαραθρώνουν το χαρακτήρα της Ματθίλδης. Το πρόσωπο αυτό είναι πέρα για πέρα φανταστικό, και μάλιστα το φαντάστηκα εντελώς έξω από τις κοινωνικές συνήθειες που, μεταξύ όλων των άλλων εποχών, θα εξασφαλίσουν στο 19ο αιώνα μια τόσο διακεκριμένη θέση. Η σύνεση δεν απολείπει δα από τις κοπέλες, που ήταν αληθινά στολίδια στους χορούς του φετινού χειμώνα. Ούτε και νομίζω πως μπορεί κανείς να τις κατηγορήσει ότι περιφρονούν υπέρμετρα μια λαμπρή περιουσία, τα άλογα, τις γόνιμες γαίες και ό,τι εξασφαλίζει μια ευχάριστη θέση στην κοινωνία. Αντί να βλέπουν μόνο πλήξη σε όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, τα θεωρούν γενικά σαν αντικείμενο των σταθερότερων επιθυμιών τους και, αν υπάρχει κάποιο πάθος στις καρδιές τους, αυτά έχουν για στόχο. Κι ούτε είναι ο έρωτας που κάνει να πλουτίζουν προικισμένοι και ταλαντούχοι νεαροί σαν τον Ζιλιέν. Προσδένονται με ακατάλυπτα δεσμά σε κάποια κλίκα και, όταν η κλίκα αυτή πάει μπροστά, όλα τα αγαθά του κόσμου πέφτουν βροχή επάνω τους. Αλίμονο στον σπουδαγμένο που δεν ανήκει σε καμιά κλίκα, θα του κατηγορήσουν μέχρι και τις πιο αβέβαιες μικροεπιτυχίες του και η υψηλά ιστάμενη αρετή θα τον εξουθενώσει κλέβοντάς τον. Μάλιστα, κύριε, το μυθιστόρημα είναι ένας καθρέφτης που τον περιφέρουν σ’ ένα μεγάλο δρόμο. Άλλοτε αντανακλά στα μάτια σας το γαλάζιο του ουρανού, άλλοτε το βούρκο από τις λασπολακκούβες του δρόμου.
Και τότε, τον άνθρωπο που κουβαλά τον καθρέφτη με ένα κοφίνι στη ράχη του, θα τον κατηγορήσετε για ανήθικο! Ο καθρέφτης του δείχνει το βούρκο και σεις κατηγορείτε τον καθρέφτη! Θα πρέπει να κατηγορήσετε το μεγάλο δρόμο όπου είναι ο βόρβορος κι ακόμα πιο πολύ τον επόπτη του οδικού δικτύου, που αφήνει το νερό να λιμνάζει και να κάνει λασπολακκούβες. Και τώρα που τα συμφωνήσαμε πως ο χαρακτήρας της Ματθίλδης είναι απίθανος, για την εποχή μας, την τόσο συνετή και ενάρετη, ανησυχώ λιγότερο ότι θα σας εξερεθίσω συνεχίζοντας την εξιστόρηση με τις τρέλες της αξιέραστης αυτής δεσποινίδας.
(Ηenri Beyle) Stendhal, Το κόκκινο και το μαύρο, σελ. 451-453, μτφρ.: Γιώργος Σπανός, Εκδόσεις Εξάντας, 1987
Πίνακες: Nancy Loughlin
.
.