Monthly Archives: August 2015
Παύλος Μάτεσις, GRAFFITO
Και ενώ οι περαστικοί μπούχτισαν το θέαμα –μερικοί είχαν βγάλει τα γάντια, η ζέστη τώρα ήταν έντονη–, συνέβη να ακουστούν, από το υπερώο της Βουλής, να ακουστούν κακαρίσματα, και ακολούθως παρουσιάστηκαν κότες. Η παρουσία και σίτιση κοτών στο ίδρυμα της Βουλής αποτελούσε αναφαίρετο προνόμιο των βουλευτών, είχε ανάγκη τα αυγά τους, είτε να τα ρουφάνε ωμά για την εναρκτήρια δημηγορία τους ή για διαπληκτισμούς σε debate. Και όταν έπαιρνε σύνταξη, κάθε βουλευτής αποσυρόταν με το προσωπικό του αυτοκίνητο, τον προσωπικό του χωροφύλακα, την προσωπική του σύνταξη και την προσωπική του κότα. Και οι κότες τώρα, όλες τους ασορτί στο χρώμα, μονόχρωμες, αρχίζουν να φτερακάνε αποφασισμένες, θιγμένες κυρίως. Πλην ορισμένες δεν είχαν το απαιτούμενο πτητικό ταλέντο και έπεσαν, ανάσκελα μάλιστα, με τα νύχια πεταγμένα έξω και συνωστίζονταν ανάμεσα στους πυρακτωμένους αλλά εξαερωμένους γνωστούς και «φίλους του κόμματος», μπουναμάδες και τέτοια, με τρόπο γενικά άγαρμπο, μερικές μάλιστα και ξεπουπουλιασμένες.
Οι υπόλοιποι όμως, που είχαν ειδικευτεί σε πτήσεις, πετυχαίνουν να ξεφύγουν προς τα επουράνια, αποφεύγουν σύγκρουση με τα ουράνια σώματα (αυτό από καλή τους τύχη μόνο, δεν κατείχαν από αστροφυσική και βαρυτικές έλξεις) και προσγειώνονται τελικά στη στρατόσφαιρα, όπου και κούρνιασαν, αφού πρώτα δοκίμασαν να τους επιβάλουν έξωση κάποια άλλου είδους ιπτάμενα όντα, με άλλου είδους φτερά, έγχρωμα και ίσως λουστραρισμένα με λακ από κομμωτήριο. Τελικά όμως και τα δύο μέρη αποδέχτηκαν να συναγελάζονται. Προσωρινά, υπογράμμισαν τα άλλου είδους όντα. Οι κότες κοίταξαν κάτω, πλην μόνο ουράνια σώματα έβλεπαν. Πότε θα έρθει η παλινόρθωση να ξαναπάρουμε τη θέση που εκ του συντάγματος μάς ανήκει στη Βουλή, έλεγαν, και κατά βάθος εζήλευαν τα πολύ λουσάτα φτερά των συγκατοίκων τους.
Παύλος Μάτεσις, GRAFFITO, από το κεφάλαιο Και οι κότες σελ. 25-26, Καστανιώτης 2009
Artwork: Hollie Chastain
Ηλίας Α. Παπαμόσχος, Κοτσύφι
Στον μοναδικό κήπο της γειτονιάς μου, αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, και της γύρω περιοχής, φύονται τρεις ροδιές, κοντούλες και ταπεινές κάτω από έλατα υψιπετή. Ο ιδιοκτήτης, προσπαθώντας, φαίνεται, να δαμάσει τα κλαριά τους, τις είχε δέσει με κάτι εύκαμπτα ελαστικά, που θυμίζουν τις σύγχρονες χειροπέδες, σ’ εμένα όμως θυμίζουν τα λάστιχα που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να κάνουν κότσο τα μαλλιά τους. Αυτό συνειρμικά μ’ οδήγησε να βαφτίσω τα άγρια, τον χειμώνα, κλαριά της ροδιάς μαλλιά της Περσεφόνης, πως είναι ό,τι απέμεινε έξω από τη γη τη στιγμή που το άρμα του Πλούτωνα είχε βουτήξει για τον κάτω κόσμο, κι όταν την άνοιξη φουντώσουν πάλι, και λάμπουν στολισμένα τα κλαριά με φύλλα, καρπούς και άνθη, να, τώρα, όλο λέω θα βγει απάνω η θεά μ’ ορμή να πάει να σμίξει με τη μάνα της. Έτσι δελέασε ο Πλούτωνας την Περσεφόνη, προσφέροντάς της αυτόν τον νήδυμο καρπό. Ο λαός λέει πως το ρόδι φέρνει τύχη, γι’ αυτό σπάνε ρόδια στα κατώφλια των σπιτιών, ενώ φαντασίες πιο καρπερές είδαν στο σπάσιμο του ροδιού άστρων ξεχείλισμα.
Το ρόδι όμως είναι και αγαπημένο έδεσμα του κότσυφα και πολλές φορές έχω δει κάποιον, αφού πρώτα παραμερίσει τα πεσμένα στο χώμα φύλλα κι αφού χοροπηδήσει πάνω του, κι αρπάξει έπειτα κανένα σκουλήκι, να ρίχνεται κατόπιν στη ροδιά. Όμως τον χειμώνα τα ρόδια που τρυγάει είναι μαύρα, σκέτο κατράμι. Ένας παλιός μύθος λέει πως το κοτσύφι που θα φάει ρόδι πεθαίνει. Η ροδιά βαστάει τα μαύρα ρόδια ακόμη κι όταν βαΐζουν απ’ τα νέα ρόδια τα κλαριά της, σαν τη μάνα που δεν λέει ν’ απορρίξει από την αγκαλιά της το πεθαμένο της παιδί βαστάει κάποια απ’ τα παλιά, και το κοτσύφι αυτά τρυγάει τον χειμώνα. Ίσως αυτών των ροδιών τα σπυριά πιο γλυκά να είναι, σαν το τραγούδι του, ίσως μέσα τους να ’χουν την αγάπη και τον καημό, να του σκοτείνιασε αυτός τα πούπουλα, τη μύτη του να κέρωσε, και μέλωσε η αγάπη το τραγούδι. Είναι το ρόδι, λες, που μιλάει μέσα απ’ το λαρύγγι του κότσυφα, λέει για τον καημό του Πλούτωνα, τον πόνο και την αγάπη μάνας και κόρης, είναι του δέντρου η φωνή• χαμένα μες στα πλουμιστά κλαριά είναι τα κοτσύφια την άνοιξη, του χειμώνα τα ρόδια μαύρα σιωπηλά μπαλσαμωμένα κοτσύφια το δείλι.
Ηλίας Α. Παπαμόσχος, Κοτσύφι από τη συλλογή διηγημάτων Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες, Εκδόσεις Κίχλη, 2015
.
.
Aλέξανδρος Αραμπατζής, Αναρτώμεν μετά παρρησίας…
Αχ, τα πιο ωραία τρυφηλά όνειρα της κρίσης τα έζησα παρέα με γλάρους στις δαντελωτές παραλίες του Παληού. Δέχθηκα τη θαλασσινή αύρα καταπρόσωπο γράφοντας πάνω της στίχους από την παντέρημη μοναξιά των ναυαγισμένων μου ερώτων. Και έγδαρα τα σώψυχά μου στους φαγωμένους βράχους που μου ψιθύριζαν με περισσή αιδημοσύνη τα μυστικά της αιώνιας παρακαταθήκης των μυστικών της ύλης. Ξεκίνησα να τραγουδώ την ομορφιά του αλατιού που έσκαγε αμήχανα στην πριγκιπική ψυχή μου και κατευόδωσα το αυγουστιάτικο φεγγάρι μ’ έναν στρόβιλο από σιβυλλικές φωταψίες. Όρισα με δέος τα όρια της μοναξιάς μου στο υπέδαφος της λυπημένης άμμου, που οι ραγισμένοι κόκκοι της αντανακλούν μέσα μου το μυστήριο της τριβής της μοίρας με τον χρόνο. Κι όταν θέλησα να ταξιδέψω μακριά δεν πήρα τραίνο ούτε καράβι αλλά ταξίδεψα στην πανδαισία του Παντός με τη σκέψη μου μόνο, αγκυροβολώντας τελικά στο τελευταίο λιμάνι του κόσμου, που δεν είναι άλλο από τη γωνιά που αυτοκτόνησαν όλα τα όνειρά μου. Σ΄αυτήν τη γωνιά θα υποδεχθώ μόνον εκείνους που θα θελήσουν να μοιραστούμε μαζί τις μυστικές διαθήκες του Χώρου και του Χρόνου.
Artwork: Hugh Shurley
.
.
Φίλιπ Ροθ, Το βυζί
Είμαι βυζί. Ένα φαινόμενο που περιγράφεται με διάφορους τρόπους: «καταιγιστική αύξηση ορμονών», «ενδοκρινολογική καταστροφή» και/ή «ερμαφροδιτική έκρηξη χρωμοσωμάτων». Κάτι τέτοιο έγινε μέσα στο σώμα μου από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις π.μ. της 18ης Φεβρουαρίου 1971, και μεταμορφώθηκα σε θηλαστικό αδένα, χωρίς καμία σχέση με την ανθρώπινη μορφή. Σ’ έναν θηλαστικό αδένα που μπορεί να υπάρχει – εύκολα το φαντάζεται κανείς – στα όνειρα ή στους πίνακες του Νταλί. Μου λένε πως τώρα είμαι ένας οργανισμός σαν τόπι ή αερόστατο. Λέγεται πως είμαι σπογγώδης, ζυγίζω εβδομήντα κιλά (έναντι των ογδόντα που ήμουν πριν), κι έχω πάντα μάκρος ένα ογδόντα πέντε. (…)
H θηλή μου είναι ρόδινη – σαν τον λεκέ που ανακάλυψα στη βάση του πέους μου μπαίνοντας στο ντους εκείνη τη νύχτα. Οι οπές της ρόγας χρησιμεύουν περίπου σαν στόμα και αυτιά –τουλάχιστον μπορώ να συνεννοούμαι μέσα από τη ρόγα, ή ν’ ακούω αμυδρά τι γίνεται γύρω μου– κι έτσι στην αρχή υπέθεσα πως η ρόγα είχε γίνει το κεφάλι μου. Οι γιατροί όμως οδηγούνται σε άλλα συμπεράσματα τουλάχιστον αυτόν το μήνα. Με ελάχιστες ενδείξεις, στις οποίες στηρίζουν τούτη την υπόθεση έναντι όλων των άλλων, λένε τώρα πως το ζαρωμένο και κάπως τραχύ δέρμα της ρόγας –που, πρέπει να το παραδεχτώ, είναι τρομερά ευαίσθητο στο άγγιγμα, πράγμα απίθανο για μέρος του προσώπου, ακόμη και για το βλεννογόνο των χειλιών– σχηματίστηκε από το πέος μου.
Το ίδιο και η ροδαλή μεμβράνη που περιβάλλει τη θηλή και περιέχει το μυϊκό σύστημα που τη σκληραίνει όταν ερεθίζομαι: λένε πως σχηματίστηκε από το στέλεχος του πέους, με την επίδραση (όπως υποστηρίζουν μερικοί) μιας «ηφαιστειώδους υπερέκκρισης θηλαστικογενούς υγρού». Δυο λεπτές, κοκκινωπές τρίχες βγαίνουν από ένα εξόγκωμα της στεφάνης. «Μυστήριο πράγμα! Tι μάκρος έχουν!»
«Ακριβώς δεκαπέντε πόντους».
«Οι κεραίες μου». Η πίκρα. Έπειτα η δυσπιστία. «Μου τραβάτε τη μία, σας παρακαλώ;»
«Eντάξει, Ντέηβιντ, αφού το θέλεις. Θα την τραβήξω μαλακά».
O δόκτων Γκόρντον δεν έλεγε ψέματα. Ένιωσα μια τρίχα να τραβιέται στο κορμί μου. Ήταν γνώριμη αίσθηση, και μου ’ρθε να πεθάνω. (…)
Ποια άβυσσος έχασκε σ’ αυτήν την πρωτόγνωρη ταύτιση με το μοναδικό αντικείμενο του βρεφικού σεβασμού; Τι ανεκπλήρωτες ορέξεις ή παμπάλαιες συγχύσεις, τι θραύσματα του μακρινού παρελθόντος μου πρέπει να συγκρούστηκαν για να πυροδοτήσουν μια γιγάντια ψευδαίσθηση, τόσο υπέροχη και τόσο κλασική στην απλότητά της; Πώς να εξηγήσω το φθόνο του μαστού, που πρέπει να ενέπνευσε αυτό το εκκεντρικό κατασκεύασμα; Μήπως ήμουν απλώς ένα αμερικανόπαιδο που το τάισαν πολύ γάλα; Ή μήπως ήταν μια λαχτάρα, βαθιά μέσα στο διάπυρο κέντρο μου, ο πόθος μου να βρεθώ τέλεια και ευλογημένα ανυπεράσπιστος, να γίνω ένας τεράστιος, ανεγκέφαλος σάκος ιστών, ποθητός, ηλίθιος, παθητικός, ακίνητος, που δεν ενεργεί, αλλά δέχεται τις ενέργειες των άλλων, που κρέμεται, που απλώς υπάρχει, όπως κρέμεται και υπάρχει ένα βυζί. Ή να το θεωρήσω ένα είδος χειμερίας νάρκης, έναν μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο, θαμμένον στα βουνά της γυναικείας ανατομίας; Ή πάλι να πω ότι το βυζί είναι το κουκούλι μου, πρώτος ξάδερφος του σάκου όπου ζούσα πλέοντας στα νερά της μάνας μου;
Ή, ή, ή… Σαλιάριζα, σίγουρα τα λόγια μου τον ξεπερνούσαν, είχα ξεπεράσει τον εαυτό μου και την κοινή λογική επίσης – αλλά ποιος μπορεί να βγάλει άκρη μ’ ένα τέτοιο φαινόμενο; Έτσι, τα ’λεγα στον μπαμπά μου, μέσα στην τρέλα μου, κι έπειτα πάλι έκλαιγα απ’ τη χαρά μου. Χωρίς δάκρυα. Όμως έκλαιγα. Πού πήγαν τα δάκρυά μου; Πότε θα νιώσω πάλι τα δάκρυά μου; Πότε θα νιώσω τα δόντια μου, τη γλώσσα μου, τα δάχτυλα των ποδιών μου; (…)
Έχω επιστρέψει στις πρώτες ώρες της ανθρώπινης ύπαρξής μου, λέω στο γιατρό, τότε που το βυζί είναι εγώ, κι εγώ είμαι βυζί, τότε που όλα είναι ένα, τότε που το κυρτό είναι κοίλο και το κοίλο κυρτό, οι πρώτες χίλιες ώρες μου έπειτα από αιώνες ανυπαρξίας, η χαραυγή της ζωής μου, η Μεσοποταμία μου! Είμαι λαλίστατος. Λέω τα πάντα. Όπου να ’ναι θα τα καταφέρω. Δε θα σωπάσω ώσπου να βρω τα λογικά μου. Μπορεί όλα αυτά να είναι μια αναπόφευκτη κατάρρευση μετά την ψυχανάλυση, ένα χρόνο παλεύω, επινοώ τα πιο απεγνωσμένα μέσα για να βρω την επαφή με τον Κλίνγκερ. «Γιατρέ μου, έχετε φανταστεί ποτέ τι φαντασιώσεις εξάρτησης φουντώνουν μέσα στους ανήλικους ασθενείς σας, μόνον και μόνον απ’ το όνομά σας; Γιατρέ μου, έχετε συνειδητοποιήσει πως όλα τα ονόματα αρχίζουν από Κ, το δικό σας και το δικό μου και του Κάφκα; Kι έπειτα της Κλαίρης και της δεσποινίδος Κλαρκ;» «To αλφάβητο» μου θυμίζει σα φιλόλογο, «έχει μόνο είκοσι έξι γράμματα. Και υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που χρειάζονται αρχικά για ν’ αποκτήσουν ταυτότητα». «Nαι, αλλά…» «Aλλά, τι;» «Αλλά κάτι! Ό,τι να ’ναι! Σας παρακαλώ, αφού δεν μπορώ μόνος μου, βοηθήστε με εσείς, δώστε μου κάποια νύξη να προχωρήσω! Πέστε μου την αρχή! Θέλω να βγω από δω μέσα!»
Φίλιπ Ροθ, Το βυζί, σελ. 19 και 21 αποσπασματικά, 72-73, 76-77, μτφρ.: Αλεξάνδρα Κοντού, Εκδόσεις γράμματα, 1984.
Φωτό: Lucien-Clergue
Αντώνης Φωστιέρης, Το σώμα
Το σώμα εγκαταλείπει βιαστικά τα ξένα σώματα
Γυρνάει τυφλό σε μια φωλιά ζεστό σκοτάδι
Εκεί θα μηρυκάσει το χορτάρι του έρωτα
Σε φύλλα μέθης θα τυλίξει τα φιλιά –
Το σώμα είναι ζώο και βοσκάει ανάμνηση
Σβήνει το ξάναμμα στα υγρά της μοναξιάς του
Το σώμα θρέφεται με ακρίδες νοσταλγίας
Το σώμα ξεδιψάει με δάκρυα
Από τη συλλογή το Θα και το να του θανάτου, 1987
Αντώνης Φωστιέρης, Μικρή αναδρομική, (Αυτοανθολογία 1971-1996) Εμβόλιμον, ανάτυπο
Πίνακας: Albert Marquet
.
.
Χρύσα Φάντη, Χαμένος από χέρι
Από την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας είδε τον πατέρα να κοιμάται με το στόμα ανοιχτό, το χασίσι δίπλα στο κομοδίνο. Ένα κόκκινο ρυάκι που ξεκινούσε από το σώμα της μάνας κυλούσε αργά προς τη μεριά του. Πανικόβλητος βγήκε από το σπίτι. Βρέθηκε να τρέχει σε δρόμους έρημους, με τα δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάγουλά του. Δεν σταμάτησε, μέχρι που πέρασε και το τελευταίο σπίτι της πόλης και το πόδι του πάτησε το φρέσκο χώμα των χωραφιών. Βράδυ, ο ουρανός σκοτεινός και το φεγγάρι μάτι κολοβωμένο. Ψηλαφίζοντας βρήκε το μονοπάτι που οδηγούσε σε μια ερειπωμένη καλύβα. Ξάπλωσε σε μια στοίβα ξεραμένα σπαρτά. Έμεινε σε στάση εμβρύου, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το στήθος. Αμέσως σχεδόν τον πήρε ο ύπνος. Έναν ολόκληρο χειμώνα δραπέτευε από το σπίτι του και κοιμότανε στην καλύβα. Τουρτουρίζοντας από το κρύο και την ένταση, ξάπλωνε στο στρώμα και σκεπαζόταν μια κουβέρτα. Όταν επιτέλους ζεσταινόταν, πέταγε χάμω τα ρούχα και έμενε με τις κάλτσες. Φανταστικά αγκαλιάσματα και ψίθυροι τροφοδοτούσαν τη σκέψη του μέχρι την τελική κορύφωση, το σβήσιμο μες στη νιρβάνα. Δεν κράτησε όμως η ευτυχία του.

Την άνοιξη εκείνου του χρόνου η μάνα έδιωξε τον πατέρα του, αφού πέταξε τα ρούχα του στο δρόμο. Από φόβο δήθεν μην έρθει ο κούτσαβος στον ύπνο της και την καθαρίσει, ανάγκασε το γιο να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι μαζί της. Από τότε εκείνος ριγμένος στη μέσα μεριά του κρεβατιού, με τον υγρό σοβά να του γδέρνει την πλάτη, έπρεπε να κρατάει και την ανάσα του, για να μην την ξυπνά ή να της ζητάει την άδεια σαν ήθελε να πάει στην τουαλέτα. Έφηβος πια, όταν οι ονειρώξεις τον επισκέπτονταν τα βράδια, ένιωθε τη χούφτα της να χώνεται στο σλιπάκι του και τη φωνή της σε τόνο άφατης αηδίας και επιτίμησης, καταμεσής της νύχτας, να τον διατάζει: «Πήγαινε αμέσως στον καμπινέ να πλύνεις τις ντροπές σου. Ίδιος ο αχαΐρευτος ο πατέρας σου, πανάθεμά σε».
Χρύσα Φάντη, Χαμένος από χέρι από τη συλλογή διηγημάτων Το δόντι του λύκου, Εκδόσεις Πατάκη, 2007
Φωτό: Manuel Alvarez Bravo
.
.
Μανώλης Μεσσήνης, Κωμωδία
.
Στις μέρες μας δεν μπορεί παρά
να είσαι τυπικών προσόντων
Έτσι σε θέλει, πεπερασμένο, η πλήθυς
Κατάφυτο και νουνεχή σε πολυακόρεστα
Ηδύφωνο κι επιρρεπή στ’ ανέφελα
Είπα και πήρα δρόμο, αυτάρκης
ακολουθώντας την κηδεία ενός αγνώστου, έτσι,
για τη συμμετοχή μου στα κοινά, σαν καθωσπρέπει•
ωστόσο οι αντινομίες μου καραδοκούν
κάτι δευτερογενείς προθέσεις μου
Καμιά ζωγραφική φιγούρα δεν έχει αυτοδιάθεση
Κανένα άγαλμα δεν υπήρξε χειραφετημένο
Και οι θεοί είναι πρόσωπα τραγικά
σαν την Μονρόε, τον Τζέιμς Ντίν και τη Μαρία Κάλλας
Η ύπαρξή τους εξαρτάται απ’ το κοινό τους
Φωτό: Bischof Werner
.
.
Δημήτρης Καρακίτσος, Νέκυια
–Eλαφρύς κόθορνος αυτός ο Κλεάνθης, γεννημένος ούτε για να σαλαγάει πρόβατα. Κέρινη πλάκα κάτω απ’ τη μασχάλη κι ένα κεφάλι πήχτρα στο σύθαμπο να πολεμά αυτό που πόσο ακόμη θα ονομάζεται ποίηση κανείς δεν ξέρει. Όσο ζούσαμε ήμασταν τρελοί, γελώντας και δακρύζοντας με λέξεις κούφιες σαν καλάμι. Κι, όμως, καλοκαίρι θα ήταν όταν εκεί, στο σπίτι του Αριστοκλή του μέτοικου, και μετά την οινοποσία, σπρώξανε τον φέρελπι νέο οι φίλοι του μέσα, στην παρέα των γερόντων να τα πει. Τρίκλιζε αυτός, μισομεθυσμένος: τη λαδιά άλλωστε την είχε κάνει αποβραδίς. Με τον μέντορά του Νίκαρχο, που σκάμπαζε από εξάμετρους όσο το κουτσό του το γαϊδούρι. Σωριάζεται ο ποετάστρος στο κιλίμι φτύνοντας δυο στίχους, που καλύτερα να τους έγραφε ασβός. Σκάσανε στα γέλια όλοι, ακόμη κι όσοι τελικώς δεν έκαναν τίποτα με το κορμί τους απ’ το να χαχανίζουν σαν κολοκυθανθοί. Κλεάνθη, κι άλλο! Kι άλλο! έλεγε ένας πετρόψυχος που σου δάνειζε πέντε για διεκδικήσει έως και τις φασκιές των παππούδων σου. Κι άλλο!Kι άλλο! έλεγε, χειροκροτώντας, πονηροχαχανίζοντας, με μάτια πιο κρύα κι απ’ αυτά του βοδιού. Οι φίλοι του γλεντούσαν στου κασίδη το κεφάλι, ραίνοντάς το πεπονόφλουδες και τσόφλια καρυδιών.
Αχ, ποετάστρε Κλεάνθη, για τις φακές σου (μόνο) έφτιαξε ο Δίας τις δάφνες! Πώς να σε σώσει ο μέντορας; O μέντορας κουτός ήταν, αλλά είχε λεφτά. Του είπε ότι θα μεσολαβήσει για βράβευση, μα πρώτα αντίδωρον: ποίημα γι’ αυτόν και τους δικούς του. Κι ο Κλεάνθης τότε, σε κάμαρη λίγο μεγαλύτερη από σκαλί κλείνεται με τις μεγάλες ζέστες και φρουτακιάζει. Γράφει, ω τι γράφει, εκεί να δεις! Ποίημα όπως στρέφει το λαιμό της η κουκουβάγια, αν αντέξεις μπορεί και να δεις σκουλήκια να σέρνονται στο χώμα έτσι ψηλά όταν θα στέκεσαι. Τόσο σπουδαίο ποίημα. Αλλά ο μέντορας, ξεκούτης και μιας κάποιας ηλικίας, αξιώθηκε να δει το όνομά του σε εξάμετρο, πείτε μου, ποιον άθλο θέλετε τώρα να ζητήσει από τον Ηρακλή; Εύγε, λέει στον Κλεάνθη, η επιτροπή τα άρπαξε χθες σε ψιλά – χαρά στο πράγμα! Το ίδιο κάνει, σε βραβεύσανε σε μέρες δυο και μαζί με σένα αθάνατο γίνεται και τ’ όνομά μου. Ο Κλεάνθης, σφουγγίζοντας τα δάκρυά του, τρέχει να πει τα καλά νέα στη σκορδόπιστη – δες τώρα πώς αλλάζουνε τα πράγματα. Μα του ’ρχεται του κακομοίρη μια κεραμίδα απ’ τον εξώστη και τον στέλνει στην αιωνιότητα προτού τη γευτεί. Αυτή είναι η ιστορία του χειρότερου ποιητή που έζησε στην Αθήνα, και σας τη λέω εγώ. (…)
Όταν κοιμούνται οι θνητοί, ένα χέρι πάνω τους σπάει πέτρες από το δέρμα του ουρανού. Έπειτα τις τρίβει στα δάχτυλά του κι αυτή η σκόνη ονομάζεται όνειρο. Χάφτες σκόνης λοιπόν, αυτό ήμασταν. Τώρα στις παρυφές του αιώνιου ζόφου, το δέρμα του ουρανού είναι κρύο και το χέρι έπαψε να πασπαλίζει τις ανάσες μας. Οι θεοί δεν νοιάζονται για κανέναν κι ούτε οι νεκροί νοιάζονται για τους θεούς. Γράψε λοιπόν, Κλεάνθη, είθε η σκιαμαχία των βατράχων και των ποντικιών να φανερώσει στους αποπάνω την αλήθεια. Γράψε και επιμελήσου το κείμενο με χαχανητά. Ξύσε την πλάτη σου πάνω του για να ανακουφιστείς από τον κνησμό της ουράνιας σκόνης. Ας μάθουν οι θνητοί.
.
Δημήτρης Καρακίτσος, Νέκυια από το βιβλίο Βένουσμπεργκ, σελ. 40-41 και 51-52, Εκδόσεις αντίποδες, 2015
Πίνακες: Florine Stettheimer
.
.





