Κάποιες νύχτες σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι και κοιμισμένος άνοιγε την πόρτα, κατέβαινε τα σκαλιά και έφερνε μια γύρα στην αυλή, έβγαινε στα σοκάκια, και τα σκυλιά αλυχτούσαν στο πέρασμά του. Αλλά δεν τον ξυπνούσαν. Ώσπου κουραζόταν και σαν προγραμματισμένο ρομπότ επέστρεφε στη βάση του. Την άλλη μέρα καταλάβαιναν απ’ τα σκονισμένα παπούτσια του ότι νυχτοπερπατούσε. Κανέναν δεν ανησυχούσε το κοιμισμένο του νυχτοπερπάτημα. Αυτός δεν το καταλάβαινε έτσι κι αλλιώς και οι άλλοι ήταν συνηθισμένοι να ξυπνούν μέσα στη νύχτα, να κατεβαίνουν τα σκαλιά και να διασχίζουν την αυλή για να πάνε στο υπαίθριο αποχωρητήριο. Ένας συγγενής τους, πολύ μορφωμένος, διάβασε στην εφημερίδα: Υπνοβάτης έπεσε σε φρέαρ. Από τότε κλείδωναν την εξώπορτα και έκρυβαν το κλειδί. Γιατί στη μέση της αυλής υπήρχε ένα πηγάδι. Ήρθε ένα πρωί που ήταν άφαντος. Έτρεξαν στο πηγάδι και ήταν στον πάτο του. Η μοναδική νύχτα, μετά από μήνες, που ξέχασαν να κλειδώσουν την εξώπορτα.
Είμ’ η σκιά μιας
Άνοιξης που δεν καρποφόρησε
Το σώμα τζίτζικα
σε χειμασμένη γη
Πέτρα θηραϊκή
σε μαύρο τέμπλο ζωγράφου
Είμαι τ’ όνειρο
μιας άγνωρης ζωής
Το κορμί ράφτρας στην Καμπούλ
Η άμμος που σ’ αγκαλιάζει
στην παγωμένη στέπα της Σιβηρίας
.
.
Δεν υπάρχω
Είμαι το φιλί απ’ τα χείλη της Ιουλιέτας
που δεν πήρες ποτέ
Οι Λαιστρυγόνες που δεν συνάντησες
Ο Όμηρος στα παραμύθια του παππού
Χάνομαι στους βυθούς
δυο μαύρων ματιών
Εικόνα Παναγίας Καμένης ._
Πίνακας: Denis Sarazhin
Ασημίνα Λαμπράκου, δεν υπάρχω, από τη συλλογή νοτιοανατολικό βλέμμα, σελ. 54, Εκδόσεις Ενδυμίων, 2014
Αήττητα μανταρίνια αποδημούν
με μια ξινή ταυτότητα στο κοτσανάκι
επικρεμάμενα στις αλλαγές όπως τα χελιδόνια
κάθε φορά που το μεγαλειώδες γλιστράει στη σκηνή
με μπαλωμένο πισινό μπρος στην αιδώ και στο ωραίο
Πλαταγισμοί φτερών, αναθυμιάσεις, χειροκρότημα
το παρανάλωμα μίας λευκής επιθυμίας
κουρνιασμένης στον εξώστη
Στο μεταξύ, ώσπου να άρει τις τέφρες η αυλαία,
θ’ αναπολούμε στη γλώσσα με οξύτητα
εκτός απ’ τον Καιάδα στα δόντια της Ανοίξεως
και τη ματαίωση των φρούτων
ν’ αποκτήσουνε φτερούγες
Η γειτονιά χλωμή μαραγκιασμένη
ανέβαινε την τσιμεντένια ανηφόρα
Μα είχε μια μαργαρίτα καρφωμένη στα μαλλιά
κι ανάσαινε
Μια μαργαρίτα ολόδροση στον πίσω τοίχο
για παρηγοριά
Οι δοσοληψίες στη λεωφόρο ήταν παράνομες
Τα παιδιά δεν μάθαιναν γράμματα στο σχολείο
Οι γριές καθάριζαν κάθε πρωί τα λαμπογιάλια
απ’ την κάπνα της βραδινής υποψίας
Ο κοντός με τη γάγγραινα στο πόδι που
ουρούσε καθημερινά στον πίσω τοίχο
αθωώθηκε
Κατερίνα Σημηντήρα, από τη συλλογή Δυτικά της Σαπφούς, Μανδραγόρας, 2015
Συνηθίζω κι εγώ να επιστρέφω
Σ’ ένα άγνωστο, παρήγορο παρελθόν.
Μηχανικά, θα έλεγα, κι από ένστικτο
Όπως οι άρρωστοι αναπολούν
Την προηγούμενη κατάσταση της υγείας τους
Ή όπως βυθίζονται σιγά οι μεγάλοι
Στην παιδική τους ηλικία –
Πάντα αόριστη κι ασυνείδητη
Για να αποκτήσει κάποτε ένα νόημα.
Με τέτοιες αφαιρέσεις κι αναδρομές
Ναρκώνει μέσα μας η μνήμη κι απωθεί
Την τυφλή εκδίκηση του κόσμου.
Απ’ τον καιρό (θυμάμαι καλά;)
Που σταματάει η βραδινή προσευχή
Και ξαφνικά καταλαβαίνουμε
Πως κανείς δεν έζησε αρκετά
Να δει τη λύπη του να παίρνει τέλος.
Από τη συλλογή, Στη σκιά του μακρόβιου κόσμου,1977 Ανθολογία Ανέστη Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, Εκδόσεις Παρατηρητής, 1994
H Κ. έψαχνε από κάπου να πιαστεί. Δεν μπορεί όλα αυτά τα ολοζώντανα τρομερά γεγονότα να είναι φαντασίες. Και απ’ την άλλη δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς συμβαίνουν όλα αυτά. Πήρε και ξαναδιάβασε μερικές σελίδες από τον Σωσία του Ντοστογιέφσκι. Κι ύστερα το μικρό κριτικό κείμενο γι’ αυτό το βιβλίο, που είχε βρει στο Δέντρο. Εκεί διάβασε : Στο πρώιμο αυτό μυθιστόρημα ο βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι καταδύεται στο ασυνείδητο του δημόσιου υπαλλήλου Γκολιάτκιν, για να περιγράψει, με τρόπο συγκλονιστικό, τη σχάση, το διχασμό του ανθρώπου του 19ου αιώνα και να φτάσει προοδευτικά στην πλήρη αποκοπή του σε δύο, και στη συνέχεια σε πολλαπλά, πανομοιότυπα πρόσωπα, που το ένα αναγνωρίζει το άλλο μονάχα σαν μια ανήκουστη όσο και παράλογη απειλή. Σαν έναν αμείλικτο εχθρό που τον καταδιώκει σε κάθε κίνηση της κοινωνικής και προσωπικής του ζωής και έχει γίνει ο ακατανόητος εφιάλτης του. Έχει χάσει κάθε αίσθηση οντολογικής συνοχής, καθώς είναι ήδη ενεργούμενο του συστήματος και της ιστορίας. Διχάζεται με τον παραληρηματικό τρόπο των ψυχωτικών, ανάμεσα στην οντότητα που πιστεύει πως είναι και στην αλλοτριωμένη εικόνα που του επιβάλλει η κρατική γραφειοκρατία με τους αυταρχικούς της κώδικες.
Ο ήρωας κινείται σε πυρετώδη κατάσταση, σε πλήρη αμηχανία και σύγχυση, νομίζοντας πως οι ανώτεροι υπηρεσιακοί παράγοντες τού έχουν στήσει μια μοχθηρή όσο και γελοία πλεκτάνη. Εκτός από ελάχιστες αναλαμπές, δεν μπορεί να υποπτευθεί ότι ο διχασμός και η παραληρηματική ύπαρξη του «Άλλου» συμβαίνει μέσα στο διασαλευμένο ψυχικό του όργανο, με τη ρευστότητα, την αμφιβολία και την ασάφεια των ορίων της ταυτότητας, μας εισάγει ήδη στην καρδιά της νεωτερικότητας. Επιπλέον, εδώ εμπεριέχεται εν σπέρματι όλη σχεδόν η «ποιητική» του Κάφκα, κυρίως όσον αφορά τη Δίκη και τον Πύργο. Υπάρχουν αποσπάσματα που σε πείθουν ότι στις σελίδες του βρίσκεται η πρώτη ύλη απ’ όπου πλάστηκε το κλειστοφοβικό, ενοχικό, παράλογο και γραφειοκρατικό καφκικό κλίμα με τα καταχθόνια πλοκάμια του. Την κλινική περιγραφή των παραληρηματικών ιδεών του Γκολιάτκιν θα τη ζήλευε και ο πλέον έμπειρος ψυχίατρος. Ο Ντοστογιέφσκι αναδεικνύεται τόσο πρώιμα (είναι μόλις είκοσι πέντε ετών) σε μεγάλη ψυχαναλυτική μορφή πριν από την ψυχανάλυση και πριν από τον ίδιο τον Φρόιντ.
H Κ. Τελειώνοντας το μικρό αυτό κείμενο έκανε την εξής ευφυή σκέψη: Αν όλα αυτά που αισθάνομαι πως συμβαίνουν, συμβαίνουν πραγματικά, δηλαδή η σπείρα είναι σπείρα και η «Άλλη» που με υποδύεται είναι το εκτελεστικό της όργανο, δεν μπορώ να ξεφύγω, είμαι χαμένη. Και αν δεν συμβαίνουν όλα αυτά, τότε είμαι αληθινά τρελή. Ανατρίχιασε. Ήταν μια αυτοπαγίδευση στο ίδιο της το δίλημμα. (…)
(…) Στην αρχή σαν ν’ άκουγε έναν μπερδεμένο υπόκωφο βόμβο, που λίγο λίγο γινόταν μακρινό ουρλιαχτό από ανθρώπους και ζώα. Κραυγές από φωσφορικές λεζάντες και φωτεινές επιγραφές. Έως ότου γίνουν μόνιμο σχεδόν μουρμουρητό και ατέλειωτοι επαναλαμβανόμενοι ψίθυροι. Μια μεταλλική απόκοσμη βουή, ένα μπερδεμένο, επίφοβο, οι φωνές σαν σφήκες έρχονταν και σκέπαζαν τον ακουστικό της φλοιό. Έμεναν εκεί, έρχονταν και ξανάφευγαν, σαν ένα μικρό σμάρι, πώς τις βλέπουμε πάνω σ’ ένα ψάρι που σκεπάζοντάς το το αφανίζουν και μένει μόνο αυτό το σχήμα από σφήκες που μιμείται το σχήμα του ψαριού. Συλλογίζεται τώρα ότι κάθε προσπάθειά της ήταν σαν ν’ άνοιγε μια πόρτα μέσα σ’ εκείνο το μυστήριο που την οδηγούσε σε μιαν άλλη κλειστή πόρτα ακόμη σκοτεινότερη, και αυτή σε μιαν άλλη και μιαν άλλη, ως το άπειρο πλήθος των προσπαθειών.
Σαν τα ρώσικα εκείνα κουτιά με τις κούκλες: μικρότερα κουτιά μέσα σε μεγαλύτερα, και αυτά με τη σειρά τους μέσα σε άλλη, σε μια συνεχή αλληλουχία ενός συνεχούς απρόβλεπτου, μιας συνεχούς εξαπάτησης σαν οδυνηρή οπτική φάρσα. Ή σαν ένας δίσκος γραμμόφωνου που κόλλησε και επαναλαμβάνει πολλαπλασιασμένο εφιαλτικά το ίδιο μονότονο τραγούδι. Ή μήπως κάποια βλάβη στο υπόγειο μηχανουργείο του μυαλού που μεταμφιέζει συνεχώς έναν εσώτατο ανομολόγητο φόβο σε εξωτερική απειλή, μορφοποιημένη στο πρόσωπο της ξένης απεχθούς της διώκτριας; (Μια τερατώδης μορφή αυτοτιμωρίας που από απώλεια του ελέγχου έλυσε τον ασκό του Αιόλου; Μια ανεξέλεγκτη στη νοσηρότητά της ανάγκη εξιλέωσης που άνοιξε μια πόρτα στο έρεβος;) (…)
.
Μανόλης Πρατικάκης, Σύνδρομο Fregoli (To τίμημα να είσαι ένας άλλος), σελ. 94-97 και 106-107, Εκδόσεις Καλέντη, 2013
Στο γραφείο απολεσθέντων αντικειμένων σε βρήκαν
να χαϊδεύεις μια Μερόπη
που εκτελούσε
χρέη ασθενοφόρου.
Για να περάσεις στο επόμενο στάδιο,
ιπτάμενος καβαλάρης με το μηχανάκι
απόγευμα να φύγεις τη σωστή ώρα,
χωρίς παρέα
τη μάνα που σε γέννησε.
Σου λείπει,
το ξέρω αλλά
μέχρι να βρεθείς εγκαίρως
μόνος
στον Ισθμό της Κορίνθου Ποιος ζει ποιος πεθαίνει
Λίνα Φυτιλή, Ετοιμότητα από τη Μυθική μέρα, Εκδόσεις Ενδυμίων, 2014
Αποφάσισα να εισέλθω στους κόλπους της Εταιρείας Λογοτεχνών. Δεν ξέρω πότε πήρα αυτήν την απόφαση και κυρίως γιατί την πήρα, μα γεγονός είναι πως μου αρέσει να δοκιμάζω ακραία πράγματα – όταν ήμουν 8 χρονών ρούφηξα τους αδελφούς Καραμαζώφ σε 3 μέρες, κουβαλώντας τον ασήκωτο τόμο ακόμη και μέσα στην τουαλέτα αλλά και στον πάγκο της κουζίνας δίπλα από το μπρίκι με το κακάο, καθώς είχα πειστεί ότι δεν μπορούσα να ζήσω δευτερόλεπτο δίχως τον Αλιόσα και την τυραννική του πίστη . Σταθερά και υποσυνείδητα ετοίμαζα το έδαφος για τη λάγνα θρησκευτικότητα του Ντιντερό.
Επιπλέον η λέξη «Εταιρεία» έκανε τις τριχούλες στο σβέρκο μου να ορθώνονται ανατριχιάζοντας. Φόρεσα λοιπόν τα καλύτερα ρούχα και πήρα τα χειρόγραφά μου ανά χείρας, έτοιμος να ταράξω μέχρι εσχάτων τις πολύτιμες γνώσεις τους σε ό,τι ξεκινούσε με «λ», λογοτεχνία, λογοτέχνης, λογοτεχνικός, λογοτεχνίζων. Αρωματισμένο πουκάμισο, εκλεπτυσμένη καρφίτσα, διακριτικά ακριβό σπορ παντελόνι. Έπρεπε να τους πείσω με την πρώτη ματιά ότι είχαν να κάνουν με έναν αριστοκράτη του πνεύματος αλλά και του τουίντ. Επρόκειτο για χειρόγραφα γεμάτα με ό,τι είχε κατέβει στο κεφάλι μου τους τελευταίους μήνες. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν επίτηδες κακός.
Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό και βγήκαν απαξάπαντες και απαξάπασες στην αίθουσα στην οποία συγκεντρώνονταν για τις συνελεύσεις τους. Η οδός στην οποία βρισκόταν η αίθουσα είχε το όνομα ενός πολύ σπουδαίου φιλόσοφου, ενώ η ίδια η αίθουσα έφερε το όνομα μιας αρχαίας ελληνίδας θεάς που αρεσκόταν στο κυνήγι, στα τόξα και στους σκορπιούς. Ο συμβολισμός με ενθουσίασε κρυφά, κάνοντας την καρδιά μου να φτερουγίσει ύπουλα. Μπήκα μέσα στητός και σοβαρός. Τα καστανόξανθα μαλλιά μου πετούσαν φύτρες φύτρες πάνω στο κεφάλι μου. Τα μάγουλά μου είχαν τη χαρακτηριστική χλωμάδα των ευγενών ανθρώπων και ο γιακάς από το πουκάμισο κατέληγε σε μια τέλεια, υπέροχη αιχμηρή λόγχη. Ήμουν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακός. Ήλπιζα πως θα με ερωτεύονταν.
Αυγή Μελέτη, Ο ξαπλωμένος λογοτέχνης, 2010 (απόσπασμα, ανέκδοτο)