Αήττητα μανταρίνια αποδημούν
με μια ξινή ταυτότητα στο κοτσανάκι
επικρεμάμενα στις αλλαγές όπως τα χελιδόνια
κάθε φορά που το μεγαλειώδες γλιστράει στη σκηνή
με μπαλωμένο πισινό μπρος στην αιδώ και στο ωραίο
Πλαταγισμοί φτερών, αναθυμιάσεις, χειροκρότημα
το παρανάλωμα μίας λευκής επιθυμίας
κουρνιασμένης στον εξώστη
Στο μεταξύ, ώσπου να άρει τις τέφρες η αυλαία,
θ’ αναπολούμε στη γλώσσα με οξύτητα
εκτός απ’ τον Καιάδα στα δόντια της Ανοίξεως
και τη ματαίωση των φρούτων
ν’ αποκτήσουνε φτερούγες
Η γειτονιά χλωμή μαραγκιασμένη
ανέβαινε την τσιμεντένια ανηφόρα
Μα είχε μια μαργαρίτα καρφωμένη στα μαλλιά
κι ανάσαινε
Μια μαργαρίτα ολόδροση στον πίσω τοίχο
για παρηγοριά
Οι δοσοληψίες στη λεωφόρο ήταν παράνομες
Τα παιδιά δεν μάθαιναν γράμματα στο σχολείο
Οι γριές καθάριζαν κάθε πρωί τα λαμπογιάλια
απ’ την κάπνα της βραδινής υποψίας
Ο κοντός με τη γάγγραινα στο πόδι που
ουρούσε καθημερινά στον πίσω τοίχο
αθωώθηκε
Κατερίνα Σημηντήρα, από τη συλλογή Δυτικά της Σαπφούς, Μανδραγόρας, 2015
Συνηθίζω κι εγώ να επιστρέφω
Σ’ ένα άγνωστο, παρήγορο παρελθόν.
Μηχανικά, θα έλεγα, κι από ένστικτο
Όπως οι άρρωστοι αναπολούν
Την προηγούμενη κατάσταση της υγείας τους
Ή όπως βυθίζονται σιγά οι μεγάλοι
Στην παιδική τους ηλικία –
Πάντα αόριστη κι ασυνείδητη
Για να αποκτήσει κάποτε ένα νόημα.
Με τέτοιες αφαιρέσεις κι αναδρομές
Ναρκώνει μέσα μας η μνήμη κι απωθεί
Την τυφλή εκδίκηση του κόσμου.
Απ’ τον καιρό (θυμάμαι καλά;)
Που σταματάει η βραδινή προσευχή
Και ξαφνικά καταλαβαίνουμε
Πως κανείς δεν έζησε αρκετά
Να δει τη λύπη του να παίρνει τέλος.
Από τη συλλογή, Στη σκιά του μακρόβιου κόσμου,1977 Ανθολογία Ανέστη Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, Εκδόσεις Παρατηρητής, 1994