Στις 29 Μαρτίου στον πολυχώρο του ΑΙΤΙΟΝ, διαβάστηκαν ποιήματα της Στέλλας Δούμου, από τη βραβευμένη συλλογή της Χαμηλές Οκτάβες, όπως επίσης και από άλλες συλλογές της.
Η φιλόλογος- συγγραφέας Ιφιγένεια Σιαφάκα μίλησε για τις Χαμηλές Οκτάβες, για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησης της Στέλλας Δούμου, τον ποιητικό τόπο και χρόνο, την ιδιοσυστασία του δημιουργού, τον τρόπο ανάγνωσης της ποίησης και το στόχο της ποιητικής δημιουργίας, ξεκινώντας από δύο στίχους της ποιήτριας και χρησιμοποιώντας τους ως παράδειγμα και δείγμα ανίχνευσης της ποιητικής μέσα στο ίδιο το έργο του δημιουργού.
Στην εισαγωγή της τονίστηκε επίσης ότι φιλολογία και λογοτεχνία συνιστούν συνήθως αντιμαχόμενες δυνάμεις, όταν ο φιλόλογος- κριτικός ή εισηγητής δεν είναι σε θέση να ακούσει τον δημιουργό, ακολουθώντας τον δρόμο της δημιουργίας. Συνήθως τα φιλολογικά εργαλεία προσφέρουν εξωτερικές και άστοχες αναγνώσεις έργου. Τα έργα διαβάζονται εσωτερικά και, όταν σχολιάζονται, απαιτούν λογική επιχειρηματολογία, η οποία οφείλει να στηρίζεται όχι σε μία απλή ερμηνεία του σχολιαστή αλλά στις ίδιες τις λέξεις του δημιουργού, που με μαθηματική ακρίβεια μάς οδηγούν στην καρδιά της δημιουργίας του.
Ιφιγένεια Σιαφάκα
Εάν κανείς μπορεί να προσεγγίσει με τον τρόπο αυτό το δημιούργημα και να αντιληφθεί τον ψυχικό τόπο και την ψυχική βαθμίδα από την οποία κανείς γράφει, είναι σε θέση να διακρίνει το ποιόν του δημιουργού αλλά και το ταλέντο του, διαχωρίζοντάς το από την απλή συναισθηματική αποκάλυψη ενός πάσχοντος υποκειμένου. Τονίστηκε επίσης ότι ο διαχωρισμός έργου και δημιουργού είναι μία διχαστική και προβληματική κατασκευή, η οποία πρωτίστως προσβάλλει τον ίδιο τον δημιουργό και κατ’ επέκτασιν τους αποδέκτες του.
Είναι σαν να επικυρώνεται ότι είναι ορθό να μη γνωρίζει η δεξιά τι ποιεί η αριστερά και τούμπαλιν. Τότε ποια η διαφορά ανάμεσα στην Τέχνη και την πολιτική; Γιατί ο δημιουργός, εάν δεν είναι καθόλα άξιος, θα πρέπει να εισάγεται στις τάξεις των σχολείων ως υπόδειγμα; Kαι γιατί θα πρέπει να ενδιαφέρει το έργο του, μια φαντασιακή δηλαδή κατασκευή, τον οποιονδήποτε; Ποιος ο στόχος και ο κοινωνικός ρόλος εν τέλει της Τέχνης, όταν ο δημιουργός, κινούμενος ανάμεσα σε ανθρώπους, είναι ο ίδιος παράδειγμα προς αποφυγή; Γιατί θα πρέπει να προβάλλουμε το έργο του; Γιατί θα πρέπει να δίνουμε τα εύσημα στο ψέμα, όταν μία από τις θεμελιώδεις αρετές της Τέχνης είναι η αποκάλυψη της ίδιας της αλήθειας;
«Οι λείχοντες και έρποντες λύχνον εν μεσημβρία άπτουσιν». Συντάσσουν! Να υποβάλλουμε τα σέβη μας λοιπόν στην τέταρτη εξουσία. Σε ποια; Στα ελληνικά τα του Συντάγματος, του «όχλου», η παραληρούσα κόρη παραφράζει την «ελίτ»: «τα πουλημένα, οι γλείφτες, τα λαμόγια ξυπνήσανε, ρε, κάτσε κάτω, πού πα, ρε; και κάνουνε Σύνταγμα (κουλτούρας) και αυτά!» Σωστά; Και συνεχίζει στο επίκαιρο ύφος και ρυθμό των «αγανακτισμένων» αρθρογράφων, με το περιεχόμενο όμως κάπως αλλαγμένο: τα παπαγαλάκια των μαύρων γερακιών, οι ήρωες του Τσόμσκι, οι πόρνοι της Παιδείας της ελληνικής και παγκοσμίας, οι ομότεχνοι της διαφθοράς, του μέσου, της κλεψιάς, της δυσωδίας, του παρα/κράτους, των υπο/νόμων, οι γιάπηδες και οι ξεβράκωτες της επικοινωνίας, οι συντεχνίες της καταλύσεως του Δήμου, οι ερωμένες της ανακήρυξης του Κράτους σε υδροκέφαλη και ανεγκέφαλη αξία, οι Εφιάλτες της Δημο/κρατίας, όλοι αυτοί άκουσαν πλήθη στις «Θερμοπύλες» ναχειροποιούν το 5 ρυθμικά, να αλαλάζουν. Λάζαροι από το μνήμα αιφνιδίως τώρα! χασμουρήθηκαν κι έριξαν μια ματιά στους πελιδνούς αιθέρες της πατρίδας. «Σκότος! Να φύγουν! τα θορυβώδη μαύρα ερίφια από την πλατεία. Οι μη εν συνειδήσει φωνασκούντες!» Αλλά.
Ποιμένες των αυλών, ακούστε τη σαλεμένη τη στρεψόδικη, τη λυπημένη. Πώς τα «ερίφιά» σας τώρα διώχνετε; Ποτίσατε, ταΐσατε, χαϊδέψατε, στρώσατε το παχνί, τους αποθέσατε κι ένα γυαλί να σας θαυμάζουν καθημερινά από τη φάτνη. Στις βροντερές αναμετρήσεις κουράγιο, για τη νίκη! Τους παραγγείλατε εν χορώ: στην ίδια ακριβώς πλατεία. Δεν πάω μακριά. Και ήταν ο ίδιος «όχλος» — με τους άναρθρους λόγους, τις κραυγές, τα μπουσουλίσματα της σκέψης, τα ηχηρά συνθήματα, τις κατσαρόλες, τις σημαίες, τα προκοίλια, τα σταυρουδάκια του ήλιου και τις μάνες! Ο «κρετίνος»! Θυμάστε τις ευφρόσυνες προεκλογικές συνάξεις και τις γιγαντιαίες φωτό στα πρωτοσέλιδα, εκείνους τους παιάνες για τα δημοκρατικά μηνύματα του παντοδύναμου λαού/του «όχλου» σήμερα, τις Σαλαμίνες και τις Θερμοπύλες, τους άξιους απόγονους στις εορτές του έθνους, τις παρελάσεις απ’ το Σύνταγμα με την ελληνική σημαία μόνο; Τα κοροϊδέψατε άραγε τα «ερίφια» αυτά, που συντηρήσανε κι εσάς και ό,τι συντηρήσατε εσείς; Όχι. Τα διαστρέψατε. Κακούργημα αυτό. Μαζί μ’ αυτά και τους θεσμούς και τους μηχανισμούς της φάρμας με τα ζώα.
Tο ψέμα είναι κακό. Το να πιστεύεις τα ίδια σου τα ψέματα είναι όμως ακόμη μεγαλύτερο κακό. Παράνοια. Θέατρο παραλόγου. Η Ελλάς! Ψυχοπαθολογία των θεσμών/ μηχανισμών που καθρεφτίζει τους πολίτες και το αντίθετο. Η καταπάτηση του νόμου είναι νόμος. Και ο άλογος λόγος λογικός, για να επανέρθω στη δουλειά σας. Γι’ αυτό γίνονται και κατατάξεις τώρα που ήρθε η ώρα για τις ανα/κατατάξεις που θα γράψει η Ιστορία: οι πάνω της πλατείας και οι κάτω της πλατείας, οι του εσωτερικού και οι του εξωτερικού (υπάρχουν και αυτοί που μιλάνε για Ευρώπη και για τον κόσμο όλον). Αμηχανία, πανικός, λαϊκισμός, διαστροφή ή προπαγάνδα; Το έτσι είναι πλέον δεν είναι έτσι. Χωρίς κόμματα και στη φράση μέσα. Αυτή η Ιστορία. Πλατιά. Με χώρο για το απρόβλεπτο. Υπήρξαν ωστόσο οι λίγοι κι εκλεκτοί ή οι μειοψηφούντες ή όσοι κάτι τόσα χρόνια αντιλαμβάνονταν (στο Σύνταγμα, «όχλος» και αυτοί), που φιμωμένοι (σχεδόν ή εντελώς) έκρουαν τον κώδωνα κινδύνου έξω από την «πολλή συνάφεια του κόσμου» και τις «πολλές κινήσεις κι ομιλίες» της γνωστής μας «αποικίας». Γι’ αυτούς λόγος κανένας. Και δεν «καθαρίζει η πλατεία», αντίθετα η πλατεία καθαρίζει έναν τεράστιο βρόμικο λεκέ με μόνο όπλο τα μικρά της μπουκαλάκια για νερό μέσα από φοντάνα. Για όλα μια γέννηση υπάρχει. Θέλει το χρόνο να απογαλακτιστεί το βρέφος, να μιλήσει. Οι «αγανακτισμένοι», όρος που υιοθετήθηκε για το αυθόρμητο, το απρόβλεπτο, το ανομοιογενές και την αποκοπή από γραμμές κομματικές, σαν η ανομοιογένεια να μην αποτελεί συστατικό της φύσης της ανθρώπινης, του καθενός μας χωριστά,προκαλεί πολλές φορές το ειρωνικό λίκνισμα των κεφαλών των «ειδημόνων». Ας μην είναι όμως κανείς μας σίγουρος για το εάν η Ιστορίασκηνοθετεί ή όχι στα παρασκήνια τη φάρσα της.
Άλλωστε: Άξιον εστί τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα,είπε ο ποιητής που διακοσμεί την «αποικία» με αφίσες, διότι φέτος του αφιερώθηκε το έτος.Όλβιος όστις ιστορίης έσχεν μάθησιν. Ευτυχισμένος όποιος γνωρίζει Ιστορία, έγραφε ο ιστορικός Πολύβιος, ο πρώτος που έδωσε στην ερμηνεία της πολυδιάστατη πνοή. Συγχωρήστε την ύπαρξή σας! γράφει στον Όλβιό του ο Βαγγέλης Φίλος, ξεκινώντας την πρόζα του σε τόνους βιβλικούς, καλώντας μας σε συνειρμούς για όλες τις Άξιες Γενέσεις των μεγάλων ποιητών και για τις ελεύσεις στις προφητείες των Γραφών. Πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι!
Η Αριάδνη κρατώντας το μίτο στο λαβύρινθο της ιστορικής στιγμής, στέκει στο βωμό έτοιμη για τη θυσία – απώλεια της παλιάς συνείδησης, η οποία προοικονομεί να εξευμενίσει τους στροβίλους των καιρών. Και ύστερα ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, ο ιδιοφυής μεγάλος μύστης και φιλόσοφος, ο «υιός» του Πυθαγόρα, των θαυμάτων, το αιλουροειδές της Ιστορίας, μια διεθνούς βεληνεκούς προσωπικότητα, ο συμβουλάτορας βασιλιάδων και αρχόντων, που στέκει ως σύμβολο της επιτακτικής ανάγκης για μια νέα θεώρηση της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας. Δύο φορές ασπάζεται τον Όλβιο, του κοινωνεί σκέψη, σοφία/αλήθεια. Ποιότητα ζωής. Ο Ιωάννης των Γραφών κι αυτός εκεί, αλλοτριωμένος τώρα, μες στη διεστραμμένη φύση του, επαναφέρει την ξεχασμένη του ταυτότητα, αυτή του προαγγέλου του Ανθρώπου, που, ο εγγενής φόβος μπρος στην αλλαγή και η υποταγή, την είχε ακυρώσει. Η Μαγδαληνή άλλη μια φορά αναζητά τη σωτηρία απεγνωσμένη κι έτοιμη να παραδοθεί άνευ όρων στο βωμό της Ιστορίας. Είναι η Αριάδνη, η γνώστρια του λαβύρινθου της ανθρώπινης ψυχής, που θα αντιτάξει την αυτογνωσία στην παγανιστική ανθρωποθυσία. Η Αριάδνη του λαβυρίνθου προτείνει συνείδηση και ευθύνη, ευθύνη και συνειδητή επιλογή. Το τίμημα μεγάλο. Καλά το γνωρίζει ο Ευφρόσυνος, ο αγροίκος, ο καταφρονεμένος μάγειρας-καλόγερος των μοναστηριών, που ήξερε άριστη μαγειρική, αλλά τα φαγητά του ήταν μέτρια, γιατί άφηνε χώρο και στις πνευματικές τις απολαύσεις. Καλύτερα στον πόνο της απόγνωσης, παρά στην ευτυχία της αποχαύνωσης, θα πει και θα αναζητήσει το Δάσκαλο στους Ουρανούς. Η τελευταία έμμεση αναφορά (ως έτοιμος να ήτανε από καιρό) σχετίζεται με το πένθος της απώλειας που προαπαιτεί κάθε αλλαγή. Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον, Καβάφης. Έτσι, μέσα από μία σύντομη πρόζα (γραμμένη πολύ καιρό πριν από τη διαμαρτυρία στις πλατείες) διανύονται αιώνες ελληνικής παράδοσης, ιστορίας και πολιτισμού, για να σχολιαστεί η επικαιρότητα ως σύμπτωμα μίας μεγάλης παγκόσμιας αλλαγής.
Ο Βαγγέλης Φίλος, σε άλλη περίπτωση, έχει επισημάνει τα εξής : Η σήψη είναι μια χημική διεργασία στην οποία ο βρασμός είναι συστατικό της στοιχείο. Προσοχή, λοιπόν, στην αγανάχτηση και την οργή των φυσαλίδων. Ζητούμενο είναι να βγούμε έξω από το καζάνι της κολάσεως ήρεμα και με την γαλήνια συμπεριφορά των αποφασισμένων. Οι επαναστάτες της παγκόσμιας ιστορίας μπορεί να είχαν τη φλόγα, αυτή όμως δεν τους έκαιγε τα χέρια. Αν θέλουμε να είμαστε ευφυείς, και οι περιστάσεις το απαιτούν, ας κατανοήσουμε επιτέλους ότι η κρίση είναι βαθιά: αγκαλιάζει όλες τις δομές της παγκόσμιας κοινωνίας, αγγίζει τα όρια του παραλογισμού, καθώς η ανθρώπινη υπόσταση παίζεται καθημερινά στη ρουλέτα του τυφλού κέρδους και οι κάθε μορφής εξουσίες, τοπικές και υπερεθνικές και οποιασδήποτε βαθμίδας και διαβάθμισης, συνδειπνούν ή αναμένουν τα κόκαλα από το φαγοπότι της κολάσεως. Αντί να τρέχουμε στις εκτονώσεις του θυμού και της οργής, παρακολουθώντας τους ταγούς που συνταιριάζουν μέσους όρους ή τους ανεκδιήγητους της πολιτικής υστέρησης, ας πρωταγωνιστήσουμε για τούτο το απλό: Ένα πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο κίνημα σωτηρίας από την τρέλα ενός καταρρέοντος συστήματος. Είναι η εποχή των μεγάλων μανιφέστων και όχι η εποχή που ο καθείς προσπαθεί να απωθήσει τις τύψεις του μπαίνοντας στη μυλόπετρα της ανοησίας. Κανείς δεν μπορεί να σώσει το έθνος. Μπορεί να υπερασπιστεί την ύπαρξη του πολιτισμού και μέσω αυτού και την ύπαρξη αυτής της ξεχωριστής πολιτιστικής οντότητας που λέγεται Ελλάδα.
Επιθυμούμε το αδύνατο, κατασκευάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ισχυρό άλλοθι για να διατηρήσουμε αλώβητη και ακμαία την παράδοξη – σε πρώτο επίπεδο– επιθυμία μας να παραμείνουμε ανικανοποίητοι. Και για να αντλήσουμε, εν συνεχεία, απόλαυση από έναν θάνατο που παραμένει έως τέλος ζωοδότης• ακροβατώντας ανάλαφρα, σχεδόν αδιάφορα, ανάμεσα σε έρωτα και θάνατο, σ’ εκείνο το επισφαλές μεταίχμιο, που, αν και μας κινητοποιεί προσωρινά, την ίδια στιγμή μας γελοιοποιεί και μας ακυρώνει.
Αυτό είναι το νήμα απ’ το οποίο ο Μπύχνερ στον Λεόντιο και Λένα έχει επιλέξει για να κινήσει την επιθυμία και, κατ’ επέκταση, τη δράση, του φαινομενικά ατίθασου Λεόντιου – του νεαρού πρίγκιπα, που ακροβατεί ανάμεσα στο τραγικό και στο κωμικό· στον φιλοσοφικό στοχασμό και στο παράλογο· στο καυστικό κοινωνικό-πολιτικό σχόλιο και στο υπαρξιακό αδιέξοδο· στον οραματισμό και στην αποδοχή τού «ως έχει»· στο ανέμελο παιχνίδι και στην αυτοκαταστροφή· στην παθητική δράση και στη φοβική από-δραση.Ο Mπύχνερ θα σμιλεύσει προσεκτικά όλες τις φαινομενικά αντίρροπες, ασύμβατες και ενσαρκωμένες παραμέτρους είτε στο ίδιο πρόσωπο είτε σε διαφορετικά πρόσωπα του έργου, οι οποίες, σταδιακά συγκλίνοντας, θα οδηγήσουν στην κορύφωση: στο φιάσκο της ανθρώπινης υπόστασης.Ήδη από την 1η Πράξη ο μαθητής-Λεόντιος, με ένα κράμα παιδικής αλλά και αυτοσαρκαστικής διάθεσης, θα διακωμωδήσει τις διαθέσεις του παιδαγωγού του, αντιτάσσοντας τους υψηλούς και ανέφικτους προσωπικούς του στόχους στον κόσμο του δασκάλου του: σε έναν κόσμο συμπαγή, αυστηρό και ασφαλή· όπου o παιδαγωγός, ενδεδυμένος το ρόλο της αυθεντίας, θα υπερασπιστεί κοινωνικές νόρμες, κώδικες ηθικής συμπεριφοράς και άκαμπτα γνωσιολογικά μοντέλα – εν ολίγοις την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, η οποία, αν και δε στηρίζεται εμφανώς στην αυθαιρεσία των τυράννων της πολιτικής εξουσίας, ακουμπά ωστόσο στην αποδεικτική βαρύτητα της στείρας σκέψης που γίνεται επιστήμη. Ο παιδαγωγός θα χρησιμοποιήσει σαν δεκανίκι αυτο-επιβεβαίωσης μια γνώση κλειστή, εγωκεντρική, στατική και γι’ αυτό εντέλει επικίνδυνη, καθώς είναι απρόθυμη να υπηρετήσει την ανθρώπινη υπόσταση και την εξέλιξή της, αλλά ικανή και δυνατή να επιβάλλει όρους και όρια στην «ανεξέλεγκτη» και «αναρχική», για την πολιτική εξουσία και τους στόχους της, ανθρώπινη φύση. Ως γνήσιος φορέας της θηριώδους και ανασταλτικής χρήσης της Παιδείας, ο παιδαγωγός φαίνεται να απολαμβάνει μέσα στη σιγουριά της μάσκας του κενού ναρκισσευόμενου, τρέμοντας όμως για οποιαδήποτε απόκλιση θα ήταν ικανή να απορυθμίσει το προσωπικό του σύμπαν. Ο προβληματισμός του Μπύχνερ και η καυστική διάθεση απέναντι στην ισοπεδωτική λειτουργία μιας τέτοιου είδους «διανόησης», γεννήτορα της προπαγάνδας, των ρατσιστικών μοντέλων και του πνευματικού ευνουχισμού, θα εγκαθιδρυθεί στο λόγο ενός δασκάλου-μαριονέτας, που ο Λεόντιος χλευάζει.
Ο παιδαγωγός μοιάζει γελοίος στα μάτια του Λεόντιου: η επιθυμία του περιχαρακώνεται από τον φοβικό γνωστικό συντηρητισμό, καθώς κινείται περιοριστικά απέναντι στην ανατροπή και στην προσωπική κατάθεση, δηλαδή στην ανάδυση ενός σκεπτόμενου και αισθανόμενου υποκειμένου. Από την άλλη όμως ο Λεόντιος, επιχειρώντας να αποτινάξει το προσωπικό του βάρος (που αποδίδει στην «ανία») έρχεται να ζηλέψει αυτή την επίπλαστη ταυτότητα, μόνο και μόνο γιατί εκεί αναγνωρίζει μία επιθυμία ανώδυνη, απρόσβλητη, κοινωνικά αποδεκτή και εστιασμένη. Μα πάνω απ’ όλα πραγματοποιήσιμη. Αλλά και πάλι την ίδια στιγμή που εύχεται, μες στην απόγνωσή του, ν’ αλλάξει πρόσωπο, τοποθετώντας ως προσωπείο πάνω του ένα άλλο προσωπείο (αυτό που έχει επιλέξει ο παιδαγωγός για τον εαυτό του), ο νεαρός πρίγκιπας ανθίσταται, ασκώντας κριτική στην πάγια τακτική μίας ολόκληρης κοινωνίας, που όλες οι πράξεις της (έρωτας, γάμος, οικογένεια, σπουδές, προσευχή) ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα «ατόφιας βαρεμάρας», ως αποτέλεσμα της παντελούς έλλειψης επιθυμίας.Κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται πεσιμιστής, αυτοκαταστροφικός, μηδενιστής, απορρίπτοντας ή καθιστώντας άλλη μία φορά αδύνατο οτιδήποτε ανθρώπινο θα μπορούσε να τον εισαγάγει σε μια πραγματικότητα εκπλήρωσης, αν όχι όλων, κάποιων τουλάχιστον από τις προσδοκίες του. «Η ζωή μου είναι ένα άσπρο χαρτί που πρέπει να γεμίσω», λέει απεγνωσμένος. «Πρέπει» όμως και όχι «θέλω». Γιατί ο Λεόντιος «πρέπει» να είναι απόλυτα δυστυχής, ώστε να μπορεί να επιβιώνει· «πρέπει» να θέτει στόχους δυσπρόσιτους και αδύνατους, κι έτσι να επιτυγχάνει μοναχικά και αυτιστικά «κατορθώματα» για να τα «επευφημεί», όταν μέσα στον πανικό της μοναξιάς του αναζητά στηρίγματα: «παγώνω!», μονολογεί, «το κεφάλι μου είναι μια άδεια αίθουσα χορού», «Μπράβο, Λεόντιε, μπράβο! Αισθάνομαι πολύ ωραία όταν επευφημώ τον εαυτό μου. Χάι, Λεόντιε! Λεόντιε!». «Πρέπει» να είναι απόλυτα δυστυχής για να είναι ευτυχής, καταστρέφοντας το προσωπικό του σύμπαν αδυσώπητα και ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια ζωής, δημιουργίας και απόλαυσης, που θα τον φέρει αντιμέτωπο με την πραγματική επιθυμία του – γιατί εκεί θα αντιμετωπίσει το ρίσκο της αποτυχίας, της απώλειας και της ματαίωσης, που καραδοκεί πίσω από κάθε προσπάθεια για την πλήρωσή της.
Ο Λεόντιος υποφέρει από το φοβερό βάρος του θανάτου (πραγματικού ή κατασκευασμένου απ’ τον ίδιο), που πλήττει κάθε ψυχαναγκαστικό υποκείμενο. Υποφέρει από τη σχέση με τον εαυτό του, τον έρωτα, την εξουσία και τους ανθρώπους. «Βαρέθηκα πια το φως της ημέρας. Θέλω σκοτάδι. Φύγετε μακριά, φύγετε όλοι σας», φωνάζει. Κι έπειτα πάλι: «Κάνω έναν φοβερό αγώνα με το να μην κάνω τίποτα», «το αηδόνι της ποίησης κελαηδά ολημερίς πάνω απ’ τα κεφάλια μας, μα όλη αυτή η ομορφιά εξαφανίζεται μόλις το ξεπουπουλιάσουμε και πάρουμε τα φτερά του για να ζωγραφίσουμε ή να τα βουτήξουμε στο μελάνι και να γράψουμε». Έτσι, ο Λεόντιος θα παραμείνει καθηλωμένος σε μία παιδικότητα, όπου το μόνο πράγμα που γνωρίζει είναι να απαιτεί, χωρίς να θέλει να προσφέρει. Το μόνο που ξέρει είναι να ζητά, όχι να αγαπά.
Στη σκηνή με τη Ροζέτα, ο Λεόντιος-άντρας-παιδί θα καταστρέψει τον έρωτα, ζητώντας από τη Ροζέτα να τον σαγηνεύσει, «χόρεψε για μένα», για να της προσφέρει απολαυστικά ως δώρο στη συνέχεια «το νεκρό κουφάρι του έρωτά» τους. «Υποφέρω από ανία γιατί σ’ αγαπώ», «η αγάπη μας μάς κάνει να χάνουμε το χρόνο μας», «ένας έρωτας που πεθαίνει είναι πολύ πιο σαγηνευτικός από έναν έρωτα που τώρα ανθίζει», φράσεις εν είδει προσφοράς προς τη Ροζέτα, καθώς μόνο εκεί όπου δεν αναδύεται, πεθαίνει, η ερωτική του επιθυμία νιώθει ασφαλής· μόνο εκεί όπου ο ίδιος είναι επιθετικός – φέρνοντας σε αμηχανία ή και απόγνωση τον άλλον – νιώθει κυρίαρχος του παιχνιδιού. Η αυθεντική αγάπη ενέχει «αντίποινα» στον τρόπο που φαντάζεται τον έρωτα ο Λεόντιος, γι’ αυτό τίποτε «αληθινό» και «ουσιαστικό» δεν επιτρέπει να υπάρχει στο προσωπικό του σύμπαν. Κι, έτσι, ο επικείμενος γάμος του με την πριγκίπισσα Λένα – το νέο μελανό σημείο που προστίθεται στην ήδη νοσηρή πραγματικότητά του – θα επισπεύσει την απόδραση του σε έναν κόσμο πιο υποφερτό αλλά ανύπαρκτο: στoν κόσμο του μύθου και του εξιδανικευμένου παρελθόντος.
Απόδραση προς το αδύνατο
Θα δραπετεύσει μαζί με τον Βαλέριο – σύμβολο της αχαλίνωτης πρωτογενούς και ανόθευτης ανθρώπινης επιθυμίας, η οποία δεν έχει τραυματιστεί ή αλλοιωθεί από τις επιταγές του πολιτισμού. Η φιγούρα του Βαλέριου έρχεται να μας υπενθυμίσει όχι μόνο την ανθρώπινη φύση αλλά και τη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση: o άνθρωπος, ως μέρος της Φύσης, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί όχι μόνο όπως ακριβώς η ίδια αλλά και υπαγόμενος στους νόμους της. Έτσι, ο πηγαίος, αυθόρμητος, άμεσος και δυνατός λόγος του Βαλέριου, ακριβώς επειδή δεν υπόκειται στη λογική επεξεργασία που διακρίνει το λόγο του παιδαγωγού, φέρνει στην επιφάνεια το παράλογο και ασυνείδητο κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασης. Με ευστοχία ο Μπύχνερ, έχοντας τοποθετήσει το σώμα του Βαλέριου σε άμεση επαφή με τη Φύση (χορτάρια, λουλούδια μέλισσες), θα εντοπίσει στην αρχή του έργου όχι μόνο την κοινή λογική που διέπει άνθρωπο και Φύση αλλά και την αποξένωση του ανθρώπου από αυτήν: «Το χορτάρι είναι τόσο όμορφο, που θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς να είναι ταύρος, για να το καταβροχθίσει, και μετά πάλι άνθρωπος για να καταβροχθίσει τον ταύρο που καταβρόχθισε το χορτάρι», λέει ο Βαλέριος. Φράση που δημιουργεί γέλιο και σύγχυση ταυτόχρονα, φέρνοντας στο προσκήνιο το απωθημένο. Η υπενθύμιση της διατροφικής αλυσίδας (χορτάρι, ταύρος, άνθρωπος) λειτουργεί ανάλαφρα μόνο σε πρώτο επίπεδο, προκειμένου να γίνει το όχημα για την ασυνείδητη ανθρώπινη φαντασίωση της καταβρόχθισης στο βωμό της ενσωμάτωσης των ιδιοτήτων του καταβροχθιζόμενου.
Ο Μπύχνερ θα χρησιμοποιήσει τον Βαλέριο, απ’ την αρχή έως το τέλος του έργου, ως σύμβολο της αυθεντικής ανθρώπινης φωνής, που θα χρωματίσει όλες τις εξελικτικές διαβαθμίσεις της: την πρωτογενή λειτουργία του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, μέσα από την απόλαυση του ποτού και του φαγητού· την άρνηση και αντίσταση στο πέρασμα από τη φροϋδική «ηδονή» στη φροϋδική «πραγματικότητα», το πέρασμα δηλαδή από την αποφυγή και απάρνηση του πόνου (παιδικότητα) στο συμβιβασμό και στην αποδοχή της ανθρώπινης κατάστασης (ενηλικίωση)· την παράλογη και ασυνείδητη εκφορά του λόγου, τις στερεότυπες αξίες της κοινωνικής επιτυχίας (πλούτο και εξουσία) αλλά και το φιλοσοφικό στοχασμό που συναντούμε στον προβληματισμό του μηδενισμού και του υπαρξισμού.
Έτσι, η φιγούρα του Βαλέριου είναι αφόρητα κωμική, γιατί είναι αφόρητα τραγική, έχοντας πλήρη συνείδηση της δικής της κατάστασης και, μέσω αυτής, ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτοχαρακτηρίζεται, αυτοσαρκάζεται και αυτοακυρώνεται σε μια προσπάθεια να κάνει υποφερτό έναν κόσμο που ούτε μπορεί να καταλάβει ούτε μπορεί και να αντέξει.
Γι’ αυτό θα αναζητήσει απολύτρωση στην «τέχνη του τίποτα» και θα γίνει ηθοποιός, όπου μέσα απ’ τους ρόλους θα ανατρέπει φυσικούς νόμους και πραγματικότητα, ζώντας σε έναν κόσμο μη πραγματικό αλλά αληθινό, αναζητώντας να αγγίξει τον άγνωστό του εαυτό αλλά και πληρώνοντας το τίμημα: να χαρακτηριστεί «τρελός». «Ποιος θα ανταλλάξει τη λογική του με την τρέλα μου;», αυτοσαρκάζεται και σχολιάζει, βαδίζοντας σ’ έναν δρόμο απέραντα μοναχικό, αφού αρνείται να οικειοποιηθεί ρόλους κοινωνικά επιβεβλημένους, να υπακούσει στα προστάγματα που αγγίζουν την αγέλη, και να αποκτήσει, τέλος, την ταυτότητά του μέσα από την καθρεφτική σχέση με τον άλλον – γνωρίζει πως είναι ψευδεπίγραφη και την αρνείται.
«Αδύνατη» φύση
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και οι δύο, Λεόντιος και Βαλέριος, από διαφορετική ωστόσο οπτική, θα αναζητήσουν, με την επιστροφή στη Φύση, την απλή βουκολική ζωή· αυτή που πάσχισαν να αναβιώσουν – αντιτιθέμενα στο μπαρόκ ύφος – τα μέλη της Ακαδημίας της Αρκαδίας, θέλοντας να επαναφέρουν ένα φυσικό και απλούστερο ποιητικό ύφος, αυτό των κλασικών Ελλήνων και Ρωμαίων ποιητών. Οι δυο νέοι θα φύγουν για την Ιταλία, πατρίδα της Ακαδημίας της Αρκαδίας, εμπνεόμενοι από μία φανταστική συνάντησή τους με τον Πάνα, ο αυλός του οποίου ήταν το έμβλημα της Ακαδημίας, τον ποιητή Βιργίλιο και τους ανθρώπους που ζουν ανέμελη ζωή.
Εκεί ο Λεόντιος θα αναζητήσει και την ιδανική γι’ αυτόν γυναίκα, την «απόλυτα όμορφη» και τη «χωρίς ίχνος πνευματικότητας» – άλλωστε η Ροζέτα απορρίφθηκε γιατί ήταν σκεπτόμενη. Αντίθετα, ο Λεόντιος φαίνεται να επιθυμεί την ατόφια φύση, την επιστροφή στο πρωτογενές και ανόθευτο από οποιαδήποτε δευτερογενή διαδικασία που επιφέρει η διαμεσολάβηση της σκέψης. Ο Μπύχνερ θα σχολιάσει την ουσία της ανθρώπινης φύσης, θεωρώντας ότι δεν ανευρίσκεται με τη λογική και ότι δε βρίσκεται στη λογική, αλλά ότι αντίθετα καταστρέφεται από τη χρήση της ή μάλλον από την υπερβολική εμπιστοσύνη που δίνουν οι άνθρωποι στην περιχαρακωμένη χρήση του ορθού λόγου. Στη σκηνή του βασιλιά Πέτρου έχει ήδη παρωδήσει το ντεκαρτιανό δόγμα «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» και τους οπαδούς του, εμφανίζοντας ένα Πέτρο-βασιλιά-διχασμένο υποκείμενο· με σχάσεις στη σκέψη, στο λόγο και στις αντιδράσεις· με βασιλική δύναμη και εξουσία αλλά με απουσία αυτοελέγχου· με βαρύγδουπο φιλοσοφικό στοχασμό, «ο άνθρωπος πρέπει να σκέφτεται. Η ουσία του πράγματος είναι να ληφθεί υπόψη το ουσιώδες!», αλλά με παντελή έλλειψη συνείδησης για το ομιλούν υποκείμενο – «όταν μιλάω τόσο δυνατά συχνά αναρωτιέμαι για το ποιος να ’ναι τάχα αυτός που μιλάει. Ο εαυτός μου ή κάποιος άλλος; Με φοβίζει αυτό»· με την «ταυτότητα» του Πέτρου αλλά με τη συνεχή αναζήτηση καθρεφτών, προκειμένου να επαναπροσδιοριστεί μέσα στο χάσιμό του· με την ιδιότητα του παιδευμένου αλλά με την ανικανότητα της χρήσης της γνώσης. Με το προσωπείο του σκεπτόμενου υποκειμένου και με το πρόσωπο του αντικειμένου. Ο Λεόντιος όμως επιζητεί ταυτότητα, δε θέλει να είναι αντικείμενο. Κι έτσι, το άλλο σκέλος της απόδρασής του ενέχει την επιθυμία απόδρασης από την «επιθυμία» του πατέρα – από τη μία να γίνει σαν εκείνον (βασιλιάς και σκεπτόμενο αντικείμενο) και από την άλλη να παντρευτεί τη πριγκίπισσα Λένα, που του προξενεύει ο Πέτρος, συνάπτοντας έναν γάμο συμβατικό. Μαζί με τον Βαλέριο θα φύγει μακριά (ή έτσι νομίζει) από έναν κόσμο ψεύτικο και αλλοτριωμένο από τον πλούτο, τη δύναμη, την εξουσία και τον γνωστικό πιθηκισμό, για να περιπλανηθεί στη φύση, στην απλότητα και στην αυθεντικότητα, αναζητώντας τον πραγματικό Λεόντιο.
Ο Βαλέριος, γνωρίζοντας τις δυσκολίες, τον προειδοποιεί: «Αυτός ο κόσμος είναι σαν κρεμμύδι· το ένα στρώμα πάνω σ’ άλλο στρώμα. Σαν μια σειρά από κουτιά το ένα μέσα στ’ άλλο, μέσα στα μεγαλύτερα μικρότερα κουτιά και στα μικρότερα το τίποτα… Συγγνώμη, πρίγκιπα, αν φιλοσοφώ… αλλά να είμαι σύμβολο της ανθρώπινης καταστάσεως». Θα αντέξει άραγε ο Λεόντιος να αντικρίσει το τρομακτικό κενό που συνιστά την ουσία και τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης και όπου με τόσο τρόμο, όπως του υπενθυμίζει ο Βαλέριος, ο άνθρωπος ακουμπά τις χίλιες μύριες ψευδεπίγραφες κατασκευές του σε μια προσπάθεια να το καλύψει, ακόμη και να το εξαφανίσει; Η παραμάνα, συνοδός της πριγκίπισσας Λένας, θα την προειδοποιήσει επίσης: «Ο κόσμος είναι ένα μέρος κακό. Καλά θα κάνουμε να πάψουμε να γυρεύουμε το βασιλόπουλο του παραμυθιού». Γιατί και η Λένα αντιτίθεται και επαναστατεί στην κατασκευασμένη πραγματικότητα μέσα στην οποία τής προτείνεται να ζήσει, δεν επιθυμεί να παντρευτεί τον άντρα που το συνοικέσιο των βασιλείων Πιπί-Ποπό τής έχει επιβάλει – αναζητά, όπως ακριβώς και ο Λεόντιος, το αυθεντικό και το ανθρώπινο· αυτό που θα αγγίξει την επιθυμία της. «Πρέπει, σώνει και καλά, να καθρεφτίσω σαν λιμνούλα, στη σιωπηλή μου επιφάνεια, ό, τι κι αν σκύψει πάνω μου;», αναρωτιέται μελαγχολική, ποθώντας έναν ερωτεύσιμο και «αληθινό άντρα» στο πλαίσιο ενός απόκοσμου ρομαντισμού – ίσως το «βασιλόπουλο» που θα τη «σώσει» από τα βάσανα του κόσμου.
«Αδύνατος» έρωτας
Ωστόσο το υποψήφιο βασιλικό ζευγάρι, αν και καταβάλλει προσπάθειες για να αποφύγει τη συνάντηση, φαίνεται ότι έχει δύο εξαιρετικές αρετές που αντιτίθενται στις «επαναστατικές» προθέσεις του: πρωτίστως είναι μεταξύ τους ταιριαστοί, δευτερευόντως κοινωνικά αναγνωρίσιμοι. Όπως και ο Λεόντιος είναι ένας άντρας-παιδί, έτσι και η Λένα είναι μία γυναίκα-παιδί, όχι μόνο εξαιτίας της κοινωνικής διάστασης που έχουν οι ερωτικές τους προσδοκίες (ο Λεόντιος αρνείται να αγαπήσει, η Λένα αναζητά να αγαπηθεί από το «βασιλόπουλο»), αλλά κυρίως γιατί και οι δυο τους, ως νέοι Αδάμ και Εύα, αναζητούν εκείνο τον χαμένο παράδεισο των πρωτοπλάστων.
Θα συναντηθούν λοιπόν στην εξοχή. Εκεί ο Λεόντιος έντρομος θα ανακαλύψει ότι, αν και κοντά στη φύση, είναι ανίκανος να «αισθανθεί», να «ζήσει», μέσα απ’ το δρόμο της επιστροφής προς την αρχαία μήτρα του κόσμου. Συνειδητοποιώντας και πενθώντας τον αποχωρισμό, αμήχανος δηλώνει στο Βαλέριο ότι «πρέπει να κάνει κάτι» αντ’ αυτού, ίσως να ανακαλύψει τον κόσμο απ’ την αρχή «φιλοσοφώντας». Η επιστροφή στον πρώτιστο κακό και απορριπτέο εαυτό και η ταύτιση με το «φιλοσοφείν» του Πέτρου θεμελιώνουν εδώ γερά το φιάσκο που θα ακολουθήσει. «Πρέπει» να κάνει κάτι, αλλά και πάλι θα αποτύχει: «έχω μεγάλη διάθεση γι’ αυτό, αλλά την ίδια στιγμή που έχω μπροστά μου ζεστό το φαγητό, τότε είναι που κάνω έναν αιώνα να βρω κατάλληλο κουτάλι. Στο μεταξύ το φαγητό έχει κρυώσει». O Λεόντιος στέκει μελαγχολικός μέσα στη Φύση και σκεπτικός απέναντι στη δική του φύση, αναγνωρίζοντας την αδυναμία απαγκίστρωσης από τον γνωστό σ’ αυτόν τρόπο θέασης του κόσμου, ενώ ο Μπύχνερ καυτηριάζει την εις το διηνεκές επανάληψη των ίδιων δομικών συμπεριφορών ως ίδιον της ανθρώπινης υπόστασης
Η ίδια μελαγχολική διάθεση διέπει και τη Λένα. «Ο θάνατος είναι το πιο ευλογημένο όνειρο», αποφαίνεται. «Άσε με να γίνω ο άγγελος του θανάτου», της απαντάει ο Λεόντιος, για να αποπειραθεί ο ίδιος να αυτοκτονήσει ερωτευμένος στη συνέχεια και για να σατιρίσει ο Μπύχνερ το μοτίβο του «ιπποτικού έρωτα», που ξαφνικά γεννιέται μες στους κήπους. Οι ήρωες, ψαύοντας επιπόλαια έρωτα και θάνατο, δεν είναι τίποτε άλλο από μια παρωδία ερωτευμένων, που «απρόσωποι» μελαγχολούν ή αυτοκτονούν για έναν έρωτα δίχως πρόσωπο επίσης.
Γιατί Λεόντιος και Λένα δεν είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους· εκείνο που τους κάνει να καρδιοχτυπούν είναι ο έρωτας της ιδέας του έρωτα, αφού κανείς τους δεν υφίσταται στη μεταξύ τους σχέση – δεν έχουν όνομα, ταυτότητα, ιδιότητα, κι ούτε ενδιαφέρονται για να τα αποκτήσουν, πιστεύοντας ότι η άγνοια του Άλλου θα αποτελέσει μέσο για να αγγίξουν τον χαμένο τους παράδεισο· όντας βέβαιοι πως έχουν επιστρέψει στην «αγνότητα» (fin’ amors)· ξεχνώντας πως το καθημερινό τους προσωπείο καλύπτεται από ένα καινούργιο τώρα: αυτό της «μη ταυτότητας» των άρτι γεννηθέντων μέσα από το χάος. Η επιστροφή στη φύση δεν είναι τίποτε άλλο από μία αποστροφή στη Φύση, από μια φάρσα που η λογική τούς έχεις στήσει, μία επιρρεπής κατασκευή στη μάταιή τους αναζήτηση να αποποιηθούν αυτό που οι άλλοι τους προτείνουν. Αλλά χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να αντιπροτείνουν, μια και η προσωπική ταυτότητα είναι απούσα.
«Αδύνατο» το πρόσωπο
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι εμφανίζονται με μάσκες στο παλάτι· δεν είναι παράδοξο το ότι ο Βαλέριος αφαιρεί από το πρόσωπό του μία σειρά από μάσκες και συστήνει τον Λεόντιο και τη Λένα ως «μαριονέτες άντρα και γυναίκας». «Δεν είμαι σίγουρος για το ποιος είμαι», λέει απλά ο Βαλέριος, ο μόνος γνώστης της τραγικής πραγματικότητας. «Μα πρέπει να είσαι κάτι», είναι το πρόσταγμα του μπερδεμένου και αναστατωμένου βασιλιά, που δεν αντέχει ούτε την απουσία «καθρεφτών» ούτε και την καθρεφτική ρωγμή που του προσφέρει ως θέαμα ο Βαλέριος. «Αν επιμένει η Μεγαλειότητά Σας!», απαντάει. «Όμως σ’ αυτήν την περίπτωση, κύριοί μου, πρέπει να αναποδογυρίσετε όλους τους καθρέφτες, να κρύψετε τα καλογυαλισμένα σας κουμπιά και δεν πρέπει να με κοιτάτε, γιατί θα δω τον εαυτό μου καθρεφτισμένο στα μάτια σας, και τότε δε θα μπορέσω να μάθω ποιος είμαι».
Γιατί απλώς θα είμαι εσείς, μπορεί και τα κουμπιά σας… καθώς είναι ο μόνος που προσπαθεί συνειδητά να υπερνικήσει την καθρεφτοποιία και βρίσκεται πάντα μετέωρος και ανυπεράσπιστος μπροστά στο βασανιστικό υπαρξιακό ερώτημα τού «ποιος είμαι». «Αν μόνον ήξερα ποιος είμαι, ένα θέμα για το οποίο δεν μας επιτρέπεται να σκεφτούμε, είναι γεγονός, πως, αν και δεν ξέρω τι δεν ξέρω… και μια και δεν έχω την παραμικρή ιδέα του τι λέω…», παραδέχεται πλάι στα «ευπρεπή» ανδρείκελα που μόλις ενώθηκαν «συνειδητά» με τα δεσμά του γάμου, φορώντας μάσκες για να εξαπατήσουν το βασιλιά και τρέφοντας την αυταπάτη ότι δεν έχουν εξαπατηθεί οι ίδιοι.
Όμως, ύστερα από το «εξαπατήθηκα!» της αποκάλυψης και αναγνώρισης των νέων, η φάρσα ολοκληρώνεται, για να «ξαναρχίσει αύριο πάλι απ’ την αρχή», όπως ανακοινώνει στο Συμβούλιο του Κράτους ο Λεόντιος. Γιατί όλα έχουν κάνει τον κύκλο τους: η επιθυμία του βασιλιά Πέτρου εκπληρώθηκε, αν και ο Λεόντιος προσπάθησε να την ακυρώσει. Ο βασιλιάς «έπρεπε» να χαρεί, γιατί έτσι είχε «αποφασιστεί», και χάρηκε έστω και με ανδρείκελα. Έπειτα αποσύρθηκε για να σκεφτεί και να φιλοσοφήσει – να επαληθεύσει έτσι ότι «υπάρχει». Ο Λεόντιος και η Λένα συναντήθηκαν ανώνυμοι κι απρόσωποι, παντρεύτηκαν με μάσκες, αναγνωρίστηκαν μα δεν γνωρίζονται, πήραν στα χέρια τους την εξουσία, και τελικά θα γίνουν αυτό που με τόσο ζήλο ισχυρίστηκαν πως απεχθάνονται.
Το μόνο ίσως που τους σώζει είναι να χτίσουν, όπως προτείνει ο Λεόντιος, ένα θέατρο· τουλάχιστον να παίζουν συνειδητά τους ρόλους τους εκεί. Ίσως όμως και να κατασκευάσουν το παραμυθένιο τους βασίλειο, όπου θα εγκλωβίσουν με κάτοπτρα τον ήλιο και θα μετρούν το χρόνο με τα δικά τους μέτρα, ζώντας μόνο μία ηλιόλουστη και πανανθρώπινη εποχή. Γιατί ίσως Λεόντιος και Λένα να πιστεύουν πως κάποτε θα είναι ικανοί να αντικρίσουν το πρόσωπο μιας ανθρωπότητας που αρνείται να βγει απ’ το κληρονομημένο της βασίλειο, ζώντας έως τέλους το ζωοφόρο θάνατο που δέσμιοι απολαμβάνουν όσοι επιθυμούν να αγγίξουν το αδύνατο.
Ιφιγένεια Σιαφάκα, από το πρόγραμμα της παράστασης του θεάτρου “Μαύρη Σφαίρα”
«Πάντοτε καθ’ οδόν, πορ(ν)ευόμενος, ατενίζει το βουβό βασίλειο των νεκρών και των πικρών ειδών καφέ.» (σελ. 43)
Η συζήτηση για το τι ακριβώς συνιστά λογο-ΤΕΧΝΙΑ μπορεί να συνεχίζεται δυναμικά επ’ αόριστον και σίγουρα με πρισματική λογική προσέγγισης (εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει στοιχειώδης λογική), μια και η ισοπεδωτική σύγχρονη τάση, τόσο της γραφής όσο και της κριτικής και κατ’ επέκτασιν της κατανάλωσης πολτού, που αυτο-ορίζεται στο πλαίσιο αυτό σαν βιβλίο και, ακόμη χειρότερα, σαν «λογοτεχνία», δε φαίνεται να είναι ικανή να διασφαλίσει τους όρους και τα όρια για τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Για τη Λαγνεία ωστόσο της νομπελίστριας Αυστριακής συγγραφέως έχουμε χρέος να παρακάμψουμε τη μαστροπεία της πλειονότητας των εκδοτών και των κριτικών, αν και σε μια πρώτη (βεβιασμένη ή παρεξηγημένη) ματιά θα έλεγε κανείς ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός σκληρού πορνογραφικού υλικού σε εξευγενισμένο αμπαλάζ εύστοχου, πλούσιου και αθυρόστομου μυθιστορήματος και ότι συνεπώς εκπορ(ν)ευόμαστε αναλόγως των (προσ)ταγμάτων της εποχής.
Αλλά «είναι απαράδεκτο να κάνει κανείς έναν ζωντανό άνθρωπο φύλλα και φτερά και να μην τον διαβάζει καν» (σελ. 70), γράφει η Γέλινεκ, αφού «γνωρίζει όλες τις ύπουλες λαβές και απολαβές» (σελ. 39) του κόσμου, «καθώς υμνεί το γιο του θεού, που σε αυτή τη χώρα έπλασε τους ανθρώπους με χώμα και μεταμόρφωσε τα δάση της σε χαρτί» (σελ. 33) και αφού το «εργοστάσιο, με τη βοήθεια αυτών που το κατοικούν και το κινούν, παρήγε το χαρτί, το δικό μας λίπασμα, πάνω στο οποίο μπορούμε να γράφουμε και τις σκέψεις μας» (σελ. 100).
Λίπασμα ωστόσο για τη γέννηση τέχνης και λογοτεχνών είναι η ίδια η συγγραφέας όχι μόνο για τις ευαίσθητες κεραίες της που διεισδύουν στην εποχή της, παράγοντας εκ παραλλήλου μια (έστω και στοιχειώδη) μυθοπλασία ως όχημα για την ανάδειξη του προβληματισμού της• όχι μόνο για τη μεστή, άμεση και τεκμηριωμένη κριτική τη δια-νοούμενης, η οποία διαθέτει και εξαιρετικό ταλέντο στη γραφή και γι’ αυτό επαξίως μπορεί να χαρακτηριστεί λογο-τέχνις• όχι μόνο για το απαλλαγμένο από παντός είδους σύνδρομα πνεύμα που επιτίθεται με οξύτητα και χιούμορ στον εκδημοκρατισμένο φασισμό και στην ελευθεριότητα της εποχής μας• όχι μόνο για την αντίσταση στην προσωπική εκπόρνευσή της, με την απουσία παζαρέματος στην τεχνική, στην τέχνη και στο στόχο της• όχι μόνο για την έλλειψη φιλαυτίας που μαρτυρά η εξαιρετική δουλειά κάθε παραγράφου, καθιστώντας την είλωτα του λόγου, καθώς παράγονται σελίδες που χαρακτηρίζονται από έλλειψη φλυαρίας και κοινοτοπίας σ’ ένα βιβλίο που κινείται στους ιλιγγιώδεις, εσωστρεφείς και επαναληπτικούς ρυθμούς της ανθρώπινης Λαγνείας•αλλά κυρίως για τη δημιουργική και ποιητική ανάπλαση, διά μέσου των εργαλείων του λόγου, ενός θέματος που θα εξέπιπτε σε επιθεωρησιακή αισχρολογία ή δημοσιοποιημένη και δημοσιευμένη προσωπική σεξουαλική εκτόνωση στα χέρια κάποιου από αυτούς που παίρνουν τους «καυλούς» τους για «αυλούς» (σελ. 222) ή κάποιας από αυτές τις σύγχρονες «(κ)αυλητρίδες του σπιτιού»(σελ. 252), που προσβάλλουν την αισθητική και τη νοημοσύνη μας με την παραγωγή σκευασμάτων καθ’ ομοίωσιν. Εξαιρετική η μετάφραση του Λευτέρη Αναγνώστου σ’ ένα ιδιαίτερα απαιτητικό και πολύσημο κείμενο του οποίου οι δυσκολίες συγγενεύουν σε πολλά σημεία με αυτές της ποιητικής μετάφρασης.
Auteur du média : Philippe Blasband Langue : français Editeur : Le Castor Astral Année de parution : 1998 ISBN/ISSN : ISBN 2 85920 349-4
Ce roman offre le portrait d’une famille juive d’origine polonaise exilée en Belgique. Chacun des treize membres raconte sa vie, mais aussi celle de la famille, dans une sorte de kaléidoscope fascinant. Il y a Zalman, le père, qui noie sa judéïté dans l’alcool, Léa, la mère, qui élève les enfants (deux filles et deux garçons) et s’enfuit vers l’ouest pour échapper aux premiers pogroms. À Bruxelles, la guerre va les séparer : les fils vivotent et errent dans le sud de la France. Les filles militent et se battent : Sarah en Palestine avec les mouvements sionistes, tandis que Rifkele, la communiste, sera déportée et mourra à Auschwitz.
Après la guerre, la vie reprend son cours : amours, mariages, travail, enfants. Et la famille Rabinovitch s’agrandit. Une nouvelle génération, de nouveaux événements : l’expérience des kibboutz, la révolution informatique, l’homosexualité.De nouvelles douleurs, la boulimie, la folie ou encore le sida. Et le dernier né, conçu dans un hôpital psychiatrique, s’appelle Ali Rabinovitch…Des bonheurs, des souffrances, et, en filigrane, le judaïsme pas toujours facile à vivre.
La très grande originalité (et la grande ambition) de ce roman consiste à présenter 13 personnages d’une même famille, soit 13 histoires (en fait la même) racontées 13 fois de façon différente à la première personne par les protagonistes eux-mêmes, dans leur style propre : 13 vies qui s’entrecroisent, 13 voix, autant de façons de raconter l’histoire d’une famille et par là même, celle de l’Histoire du XXe siècle.
Philippe BLASBAND est né en 1964 à Téhéran.Monteur cinéma de formation, il écrit des scénarios (entre autres Max et Bobo) et des pièces de théâtre (dont une dizaine ont déjà été produites et deux publiées). Il les met parfois lui-même en scène.Il a également réalisé deux courts métrages.Son premier roman a reçu le Prix Rossel, la plus grande récompense littéraire de Belgique. Il est l’auteur de trois romans : De cendres et de fumées (Gallimard, 1990), L’Effet cathédrale (Gallimard, 1994), Max et Minnie (Gallimard, 1997) et d’un recueil de nouvelles, Quand j’étais sumo (Le Castor Astral, 1998).
Στην κατηγορία “Eνύπνια ψυχίων”: μεταφραστικές απόπειρες, δημοσιεύω αποσπάσματα του βιβλίου, τα οποία μετέφρασα προς ιδίαν τέρψιν. Πρόκειται για ένα έξοχο βιβλίο, όχι μόνο για τη χρήση της γαλλικής και το περιεχόμενό του (13 μονολόγους των προσώπων μίας οικογένειας Εβραίων) που δίνονται με μοναδική ευαισθησία και υφολογική ακρίβεια κάθε φορά, ώστε να επιτυγχάνεται η μοναδικότητα κάθε πορτρέτου, αλλά και διότι συνιστά ένα βιβλίο-πρότυπο για την ελικοειδή δόμηση της μυθιστορηματικής αφήγησης.
Κάθε ήρωας, παρέχοντας τη δική του οπτική, μέσα από την προσωπική πραγματικότητα βίωσης των γεγονότων και των οικογενειακών σχέσεων, αποτελεί συνάμα κι ένα πετραδάκι για το χτίσιμο της ιστορίας. Οι ήρωες, κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνονται ήρωες-κεφάλαια με αρμούς που δίνουν ώθηση στην αφήγηση, εκπλήσσουν, ανατρέπουν, δημιουργούν νήματα ανάμεσα σε περιστατικά και προσωπικές αλήθειες, ώσπου να φτιαχτεί έως το τέλος η πραγματική τους ιστορία μέσα από τα όσα πράγματι συνέβησαν και όχι μέσα από αυτά που νόμισαν ή ήθελαν να συμβούν.
Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο χρησιμοποιείται από καθηγητές στο μάθημα της λογοτεχνίας στα σχολεία, για να εντοπιστούν επί της πράξεως τρεις βασικές θεωρητικές αρχές :
O διαχωρισμός του συγγραφέα από τον ήρωα όταν χρησιμοποείται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Το εγώ του συγγραφέα που υπογράφει το βιβλίο δεν πρέπει να συγχέεται με το εγώ του μυθιστορηματικού ήρωα. Δεν πρόκειται δηλαδή περί μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας, εκτός και αν αυτό δηλωθεί ως τέτοιο. Η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία συνιστά άλλο είδος πρωτοπρόσωπης αφήγησης, όπου αληθινά γεγονότα της προσωπικής ζωής του συγγραφέα εμπλέκονται με τη μυθιστορία. Ο συγγραφέας όμως το κοινοποιεί στον αναγνώστη εκ των προτέρων.
Αυτό σημαίνει ότι το ύφος σε κάθε αφήγηση είναι διαφορετικό, μιλούν διαφορετικά πρόσωπα. Και κατ’ επέκτασιν το προσωπικό ύφος του συγγραφέα ακυρώνεται.
Από δομικής απόψεως, γίνεται αντιληπτό ότι τίποτε σε καμία αφήγηση δεν είναι τυχαίο. Και η πιο μικρή πληροφορία έχει νόημα ύπαρξης, συνιστά κομμάτι ενός παζλ που επανανοηματοδοτείται συνεχώς μέχρι τέλους. Ένας ικανός αναγνώστης στο τέλος της αφήγησης ένος καλού λογοτεχνικού βιβλίου θα πει « Μα… ναι, όλα εδώ ήταν εξαρχής ! »Στην Ελλάδα εκδίδονται πάρα πολύ κακά βιβλία και ένας από τους λόγους είναι ότι οι «συγγραφείς» τους δεν σέβονται τίποτε από τα παραπάνω (ένας μαθητής στο Βέλγιο τα γνωρίζει όλα αυτά) αφενός διότι είναι ατάλαντοι, αφετέρου διότι είναι αμόρφωτοι.