Μη φοβάσαι, Αστάρτη! Η τραγωδία σου θα ειπωθεί, όπως η θλίψη και η νοσταλγία σου. Όμως εγώ θα τη διηγηθώ λυρικά, καθώς εδώ, στον πλανήτη από τον οποίο εξαρτάσαι, αξιολογείται περισσότερο ο τρόπος από την ηθική*. Άφησέ με να διηγηθώ πως στα παλιά τα χρόνια η καρδιά σου ήταν μια ανεξάντλητη πηγή απ’ όπου έρεαν οι ποταμοί της φιλήδονής σου περιφέρειας, διαβρώνοντας με αδηφαγία τα βουνά, τρομοκρατημένοι αλπινιστές, πάντοτε σε φθίνουσα πορεία, μέχρις ότου σμίξουνε όλοι, έπειτα από κενόδοξες μεταλλάξεις, στο μέγα ρεύμα της πλάτης σου, που τους οδηγούσε στον ΩΚΕΑΝΟ. Στον πολύμορφο Ωκεανό, τον έμπλεω από κεφαλές και στήθη**.
Ήταν η εποχή του υδάτινου ρεύματος με το ευρύ εκπέτασμα, με τα λησμονημένα πλέον νερά των εφηβικών παιχνιδισμάτων. Η Σελήνη ήταν η κόρη και ο ποταμός της έπλεκε μια πλεξούδα, καθώς κατερχόταν από τη λεπτή δίοδο ανάμεσα στις ωμοπλάτες της, πυρώνοντάς την με το παγωμένο του χέρι στο σημείο όπου τα νεφρά αναρριγούν όπως τα πουλάρια κάτω από το σπιρούνι. Έτσι, ατέρμονα, η πλεξούδα αυτή κατερχόνταν περιπλεγμένη σε ορυκτά τοπία, επιβοηθούμενη από αυτά σε με μεγάλη προθυμία ως σύνοψη αχανέστατων υδρογραφιών.
[…]
Να προσθέσω κάτι ακόμα; Θλιβερό, είναι θλιβερό να παραβρίσκεσαι στην άφιξη εκείνων των υδάτων που συγκρούστηκαν στο έδαφος με ένα μουντό πλατάγισμα για να κρεμαστούν εν συνεχεία σαν σάλια από εμετό, λεκιασμένα από την πρωτόγονη σκωρία, και κατακάθισαν στις αβύσσους απ’ όπου διέφευγε με φρικτά ουρλιαχτά ο αέρας… Ω, Αστάρτη, καλύτερα να σωπάσω πια. Είναι προτιμότερο να ακουμπήσω στην κουπαστή των πλοίων όταν η νύχτα σού ανήκει, κοιτώντας τα δελφίνια που ανεβοκατεβαίνουν σαν καρουζέλ και επιστρέφουνε στη θάλασσα, που αναδύονται ξανά και ξανά για να επιστρέψουν στη φυλακή τους. Και, να βλέπω, μελαγχολικότατη Αστάρτη, πως τα δελφίνια πηδάνε προς τα σένα, αναζητώντας σε, καλώντας σε. Πόσο πολύ μοιάζουν με τους Σεληναίους, τη γαλανή φυλή ατρακτοειδούς υπόστασης, με τις καλοκάγαθες συνήθειες και την καρδιά μονίμως ξέχειλη. Ξέχειλη τώρα πια από τα παρεπόμενα ρυπαρού μεθυσιού κι έχοντας διατηρήσει με τη βία ό,τι απέμεινε από το φως της εικόνας σου, που φωσφορίζει σε ένα μικροσκοπικό μαργαριτάρι για το καθένα από αυτά στο πιο βαθύ της νύχτας σου.
**Hommage à Hésiode. Γαλλικά στο πρωτότυπο. Σ.τ.Μ.
Julio Cortasar, Σύντομο μάθημα ωκεανογραφίας από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 124-125 και σελ. 129, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015
Artwork: Anne Siems