RSS

Daily Archives: 04/02/2020

Κατερίνα Λιάτζουρα, Κακή πίστη

.

Εκχέρσωσα από μέσα μου το σύμπαν.
Μια αδιαμόρφωτη ύλη είμαι.
Εθελούσια η παραίτηση (μου) λοιπόν.
Οικειοθελώς αποποιήθηκα την ελευθερία
και στην ειμαρμένη
νομοτελειακά υποκύπτω σε τάξη.
Δίποδο κι εγώ, θηλαστικό, όρθιο και λογικό
διασκορπίζομαι σε πρόσκαιρες απολαύσεις.
Η αλήθεια είναι ανέφικτη.
Ανέφικτη είναι η αλήθεια.
(Και πόσο σχετική πράγματι είναι η αλήθεια;)
Επιχειρώ καίριο το άλμα προς την πίστη
μα εδώ και χρόνια
οι ηθικές μου αξίες χρεοκόπησαν
και η ανάγκη για μεταξίωση
ενός ηθικού βίου διαβίωσης
εκφορεί πολεμοχαρή αισθήματα.
Κρυσταλλώθηκα στο δίλημμα
και μεταβλήθηκα σε μια δυνατότητα
που προς ένα απροσδιόριστο μέλλον
διαρκώς εξελίσσεται.
Μετέθεσα το βάρος της ευθύνης
και δημιούργησα ψευδαισθήσεις
για να ξεφύγω
από την απόλυτη ελευθερία.
Η κακή πίστη βοηθά στην ανέλπιδη τελμάτωση.

Πίνακας: Dino Valls

 

Iφιγένεια Σιαφάκα, Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν, κριτική Κ. Καραγιαννόπουλου, Περιοδικό Στάχτες

Κριτική Κ. Καραγιαννόπουλος, Περιοδικό Στάχτες

10.1.2020

Σε παλαιότερο κριτικό σημείωμά μου για την Ιφιγένεια Σιαφάκα είχα αναφέρει το εξής: «Δομή- πρόθεση-πρόσληψη-γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, δημιουργώντας έναν δίαυλο επικοινωνίας με το υποσυνείδητο». Αυτός –θαρρώ– είναι ο κύριος άξονας επάνω στον οποίο θα πρέπει να χτίζεται κάθε αναγνωστική προσπάθεια των έργων της συγγραφέως.Στο καινούργιο της πόνημα, «Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν», η ποίηση δένεται (και εμπλέκεται) με τη «θεατρική» δράση. Παίρνοντας στοιχεία από το δράμα προς ανάγνωση (closet drama), η Σιαφάκα, κεντάει –με έντεχνο τρόπο– το λεκτικό τού έργου επιτρέποντάς μας τη διείσδυση τόσο στην πλημμυρίδα των νοημάτων του όσο και στα σκότη του ψυχισμού μας.

–Ο χρόνος και η (προσωπική) ταυτότητα είναι τα σημαντικότερα σημεία στα οποία προσανατολίζεται η ποιητική αυτή αναζήτηση. Θα μπορούσαμε –μάλιστα– να πούμε πως το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί μια Ποιητική της εύθραυστης (και εφήμερης) ύπαρξής μας. Τα λιμνάζοντα ύδατα της (αδιόρατης) συμπλοκής ιστορικού και υποκειμενικού χρόνου, το πρωταρχικό τραύμα που ριζώνει και διακλαδώνεται συμπαρασύροντας αισθήματα, σχέσεις και όψεις, η αγωνία και η λαχτάρα για το στήσιμο ενός μητρικού επέκεινα[1], καθώς και η μνήμη καθορίζουν όχι μόνο τη δράση, αλλά και εντείνουν την πολυσημία – έτσι που ανοίγει τρομερά ο ερμηνευτικός ορίζοντας και υποχρεώνεται ο αναγνώστης σε μια ιδιαίτερη και σχεδόν μυσταγωγική διαδικασία, δηλαδή την υπερανάγνωση (over-reading). Βρίσκουμε, για παράδειγμα, στην σελίδα 18 το απόσπασμα:

Μερόνυχτα βρέχει, μ’ αστραπές για σωσίβια στ’ αλμυρά του ανθρώπου, που παστώνει τον Λόγο μ’ ομίχλη. Θα σου γείρω ένα σύννεφο να ποτίσει βροχούλα τ’ αγριμάκια, τους λύκους, που σου τρώνε την όψη.

Εδώ, λοιπόν, μπορούμε να δούμε τη σύγκρουση του λόγου της λογικής με τον λόγο της αποκάλυψης (ή και του χρησμού). Η τεχνική της συγγραφέως μάς επιτρέπει να διερευνήσουμε τις πιο απόκρημνες περιοχές του εαυτού μας και να θαυμάσουμε τους πολύτιμους θησαυρούς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση –πέρα απ’ αυτή την αντιπαράθεση– ο προσεχτικός αναγνώστης μπορεί να δει πως ο λόγος (με όποια απ’ τις δυο αυτές μορφές του) δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα είδωλο.

Επίσης, στη σελίδα 19 διαβάζουμε: «όταν ζύμωνα μέσα σε στόματα αλόγων αχανή, σ’ αυτά της Πύλης του Μεγάλου Ρανιλάου, να ταΐσω τα κτήνη που κυνόδοντες μπήγαν στην καμένη τη γη μας». Και στην 33 το εξής: «εκεί που μουλιάζει το κορμί των θηρίων· από φόβο μουγκρίζουν πως, αν καταλάβουν, θα επιστρέψουν νεκρά στην άσπονδη αιτία τους. Μια μετάλλαξη μόνον ανθρώπους τα βάφτισε». Μέσα από τα αποσπάσματα αυτά και την αντιπαραβολή ανθρώπου και κτήνους, μπορούμε να φέρουμε στο νου μας τις «Σημειώσεις για έναν υπέρτατο μύθο» του Γουόλας Στίβενς, όπου φαίνεται  ο τρόπος με τον οποίο μέσα από τη σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου με τη γη (και –εδώ– με την ίδια του τη φύση) έρχεται σε αντιπαράθεση ο βρυχηθμός των ζώων με την κραυγή του εφήβου.

Κι όλα αυτά μέσα από το σκληρό όστρακο μιας patella ferruginea…

 

Η ζοφερή μορφή της Μητέρας και η απουσία του Πατέρα θέτουν τη βάση επάνω στην οποία η αγωνία και η λαχτάρα σωματοποιούνται και (σε πολλά σημεία) διαμελίζουν το συμβολικό σώμα. Αυτά τα σημεία θυμίζουν τον Γιατρό Ινεότη του Γιώργου Χειμωνά, όπου, όπως αναφέρει σε δοκίμιό της η Εύη Βογιατζάκη: «Όλες αυτές οι έννοιες δραματοποιούνται στη θεατρική σκηνή […]. Αποκαλύπτοντας το ψυχοσωματικό υπόστρωμα των παραπάνω μεταφορών, ο Χειμωνάς παρουσιάζει τις πιο άγριες και ασυμβίβαστες ενστικτώδεις ορμές του ανθρώπου, που βρίσκονται κρυμμένες πίσω από την κανονικότητα της θεσμοθετημένης γλώσσας»[2]. Σύμφωνα με τον Λακάν, άλλωστε, η απειλή για κατακερματισμό του σώματος πηγάζει από το άγχος. Και το άγχος εδώ είναι δημιούργημα της απειλής που αφήνει να πλανάται η Νεκρή γριά[3].

Στο ποίημα «ΜΕΤΕ-Ο-ΡΙΣΜΟΙ» υπάρχουν κάποιοι στίχοι στους οποίους δίνει καθαρά η Ιφιγένεια Σιαφάκα αυτό το αρειμάνιο υπόβαθρο των σχέσεων των «dramatis personae»  αλλά και τον φόβο που προκαλεί η σκιά του Πατέρα (οιδιπόδειο σύμπλεγμα). Γράφει λοιπόν:

… Μ’ έναν θάμνο στο φρύδι αρμονία πιο πέρα βλασταίνει
στην αγέρωχη στήλη που αδράχνει το προφίλ
του αμίλητου πατέρα με το στόμα ριγμένο
στραβά στο πεντάγραμμο ανέμων ν’ αποφύγει
έναν μαστό πυρωμένο με πύαρ:
την ευθύβολη άρση της σάρκας στην πέτρα
Κάτω απ’ το μουγγό του σαγόνι
μια αριθμομηχανή γηραιά εν ονόματι ΚΡΟΝΟΣ
κρατά κούφιο κι απόκρημνο το προσωπείο στον οίκτο…

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στους αναγραμματισμούς που χρησιμοποιούνται (ΠέΤρας- Πατέρας) στο έργο και στα ονόματα που δίδονται στα πρόσωπα-αρχέτυπα. Για παράδειγμα, ο Πάολο ντε Σιλένθιο παραπέμπει στη σιωπή, ενώ η Βιργινία Τσα Λο Το στην τύχη. Αυτά τα τεχνάσματα εμπλουτίζουν το κείμενο και μετατρέπουν την αναγνωστική διαδικασία σε μιαν εξερεύνηση των τροπικών της γλώσσας και του ανοίκειου λογοτεχνικού (και ψυχικού μας) κόσμου. Τέλος, χρησιμοποιώντας εξωκειμενικά στοιχεία –όπως τα μότο του Καραβίτη που μας παραπέμπουν στη θεματική του προσωπικού χρόνου, των καθρεφτών, της μνήμης, του θανάτου, ή το τραγούδι του Idir, ένα παραμύθι που συνδιαλέγεται με το μυθικό υπόβαθρο της αφήγησης, το ονειρικό στοιχείο και το οικογενειακό αφήγημα–, η αναγνωστική πρόσληψη θα γίνει ουσιαστικά η συνισταμένη των επιμέρους ανταποκρίσεων, μετρώντας πια κι ως σύνολο υπόρρητων σημασιολογικών και αισθητικών δυνατοτήτων.

_____________
[1] Διαβάζουμε π.χ. στη σελίδα 65: «Αμετροεπής ήταν πάντα ο πατέρας στα θαύματα της λίμνης, πότε γινόταν αερόστατο με σκοινιά από βρύα, πότε νυχτερίδα με κοιλιά χταποδιού, πότε βότσαλο με μάτια ιπποπόταμου κι άλλοτε χάρτινη μπάλα με μαύρες κουκίδες που λιαζόταν βρεγμένη».
[2] Βογιατζάκη, Ε. (2017), Ο Γιατρός Ινεότης του Γ. Χειμωνά και η γραφή του Joyce. Σύγκριση, 13, 226-257.
[3] Όπως στο απόσπασμα: «Η μητέρα φταίει γι’ αυτό, τα έτρωγε όλα… Όμως εγώ στα βατόμουρα μ’ έβλεπα, γυαλιζόμουν και τα έτρωγα, και να που εσύ είχες μόλις υποστεί τιμωρία, είχες χάσει τα πόδια σου και βρισκόσουν στη λίμνη» (σελ. 43).

Πίνακας: Vladmir Fedotko

.

 

Νίκος Σταμπάκης, Υπόθεση Cockpit

Μπήκαν προσεχτικά κι ανέβηκαν σε μια πεντάπλευρη αίθουσα δίχως παράθυρα, που τη φώτιζαν χαμηλοί πολυέλαιοι από ομόκεντρους ξύλινους κύκλους που σχημάτιζαν νοητούς κώνους. Ενώ ο τοίχος έκλεινε πίσω τους, παρατήρησαν σκορπισμένα εδώ κι εκεί τα ίδια ημικυκλικά πράσινα τραπέζια που είχαν ιδεί στο ισόγειο. Σ’ ένα απ’ αυτά στο βάθος, καθόταν μόνος, με το πρόσωπο φωτισμένο κόντρα στο μαύρο του σακάκι και το βλέμμα προσηλωμένο στην τσόχα, αυτός που δεν μπορούσε παρά να είναι ο Ιβ Σολάνα.
Πλησιάζοντας, διαπίστωσαν ότι έριχνε ένα είδος πασιέντσας, με έξι τετράδες αναποδογυρισμένων χαρτιών.
«Ακούσαμε ότι μας περίμενες», του είπε με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε.
Εκείνος έστρεψε αργά πάνω της τα στενά μάτια, με τις μαβιές σακούλες να κρέμονται από κάτω πτυχωμένες, και το άχειλο στόμα του σφίχτηκε κι έπαιξε σαν καμπύλη που πήγαινε να γίνει τεθλασμένη.
«Για την ακρίβεια», αποκρίθηκε, «περίμενα ένα πρόσωπο. Αλλά υποθέτω ότι το πρώτο δεν θα υπήρχε δίχως το δεύτερο. Ας είναι».
«Πράγματι», στράφηκε φευγαλέα προς την ανέκφραστη Βαλ και κατόπιν προς τον Ιβ Σολάνα, «αν δεν ήταν αυτή θα ήμουν νεκρή. Εξαιτίας σου».
«Όμως δεν είσαι».
«Είναι αλήθεια αυτό», έκαμε οπισθοχωρώντας ελαφρά.
«Δεν είναι καλύτερο να ξέρεις;» είπε ο Ιβ Σολάνα με μιαν αδιόρατη υποψία χαμόγελου.
Έπιασε το υπονοούμενό του για την αυτοθυσία της Βαλ.
«Ίσως. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ για την ερωτική ζωή μου».
«Αν μείνεις εδώ μπορεί και να το μάθεις», είπε δείχνοντάς της μια μαύρη πολυθρόνα στα δεξιά της. Εκείνη την τράβηξε προς το γραφείο, έβγαλε την καμπαρντίνα της, τη δίπλωσε πάνω από το δεξί μπράτσο της πολυθρόνας και κάθισε, νεύοντας στη Βαλ να βολευτεί στον καναπέ λίγο παραπέρα.
«Λοιπόν; Τι πρόκειται να μάθω;»
Ο Ιβ Σολάνα δεν απάντησε κι έπιασε ν’ ανακατεύει τα χαρτιά, πολλές διαδοχικές φορές, καταλήγοντας πάντα σε έξι τετράδες. Τέλος, ανακάθισε και την κοίταξε κατάματα:
«Διάλεξε ένα».
Εκείνη το σκέφτηκε για λίγο και διάλεξε το τρίτο χαρτί της δεύτερης τετράδας, που από τη σκοπιά του Ιβ Σολάνα ήταν το δεύτερο της πέμπτης. Το χαρτί ήταν το επτά μπαστούνι, που το αναπαριστούσε ένα αλέτρι.
«Δείξ’ το μου», απαίτησε, κι εκείνη υπάκουσε.
Ο Ιβ Σολάνα χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά φευγαλέα τα δόντια του και τράβηξε το τελευταίο χαρτί της έκτης τετράδας, από τη δική της σκοπιά, που ήταν πρώτο της πρώτης τετράδας από τη δική του. Το περιεργάστηκε και κατόπιν, μ’ ένα πιο διακριτικό χαμόγελο, το ακούμπησε στο στήθος του, δίχως να το αποκαλύπτει.
«Λοιπόν;» έκαμε εκείνη ανυπόμονα.
«Είναι κι αυτό ένα αλέτρι», είπε αργά ο Ιβ Σολάνα. «Ένα αλέτρι, που όμως είναι το ίδιο προϊόν οργώματος. Δεν το σέρνουν βόδια αλλ’ ένα σκουλήκι, που στο τέλος τριών εποχών πεθαίνει και το αφήνει να οργώσει μοναχό του».
Έμεινε να τον ατενίζει περιμένοντας να ιδεί πού θα κατέληγε.
«Αυτό είν’ όλο», διευκρίνισε ο Ιβ Σολάνα.
«Και;» έκαμε εκείνη ανυπόμονα.
«Τι είν’ αυτό που μόλις σου περιέγραψα;»
Κούνησε το κεφάλι.
«Θες να με δοκιμάσεις αν τα καταφέρνω στους γρίφους;» ειρωνεύτηκε. «Αν δεν τα κατάφερνα δεν θα βρισκόμουν εδώ».
«Ποιο είναι λοιπόν το πραγματικό όνομα για το ιδιαίτερο αυτό είδος αλετριού;»
«Δεν θα με καθυστερήσεις έτσι. Μιλάς για ένα μωρό».
Ο Ιβ Σολάνα άνοιξε τα μάτια περισσότερο απ’ το συνηθισμένο. Εκείνη μπορούσε να διακρίνει μια σπίθα μέσα τους.
«Πολύ καλό!» σχολίασε, δείχνοντάς της το χαρτί, που ήταν πράγματι ο άσος καρό με την εικόνα ενός γυμνού βρέφους πάνω σ’ ένα ρομβοειδές σεντόνι. «Μήπως μπορείς να μου εξηγήσεις πώς το βρήκες;»
«Θα ήταν παιδαριώδες. Τρεις εποχές, σκουλήκι… Όλα είναι διάφανα. Δεν φαντάζομαι να νομίζεις ότι διάλεξα μια λέξη στην τύχη».
«Όχι, όχι», παραδέχτηκε εκείνος. «Απάντησες στην ερώτηση κι αξίζεις το βραβείο σου». Έβγαλε από την αριστερή του τσέπη ένα κινέζικο μπισκότο και της το πέταξε πάνω απ’ την τσόχα. Εκείνη έκαμε να τ’ ανοίξει, αλλ’ ο Ιβ Σολάνα ύψωσε το χέρι απαγορευτικά: «Όχι τώρα! Αφού τελειώσουμε», και της έδειξε πάλι τα χαρτιά.
Έβαλε το τυλιγμένο μπισκότο στη δεξιά τσέπη του παντελονιού της κι έκαμε να διαλέξει. Αυτήν τη φορά το πήρε ανάποδα και σήκωσε το δεύτερο χαρτί της πέμπτης τετράδας, που για εκείνον ήταν το τρίτο της δεύτερης. Το κοίταξε, του το έδειξε: ήταν το οκτώ σπαθί, που το αναπαριστούσε ένας διπλωμένος σαν σύμβολο του απείρου ουροβόρος όφις να κείτεται στο έδαφος κατατρυπημένος από οκτώ σπαθιά.
Εκείνος σήκωσε το χέρι του, ετοιμάστηκε να τραβήξει ένα χαρτί στα δεξιά του, άλλαξε γνώμη, το απέσυρε, τέλος τράβηξε αποφασιστικά το τέταρτο χαρτί της τέταρτης τετράδας, που για εκείνη ήταν το πρώτο της τρίτης.
«Ένα φίδι, λοιπόν», σχολίασε παρατηρώντας το αθέατο απ’ αυτήν χαρτί. «Ναι, ένα φίδι έχω κι εγώ. Ένα φίδι ορθό, με πέντε κεφάλια που ξερνούν φωτιά. Τι είναι;»
Εκείνη κρατήθηκε να μην καγχάσει.
«Πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο», είπε συγκαταβατικά.
«Ένα κηροπήγιο».
«Σου έβαλα εύκολο, να μην σε αποθαρρύνω», δικαιολογήθηκε ο Ιβ Σολάνα και της έδειξε το χαρτί, το πέντε μπαστούνι, που πράγματι απεικόνιζε ένα κηροπήγιο με πέντε φλόγες. Κατόπιν, της πάσαρε άλλο ένα κινέζικο μπισκότο, που εκείνη το πήρε και το έβαλε στην τσέπη.

Νίκος Σταμπάκης, Υπόθεση Cockpit, μυθιστόρημα, Σμίλη 2020

.

 

Αθηνά Τιτάκη, Θαυματουργίες

     Όσο να πεις, η ιστορία προϋποθέτει προϊστορία – κάτι που επισημάνθηκε βουβά
πριν το διηγηθούμε. Έτσι που τώρα με άνεση μπορούμε να τρώμε κάρβουνα,
την πυρωμένη μας διάσταση ή και να χορεύουμε πάνω τους, μαζί με τα φίδια,
τον μεγαλοπρεπή μας φόβο. Ας τον γητεύσουμε να βγει απ’ το καλάθι του!

Εμείς οι γόητες,
Οι ανιστόρητοι,
Οι μαεστρικά ξεχνούντες πως,
Αν ο φακίρης αγαπούσε τα καρφιά
Ή έστω τις αιχμές των απολαύσεων,
Το Θαύμα θα χανόταν.

Αθηνά Τιτάκη, Θαυματουργίες από τη συλλογή Ενενήντα εννιά σφυγμοί κι ένας κορέκτορας, Εκδόσεις Μανδραγόρας 2019

Αrtwork: Μaggie Taylor

 

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος, Ο επιζών

Ο Ιάσων δεν είχε πάρει ακόμα το δισάκι του. Δεν είχε φύγει. Τον κρατούσε εκεί η φυτολογία, η αίσθηση των φυλλωμάτων, η χλωροφύλλη, η κίνηση των φυτών προς τα πάνω. Η γεωγραφία ήταν και αυτή φυγόκεντρη, αλλά είχε όρια. Ο κόσμος δεν είχε. Ούτε ο κόσμος του. Όταν σφούγγισε το τζάμι του φεγγίτη με μια κυκλική κίνηση, τα φώτα έσβησαν. Έπρεπε να κοιμηθεί. Ακούμπησε την παρειά του πάνω στο τζάμι. Ήταν ψυχρό, μετά το κυκλικό σφούγγισμα. Οι άλλοι βυθίστηκαν στο σκοτάδι τους. Οι διάλογοί τους ψίθυροι, ή μήπως ψιθύριζαν τα φυτά μεγαλώνοντας ή μήπως το αυγό όταν σπάζει το κέλυφος και σκάει από μέσα ο νεοσσός και ακούγεται ένα κρακ; Όλα ήταν στ’ αυτιά του, τίποτα στο κεφάλι του. Έβλεπε οκτώ ανθρώπους σε κύκλο κλειστό. Αυτός ήταν ο ένατος, όπως το αρχικό του ονόματός του. Το γράμμα ιώτα είναι το ένατο στη σειρά του ελληνικού αλφαβήτου, αλλά δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από το όνομά του. Η νύχτα είχε το γυαλί της και κείνος ένα κιάλι να βλέπει μέσα απ’ το γυαλί. Το κιάλι ήταν το πρώτο δώρο της γιαγιάς, για να βλέπει μακρύτερα από όλους τους άλλους. Διάβασε τη μάρκα στο φακό, το όνομα του κατασκευαστή Karl Zeiss, που ήταν σαν βιτσιά. Το αρχικό του επωνύμου του ήταν το τελευταίο γράμμα του γερμανικού αλφαβήτου. Αυτός όμως τίποτα δεν άκουγε μέσα από το στεγανό γυαλί της οροφής, απ’ τον φεγγίτη. Κοιμόταν στο πιο ψηλό δωμάτιο του σπιτιού. Το σπίτι ήταν δικό τους, το βλέμμα δικό του και ο ουρανός μια οροφή για όλους. Ο Ιάσων διάβαζε για τον παράδεισο, τον επιθυμούσε, όσο τ’ αστέρια και τον ουρανό. Την κόλαση δεν την γνώριζε ακόμα, ίσως γι’ αυτό τον βάζανε να κάνει τον σταυρό του, για να την ξορκίσει. Ο Ιάσων είχε ένα στυλό κλειστό και απ’ τις δυο μεριές. Τις άκρες του έκλειναν δύο γεννήτορες. Από εκεί, απ’ τον φεγγίτη που καθρέφτιζε το δάχτυλό του, προσπαθούσε να δει και να ακούσει, τώρα που η νύχτα δεν είχε σκεπή, ο ορίζοντας ήταν ένα τίποτα και ένα πουθενά. Ο Ιάσων κρατούσε την ανάσα του, για να μη θολώσει το γυαλί του φεγγίτη. Η ανάσα του διαχεόταν στο σκοτάδι και το διέλυε πριν διαλυθεί. Τα άστρα αμυδρά και πάμφωτα. Μακρινά. Στη σιγαλιά της νύχτας, στην άκρη της ταράτσας, με την μύτη σ’ ένα έντομο καρφωμένη, ο γάτος.

Η υπηρέτρια ήταν η μόνη που δεν φορούσε προσωπίδα. Μετέφερε έναν δίσκο και γύρισε εκεί από όπου ξεκίνησε. Οι υπηρέτριες δεν έχουν όνομα. Αυτή είχε. Την έλεγαν Ευανθία. Σέρβιρε ένα κατάλευκο υγρό στην ευτραφή κυρία της που είχε αυστηρό βλέμμα και ένα ύφος που όταν την κοιτούσε έλεγε: «πρόσεχε»’. Όλοι ήταν στο έλεός της. Μάρθα την έλεγαν και ήταν η μητέρα του. Ρούφηξε το γάλα απ’ το ποτήρι που η Ευανθία είχε τοποθετήσει μπροστά της πάνω στο τραπέζι. Δεν είχε γάλα. Ποτέ δεν κατέβασε γάλα. Μόνο λόγια είχε και πράξεις. Και δεν ήταν καθόλου παράφορη. Φορούσε γυαλιά χωρίς σκελετό και ήταν πάντα σταθερή στη θέση της. Όταν ήταν μικρότερος ο Ιάσων ήταν αυτή που του σκούπιζε τη μύτη δυο φορές και ας μην έβγαινε τίποτα απ’ αυτήν. Πρώτα τον απομυζούσε και ύστερα τον τάιζε ψάρια του πελάγους. Μεγάλα μικρά και μεσαία. Ροφούς, φαγκριά, σαργούς, γαύρους, αθερίνες, σαρδέλες, μαγιάτικα, λαβράκια. Η Μάρθα είχε ένα μεγάλο μέτωπο που μετριαζόταν κάπως από τα γυαλιά που φορούσε ακόμα και στον ύπνο της, γι’ αυτό τα στράβωνε σχεδόν κάθε βράδυ και έστελνε την υπηρέτρια την άλλη μέρα στον οπτικό να τα ισιώσει. Τα ψάρια ήταν δική της δουλειά.

 

Με τα γυαλιά της πάντα καρφωμένα στο κόκκαλο της μύτης, τα ξελέπιαζε αλύπητα με ένα μαχαίρι, αποκλειστικά δικό της, ένα μαχαίρι που έμοιαζε με κέρας. Ο νεροχύτης γέμιζε λέπια και έβαζε την υπηρέτρια να τον καθαρίσει. Η δουλειά για την Ευανθία ήταν βρώμικη. Έπρεπε να ξεπλένει τον λεπιασμένο νεροχύτη. Η Μάρθα είχε βγάλει προηγουμένως τα εντόσθια, τα αυγά και τα περιττώματα. Ύστερα τα ξέπλενε, τα αλάτιζε με χοντρό αλάτι και τα έψηνε σε προθερμασμένο φούρνο. Έσκυβε κάθε τόσο για να δει αν ροδίσανε. Στο τέλος έβαζε την Ευανθία να τα βγάλει και τα γύριζαν προσεκτικά μαζί για να μην διαλυθούν. Όταν ήταν έτοιμα τα σέρβιρε σε δυο οβάλ πιατέλες. Και ενώ τα ψάρια άχνιζαν, τα άνοιγε στη μέση, προσέχοντας να μην τρυπηθεί απ’ τα αγκάθια στις άκρες τους και αφαιρούσε το μεσαίο κόκκαλο. Έστυβε αρκετό λεμόνι, ώσπου τα ψάρια έχαναν το απαστράπτον ύφος τους, αφού το ύφος δεν τους χρειαζόταν πια έτσι ανήμπορα που ήταν ξαπλωμένα στις πιατέλες. Έλεγε στον Ιάσονα να πάψει να τα κοιτά σαστισμένος, και του τα καθάριζε για να τα φάει. Αυτός όμως αρνιόταν να φάει τα μάτια τους. Αυτές τις μικρές σκληρές μπίλιες, και προτιμούσε να τα μαζεύει σε σπιρτόκουτα που του έδινε ο πατέρας, ο οποίος κάπνιζε αρειμανίως. Είχε μαζεμένα πολλά όμοια σπιρτόκουτα. Τα έβαζε όρθια και έγραφε απ’ έξω πότε φαγώθηκαν τα ψάρια, που μόνο τα μάτια τους πια κοίταγαν τα τοιχώματα των σπιρτόκουτων. Κάθε που γέμιζε ένα κουτί και κόλλαγε προσεκτικά την ετικέτα με τις ημερομηνίες άνοιγε το λεύκωμα με τα «Ψάρια του Αιγαίου» και διάβαζε την αφιέρωση: «Στο ψαράκι που θέλει να μάθει για τ’ άλλα ψάρια, τ’ αληθινά που ζουν όλα μαζί. Στη βαθειά πράσινη θάλασσα με το ατέλειωτο βάθος, το τεράστιο πλάτος, το άμετρο μήκος. Στο ψαράκι που νομίζει πως μπορεί να αναπνέει και έξω απ’ το νερό. Στον Ιάσονα που μας εννοεί και δεν τον εννοούμε πάντοτε. Ο Εξάδελφός σου Άγγελος».

Έπειτα ξεφύλλιζε και έβλεπε πρώτα τα έγχρωμα σχέδια στις δεξιές σελίδες και διάβαζε χωρίς δυσκολία στις αριστερές τα ονόματά τους. Έτσι μάθαινε τα πάντα για τα ψάρια που έβλεπε ανοιχτά στην πιατέλα, αλλά ακόμα περισσότερο στους κεκλιμένους πάγκους του ψαρά, όταν η Ευανθία τον έπαιρνε μαζί της για να αγοράσει τα ψάρια που της είχε παραγγείλει η Μάρθα. Ο Ιάσων καμάρωνε που εξαιτίας του λευκώματος ήξερε να ξεχωρίζει τα ψάρια, αν και τον στεναχωρούσε που τα μάτια τους ήταν κλεισμένα στα σπιρτόκουτα. Η Ευανθία δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να εμπιστευτεί τις γνώσεις του Ιάσονα. Κάθονταν μαζί πλάι πλάι, έβαζαν το λεύκωμα ανάμεσά τους, η Ευανθία κοίταγε τις δεξιές σελίδες με τα γκρίζα, κόκκινα και ριγέ ψάρια, και ο Ιάσονας στις αριστερές διάβαζε τα ονόματά τους, τον τρόπο που αναπαράγονταν – πράγμα για το οποίο η Ευανθία έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Ιάσων δεν καταλάβαινε γιατί – αλλά του άρεσε να της διαβάζει κοιτώντας τα γόνατά της, καθώς η φούστα της πιανόταν σε μια άκρη του βιβλίου και σηκωνόταν λίγο πάνω απ’ το γόνατο.

Αυτό το μικρό αγόρι ήταν ένας δάσκαλος γι’ αυτήν. Για τον Ιάσονα ήταν μια παρηγοριά αυτή η όμορφη κοπέλα που τον περνούσε μόλις εννιά χρόνια. Η Ευανθία είχε μακριά ξανθά μαλλιά, τα ‘πιανε κότσο όταν έκανε δουλειές, μάτια γαλανά μεγάλα και έκπληκτα πάντα, μικρό στήθος με ρώγες που ορθωνόταν πίσω από τις μπλούζες που φορούσε. Τον χτυπούσε στην πλάτη για να τον συνεφέρει από το βήχα που τον βασάνιζε, εκείνο το πνίξιμο στον λαιμό σαν κάθε στιγμή κάποιος να έχωνε τα δάχτυλά του στον φάρυγγα και να τον σκάλιζε φράζοντας με τον αντίχειρα την δίοδο της αναπνοής του. Τότε η Ευανθία πλάγιαζε πλάι του. Όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, εκείνη έπεφτε πάνω στην καρδιά του ν’ ακούσει αν χτυπά. Όταν ερχόταν ο γιατρός, η Ευανθία εξαφανιζόταν διακριτικά, αλλά όλο και πλησίαζε κοντά του, όταν μιλούσε με τη Μάρθα στην είσοδο, μήπως πιάσει καμιά κουβέντα. Αλλά άκουγε σκόρπιες κουβέντες, και έτσι δεν μπορούσε να σχηματίσει εικόνα για την κατάστασή του. Ο πατέρας είχε φωτεινό μέτωπο, η μητέρα συνοφρυωμένο. Ο πατέρας ήταν προσιτός και ευπροσήγορος. Η μητέρα υπολόγιζε τις σκέψεις της και δεν ξεστόμιζε τίποτα χωρίς να το σκεφτεί δυο φορές, όσες ακριβώς σκούπιζε την μύτη του Ιάσονα. Όλοι είχαν και ένα στόμα, μια γλώσσα που σαν το χέλι γλίστραγε και κρυβόταν μέσα στο στόμα. Μια σπηλιά και δόντια ολόγυρα.

Kώστας Ξ. Γιαννόπουλος, Ο επιζών, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Εύμαρος 2019

Πίνακας: Timothy Chapman