RSS

Monthly Archives: December 2019

Iφιγένεια Σιαφάκα, Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν, κριτική Κ. Λουκόπουλος, Περιοδικό περί ου

Κριτική Κ. Λουκόπουλος, Περί ου

 

 

Στην ποιητική κατασκευή Σκαντζόχοιρος με Παπιγιόν (Ποίηση σε πέντε πράξεις και αυλαία) της Ιφιγένειας Σιαφάκα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε έναν – σπάνιας καλαισθησίας – τόμο, από τις εκδόσεις Σμίλη, η ποιητική διάθεση διαχέεται σε πρόζα και θεατρικούς μονόλογους από τη μια, καθώς και σε αμιγή ποιήματα με υπερρεαλιστικές αιχμές, από την άλλη, τα οποία όμως ποιήματα, επιστρέφουν ορισμένες φορές μιαν εξαιρετική νατουραλιστική ένταση σε σημείο να δίνουν την αίσθηση πως είναι ξεκομμένα από το corpus του κειμένου. Η αίσθηση είναι πάντως πρόσκαιρη, διότι σε δεύτερη ανάγνωση φαίνεται να λειτουργούν εντός πλαισίου ισχυρά, σε ένα επίπεδο ασυνείδητου (που ενδεχομένως εξηγείται μέσω μιας σχεδόν εμμονικής επιθυμίας της ποιήτριας, γνωστή από προηγούμενες δουλειές της –ποιητικές ή μη–, να ασχοληθεί με γνωστικά αντικείμενα που σχετίζονται με την ψυχανάλυση). Η θεατρική δομή, ενώ δίνει την εντύπωση αυτόματης γραφής και βρίθει πληροφορίας και ατμόσφαιρας, στην ουσία λειτουργεί ως μοχλός που «καθαρίζει» την ποίηση από το μεταφυσικό της περιεχόμενο: ένα μαντρικό ισότονο, επάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι αξιόλογες ποιητικές ιδέες. Τα πρόσωπα (ο αγέννητος Ορέστης, ο Ορέστης, η Γριά και η Θέλμα) όσο και αν μοιάζουν δανεισμένα από συμβατικές θεατρικές δομές, π.χ. την αρχαία τραγωδία (και πιο συγκεκριμένα την Ηλέκτρα του Σοφοκλή), το θέατρο του Παραλόγου (έναν νεωτεριστικό, φλύαρο Ιονέσκο που αναπτύσσεται πάνω στην απουσία διαλόγων ενός μπεκετικού υπόβαθρου) ή τους σπαρακτικούς μονολόγους της Σάρα Κέιν, ενσωματώνουν στην πράξη  και παγιοποιούν τις ίδιες τις δομές, επιπλέοντας διακριτά και αυτόφωτα μέσα στον υπερρεαλιστικό κατάμαυρο ποταμό της ποιητικής ροής, ενώ ταυτίζονται ταυτόχρονα με το ποιητικό υποκείμενο· μετατρέπονται σε αφορμές να εκτεθεί ένας αγώνας αίτιου-αιτιατού δίχως νικητές και νικημένους. Κι ας μην αναφερθώ, σχεδόν, καθόλου στην αραχνοειδή υποδομή της αφήγησης, που σε αρπάζει στον ιστό της και σε καταπίνει έως και σε χωνεύει, αναλόγως των αντοχών και της ενδοτικότητας που παρουσιάζεις κατά την ανάγνωση. Δύσκολα βέβαια θα μπορούσαν να παιχθούν τέτοιοι ρόλοι σε μια θεατρική σκηνή διατηρώντας για τον θεατή-ακροατή μια υποτυπώδη αίσθηση πλοκής, παρόλα αυτά δεν παύει κάτι τέτοιο να αποτελεί μια πρόκληση. Ταυτόχρονα η ποίηση εκπορεύεται από παντού, τριζάτη, αφαιρετική (με τις εμφανείς συγγένειες που παρουσιάζει η γραφή της ποιήτριας με τις εθνικές της υπερρεαλιστικές καταβολές ενός Κακναβάτου ή ενός Παπαδίτσα, για να μην αναφερθώ σε άλλες επιρροές διακειμενικές ή μη, ο κατάλογος δεν θα είχε τέλος), μα στη βάση της λαγαρή σαν τραγούδι. Ορισμένες φορές τα μέτρα της –η μουσικότητα του κειμένου και οι λεκτικές ισορροπίες– είναι θαυμαστά. Για μένα αυτό είναι ένα σημείο εντυπωσιακό σ’ ένα έργο που μπορεί κάποιος με ευκολία να απορρίψει ως ένα ανούσιο κατασκεύασμα αυτόματης γραφής. Θα έχει χάσει τότε την ευκαιρία να αναμετρηθεί με φόρμες πειραματικές (οι οποίες όμως διατηρούν την αυστηρότητα των κανόνων τους και λειτουργούν ως τέτοιες δομημένες, σχεδόν, επιστημονικά). Εάν, και κατά πόσον, όλο αυτό λειτουργεί παρέχοντας αναγνωστική απόλαυση, είναι θέμα, φυσικά, προσωπικό, καθώς πρόκειται για ένα δύσκολο βιβλίο, που απαιτεί από τον αναγνώστη πολλαπλές αναγνώσεις, συγκέντρωση και αφαίρεση ταυτόχρονα, και μια, σχεδόν, ερευνητική  περιέργεια προς όλα του τα συστατικά· αποζημιώνει όμως με μια επίγευση καθαρής και ενορατικής –θα έλεγα– λογοτεχνίας, μέσα στα όρια των συνθηκών που θέτει χρόνια τώρα η δημιουργός ως αρχές της τέχνης της (και που –στο κάτω κάτω– τη διαχωρίζουν, μα και την καθορίζουν). Δείγμα γραφής (θαυμάστε μέτρα):

ΒΙΝΥΛΙΟ

Ρέει μελάνι από την κούπα ης σουπιάς
ο Αχέροντας πικρός ρίγη σε κάτοπτρα αειθαλή
στο ταβερνείο του μας πίνει
Η δαντική βελόνα αλυχτά για μουσική
στη βαρκαρόλα της στροφής
και για κουπί, από την κρούστα μέσα μας,
μια τρύπια φτέρνα o Κέρβερος
στο στόμα του σκεβρώνει και τη φτύνει
Γαβγίζει το λυκαυγές στην κουπαστή
κι ένας ζεϊμπέκικος κισσός
ανδρώνει ήλους μελανούς
τυφλός ο ξένος μέσα ν’ανατείλει

 

 

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν: κριτική της Δ. Δημητριάδου, Οδός Πανός, τχ 185

.

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν

Ι.

Στην κάμαρα σκοτεινιάζει. Ήχος από σαξόφωνο,κάπου μακριά. Ένας άντρας φωτίζεται απαλά από έναν προβολέα. Είναι μεσήλικας γυρτός μέσα στο μαύρο του παλτό κάθεται στην καρέκλα ενός στρωμένου τραπεζιού. Κόκκινο τραπεζομάντιλο, τρία πιάτα, δυο θέσεις αδειανές,μία καράφα με νερό, ψωμί. Ο άντρας, που ονομάζεται Ορέστης, αναδιπλώνεται σαν σαλιγκάρι απ’ το κρύο, σηκώνει τον γιακά και γέρνει το κεφάλι. Ίσως προσεύχεται ή εξευμενίζει οπτασίες. Ήχος μουσικής σταδιακά κυκλώνει τη σκηνή. Προστίθεται κι ένα βιολί. Η πόρτα που βρίσκεται στην πλάτη του ανοίγει. Αργά. Μία γριά γυναίκα, που θα την αποκαλούμε γριά και μόνον, φορώντας λευκό χιτώνα, ξεθωριασμένη απ’ τους αιώνες, τον κοιτάζει. Στο πρόσωπό της η συγκίνηση ευδιάκριτη. Σέρνεται προς το μοναδικό παράθυρο που διαθέτει το δωμάτιο για να βρεθεί στη δεξιά πλευρά του άντρα. Αυτός δεν έχει αντιληφθεί την παρουσία της ακόμη. «Η λίμνη! Η λίμνη και η στάχτη!» φωνάζει η γριά, κι ανοίγει το παράθυρο. Φέρνει σ’ έκταση τρυφερή τα χέρια, για ν’ αγκαλιάσει την ομίχλη που ορμάει στο δωμάτιο, ψελλίζει σαν να κρατάει τον ρυθμό με κομποσκοίνι: «Φως σπόρων ώριμου ροδιού στην κάμαρα αργοκυλάει,ξαπλώνεται στο πάτωμα από ξύλο» Στρέφεται γύρω απ’τον εαυτό της, λες κι άλλοτε προσπαθεί να θυμηθεί, άλλοτε να δαμάσει μιαν ανάμνηση: «Σ’ ένα κρεβάτι σφάγια εραστών γλυκοφιλούν τα νέα της ημέρας. Η λίμνη παφλάζει το κύμα και τ’ αστεία τους στους τοίχους, στο τραπέζι, στο ρολόι. Ο λεπτοδείκτης μετράει τις στιγμές, μετά τις απουσίες. Ένα βιολί σπαράζει συγχορδίες στις κουρτίνες κι έγκυος άνεμος γοργά φουσκώνει την κοιλιά τους. Αχ,μανούλα μου, η λίμνη και ο άνεμος! Toύτος ο αέρας είναι πελιδνός κι αρσενικός… δες πόσα αρώματα από άνοιξη εκσπερματώνει στην ομίχλη!» Ομίχλη και ήχος από πιάνο τυλίγουνε το σπίτι. Κάθεται σ’ ένα βελούδινο κόκκινο σκαμπό μπροστά απ’ το παράθυρο. Λευκές τούλινες κουρτίνες αιωρούνται από έναν αέρα ξαφνικό. Νιφάδες στάχτης στο δωμάτιο. Ένα εκτυφλωτικό φως αναδεικνύει το τεράστιο ρολόι τοίχου που βρίσκεται δίπλα απ’ το παράθυρο. Είναι λευκό και στρογγυλό. Για δείχτες έχει οστά στο χρώμα της σκουριάς. Η αριστερή πόρτα, απέναντι απ’ τον άντρα, φωτίζεται, ανοίγει. Έρχεται μία γυναίκα που τη λένε Θέλμα. Φωτίζεται από το ίδιο διάφανο μπλε φως. Φοράει ένα ψάθινο καπέλο κι ένα λευκό ταγιέρ. Δεν είναι μεγάλη σε ηλικία, μόνο πρόωρα μάλλον γερασμένη. Στο ένα χέρι κρατάει μία τσάντα ψάθινη μ’ ένα κοκάλινο χερούλι και στο άλλο ένα λουλούδι. Δεν μας ενδιαφέρει τι λουλούδι. Ένα λουλούδι. Ήχος από σαξόφωνο, βιολί. Βαδίζει προς τον άντρα και μιλάει.

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν, Ποίηση σε πέντε πράξεις με αυλαία, απόσπασμα από την Πρώτη Πράξη, Εκδόσεις Σμίλη 2019.

Πίνακας:Juan Martinez

.

 

 

 

Nιόβη Ιωάννου, Με τρόμο

Μέσα στα κόκκινα σπουργίτια
διψούσε
η φωνή της
δυο αγκάθια ουρανός
καρφωμένα στον φάρυγγα
από τα μάτια
το σκοινί
ερχόταν με τρόμο
δάγκωνε ο αέρας
τη μαύρη γριά
που γελούσε
ο τρελός
κερνούσε κρασί απ’ τις χούφτες του
κι η μουσική έσερνε
ένα πεθαμένο ποντίκι
σ’ εκείνο το δέντρο
που δεν είχε σκιά
κάποιος επέμενε
να ξεχνά
την καρέκλα του

Nιόβη Ιωάννου, Με τρόμο, από την ποιητική συλλογή Εις άτοπον, Μανδραγόρας 2017

Πίνακας: Vania Comoretti

.

 

Αθηνά Τιτάκη, Αρχαία τραγωδία

.

Στην κούρνια επικρατεί συνωστισμός, φτερά και νύχια, μια φαντασία πως ξημερώνει. Ένα τίναγμα του κεφαλιού και πάλι μέσα. Όχι ακόμα, ας κοιμηθούμε. Έτσι κι αλλιώς θα μας ξυπνήσει το σκουλήκι. Στην τρύπα του κρύβεται η πείνα μας, ίδια με της κυράς που θα τροχίσει το μαχαίρι.
Ας περιμένουμε λοιπόν, κλειστά τα μάτια. Αργά ή γρήγορα θα έρθει κι η σειρά μας. Τιμητικά θα πουν πως χύλωσε η σούπα, κι ό,τι πληρώσαμε με σάρκα θα χαθεί, σ’ ένα νερό που μας διδάξαν αγιασμένο. Εμάς, που δεν μας χάιδεψε κανείς όπως τους σκύλους, όπως τη γάτα.
Θα ’ναι που η απαλότητα τσιμπά σαν μια δοκιμασία, γι’ αυτό την αποφεύγουνε οι άπληστοι. Ρουφούν, απολαμβάνουνε, σκοτώνουν. Κι αυτό δεν έχει τέλος –πέρα από κάθε επινόηση.

Ακόμα κι αν αναρωτηθείς
Πόση Απειλή βαστούν οι πετεινοί νωρίς πρωί όταν κρώζουν.

Αθηνά Τιτάκη, Αρχαία τραγωδία από τη συλλογή Ενενήντα εννιά σφυγμοί κι ένας κορέκτορας, Εκδόσεις Μανδραγόρας 2019

Πίνακας:Daria Petrilli

.

 

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

.

Έννοια σου λέω, λέω εγώ, εσύ θα πεθάνεις από πλήξη στον Παράδεισο, όπου δεν θα μπορείς να χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές του πλησίον σου, μόνο κοίτα μη σε πιάσω ποτέ επ’ αυτοφώρω, λέω, κάνω τα στραβά μάτια για χάρη της γιαγιάς σου, όμως φυλάξου μη σε κάνω τσακωτή και μέσα στο σπίτι μου, στο σπίτι όπου ζει η μάνα μου. Και τα κωλόπαιδα με το λιγδωμένο μαλλί που περνιούνται για βαρβάτοι τσαμπουκάδες, θα τους διδάξω εγώ τι εστί τσαμπουκάς, λέω εγώ, και σ’ εκείνους και σ’ εσένα. Και θα σου τον κρεμάσω εγώ από την κόκκινη γραβάτα του, αν του περνά ιδέα πως μπορεί να βολτάρει στα δάση παρέα με την ανιψιά τη δική μου. Με τον ήλιο να με στραβώνει και το αίμα να χτυπάει έτσι, έλεγα, πάει, το κεφάλι μου θ’ ανοίξει στα δύο και μακάρι, για να ξεμπερδεύουμε, με τα βάτα και όλα τα κέρατα να γραπώνονται απάνω μου, τελικά φτάνω στο αμμουδερό χαντάκι, εκεί που είχανε σταματήσεις και θυμήθηκα το δέντρο όπου βρισκόταν το αυτοκίνητο, και μόλις βγαίνω από το χαντάκι και ξεκινάω τρεχάλα, ακούω το αμάξι να μαρσάρει. Είχαν πατήσει γκάζι και κορνάριζαν, και δώσ’ του κορνάρισμα, σαν να μου ’λεγαν να, ρε, να, να, να, να, νάαααααα!

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ. 258-259, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002 Artwork: George Braque

 

Γιώργος Ρούσκας, Πλημμυρίδα

.

πλημμυρίδα χρωμάτων στη σιωπή
πολύχρωμα δρώμενα εναλλαγές
αστέρια γαλαξίες
ταξίδια στη νυχτερινή καταχνιά
σ’ ηλεκτροφωτισμένες πολιτείες
ενέργειες αισθήσεων συμπαντικές
μίξεις φωταύγειες
μνήμες φωτοσύνθεση εμπειρίες
αυξομειούμενες εντάσεις φωτός
τυχηματικές μεταβάσεις στο παρελθόν
με γεύσεις καλοκαιρινές
και μυρωδιές διάχυτες ησυχίας

ονειρική αρμονία εν χορώ
χωρίς εισιτήριο
μόλις τα μάτια κλειστά για ένα λεπτό

Γιώργος Ρούσκας, από τη συλλογή Ως άλλος Τάλως, εκδόσεις Κοράλλι 2019

Αrtwork: Kristin Vestgard

 

Σταύρος Ζαφειρίου, De nova insula Utopia

.

Ὅμως κι ὁ Τόμας Μὼρ ταξίδευε μὲ τραῖνο.
Χιμαιρικὰ ταξίδια ἀναψυχῆς
ἀπ’ τὰ παράλια μέχρι τὴν ἐνδοχώρα.
Μὲς στὴ δερμάτινη βαλίτσα του μὲ τάξη
ὅλες του οἱ αὐταπάτες διπλωμένες·
πιὸ κάτω τὰ κοστούμια του
κι ἕνα ζευγάρι μαλακὰ παπούτσια περιπάτου.

Σκύβοντας στὸ παράθυρο μποροῦσε
νὰ δεῖ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ τόπου ποὺ δὲν ἦταν·
τοῦ τόπου ποὺ σὲ σχῆμα φεγγαριοῦ μισοῦ
μόνο ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ τραίνου σου τὸν βλέπεις.

Ἔφτανε στὸν σταθμὸ πρὶν σκοτεινιάσει
–κανεὶς δὲν ἤτανε νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ–
μὲ πάντα κάτι ξεχασμένο στὸ κουπέ του:
γάντια, καρφίτσες, ὥρα ἐπιστροφῆς,
καμιὰ φορὰ τὴ μαύρη του κλωστή,
ποὺ εἶχε γιὰ νὰ ράβει τὸν λαιμό του.

Ὥσπου μιὰ μέρα ὁ συρμὸς ξέφυγε ἀπὸ τὶς ράγες·
κύλησαν οἱ τροχοί του στὰ χωράφια,
κύλησαν καὶ συνέχισαν σὰν μακριὰ σκιὰ
μιὰ διαδρομὴ πλάι στὴ διαδρομή τους·
ἀπ’ τὰ παράλια μέχρι τὴν ἐνδοχώρα
χωρὶς νὰ σταματᾶνε πουθενά.

Σκύβοντας στὸ παράθυρο ὁ λόρδος Τόμας Μώρ
(Πρόεδρος τῆς Βουλῆς, Σφραγιδοφύλακας
καὶ Ὑπουργὸς τῶν Θησαυρῶν τοῦ Βασιλείου),
μὲ τὸ κομμένο του κεφάλι στὸν ἀέρα,
μὲ βλέμμα σὰν ὀθόνη ἀπὸ γυαλί,
κοίταζε ὅλα τὰ θαύματα τοῦ νέου ταξιδιοῦ,
ὅλα τὰ πλάσματα τῆς χώρας ποὺ δὲν ἦταν
οὔτε ἀντανάκλαση οὔτε μάταιη δωρεά.

Δὲν τὸν συνάντησα ποτὲ
ἂν καὶ ἤμουν ἐλεγκτὴς στὸ ἴδιο τραῖνο.
Ὁ χρόνος βλέπετε· μὲ μπέρδευε ὁ χρόνος
ποὺ ὁλοένα ξέφευγε ἀπ’ τὶς ράγες,
ἀκολουθώντας τὴ φορὰ τῆς ἁμαξοστοιχίας,
τρέχοντας πίσω ἀπ’ τῆς φενάκης του τὴ σκιά.
Καὶ πῶς νὰ φτάσεις μιὰ σκιὰ
γιὰ ν’ ἀκυρώσεις τὸ εἰσιτήριό της.

Σταύρος Ζαφειρίου,  De nova insula Utopia, από την ποιητική συλλογή Χωρικά,  Εκδόσεις Νεφέλη, 2007

Πίνακας: Alex Colville

 

Nιόβη Ιωάννου, Για να σωθούμε

.

για να σωθούμε
κρυβόμαστε κάτω απ’ το μεγάλο τραπέζι
ο ορίζοντας πλεγμένος με ψιλό βελονάκι
επαναλάμβανε την ίδια εκρού ανεμώνη ξανά και ξανά
ώσπου κατέληγε στο πάτωμα
μέσα από μια οπτική σφαιρικής εχεμύθειας
να σέρνεται πάνω σε καλογυαλισμένα παπούτσια
–ήτανε σίγουρο πως ποτέ δε θα ’φταναν στο χείλος του γκρεμού–
η Μαρία δεν ήθελε να σωθεί
βάδιζε κάθε μέρα ξυπόλυτη ως εκεί που τελείωνε το δωμάτιο
ύστερα πάλι πίσω
στο ενδιάμεσο σταματούσε να χαϊδέψει τον σκύλο
ή μάλλον το ήρεμο πουλί που κρατούσε στα δόντια του
όποτε είχε κέφια γονάτιζε στα τέσσερα και γαύγιζε μαζί του
κάθε μέρα η ίδια διαδρομή
ούτε την έβλεπε κανείς
εμείς μετρούσαμε τις εκρού ανεμώνες
που σκαρφάλωναν με τη βία στις ανάσες μας

Nιόβη Ιωάννου, Για να σωθούμε από την ποιητική συλλογή Εις άτοπον, Μανδραγόρας 2017

Artwork: Isabelle Cochereau

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Συνέντευξη στην εκπομπή “Μέσα από σένα”

SWR

Symban World Radio

Εκπομπή Μέσα από σένα με τον Δημήτρη Βαρβαρήγο και τη Νιόβη Ιωάννου

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Πατήστε εδώ για να ακούσετε