Ναι, θα επιστρέψω στο σκοτάδι όπως κι εσύ.
Όμως ως τότε θέλω να γευτώ τα χρώματα
Που βγαίνουν από τ’ άνθη
Όταν το σώμα σφίγγεται για να μη σπάσει.
Θέλω ν’ ανοίξω τα φυλλώματα
Και να ριχτώ στη θάλασσα του στήθους σου
Γλείφοντας και ρουφώντας.
Θέλω να γίνω το κουκούτσι σου
Να τυλιχτείς σαν αύρα γύρω απ’ τη ζωή μου
Να λύσεις τα φιλιά τα κλειδωμένα
Και θέλω να με πάρεις στη μεγάλη προκυμαία.
Θέλω να βγω απ’ τον κλοιό σου
Για να ξανάρθω πέτρινος στην τρυφερή πληγή σου.
Να κλέψω τα λειψά σου όνειρα
Ν’ ακούσω την ορμή σου
Λίγο πριν σκοτεινιάσει
Πριν κλείσει η πόρτα
Και ψιθυρίσω μέσα στο χώμα καληνύχτα.
Αλέξανδρος Ίσαρης, Θα επιστρέψω φωτεινός, Άγρα 2000
Άναψες σφιχτά το στήθος μου
Ένα ραδιόφωνο
Πάνω στους αριθμούς
Μου μίλησες με μια βελόνα
Για ταξίδια
Χθες βράδυ
Το σπίτι γέμισε φύκια
Βάρκες μικρές
Και μετεωρολογικά δελτία
Θέμης Λιβεριάδης, Χθες βράδυ από τη συλλογή Η ελευθερία πλαγιάζει σε μαύρο γραφείο, Εκδόσεις Αρμός 2009
«Αχ, ο έρωτας… Το σώμα, ο έρωτας, ο θάνατος, και τα τρία αυτά δεν είναι παρά ένα. Γιατί το σώμα είναι αρρώστια και ηδονή, και αυτό φέρνει το θάνατο, ναι, και τα δύο είναι σαρκικά, και ο έρωτας και ο θάνατος, να, αυτή είναι η φρίκη και η μεγάλη τους μαγεία. Μα ο θάνατος, καταλαβαίνεις, είναι από τη μια κάτι κακόφημο, αναίσχυντο, που σε κάνει να κοκκινίζεις από ντροπή, κι από την άλλη είναι μια δύναμη τόσο πανηγυρική, τόσο μεγαλειώδης – πολύ ανώτερος από τη ζωή που γελαστή βγάζει χρήμα και γεμίζει την κοιλιά της, πολύ πιο σεβάσμιος από την πρόοδο που φλυαρεί ασταμάτητα –, γιατί αυτός είναι η Ιστορία και η ευγένεια και η ευσέβεια και το αιώνιο και το ιερό, που μας κάνει να αποκαλυπτόμαστε και να βαδίζουμε ακροποδητί… Άρα ωσαύτως και το σώμα και ο έρωτας για το σώμα είναι μια υπόθεση ανήθικη και απεχθής, και το σώμα επιφανειακό κοκκινίζει και χλομιάζει από φρίκη και ντροπή για τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι, όμως, επίσης δόξα λαμπρή και αξιολάτρευτη, θαυμαστή εικόνα της οργανικής ζωής, ιερό θαύμα του σχήματος και του κάλλους, και ο έρωτας γι’ αυτό, για το ανθρώπινο σώμα, είναι ο ίδιος μια ανθρωπιστική ευχαρίστηση και δύναμη παιδευτική περισσότερο από ολόκληρη την παιδαγωγική του κόσμου…
Ω, γοητευτική οργανική ομορφιά, που δεν είσαι φτιαγμένη από λαδομπογιά ούτε από πέτρα αλλά από ύλη ζωντανή και φθαρτή, γεμάτη από το πυρετώδες μυστήριο της ζωής και της σήψης! Κοίταξε τη θαυμαστή συμμετρία του ανθρώπινου οικοδομήματος, τους ώμους και τους γοφούς και τις ρώγες των μαστών που ανθίζουν πάνω στο στήθος, και τα πλευρά τακτοποιημένα σε ζεύγη, και τον ομφαλό στο κέντρο της μαλθακής κοιλιάς και το φύλο κρυμμένο ανάμεσα στους μηρούς! Kοίταξε τις ωμοπλάτες που κινούνται κάτω από τη μεταξένια επιδερμίδα της πλάτης και τη ραχοκοκαλιά που κατηφορίζει προς τη διπλή και δροσερή πληθωρικότητα των γλουτών και τα μεγάλα κλαδιά των αγγείων και των νεύρων που περνούν από τον κορμό στα χέρια από τις μασχάλες και την κατασκευή των βραχιόνων, που αντιστοιχεί σε αυτήν των ποδιών. Ω, οι απαλές περιοχές του εσωτερικού των κλειδώσεων του αγκώνα και του γονάτου, με την πλούσια οργανική τους λεπτότητα κάτω από τα μαξιλάρια της σάρκας! Τι απόλαυση ανείπωτη να τα χαϊδεύεις, αυτά τα γλυκά μέρη του ανθρώπινου σώματος! Tι απόλαυση να πεθαίνεις μετά χωρίς παράπονα και θρήνους! Ναι, Θεέ μου, άφησέ με να νιώσω την οσμή της επιδερμίδας στην επιγονατίδα σου, κάτω από την οποία εκκρίνει το λιπαρό τον έλαιο ο μεγαλοφυής αρθρικός θύλακας! Άφησέ με ν’ αγγίξω ευλαβικά με το στόμα την αρτηρία που σφύζει στο μπροστινό μέρος του μηρού σου και που χωρίζεται πιο χαμηλά στις δυο αρτηρίες της κνήμης! Άσε με να αισθανθώ την εκπνοή από τους πόρους του δέρματός σου, να ψηλαφίσω το χνούδι του, εικόνα ανθρώπινη από νερό και λεύκωμα, προορισμένη για την ανατομία του τάφου, και άσε με να χαθώ με τα χείλη μου κολλημένα στα δικά σου.»
Τελειώνοντας δεν άνοιξε τα μάτια• έμεινε όπως ήταν, με το κεφάλι γερμένο στο σβέρκο, τα χέρια με το ασημένιο μολυβάκι απλωμένα μπρος, παραπαίοντας πάνω στα τρεμάμενα γόνατά του.
«Είσαι τελικά ένας ερωτιάρης που ξέρει να ικετεύει με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο, πολύ γερμανικό.»
Kαι φόρεσε το χάρτινο καπέλο της.
«Αντίο, πρίγκιπά μου του καρναβαλιού! Προβλέπω ότι απόψε θα ψηθείτε στον πυρετό.»
Λέγοντας αυτά, γλίστρησε από την καρέκλα, γλίστρησε πάνω στο χαλί μέχρι την πόρτα, κοντοστάθηκε εκεί μισοστραμμένη πίσω, με σηκωμένο το ένα γυμνό της μπράτσο, κρατώντας με το ένα χέρι το πόμολο. Πάνω από τους ώμους είπε σιγανά:
«Μην ξεχάσετε να μου επιστρέψετε το μολύβι μου.»
Kαι βγήκε από το δωμάτιο
Thomas Mann, Το μαγικό βουνό, μτφρ.: Αλέξανδρος Πανούσης (για το γαλλικό κείμενο του πρωτοτύπου, που παρατίθεται εδώ) σελ. 585-587, 1ος τόμος, και μτφρ.: Θόδωρος Παρασκευόπουλος για το γερμανικό κείμενο της έκδοσης, Εξάντας 1995.
Ή ήρωας ή βούρκος, μέσος όρος δεν υπήρχε. Αυτό ήταν που με κατάστρεψε, γιατί στο βούρκο παρηγοριόμουν με το να ονειρεύομαι τον εαυτό μου ήρωα σ’ άλλες στιγμές κι ο ήρωας σκέπαζε όλο το βούρκο. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος, σκεφτόμουνα, ντρέπεται να βουτηχτεί στο βούρκο, μα ο ήρωας είναι πολύ ψηλός για να λασπωθεί ολόκληρος, επομένως μπορεί κανείς να μπαίνει στο βούρκο. Είναι αξιοσημείωτο πως αυτές οι πλημμύρες κάθε ωραίου και υψηλού μ’ έβρισκαν και την ώρα της μικροπαρεκτροπής και κυρίως τη στιγμή που βρισκόμουν στο βυθό, μ’ έβρισκαν τμηματικά σε χωριστές μικρές αναλαμπές σα να ’θελαν να μου θυμίσουν τον εαυτό τους, δεν εξαφάνιζαν όμως την μικροπαρεκτροπή με την εμφάνισή τους. Απεναντίας, σα να την ενθάρρυναν με την αντίθεση και μ’ έβρισκαν ακριβώς σε τόσο βάθος όσος έφτανε για μια καλή σάλτσα. Η σάλτσα εδώ αποτελείτο από την αντίθεση και τη δοκιμασία, τη βασανιστική αυτή εσωτερική ανάλυση, κι όλα αυτά τα μαρτύρια, μικρά και μεγάλα, έδιναν κάποιο γούστο, σχεδόν σκοπό, στην μικροπαρεκτροπή μου, μ’ άλλα λόγια, εκτελούσαν στην εντέλεια την υπηρεσία της καλής σάλτσας. Όλ’ αυτά, μάλιστα, ήταν όχι δίχως κάποιο βάθος. Μα και θα μπορούσα τάχα να δεχτώ μια απλή, άθλια, άμεση γραφειάδικη μικροπαρεκτροπή και να φορτωθώ όλη κείνη τη λάσπη; Τι θα μπορούσα τάχα τότε να με προσελκύσει και να με τραβήξει νύχτα στο δρόμο; Α, όχι, εγώ έχω ευγενικιά αντίληψη για όλα…
Μα πόση αγάπη, Θεέ μου, πόση αγάπη δοκίμαζα σ’ αυτά τα όνειρά μου, σ’ αυτά τα ταξίδια μέσα στο κάθε «ωραίο και υψηλό». Κι ας ήταν αγάπη φανταστική που σε τίποτε ανθρώπινο στην πραγματικότητα δεν προσαρμοζόταν, ήταν όμως τόσο πολλή, που ύστερα στην πραγματικότητα μήτε καν αισθανόμουν την ανάγκη να την προσαρμόσω κάπου – αυτό πια θα ’ταν μια περιττή πολυτέλεια. Όλα, άλλωστε, ωραιότατα τέλειωναν με την οκνηρή και απολαυστική μεταπήδηση στην τέχνη, δηλαδή στις ομορφότερες φόρμες της ζωής, εντελώς έτοιμες, κατακλεμμένες απ’ τους ποιητές και τους μυθιστοριογράφους και προσαρμοσμένες σε κάθε λογής παραποιήσεις κι απαιτήσεις. Εγώ, π.χ., θριαμβεύω πάνω σ’ όλους. Όλοι, εννοείται, πέφτουν μπρούμυτα κι αναγκάζονται θεληματικά ν’ αναγνωρίσουν όλες τις τελειότητές μου, κι εγώ πάλι τους συγχωρώ. Ερωτεύομαι καθώς είμαι ένας διάσημος ποιητής και βαθμούχος. Παίρνω αμέτρητα εκατομμύρια κι αμέσως τα θυσιάζω για τους ανθρώπους και ταυτόχρονα ξομολογιέμαι μπροστά σ’ όλον τον κόσμο τα αίσχη μου, που, εννοείται, δεν είναι απλώς αίσχη, μα περικλείουν πάρα πολύ από κάθε «ωραίο και υψηλό», κάτι το Μαμφρεδικό. Όλοι κλαίνε και με φιλούν, (αλλιώς τι είδους βλάκες θα ’ταν;) κι εγώ προχωρώ ξυπόλητος και πεινασμένος να διδάξω τις νέες ιδέες (…)
Εν δύο, εν δυο, βαδίζω πάνω στη λέξη διάρκεια. Η διάρ-
κεια είναι κάτι άλλο από τη λέξη διάρκεια. Η διάρκεια
είναι ιλιγγιώδης. Σαν το μηδέν ιλιγγιώδης. Τόνος του μη-
δενός και ρυθμός. Η διάρκεια διαρκώς πεινάει. Τρώει τα
κόκκαλα του χρόνου. Κρατάει όλο το αλφάβητο στην κοι-
λιά της. Ακόμα κι ο θάνατος τη φοβάται. Tα βιβλία κατά-
τροπώνουν τον θάνατο, έχει γράψει ο Τ.S.Ε. Τα βιβλία
τρώνε τα κόκαλα του χρόνου. (Για να πούμε του στραβού
το δίκιο, η αθανασία δεν πρέπει να ’ναι υπόθεση για λί-
γους• πάντα υπάρχει κάτι – μια πράξη, μια συμπεριφορά,
ένα σχέδιο – που αξίζει να περισωθεί, ν’ αθανατιστεί• ίσως
αυτό ακριβώς που δεν έχει πρόθεση να θαυμαστεί. Ενώ η
φράση, Το βασικό κίνητρο του καλλιτέχνη είναι η σταθερή
επιθυμία της διάρκειας, ποδηλατεί προς βέβαιη λακκούβα).
Άλλα ας μην πω για το κενό.
Το μηδέν κατοικεί σε φωλιά – πτηνά καλλικέλαδα
οι τόσες διάρκειες, οι μικρές οι μεγάλες.
.
ο κόσμος μας δεν υπάρχει
ούτε εμείς είμαστε άνθρωποι
ψάρια είμαστε
οργώνουμε ένα κομμάτι γαλάζιο
ο ουρανός μάς ταΐζει ακρωτηριασμένα πόδια
βιάζεται να μεγαλώσει
η πολιτεία ορθοπόδησε
κοκκίνισε επαίνους
σύντομα όμως θα μας ζητήσουν
τα πόδια πίσω
και η πολιτεία θα πέσει
σαν αδούλευτη αστραπή
πάνω στα γραφούμενά μας
η ποίηση θα συρθεί
σαν φίδι που δεν του δόθηκε
η δέουσα προσοχή
και τότε θα βγάλει χέρια
και τα χέρια όταν θέλουν
χτυπάνε στην καρδιά
Πελαγία Φυτοπούλου, Ε, από τη συλλογή Κούκος, Θράκα 2016
Ας κάνουμε το παν να ξεμπερδέψουμε
εγκαίρως όλες τις κλωστές
τις σκευωρίες του χαμένου χρόνου
να ξεπλύνουμε καλά καλά
το παρόν από τα σκουπίδια της σκέψης
έξω φυσάει δυνατά Οδύσσεια
κι έχουμε πιει τόσο πολύ
κι έχουμε πει τόσα πολλά για τον άνεμο
που φέρνει έλεος και στοργή
παντού μέσα στα ερείπια αυτού του κόσμου
ίσως τώρα να μας πάρει μαζί του
χωρίς επιστροφή χωρίς αστέρια
μόνο όχι άλλο εδώ
μόνο όχι άλλο εδώ
Γιώργος Βέης, Υπέρ των αποδήμων από τη συλλογή Μετάξι στον κήπο, Εκδόσεις ύψιλον, 2010
να σηκώνεται κάποτε, να κάθεται στην πάνινη πολυθρόνα. που την περιβάλλει και την καλοδέχεται, παρότι άψυχη με ξύλινα, αγκυλωμένα χεράκια. – πώς, γυμνή από μέσα, με μία ελαφριά καμιζόλα του ιδρύματος, ενώ το στήθος έχει αποδεκτεί την κατιούσα κατεύθυνση του, δεν αποδέχεται εσώρουχα και σανδάλια. – πώς, τα παραμορφωμένα δάκτυλα, στα ακόμη καλλίγραμμα πόδια, αγγίζουν την δρόσο του ραγισμένου δαπέδου, σαν να ακροπατούν πάνω σε ευχάριστο κρύσταλλο. – πως, είναι μεγάλο, κοπιαστικό το ταξείδι απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο, και, από μία γνωριμία στην ύστερη. να λέει.
να αναβάλλει διαδρομές συγχρωτισμών. – πώς, καθιστή, με διπλωμένα τα χέρια, σαν να εναγκαλίζεται τον εαυτό της, κινείται εμπρός πίσω, λες και είναι ο χονδρός βραχίονας ενός προσωπικού εκκρεμούς, εμπρός πίσω, κρούοντας τις ώρες άχρονες, άφωνες. – πώς, είναι που γυρνάει στα νηπιακά της χρόνια και, γλυκά νανουρίζεται με το λίκνισμα, αποφαίνεται ο θεραπευτής. να λέει. και ο τοίχος να ακούει. (απόσπασμα)