RSS

Daily Archives: 19/11/2015

Tόμας Μαν, Ο θάνατος στη Βενετία

.

Έτσι γλιστρούσε και λικνιζόταν, λοιπόν, με τη γόνδολα, ξαπλωμένος σε μαλακά μαύρα μαξιλάρια, ακολουθώντας την άλλη μαύρη, μυτερή βάρκα, που το πάθος του τον έδενε πάνω στα ίχνη της. Στιγμές στιγμές την έχανε: τότε ένιωθε γιομάτος έγνοια και ανησυχία. Μα ο οδηγός του, σαν να ήταν καλά εξασκημένος σε τέτοιες δουλειές, μπορούσε πάντα μ’ επιδέξιες μανούβρες, με γρήγορα λοξά πλευσίματα και συντομεύσεις να φέρνει μπροστά του το ποθούμενο. Ο αέρας ήταν ήρεμος κι ευωδιαστός, ο ήλιος έκαιγε βαριά μέσα από την αχλή που έδινε ένα χρώμα σχιστόλιθου στον ουρανό. Το φώναγμα του γονδολιέρη, μισοαποτροπή, μισοχαιρετισμός, προκαλούσε με μια παράξενη σύμβαση μια απάντηση από μακριά, μέσα από τη σιωπή του λαβύρινθου. Από μικρούς, ψηλά βρισκόμενους κήπους κρέμονταν αρμαθοί λουλουδιών, λευκοί και πορφυροί, που μύριζαν σαν αμύγδαλα πάνω από σαθρά μουχλιασμένα ντουβάρια. Τα αραβουργήματα στις κορνίζες των παραθύρων αντανακλούνταν στο θολό νερό. Τα μαρμάρινα σκαλοπάτια μιας εκκλησίας κατέβαιναν μες στη φουσκονεριά• ένας ζητιάνος καθισμένος ανακούρκουδα στα σκαλοπάτια αυτά, διεκτραγωδώντας τη δυστυχία του άπλωνε το καπέλο του κι έδειχνε το άσπρο των ματιών του, σαν να ήταν τυφλός• ένας έμπορος αρχαιοτήτων, μπροστά στο άντρο του, καλούσε τον περαστικό από κει με δουλοπρεπείς χειρονομίες να σταματήσει με την ελπίδα να τον εξαπατήσει.

 

Berengo Gardin 5_b

.

Αυτό ήταν η Βενετία, η γαλίφα και ύποπτη καλλονή – αυτή η πόλη, η μισοπαραμύθι, μισοπαγίδα για τον ξένο, που στον μουχλιασμένο αέρα της η τέχνη φούντωσε ακόλαστα, έναν άλλον καιρό, και που έδωσε τους μουσικούς λικνιστικούς και ερωτικά αποκοιμιστικούς τόνους. Στο ριγμένο στην περιπέτεια φαινόταν σάμπως το μάτι του να έπινε από την ίδια αφθονία, σάμπως το αυτί του να ζητούσε να συλλάβει γύρω του κάτι από τις μελωδίες• θυμόταν, επίσης, πως η πόλη ήταν άρρωστη και πως το έκρυβε, από την απληστία της για κέρδος, και παρακολουθούσε με το πιο αχαλίνωτο πάθος τη γόνδολα που λικνιζόταν σε κάποια απόσταση μπροστά του. Έτσι, λοιπόν, ο περιπεπλεγμένος αυτός άνθρωπος δεν ήξερε και δεν ήθελε τίποτε άλλο πια, παρά να παίρνει αδιάκοπα από πίσω το αντικείμενο που τον φλόγιζε, να το ονειρεύεται όταν έλειπε και, όπως οι ερωτευμένοι, να δίνει τρυφερά ονόματα στη σκιώδη εικόνα του. Η μοναξιά, το ξένο μέρος και η ευτυχία μιας όψιμης και βαθιάς μέθης τον ενθάρρυναν και τον έπειθαν να επιτρέπει, άφοβα και δίχως κοκκίνισμα, στον εαυτό του να κάνει και την πιο μεγάλη αποκοτιά, όπως έγινε αργά, ένα βράδυ που γυρίζοντας από τη Βενετία σταμάτησε στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου, μπροστά στην πόρτα του δωματίου του ωραίου αγοριού και ακουμπώντας το μέτωπο, μες στην ολοκληρωτική μέθη του, στο ρεζέ της πόρτας, επί πολλή ώρα δεν έβρισκε τη δύναμη να ξεκολλήσει από κει, με κίνδυνο να τον πιάσουν ξαφνικά σε μια τόσο τρελή κι ανάρμοστη στάση.

Tόμας Μαν, Ο θάνατος στη Βενετία, σελ. 84-86, μτφρ.: Άρης Δικταίος, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1993

Photo: Berengo Gardin

.

.