RSS

Ιφιγένεια Σιαφάκα, κριτική: Γιώργος Παναγιωτίδης, Κύμα Άλμα (περιοδικό Πόρφυρας)

10 Nov

Ο Γιώργος Παναγιωτίδης, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς και από προηγούμενη δουλειά του, αρέσκεται να παίζει στους τίτλους, και μάλιστα με άκρως επιτυχή τρόπο, με τις λέξεις, τη θέση και την ασυνείδητη δύναμη και λειτουργία τους. Στην τελευταία συλλογή του Κύμα Άλμα (Γαβριηλίδης 2014) μάς καλεί σε μία πολλαπλή τοπολογικά ανάγνωση (βουστροφηδόν, καθρεφτική, διαγώνια και πάντα κυκλική), που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η συλλογή ασχολείται μ’ έναν τετελεσμένο και καταστροφικό κύκλο πραγμάτων. Η λέξη alma επίσης, στα Ισπανικά, σημαίνει ψυχή. Και ιδού το ομώνυμο ποίημα της συλλογής και τα κλειδιά του:

Πλέχει στον κόσμο η ψυχή μου/ όρτσα πρίμα η απαντοχή μου/ δέκα φουρτούνες και μία κάλμα/ πλέχει πανί κουρέλι/ πάει ένα κύμα ένα άλμα/ κι ούτε κάβους ούτε καβοδέτες θέλει/ μόνο ελεύθερη να πλέχει/για την αγάπη του απέραντου/ μ’ όψη παιδιού αμάραντου.

Το ρήμα πλέχει με τις διαγώνιες παραμέτρους του χ επαληθεύει τη χιαστί ανάγνωση του τίτλου, η λέξη ψυχή (alma) είναι παρούσα και μάλιστα συνομιλεί με το χ στο ρήμα που προηγείται (πλέχει/ψυχή), το πανί κουρέλι σηματοδοτεί μιαν απώλεια, και του παιδιού αμάραντου, όχι μόνον μας επιστρέφει στην νοσταλγία μίας εποχής όπου ο ευνουχισμός και η έλλειψη ήταν ανύπαρκτα αλλά επιπλέον, στη λέξη amaraντου, ακούγονται οι ήχοι: am (ψυχή στα γαλλικά), αma (λατινική ρίζα του αmo, αγαπώ) –ο Παναγιωτίδης αναφέρεται στην αγάπη– αλλά και η λέξη ara (κατάρα).

Η συλλογή στο σύνολό της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η ανατομία του ελληνικού μύθου και της διάψευσής του– τσακισμένα κουφάρια ταξιδεύουν στο φως (Θριαμβευτικό) – ∙ η ανατομία επίσης του νόστου της παιδικής ηλικίας, διά μέσου ενός μνημονικού άλματος στην εποχή αυτή –Το πλήθος παρακαλά να πέσω /μες στο θέρος των χρόνων (Μονομάχος), προκειμένου να ισορροπηθεί η απώλεια και να βρεθεί ένα καταφύγιο παραμυθίας για έναν ματαιωμένο πλέον ενήλικα –για να επιστρέφεις στο παιδί που ήσουν / έρχομαι και σε βρίσκω/ κάθε φορά που πας να μαραθείς (Μια ωραία λεπτομέρεια).
Όσοι ανήκουν στη γενιά του Παναγιωτίδη ηλικιακά, γεννημένου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, μπορούν πολύ εύκολα να ταυτιστούν και να συγκινηθούν από την ανάπλαση μιας εποχής, που υπήρξε μεταβατική και η οποία στη συλλογή ξεκινά από την παιδική ηλικία, περνά την εφηβεία και την εποχή των νησιών με τα ατέλειωτα μπλε αλλά και μελαγχολικά καλοκαίρια και φτάνει στην εποχή της ωριμότητας, πλέον, των σημερινών πενηντάρηδων. 768

Πρόκειται για μία γενιά που άκουσε στην παιδική της ηλικία για τη Χούντα, το Πολυτεχνείο και την Κύπρο, έζησε στην οικογένεια το μικροαστικό όνειρο της δεκαετίας του ’70 και τον οικοδομικό οργασμό του αυθαίρετου της εποχής για τις καλοκαιρινές διακοπές∙ φόρεσε ποδιές και απήγγειλε με περηφάνια πατριωτικά ποιήματα, έκανε παρελάσεις, έζησε τα πρώτα μεικτά σχολεία, έβγαλε πανηγυρικά τις ποδιές και συμμετείχε πρώτη φορά σε διοικητικά συμβούλια μαθητικών κοινοτήτων∙ είδε στην εφηβεία της το όραμα του σοσιαλισμού και το παιχνίδι της εναλλαγής στην εξουσία της βουστροφηδόν ελληνικής πολιτικής, έζησε τη μεγαλομανία και τη φτήνια του νεόπλουτου Έλληνα, ενώ, τέλος, βιώνει σήμερα το έσχατο, τη σήψη και την παρακμή ολόκληρης της χώρας – μόνοι επιστρέφουμε ολοένα /στα σπίτια που μας πήρανε/ στα σπίτια μας που στέκονται χωρίς εμάς/ μνήματα τυφλά στη μέθη αποσταμένα. (Ένας κανένας). Πρόκειται για μία γενιά που, αν και δεν έζησε πολέμους, νιώθει κυρίως

FRANCE - CIRCA 1950: A young girl learning with difficulty how to bike, France. (Photo by Robert DOISNEAU/Gamma-Rapho)

προδομένη από τις φαμφάρες στα προεκλογικά μπαλκόνια, τις χυδαιότητες των μέσων ενημέρωσης, τα ψεύδη μιας κίβδηλης και λάμπουσας συνάμα εποχής∙ για την τελευταία ίσως γενιά που είχε όραμα με ξεκάθαρα σημεία αναφοράς, προτού όλα να μπουν στο μπλέντερ μίας μη οριοθετημένης «εξέγερσης», που εκφράστηκε στα σχολεία, από κει και στο εξής, μ’ έναν αφασικό και μπερδεμένο λόγο∙ μία γενιά που ψιθυρίζει μ’ ένα αίσθημα πικρίας –ήταν η σπηλιά, μικρό δωμάτιο του βουνού/ στα μέτρα του ανθρώπου, και πώς/ ν’ αποδράσουμε κρεμασμένοι σ’ ένα ψέμα (Πολύφημος)∙ μια γενιά που έζησε μία απότομη μετάβαση σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο – κι ο εχθρός δεν έχει πρόσωπο /να του κάψουμε το ένα μάτι έστω (Ένας κανένας).
Ο Οδυσσέας, άλλωστε, ως σύμβολο πλέον ανατρέπεται – μέσα στα ποιήματα ή σε τίτλους ποιημάτων συναντούμε τη συνδιαλλαγή με την παράδοση και την ανατροπή της (Οδυσσέας, Ποσειδώνας, Πολύφημος, μνηστήρες, Οι σύντροφοι του Οδυσσέα και ο Κάτω Κόσμος)προδομένοι από τον ίδιο Οδυσσέα /που αφήναμε τόσα χρόνια να μας κυβερνάει,/ τον ίδιο που μας έριξε στο θυμό του Ποσειδώνα,/ τον ίδιο που κάποτε μας αφάνισε όλους/ για να ’ναι αυτός στην Ιθάκη/ και πάλι με τα χρόνια θα τα ξεχάσουμε/ όλα αυτά, πάλι ο Οδυσσέας θα μας πάρει/ και θα μας τσακίσει σ’ άλλα βράχια,/ μακριά απ’ την Ιθάκη εμάς, πάντα μακριά. (Πάνω σε μπλε χαρτόνι).

Το ύφος είναι απλό, λιτό, με διάχυτο τον εξομολογητικό τόνο κι ένα τρυφερό παράπονο που κάποτε μετατρέπεται σε οργή και ειρωνεία. Δεν παρατηρούνται λεκτικοί ακροβατισμοί, ενώ ο ρυθμός ακολουθεί το συναίσθημα που επικρατεί κάθε φορά, άλλοτε πιο αργός, άλλοτε αγχωτικός, άλλοτε ανέμελος και άλλοτε κοφτός. Το ποιητικό υποκείμενο μιλά είτε μέσα από ένα εμείς ταυτιζόμενο ως μέλος ενός συνόλου, είτε με ένα άμεσο εγώ εξομολογούμενο στον κόσμο και απομακρυσμένο από τον κόσμο, είτε μέσα 897από ένα εσύ, επιστρέφοντας στον εαυτό του, στην ενδοσκόπηση και στον εσωτερικό μονόλογο.

Κυριαρχούν οι εικόνες, οι οποίες δομούνται ομοίως με λιτό τρόπο και απλά υλικά, όπως, για παράδειγμα, μία πεταλούδα, ένα δέντρο, μία ανηφόρα, ένα παράθυρο στη θάλασσα, το χιόνι, ένας γάτος, ένα σύννεφο, η μνήμη του ζυμωτού ψωμιού και των εύγεστων τηγανητών της μαμάς∙ στην ουσία κατασκευάζονται τοπία με τον τρόπο της μεταφοράς που ένα παιδικό μάτι θα απολάμβανε τον κόσμο – Η Κυριακή μικρό νησί/ σηκώνει λευκό πανί και ταξιδεύει, / στο στήθος ένα τσίμπημα ελαφρύ (Kάποτε η Κυριακή).
Άξιο προσοχής είναι ότι το ταξίδι στο παρελθόν δεν επαναφέρει απλώς τα συμβάντα αλλά τα θεατροποιεί, το συμβάν δεν αντιμετωπίζεται από απόσταση αλλά βιώνεται εξαρχής: το ποιητικό υποκείμενο, σε αρκετά ποιήματα της συλλογής όπως, για παράδειγμα, Το σονέτο του άλφα, Παιδικό τραγούδι, Το τραγούδι της πεταλούδας, Πρωτοχρονιά, δεν μιλάει από ένα παρόν με το βλέμμα στραμμένο προς το παρελθόν, αλλά γίνεται το ίδιο ένα παρελθόν που επανεγγράφεται διά της ποιητικής λειτουργίας στο παρόν, επιστρέφοντας στο καταφύγιο της παιδικής ηλικίας και υιοθετώντας το ρυθμό και την αμεσότητα του παιδικού λόγου, που σιγοψιθυρίζει αθώα αλλά και με παράπονο ένα ποιηματάκι – έτσι πάει άλλη μια Πρωτοχρονιά / όλες οι Πρωτοχρονιές της ζωή μας μαζί/ ένα χαρτί περιτυλίγματος σκισμένο/κι ένα δώρο άφαντο ακόμα. καλή χρονιά (Πρωτοχρονιά).
986

Καλή χρονιά… εύχεται ο ποιητής στο τελευταίο ποίημα της συλλογής Κύμα Άλμα, εφόσον προηγουμένως έχει πάρει στους ώμους του και την ντροπή μιας σύγχρονης Ελλάδας, ανάξιας όχι μόνον να αξιοποιήσει, αυτό είναι πολυτέλεια, αλλά έστω και να εκτιμήσει μία κληρονομιά αιώνων, υιοθετώντας πολιτικές που απέχουν από τα ιδανικά της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας, που η ίδια γέννησε∙ όταν, τέλος, κατακρεουργεί τους ποιητές και βάζει τις Ιθάκες τους να ταξιδεύουν σε λεωφορεία της γραμμής, ταρακουνώντας στα καθίσματα μιαν εξαθλιωμένη χώρα, που παρελαύνει με εισιτήριο μπρος απ’ τους τσολιάδες που φωτογραφίζονται για σουβενίρ στο Σύνταγμα.

Στ’ αγρυπνισμένο δέντρο της πλατείας/ βρόχο ρίχνω πέφτω στο κενό της εποχής,/ σε χαρτί τιποτένιο με μολύβι σπασμένο/ ζωγραφίζω ένα γιατί, άνευ ουσίας,/ το σβήνω χιαστί. πώς έχασα τη ζωή μου/ κι έστρεψα σ’ εμένα την ντροπή της πατρίδας./ Με το ποίημα που απήγγειλα μικρός για το ’21,/ ό,τι εξαργύρωσαν οι αγωνιστές εκείνοι, /κι ένα ζεϊμπέκικο με στίχους άνευ σημασίας/ δεν χώρεσα κι ούτε προχώρεσα βήμα κανένα (Έχασα τη ζωή μου).

Photo: Robert Doisneau

Περιοδικό “Πόρφυρας”, τχ. 153, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014

.

.

 

One response to “Ιφιγένεια Σιαφάκα, κριτική: Γιώργος Παναγιωτίδης, Κύμα Άλμα (περιοδικό Πόρφυρας)

  1. vequinox

    16/01/2016 at 06:14

    Reblogged this on Manolis.

     

Leave a comment