RSS

Daily Archives: 03/11/2015

Βιρτζίνια Γουλφ, Ορλάντο

.

Επιτέλους, σηκώθηκε στα πόδια του (ήταν χειμώνας τώρα κι έκανε πολύ κρύο) κι έδωσε έναν απ’ τους πιο βαρυσήμαντους όρκους της ζωής, βαρυσήμαντος γιατί θα τον οδηγούσε σε μια σκλαβιά, που χειρότερη δεν υπήρχε. «Θα είμαι ένας ξοφλημένος», είπε, «εάν γράψω ποτέ μου άλλη λέξη ή αν προσπαθήσω να γράψω άλλη λέξη για να ευχαριστήσω τον Νικ Γκρην ή τη Μούσα. Είτε καλά είτε κακά είτε αδιάφορα, θα γράφω, από δω και στο εξής, μόνο για τον εαυτό μου», κι εδώ έκανε μια κίνηση σαν να ξέσκιζε έναν ολόκληρο τόμο χαρτιά και να τα πετούσε στο πρόσωπο του σαρκαστικού εκείνου άντρα με τα πεσμένα χείλη.

Εκείνη τη στιγμή, σαν κάποιο κοπρόσκυλο που σκύβει γρήγορα, καθώς ετοιμάζεσαι να του πετάξεις μια πέτρα, η Μνήμη εξαφάνισε το ομοίωμα του Νικ Γκρην• και το αντικατέστησε… με τίποτε απολύτως. Ο Ορλάντο όμως παρ’ όλα αυτά συνέχιζε να σκέφτεται. Είχε πράγματι πολλά να σκεφτεί. Γιατί όταν έσκιζε τα χαρτιά, έσκιζε, με την ίδια κίνηση, την κυλινδρική σφραγισμένη περγαμηνή που είχε φτιάξει μόνος του στη μοναξιά του δωματίου του, ορίζοντας τον εαυτό του, όπως ο Βασιλιάς ορίζει τους Πρεσβευτές, σαν τον πρώτο ποιητή της γενιάς του, σαν τον πρώτο συγγραφέα της εποχής του, απονέμοντας την αιώνια αθανασία στην ψυχή του και παρέχοντας στο σώμα του ένα μνήμα ανάμεσα σε δάφνες και σε άσπιλα λάβαρα, δείγματα του άσβεστου σεβασμού των ανθρώπων. Όσο εύγλωττα κι αν ήταν όλα αυτά πάνω στην περγαμηνή, ο Ορλάντο τώρα την έσκισε και την πέταξε στα σκουπίδια. 

«Η Φήμη», είπε, «είναι σαν» (και μια που δεν υπήρχε ο Νικ Γκρην να τον σταματήσει, άρχισε ν’ απολαμβάνει διάφορες εικόνες, απ’ τις οποίες εμείς θα διαλέξουμε μια δυο, τις πιο σύντομες) «ένα πανωφόρι στολισμένο με σειρήτια και γαλόνια, που εμποδίζει τα μέλη να κινηθούν ελεύθερα• ένας ασημένιος χιτώνας που σφίγγεται γύρω απ’ την καρδιά• ένα πλουμιστό κάλυμμα που σκεπάζει ένα σκιάχτρο» κ.λπ κ.λπ Η ουσία των φράσεών του ήταν ότι, ενώ η Φήμη εμποδίζει και περιορίζει κάποιον, η αφάνεια τον τυλίγει σαν ομίχλη• η αφάνεια αφήνει το νου του ανθρώπου ν’ ακολουθεί το δρόμο που θέλει ανεμπόδιστος. Πάνω από τον αφανή άνθρωπο απλώνεται το σπλαχνικό πέπλο του σκότους. Κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνει ή από πού έρχεται. Μπορεί να ψάχνει την αλήθεια και να τη διαλαλεί• μόνο αυτός είναι ελεύθερος• μόνο αυτός ξέρει τι θα πει γαλήνη• Κι έτσι ο Ορλάντο ηρεμούσε, κάτω απ’ τη βελανιδιά, που οι σκληρές ρίζες της, που προεξείχαν απ’ τη γη, του φαινόντουσαν πιο αναπαυτικές από ποτέ άλλοτε. Παραδόθηκε για πολλή ώρα σε βαθιές σκέψεις, γύρω από την αξία της αφάνειας, την ευχαρίστηση της ανωνυμίας, την ευτυχία τού να είσαι ένα κύμα που ξαναγυρνάει στα βάθη της θάλασσας• σκεφτόταν πως η αφάνεια απαλλάσσει το νου από την ενοχλητική ζηλοτυπία και την εχθρότητα• πως κάνει να τρέχουν μέσα στις φλέβες τα ελεύθερα νερά της γενναιοδωρίας και της μεγαλοψυχίας• και πως μπορεί να δίνει και να παίρνει, χωρίς να νοιάζεται για ευχαριστίες και επαίνους• πράγμα που θα πρέπει να έκαναν όλοι οι μεγάλοι ποιητές, υπέθεσε (αν και οι γνώσεις του γύρω από τα Ελληνικά δεν ήταν αρκετές, για να μπορέσουν να επιβεβαιώσουν αυτήν τη θέση), γιατί, σκέφτηκε, ο Σαίξπηρ μ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να έγραφε και οι χτίστες των εκκλησιών έτσι πρέπει να έκτιζαν, ανώνυμα, χωρίς να έχουν την ανάγκη των ευχαριστιών ή της δημοσιότητας αλλά μονάχα της καθημερινής τους δουλειάς και πιθανόν λίγης μπύρας το βράδυ. «Tι υπέροχη ζωή είναι αυτή», σκέφτηκε, τεντώνοντας τα μέλη του κάτω απ’ τη βελανιδιά.

Βιρτζίνια Γουλφ, Ορλάντο, σελ. 81-82, μτφρ.: Αναστασία Λιναρδάκη, Εκδόσεις Αστάρτη, 1984

Photo:Robert and Shana ParkeHarrison

.

.