RSS

Monthly Archives: October 2014

Μίλαν Κούντερα, Το αστείο

Η φυσική αγάπη σχεδόν σπάνια ενώνεται με την αγάπη της ψυχής. Τι ακριβώς κάνει η ψυχή, όταν το σώμα σμίγει με κινήσεις τόσο αιώνιες, τόσο καθολικές κι αμετάβλητες με άλλο σώμα; Τι δεν επινοεί σ’ αυτές τις στιγμές φανερώνοντας την υπεροχή της πάνω στην αδρανή μονοτονία της σαρκικής ζωής! Πόσο ξέρει να εκδικείται το σώμα και να το χρησιμοποιεί μόνο σαν πρότυπο για μια παράφρονη φαντασία χίλιες φορές πιο σαρκικό κι απ’ αυτά τα ίδια τα δυο κορμιά! Ή αντίθετα: πόσο ξέρει να το υποτιμά αφήνοντάς το σ’ αυτό το εκκρεμές και στο μεταξύ στέλνει τις σκέψεις της κουρασμένες από την ιδιοτροπία του σώματός τους κάπου αλλού: σε μια παρτίδα σκάκι, στο φαγητό ή σ’ ένα διαβασμένο βιβλίο… Δεν είναι κάτι σπάνιο να ενώνονται μαζί δυο ξένα κορμιά. Κι ίσως και η  ένωση της ψυχής τους κάποτε να συμβαδίσει. Αλλά χίλιες φορές πιο σπάνιο είναι να ενωθεί το σώμα με την ψυχή του και να υπάρξουν σαν ένα μπροστά στο πάθος. Αλλά κι αυτό κάποτε συμβαίνει όταν ο άνθρωπος πραγματικά αγαπάει∙ ίσως∙ το πιστεύω∙ θέλω να το πιστεύω αυτό πάντα∙ Αλλά τι έκανε λοιπόν η ψυχή μου τις στιγμές που το σώμα μου ασχολιόταν μ’ ένα φυσικό έρωτα με την Έλενα; Η ψυχή μου είδε ένα γυναικείο κορμί. Έμεινε αδιάφορη μπροστά του.

Ήξερε πως το σώμα αυτό έχει γι’ αυτήν νόημα μόνο σαν σώμα που δίνεται κι αγαπιέται από κάποιον τρίτο, από κάποιον που δεν είναι εδώ, και γι’ αυτό ακριβώς δοκίμασε να δει αυτό το κορμί με τα μάτια εκείνου του τρίτου, του απόντος∙ προσπάθησε να γίνει το μέσον εκείνου∙ φαινόταν εδώ ένα γυμνό κορμί γυναίκας, οι διπλώσεις των ποδιών, της κοιλιάς και του στήθους, αλλά όλ’ αυτά πήραν μια σημασία μόνον τη στιγμή που τα μάτια μου μεταμορφώθηκαν σε μάτια αυτού του τρίτου απόντος∙ σ’ αυτό το ξ έ ν ο βλέμμα μετά πέρασε η ψυχή μου κι έγινε δική του∙ δεν επικράτησα απλώς πάνω στις καμπύλες των ποδιών, της κοιλιάς και του στήθους, επικράτησα επάνω τους, έτσι ακριβώς όπως τα έβλεπε εκείνος ο τρίτος απών.Κι όχι μόνον η ψυχή μου έγινε το μέσον αυτού του τρίτου απόντος, αλλά πρόσταξε και το σώμα μου να γίνει μέσον του σώματός του κι αποχώρησε μετά να παρακολουθήσει την πάλη δύο κορμιών, δυο συζυγικών κορμιών, για να δώσει ξαφνικά διαταγή στο κορμί μου να μείνει πάλι μόνο και εισχωρώντας σ’ αυτήν τη συζυγική συνουσία να την ανατρέψει κτηνώδικα.

Στον τράχηλο της Έλενας πετάχτηκε μια μπλε φλέβα και το σώμα της όλο ανατρίχιασε σ’ έναν σπασμό∙ τίναξε μια το κεφάλι και τα δόντια της δάγκωσαν το μαξιλάρι. Μετά ψιθύρισε το όνομά μου και τα μάτια της παρακαλούσαν για δυο στιγμές ανάπαυσης. Αλλά η ψυχή μου με πρόσταξε να μη σταματήσω∙ με πρόσταξε να την ωθώ από ηδονή σε ηδονή∙ να τη βασανίζω∙ ν’ αλλάζω τις στάσεις του κορμιού της για να μη μείνει κρυμμένη και μυστική ούτε μια θέα απ’ αυτό που κοιτούσε εκείνος ο τρίτος απών∙ όχι, να μην την αφήσω ν’ ανασάνει∙ να επαναλάβω ξανά και ξανά εκείνον το σπασμό που είναι πραγματικός, ακριβής κι αυθεντικός, που μέσα του δεν κρύβει καμιά προσποίηση και που είναι χαραγμένος στη μνήμη αυτού του τρίτου, αυτού που δεν είναι εδώ, σαν σημάδι, σαν σφραγίδα, σαν κρυπτογράφημα! Αυτήν τη βασιλική σφραγίδα! Nα ληστέψω το δεκατριετές δωμάτιο του Πάβελ Ζεμάνεκ∙ ν’ αφήσω σ’ αυτό μονάχα ερήμωση!

Μίλαν Κούντερα, Το αστείο, σελ. 232-233, μτφρ.: Ανδρέας Τσάκαλης, Εκδόσεις Κάλβος, 1985

Πίνακες: Alberto Macone

.

.

 

Tζένη Φουντέα – Σκλαβούνου, 44 χαϊκού με υστερόγραφο

.

.

Η γοητεία
των διαταραγμένων
Σήμα κινδύνου

                                                      Ακροβατώντας χωρίς δίχτυ ασφαλείας

Tζένη Φουντέα – Σκλαβούνου, Γάλα σε σκόνη, 44 χαϊκού με υστερόγραφο, Μανδραγόρας 2013

Πίνακας: Aimé Venel

.

.

 

Ζαν-Πιερ Μιλοβάνοφ, Η λάμψη της Αντωνίας

catherine-alexandre-11.jpgΜισή ώρα αργότερα το κάρο σταματούσε μπροστά στο κεφαλόσκαλο του σανατορίου, και ο γιατρός Φλος, αυτοπροσώπως, υποδεχόταν τη νεαρή ασθενή. Αποδεικνύοντας ότι η αλλαγή κλίματος και η συνάντησή της είχαν κάνει καλό, η Αντωνία δεν παραληρούσε πλέον, αλλά χαμογελούσε με επιείκεια παρακολουθώντας το τυπικό που συνοδεύει την εισαγωγή σε κάθε είδους καθαρτήριο. Δέχτηκε καλόβολα το μικρό μεσημβρινό δωμάτιο που της παραχώρησαν και δεν έφερε καμιά αντίρρηση να φορέσει το ζουρλομανδύα από υπόλευκο λινό ύφασμα, που την ενθρόνιζε στη νέα κοινότητα και αποτελούσε μαζί με τα κρύα ντους και τα αφεψήματα το κύριο μέρος της θεραπείας. Έχοντας εισαχθεί δύο φορές σε παρόμοιο ίδρυμα, και καθώς δεν αποκλείεται να επιστρέψω εκεί μετά την ολοκλήρωση αυτής της ιστορίας, δεν σκοπεύω να περιγράψω μέρα με την ημέρα, ώρα με την ώρα και αίσθηση με την αίσθηση, τις μεταμορφώσεις ενός πνεύματος που, σε μια πρώτη φάση, έπαψε να περικλείει χρώματα και κινήσεις, σκέψεις και ιδέες, πάθη και συγκινήσεις, και κάποια στιγμή υπέστη ενδόρηξη όπως τ’ αστέρια που πεθαίνουν.

Για να δώσω μια ιδέα του παραλογισμού της Αντωνίας, θα αρκεστώ σε ένα μόνο παράδειγμα: ένα απόγευμα που η νεαρή γυναίκα, τυλιγμένη σε ένα πανωφόρι φοδραρισμένο με αρνίσια προβιά που έκρυβε το ζουρλομανδύα, απολάμβανε τις ακτίνες του ήλιου στον κήπο, ένας σκίουρος πλησίασε την πολυθρόνα της. Η Αντωνία του μίλησε στη γλώσσα των σκίουρων, που αποτελείται από μασουλίσματα, τρομαγμένες φωνούλες και τριψίματα της γούνας. Και η συνάντηση ξετυλίχτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Συζήτηση σε βάθος πάνω στα προβλήματα της ημέρας, ανταλλαγή διευθύνσεων, υπόσχεση να ξαναϊδωθούν, κτλ. Δυστυχώς για την υγεία της προγιαγιάς μου, αυτό το είδος σκίουρου ζει στο βουνό, σε υψόμετρο πάνω από χίλια πεντακόσια μέτρα και, όπως γνωρίζουμε όλοι, δεν συναντάται στις θαμνώδεις περιοχές των λόφων. Αυτό το επεισόδιο, στο οποίο ο μονολιθικός γιατρός Φλος απέδωσε υπερβολική σημασία, υπήρξε το τελευταίο πριν από την ίαση της ασθενούς. Διότι το ανέλπιστο συνέβη σε πείσμα όλων των προγνώσεων.

Η Αντωνία δεν αφέθηκε να καταστραφεί από την τρέλα. Η Αντωνία γλίτωσε τον εγκλεισμό σε ψυχιατρείο. Η Αντωνία ξαναβρήκε την ελευθερία και την επαφή με τον κόσμο, ναι, το λέω άλλη μια φορά για να το χωνέψω, η Αντωνία γιατρεύτηκε, η Αντωνία έγινε Αντωνία. Το πώς συνέβη αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Ως προς την απροσδόκητη θεραπεία βρίσκομαι στην ίδια θέση με το βοτανολόγο που, έχοντας ανακαλύψει ανάμεσα στις σελίδες ενός παλιού λευκώματος ένα άγνωστο λουλούδι, θα πρέπει, ξεκινώντας από το χρώμα, το μέγεθος, τη μυρωδιά και τα γενετικά χαρακτηριστικά του, να αναπαραστήσει μιαν άνοιξη, μια χώρα, μιαν εποχή και ανθρώπους που κάνουν περίπατο. Η μόνη δικαιολογία και η μοναδική βοήθεια στο εγχείρημά μου αυτό (απ’ ό,τι γνωρίζω) είναι η ίδια η πραγματικότητα, όσο αναληθής και αν φαίνεται. Η πραγματικότητα είναι, λοιπόν, η εξής: H Αντωνία, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη, έπαψε να παραληρεί σαν να είχε τινάξει το χιόνι από τα μαλλιά της. Πιστεύω ότι, για να πραγματοποιήσει αυτήν τη θεραπευτική κίνηση, την ως τώρα απαγορευμένη σε μένα, για να μπορέσει να σώσει το σώμα και το πνεύμα της, δέχτηκε τη βοήθεια κάποιου για τον οποίο δεν γνωρίζω τίποτα, αλλά που διαισθάνομαι την ύπαρξή του παρ’ όλη τη χρονική απόσταση, και που ορκίζομαι να τον ανακαλύψω για να τον δικαιώσω.

Πρέπει να υποθέσουμε ότι ανάμεσα στο προσωπικό της κλινικής υπήρχε ένα πλάσμα από εκείνα που εκ πρώτης όψεως τα θεωρούμε χωρίς ιδιαίτερες αρετές ή αξία, διότι τα αυστηρά τους πρόσωπα και τα καφετιά τους φορέματα συγχέονται με την υγρασία των τοίχων. Τέτοια πλάσματα, που είναι πάντα στην υπηρεσία των άλλων, δεν αναρωτιόμαστε από πού έρχονται ούτε τι προσδοκούν από μια ζωή που το χρώμα της έχει καθοριστεί μια για πάντα. Τους αρκεί να είναι εκεί, αυτό είναι όλο, όπως είναι εκεί η υγρασία μόλις μπει ο Νοέμβριος, η δίψα και η σκόνη το καλοκαίρι. Το άτομο που διακρίνω, μια γυναίκα προφανώς, πρέπει να αντιπροσωπεύει για το φύλο της κάτι ανάλογο με αυτό που αντιπροσωπεύω εγώ για το δικό μου: ένα βλαστάρι λίγο στραβό που δεν κλαδεύτηκε ποτέ, το οποίο στερήθηκε άλλοτε τη βροχή και άλλοτε το φως, αλλά διατηρεί στους κόμπους και στα μπουμπούκια του τέτοια αποθέματα που κανένας κηπουρός δεν υποψιάστηκε ποτέ. Αυτή η γυναίκα –μόλις τώρα μου το επιβεβαίωσε η Παυλίνα– υπήρξε πραγματικά.

Ονομάζεται Εσθήρ. Πέθανε το 1920. Την εποχή που με ενδιαφέρει, είναι τριάντα πέντε, σχεδόν τριάντα έξι ετών, θεωρείται δηλαδή ήδη γεροντοκόρη, ένα άτομο περιθωριοποιημένο, που η μοναξιά του δεν γεννάει καλοπροαίρετα αισθήματα στους άλλους. Κακοντυμένη και καχεκτική, τη φαντάζομαι μετρίου αναστήματος, με απότομες αλλά ακριβείς κινήσεις, με εμφάνιση καλόγριας, με το σοβαρό και στεγνό πρόσωπο των υπηρετριών που έμαθαν πολύ νωρίς να μην κλαίνε μπροστά σ’ εκείνους που θα μπορούσαν να περιγελάσουν τη θλίψη τους. Δεν είχε ποτέ αρραβωνιαστικό ούτε κανένα συγγενή. Η οικογένειά της, έλεγαν, ήταν θαμμένη σε τρία διαφορετικά νεκροταφεία της Λοζέρ. (…)

Όταν ένα άτομο, που ανήκει στην τελευταία βαθμίδα της κοινωνίας, πιστεύει ότι η μοίρα δεν του έταξε να εκπληρώσει κανένα σκοπό και ότι το πέρασμά του πάνω στη γη δεν θα είναι σαν του ανέμου ή της βροχής που χαρίζουν τη ζωή, αλλά σαν το πέρασμα του ξερού κλαδιού που θρυμματίζεται μέσα σ’ ένα χαντάκι, τότε αυτό το άτομο, σε αντιστάθμισμα των φορτίων που κουβαλάει, συμβαίνει να είναι προικισμένο με μιαν ελαφρότητα τόσο σπάνια όσο και απροσδόκητη.

Η σοβαρότητα αρμόζει στους κυρίαρχους του χρόνου που έχουν καθήκον να παρουσιαστούν μπροστά στην ιστορία με συνοφρυωμένο και ανάλογο των περιστάσεων πρόσωπο. Είδε ποτέ κανείς έναν υπουργό με γαρίφαλο στο αυτί ή με ψεύτικη ελιά ζωγραφισμένη στη μύτη; Όμως στο στάβλο, στο πλυσταριό, στην κουζίνα ή δίπλα στο ντουλάπι με τις σκούπες, ξέρουμε ότι οι χοντροκομμένες φάρσες αποτελούν την κινητήρια δύναμη του κόσμου, ότι τα αφεντικά είναι τα καλύτερα θέματα για χωρατά, ότι τα σπαθιά, οι επίσημες στολές, οι κορδέλες, οι ομιλίες, οι αγιασμοί είναι τα φτερά ενός μεγάλου ανεμόμυλου που αλέθει τα όνειρα και τις αυταπάτες των ανίκανων. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι πάντα.

Ζαν-Πιερ Μιλοβάνοφ, Η λάμψη της Αντωνίας, σελ. 46-51 αποσπασματικά, μτφρ.: Kατερίνα Κολλέτ, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2000

Πίνακες: Catherine Alexandre

.

.

 

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη, Μέδουσα

.

Σταθήκαμε απέναντί της
ελπίζοντας με μια ματιά
να μας πετρώσει∙
άλλο τρόπο δεν είχαμε
να μας θυμούνται.

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη, Μέδουσα, από τη συλλογή Νεκρές θάλασσες, Μανδραγόρας, 2010

Πίνακας: Duane Keiser

.

.

 

Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη, Πηνελόπη


Ίσως
να τον περίμενα ακόμη.
Αν δεν είχα χαθεί
μέσα στους υγρούς λαβυρίνθους
του πόθου τους.


Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη, Πηνελόπη, από τη συλλογή Νεκρές θάλασσες, Μανδραγόρας, 2010

Φωτό:Aneta Ivanova

 

Julio Cortazar, To κουτσό

Είναι απίστευτο τι ιδέες κολλάνε στους ανθρώπους. Οι ηρωικές πράξεις θα έπρεπε τουλάχιστον να περιορίζονται στην οικογένειά σου, και χεδώ χέχουμε αυτήν την κοπέλα που μάθαινε στο σπίτι των Τράβελερ τα υπερπόντια καραβοτσακίσματά μου και στο μεταξύ έπλεκε και ξέπλεκε το ίδιο μωβ πουλόβερ περιμένοντας τον Οδυσσέα και δουλεύοντας σ’ ένα μαγαζί της οδού Μαϊπού. Θα ήταν απαίσιο να μη δεχθώ την πρόταση της Γκεκρέπτεν, να της στερήσω την απόλυτη δυστυχία. Και από σαρκασμό σε σαρκασμό, πότε θα βγάλεις το σκασμό! Χειδεχθή Χοδυσσέα.

Όχι δηλαδή, αλλά τώρα που το σκέφτομαι ειλικρινά το πιο παράλογο σ’ αυτή τη ζωή που παριστάνουμε πως ζούμε είναι οι ψεύτικες επαφές. Απομονωμένες τροχιές, κάθε τόσο δυο χέρια σφίγγουν το ένα το άλλο, μια κουβέντα πέντε λεπτών, μια μέρα στις ιπποδρομίες, μια βραδιά στην όπερα, μια νεκρική ξαγρύπνια όπου όλοι νιώθουν λίγο πιο ενωμένοι (αλήθεια είναι αυτό, μόνο που τελειώνει μόλις σφραγίζουν το φέρετρο). Και ταυτόχρονα ζεις βέβαιος πως εδώ είν’ οι φίλοι, πως η επαφή υπάρχει, πως οι συμφωνίες και οι διαφωνίες είναι βαθύτατες και διαρκείς. Πόσο μισούμε τον εαυτό μας όλοι, χωρίς να ξέρουμε ότι η τρυφερότητα είναι η καθημερινή μορφή του μίσους και η αιτία του βαθιού μίσους είναι αυτή η από κέντρωση, το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο εγώ και το εσύ, ανάμεσα σ’ αυτό και σ’ εκείνο.

Κάθε τρυφερότητα είναι μια οντολογική γρατζουνιά, μια απόπειρα να προσεταιριστούμε το απροσεταίριστο, και θα μ’ άρεσε να εισχωρήσω στην οικειότητα των Τράβελερ με την απόφαση να τους γνωρίσω καλύτερα, να φτάσω να είμαι στ’ αλήθεια φίλος, παρόλο που στην πραγματικότητα εκείνο που θέλω είναι να προσεταιριστώ το μάνα του Μανού, το ντουέντε της Ταλίτα, τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τα πράγματα, όλο το παρόν και όλο το μέλλον τους, τα τόσο διαφορετικά από τα δικά μου. Και γιατί αυτή η μανία των ψυχικών προσεταιρισμών; Πού οφείλεται αυτή η λαχτάρα των προσαρτήσεων, σε σένα που μόλις έκοψες τους δεσμούς σου, που έσπειρες τη σύγχυση και την αποθάρρυνση (ίσως θα έπρεπε να μείνω λίγο περισσότερο στο Μοντεβίδεο, να ψάξω καλύτερα) στην περίλαμπρη πρωτεύουσα του λατινικού πνεύματος; Και να που από τη μια μεριά αποσυνδέθηκες σκοπίμως από ένα φανταχτερό κεφάλαιο της ζωής σου και τώρα δεν παραχωρείς και το δικαίωμα στον εαυτό σου να σκεφτεί σ’ αυτήν τη γλυκιά γλώσσα που τόσο σου άρεσε πριν από λίγους μήνες: και ταυτόχρονα, αχ χαντιφαντικέ χηλίθιε, γίνεσαι κυριολεκτικά κομμάτια για να εισχωρήσεις στην οικειότητα των Τράβελερ, να είσαι οι Τράβελερ, να χεγκατασταθείς στους Τράβελερ, συμπεριλαμβανομένου και του τσίρκου (όμως ο διευθυντής δεν θα σου δώσει δουλειά και θα πρέπει να σκεφτείς σοβαρά να μεταμφιεστείς σε ναυτικό και να πουλάς ρετάλια στις κυρίες).

Αχ, μαλάκα μου. Για να δούμε μήπως θα σπείρεις και πάλι τη σύχγυση στις τάξεις των φίλων σου, μήπως εμφανίστηκες για να καταστρέψεις τη ζωή των ήσυχων ανθρώπων. Θυμάμαι εκείνη τη φορά που μου διηγήθηκαν την ιστορία του τύπου που νόμιζε ότι είναι Ιούδας και ως εκ τούτου ζούσε σκυλίσια ζωή στους καλύτερους κοινωνικούς κύκλους του Μπουένος Άιρες. Ας μην είμαστε τόσο ματαιόδοξοι. Φιλόστοργος ιεροεξεταστής το πολύ πολύ, όπως τόσο ωραία μου το είπαν ένα βράδυ.

Julio Cortazar, To κουτσό, σελ. 499-500, μτφρ.: Kώστας Κουντούρης, Εκδόσεις Εξάντας, 1988

.

.