RSS

Monthly Archives: March 2014

Zέφη Δαράκη, Η θλίψη καίει τις σκιές μας

Josef Sudek

Σε ξεχνάω για να σε θυμάμαι
κάθε μέρα πιο βαθιά
Μνήμη μιας άλλοτε ανάμνησης Μιας
αξέχαστης λησμονιάς


Ζέφη Δαράκη, Η θλίψη καίει τις σκιές μας, Εκδόσεις Νεφέλη, 1995

http://www.zefidaraki.gr/

Photo: Josef Saudek

.

.

 

Kριτική, Αλεξάνδρα Μπακονίκα: Iφιγένεια Σιαφάκα, Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες (e-περιοδικό Φρέαρ)

http://frear.gr/?p=4690

Ιφιγένεια Σιαφάκα, ΤΟ ΠΛΕΚΤΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΛΕΚΤΑΝΕΣ, ΑφηΓΗματα αναΔρομων πΛεξεων
Εκδόσεις
ARSPOETICΑ,  σελ.125

Το βιβλίο αποτελείται από 27 εναργή και παλλόμενα από ουσιαστικό περιεχόμενο διηγήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και ένα μικρό σχετικά, όμως με βαρύνουσα σημασία, διήγημα με τίτλο «Η πτώση του Ίκαρου». Ασφαλώς αναφέρεται στον περίφημο πίνακα του Μπρίγκελ, που αναπαριστά την πτώση του Ίκαρου στη θάλασσα τη στιγμή που κανείς δεν προσέχει ούτε νοιάζεται για την πτώση του, την τραγική αποτυχία του για υπέρβαση, τη διάψευση των ονείρων, την καταστροφική ήττα του. Ο γεωργός κι ο κτηνοτρόφος στον πίνακα είναι απορροφημένοι στην καθημερινή δουλειά τους, δεν δίνουν σημασία για τον θάνατο του ονειροπόλου Ίκαρου. Η Ζάκι στο ομότιτλο διήγημα βλέπει τον πίνακα σε μικρογραφία στο μαγνητάκι του ψυγείου της και, όταν βγαίνει στο μπαλκόνι να τινάξει το σεντόνι της, έχει την αίσθηση ότι ο πίνακας διέφυγε από το Μουσείο των BeauxArts για να αρχίσει να περιίπταται, να περιπλανιέται σε στέκια, πλατείες, δρόμους και σημεία των Βρυξελλών. Ο πίνακας αφήνει την παρουσία και το μήνυμά του στην πόλη και τους ανθρώπους. Ένα μήνυμα που φέρνει ζάλη και ναυτία στη Ζάκι. Της υπενθυμίζει τη δική της ανεπάρκεια να ξεπεράσει την ανία, τη διάψευση των ονείρων της, την καταδίκη της να βιώνει μια άχαρη και μίζερη ζωή. Η αποκαρδίωσή της συμπεριλαμβάνει τη θέασή της στην πόλη και τους ανθρώπους, που είτε λίγο είτε πολύ συνθλίβονται από την ίδια «ζάλη» για την χθαμαλή πραγματικότητά τους.

 Η αίσθηση της αποτυχίας, της συναισθηματικής ανεπάρκειας, του κλονισμένου ψυχισμού εμφανίζεται και σε πολλά άλλα διηγήματα και δίνει το χαρακτηριστικό, καίριο στίγμα στο βιβλίο. Οι ήρωες παλεύουν να βρουν την ταυτότητά τους, ένα  στήριγμα να πιαστούν πριν καταρρεύσουν, μια διαφυγή για να καταπραΰνουν τον ανεπαρκή εαυτό τους. Τους χαρακτηρίζει αυτό που αναφέρει η συγγραφέας για τον ήρωά της Χέρμπερτ στο διήγημα «Για τη ραφή και μόνον»: «Είναι εκ φύσεως ρευστός και κινδυνεύει. Άλλοτε να εξατμιστεί κι άλλοτε να πήξει. Να μεταμορφωθεί σ’ αέριο μακρόστενο ή σε μια μάζα στρογγυλή. Να απολέσει σχήμα και οντότητα».

Presentation 14 jpgΜε αυτόν τον τρόπο, τα διάφορα πρόσωπα, υπερευαίσθητα, μοναχικά και τρομαγμένα, προσπαθούν να ξεχαστούν παρατηρώντας από την ασφάλεια του παραθύρου τους τις ζωές των άλλων, και ιδίως στον περίγυρο της γειτονιάς ή στον ακάλυπτο χώρο ενός συνόλου πολυκατοικιών. Και το θέαμα ποικίλλει. Στον έξω κόσμο κυκλοφορούν πρόσωπα,  που σε σχέση με τον παρατηρητή-πρωταγωνιστή υπερτερούν, με την εκλεκτή και πλούσια σε εμπειρίες ερωτική ζωή τους ή διαθέτουν άνεση πλούτου και ευκαιριών – κάτι που αναμφίβολα δημιουργεί ένα αίσθημα  ζήλειας. Όμως συμβαίνει και το εντελώς αντίθετο. Σε άλλο διήγημα ο πρωταγωνιστής παρατηρεί τη μίζερη και ρημαγμένη ζωή των ανθρώπων του περιθωρίου και του υπόκοσμου με τους ανεξιχνίαστους φόνους και τα μύρια θλιβερά που συμβαίνουν εκεί.

.

Slide11

.

Η σεξουαλικότητα και ο έρωτας καταλαμβάνουν κεντρική θέση στο βιβλίο, δίνοντάς του πολυκύμαντο βάθος. Είναι το στοιχείο που προσδιορίζει κάθε πρόσωπο, σαν διαρκής πείνα και ακατάπαυστη αναζήτηση. Η αρχέγονη λαγνεία και το πάθος θέλουν κι επιδιώκουν να εκτονωθούν ακόμη και με εφήμερους έρωτες. Όμως απεγνωσμένα οι ήρωες «ματώνουν», για να συναντήσουν και να κερδίσουν κάποιο λατρεμένο πρόσωπο που παράφορα ερωτεύθηκαν. Ο έρωτας ως «ιερό» μένος και καταξίωση δικαιώνει την ύπαρξή τους σ’ έναν κόσμο παράλογο, σκληρό και αλλόφρονα.  Στο διήγημα «Το καρπούζι», όπου η έφηβη κόρη βλέπει το βάναυσο πατέρα να κακομεταχειρίζεται τη μητέρα της, ενώ επιπλέον υπάρχει αιμομικτική σχέση μαζί του, η σεξουαλικότητα και η βία απότομα την ωριμάζουν δημιουργώντας ένα κατακλυσμό σκέψεων στο μυαλό της. Συνακόλουθα μας προσγειώνει άσχημα το γεγονός ότι  από βία και σεξουαλικότητα συναποτελείται ο χαώδης, τρομακτικός κι απρόβλεπτος κόσμο μας.

PLEKTOΒέβαια, η αποθέωση της ήττας και των διαψεύσεων δίνεται στο διήγημα «Το πλεκτό». Σύμφωνα με το όραμα που σχηματίζει η Σιαφάκα για τον κόσμο: καταπιεστικές εξουσίες διαφθοράς, εξαπάτησης, εργασιακού τρόμου και εκμετάλλευσης δυναστεύουν τις κοινωνίες μας προσπαθώντας να τις «τυφλώσουν» με καταναλωτισμό και θεάματα. Μέσα σ’ αυτή την τερατώδη κοινωνική πραγματικότητα, που μοιάζει με εφιάλτη της χειρότερης «καφκικής»  εκδοχής, στο βιβλίο υπάρχουν «ανάσες» διεξόδου.  Στην καταιγιστική πλοκή των διηγημάτων δεν είναι λίγες οι φορές που οι απόκληροι και οι αποτυχημένοι μάς ξαφνιάζουν, γιατί την ύστατη στιγμή ενεργούν ακαριαία και αποτρέπουν με δεξιοτεχνία την επέλαση του αδιέξοδου που τους απειλεί. Επίσης, εκούσια και με θάρρος, γίνονται ανυπάκουοι στις προσταγές της οποιασδήποτε εξουσίας για να ονειρευτούν, να απαγκιάσουν  στο χώρο της «Αρκαδίας» μέσα στο μυαλό τους. Περιφέρονται σε στέκια της πόλης για να βυθιστούν  στη νοστιμιά της ζωής –που καμία εξουσία δεν θα τους τη δείξει– βασιζόμενοι μόνο στο δικό τους ένστικτο, που ξέρει να τους οδηγεί στις απολαυστικές σαν βάλσαμο ονειροπολήσεις τους.

.

Slide10

.

Για τη Σιαφάκα «ανάσα» στο ζοφερό κόσμο μας είναι η ποίηση και η αναζήτηση του υπεκφεύγοντος αναζωογονητικού φωτός,  που παρέχει η ομορφιά, η γνησιότητα και η αλήθεια.
Ακόμη και η εκδίκηση με βία ενάντια στη βία είναι κάτι που, εκ των πραγμάτων, δεν παραλείπεται στην αφήγησή της.

.

.

Slide17Τα διηγήματα συμβαίνουν και εξελίσσονται μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, ο μετεωρισμός ανάμεσα στα δύο αυτά στοιχεία είναι συνεχής. Αν και υπάρχει πλοκή που συνέχει τη δομή της αφήγησης, το υπερπραγματικό, η σουρεαλιστική διάχυση της γλώσσας, των σκέψεων και νοημάτων δίνουν πολύ έντονα και με έμφαση το παράλογο του κόσμου μέσα από τη διαύγεια μιας υπέρμετρης φαντασίας, που, στην περίπτωση της Σιαφάκα, είναι οργιαστική και ανεξάντλητη σε ευρηματικότητα και εκπλήξεις. Η συγγραφέας κατέχει άριστα τα εκφραστικά της μέσα και τη δική της, ιδιότυπη, εκφορά του λόγου.

.

Το βιβλίο αφήνει μια γεύση πικρίας για μια κοινωνία σε πτώση και παρακμή, όμως παράλληλα αγγίζει τα διαχρονικά θέματα της λογοτεχνίας και, κυρίως,  την αναζήτηση της ταυτότητας κάθε ατόμου για το ξεπέρασμα της μοναξιάς και αλλοτρίωσής του.

Η Σιαφάκα πλάθει, «πλέκει» με τέχνη και καταθέτει στον αναγνώστη το όραμά της για τον κόσμο με οξυδέρκεια, σφαιρική παρατηρητικότητα και με τρόπο που θέλγει και συγκινεί.

.

.

 

 

Στέργιος Ντέρτσας, Το ωραίο της χέρι

David Martiashvili - Tutt'Art@ (27)

…γνώριμες μυρωδιές, μακρινές αλλά καθόλου ξεχασμένες, μακρινές αλλά έντονες σαν πάρα πολύ κοντινές, θα έρθουν να γκρεμίσουν με συνοπτικές διαδικασίες και τοίχους και όρια και φράγματα και σύρματα και πασσάλους και φόβους και φαντάσματα και πόνους και ταραχές και ακινησίες και τύψεις και ενοχές,  μπουμπούκια που ανοίγουν, εισπνέεις, ιαματικές οσμές, σε εισπνέουν κι αυτά, ανοίγουν σαν ελπίδες, άνθη, άνθη, άνθη, σε καλημερίζουν, μόνο μια λέξη ξέρουνε να λένε, καλημέρα, καλημέρα, καλημέρα, όχι πως χρειάζεται κι άλλη, ευχή, διαπίστωση, υπόσχεση, δικαίωση, εξαργύρωση, κατάκτηση, κορύφωση, νόημα, κυρίως νόημα, τα λέει όλα η λέξη αυτή, αρκεί, μια λέξη, αρκεί, καλημέρα, πως αλλιώς να το πεις, καλημέρα, καλημέρα, κι άλλη επωδός στο ίδιο ευοίωνο τραγούδι, κλείνεις τα μάτια κοιτάς ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορείς, φτάνεις εκεί που θέλεις, στον Θεό, μην ντρέπεσαι, στον Κύριο όλων των ανθρώπων, στον Θεό όλων των θρησκειών, στο χρώμα όλων των χρωμάτων, τα καταφέρνεις, παρόλο που η κούραση είναι μεγάλη, David Martiashvili ευγνωμοσύνη, στο πρόσωπο σου, αρώματα της Άνοιξης, μέθη, κάθε γεύση, κάθε απειλή θανάτου φεύγει μακριά, απομακρύνεται, σκορπάει σαν αραιός καπνός στο πρώτο φύσημα κάποιου μικρού ανέμου, άτρωτος τώρα, άφοβος, αγέρωχος, γενναίος, ανέμελος, επιτέλους ανέμελος ξανά, ένας μεγάλος περίπατος αρχινά, λαμπερός, καθαρός από σκόνες, καθαρός σαν τον ουρανό της πόλης που την διαπέρασαν μανιασμένοι  βοριάδες και έκαναν  το γαλάζιο του πάμφωτο και γιορτινό,  πεντακάθαρος, δεν βιάζεσαι καθόλου και πράττεις πολύ καλά που δεν πράττεις βιαστικά,  δεν σε κυνηγά τίποτα τώρα, δεν μπορεί να σε κυνηγήσει, εδώ μόνο ό,τι μπορεί να ενταχθεί στους ρυθμούς σου επιβιώνει,  δρόμοι που μυρίζουνε βρεγμένο χώμα, αυλές που μυρίζουνε φροντίδα, μικρές κι ασήμαντες γωνιές που μοσχοβολούν από την γενναιοδωρία της φύσης,  ηδονές της όσφρησης, σε στολίζουνε μυρωδιές πλουσιοπάροχες, κρέμονται πάνω σου, χτυπούν σαν μέταλλα αναμεταξύ τους, σαν καμπανούλες της Ανάστασης, σήμαντρα που αναγγέλλουν την έξοδο από το βαρύ πένθος κάποιας  Μεγάλης Εβδομάδας, Μεγάλης Μέρας, Μεγάλης Χρονιάς, Μεγάλης Ζωής,  που άγνωστο πόσους αιώνες κράτησε,  γλωσσίδια ακατάπαυστα, χαρωπά, γλυκύτατη φλυαρία,  ντλιν, ντλιν, ντλιν, ντλιν, σε στολίζουνε ήχοι, ηδονή της ακοής, λιβάδια ξεδιπλώνονται στα μάτια, ηδονές όλων των αισθήσεων, τριφύλλια, σιτάρια, ηλιοκαμένα κορμιά που δουλεύουν μέσα τους αγόγγυστα,  χαμόγελα που ακτινοβολούν από καλή διάθεση, χέρια σκληρά, ακάματα, μυώδη, απτόητα, David Martiashvili σε χαιρετούν με τους καπνούς των αναμμένων τσιγάρων να γράφουν στους αιθέρες συντροφικά μηνύματα, σε καλούνε, κερνάνε ρακές  και τσίπουρα,  τσοπάνηδες με βλέμμα καθαρό,  βελάζουν απολωλότα πρόβατα στην αγκαλιά τους, ερίφια χοροπηδάνε από δω  κι από κει, ανεβοκατεβαίνουν γκρεμούς, ατέλειωτα κοπάδια απλώνονται, ελαιοπερίβολα με φυλλωσιές που αντανακλούν πανηγυρικά την Άνοιξη, την Άνοιξη που έψαξες, την Άνοιξη που έπλεξες με τις βελονιές μουντών Γενάρηδων, το χέρι, ουρανός έναστρος, προσωρινός σαν ευτυχία, παντοτινός σαν σπινθηροβόλας  θλίψης νεφέλωμα, ισόβια σκεπή των ποιητών,  η ψυχή σου ανοίγει, μπουμπούκι που γίνεται άνθος, πίνει ουρανό, τον ουρανό που εσύ πέτυχες, κατόρθωμα, άθλος, καλά κάνεις και νιώθεις υπερήφανος, συνέχισε να νιώθεις υπερήφανος, της το είχες υποσχεθεί, με στίχους που χάθηκαν προσωρινά εδώ για να βρεθούν οριστικά παντού, γι’ αυτό δεν τους κλαις, θα συναντηθείτε πάλι, το έχετε υποσχεθεί, εσύ σε αυτούς, αυτοί σ’ εσένα,  όποιο ταξίδι κι αν σε διεκδικήσει από δω και πέρα θα τους βρεις να ανοίγουν και να φωτίζουν τις διαδρομές σου, μικρές ή μεγάλες, ουρανός,  γίνεσαι ίδιος μ’ αυτόν, αυτός ίδιος με σένα, ποιος καθρεφτίζει ποιον,  το χέρι, σπορά φωτός στα σκληρά πετρώματα της μοίρας, σπορά υπομονής, φτάνει ο καιρός του πλούσιου θερισμού, θα γεμίσουν οι αποθήκες, θα πεθάνει η ασιτία, γενιές αμέτρητες θα αναχαιτίσουνε τους   λιμούς που φαντάζουνε μοιραίοι κι αναγκαστικοί,  δικαιώνονται  τα παράδοξα όνειρα, τα ανεξήγητα όνειρα, εξηγούνται απόψε, όπου νερά και άλογα, άλογα μαύρα, στιλπνά, ρωμαλέα, βαρβάτα, περήφανα, αχαλίνωτα, νερά γάργαρα, κρυστάλλινα νερά, γάργαρα νερά, ποιητικά νερά, όπου νερά και άλογα, λοιπόν,  ερχόντουσαν στα χέρια σου χωρίς να τα περιμένεις κι ενώ γύρω απλωνόταν μια ησυχία σαν φρεσκοπλυμένο σκέπασμα, ησυχία βαθιά όπως τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού που έμελλε να ταραχτούν συθέμελα από την έλευση του Απρόσμενου, κεντημένη με τραγούδια τζιτζικιών, δώρα που κάποια στιγμή θα έβρισκες πως τα αξιοποιήσεις, ωστόσο αναρωτιόσουν, απορούσες, μονολογούσες, σαν να μην επέτρεπες στον εαυτό σου να δεχτεί πως είναι άξιος για τέτοιες εύνοιες, όνειρα είπαμε, ανέβα στο μαύρο άλογο και φύγετε μαζί σαν σαϊτιές στα σιτοχώραφα, ψάξτε τον Δράκοντα τώρα που κρυμμένος τρώει την ουρά του, χτύπα τον, τώρα που είναι υπνωτισμένος από την πολύ σιγουριά, από την ξέχειλη αυτοπεποίθηση, ανέβα στα νερά και φύγε, απλώσου σε κόλπους ειρηνικούς, ειρηνικούς κόλπους, σε βάθη ναυαγίων που μετατράπηκαν σε μαγευτικές πολιτείες που περιμένουν να κατοικηθούν, που προσμένουν τους κατοίκους και τους ταξιδιώτες των ονείρων τους, δώσε

.

David Martiashvili - Tutt'Art@ (15)

.

και σε μας λίγη ειρήνη, στείλε κάτι, πες κάτι, γράψε κάτι, κράτα μας, σώσε μας,   ράντισε την καρδιά μας με την ειρήνη που την ζητάμε χρόνια, όνειρα που σε είδανε στο όνειρο τους, σε φοβηθήκανε, τους αιφνιδίασες, περιμένανε ένα παγόνι αλαζονείας, έτοιμα να του ρίξουν, να δούνε τα πούπουλα του να σκορπάνε ματωμένα στον αέρα,  αλλά έπεσαν πάνω σε έναν βράχο σοβαρότητας, ένα άγαλμα μικρό με ίσκιο απέραντο που απλώνεται σε καιρούς πέρα από τους δικούς τους, προσφέροντας άφθονη προστασία από νοσηρές ζέστες,  David Martiahsviliτο χέρι ήρθε, είναι εδώ, θα απαντήσει, αργά ή γρήγορα, θα λύσει όλα τα αινίγματα, της ύπαρξης, της ζωής, του θανάτου, όταν αυτός δεν έρχεται σαν λύση και απάντηση, της ανατριχίλας των σιωπών που γίνηκε Ποίηση, Ποίηση όχι με λέξεις, με τον ιδρώτα των χεριών, ναι, με το ξεραμένο σάλιο, ναι, με μια δίχως προσδοκίες αναμονή, ναι, με την ακινησία ενός χρόνου παχύδερμου κι ανάλγητου, ναι, με την ξεριζωμένη καρδιά της ελπίδας, ναι, με τα μαστιγώματα των φόβων, ναι, όχι με μελάνι, όχι να οδηγείς εσύ τις λέξεις τραβώντας τες απ’ τα μαλλιά, να σε πηγαίνουν εκείνες, ατόφια Ποίηση, όπως τα όνειρα που κάποια στιγμή συναντιούνται με τις ερμηνείες τους, και εγένετο Φως, σκοτεινό Φως, φωτεινό Φως, Φως, γέννηση, ξεκουράσου πάρε μια ανάσα, μη βιάζεσαι, μη σπαταλάς τις όποιες δυνάμεις σου έμειναν, περίμενε μια στιγμή, θα πεις όσα θέλεις, θα προλάβεις, καμία πίεση πλέον από πουθενά, κανένα άγχος, θα ακούσεις τη μουσική, θα σε ακούσει η μουσική με μεγάλη προσοχή, τις φράσεις που ίσως νομίζεις πως δεν μπορείς να διαθέσεις, αυτές έρχονται συνήθως μόνες, εκείνες διαλέγουν ποιος τις γράφει, ποιος τις λέει, απρόσκλητες, με τέτοια κόλπα η Ποίηση μας αγαπά και μας αποσπά ισόβιους όρκους υποταγής στην ελευθερία της, η Ποίηση, χέρια μαμής τα χέρια της, από το αιδοίο του τίποτα φέρνει μπροστά στα μάτια σου ένα κλαψιάρικο σύμπαν που θα σου κάψει τα μάτια και θα σε κηδεμονέψει, φυσικά και δεν είσαι μόνος,  από τη φυγόπονη  μήτρα του τίποτα ξάφνου πολύτεκνος και ζάμπλουτος, σου ’ρχεται να το βάλεις στα πόδια, όπου κι αν πας τα πλούτη, οι στίχοι σου, σκιά σου,  εκείνοι οι στίχοι που κανείς δεν διάβασε, εκείνοι οι στίχοι που σε γράψανε και σε κάνανε παντοτινό, έρχονται ξοπίσω σου, κυνηγητό κυκλικό, μέχρι που είναι άγνωστο ποιος κυνηγάει ποιον, ποιος συνοδεύει ποιον, ποιος είναι ο μπροστά και ποιος ο πίσω, αποδέχεστε ο ένας τον άλλον, και η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού γίνεται σελίδα γεμάτη ανορθόγραφους στίχους και μουντζούρες από χρυσάφι, τόνοι, πνεύματα, υπογραμμίσεις από χρυσάφι,  το χέρι, ησύχασε, είναι εδώ, ησύχασε, το χέρι της, εδώ, κοντά σου, για πάντα, με υπομονή που τεντώνεται και φτάνει πέρα από το χρόνο, πέρα  από το θάνατο, δεν μπόρεσε να το κρατήσει τίποτα μακριά σου, ούτε σπαθιά ούτε κακές, μοχθηρές, γλωσσίτσες  που κόκαλα δεν έχουν και κόκαλα τσακίζουν, πιες το νερό του και ησύχασε, ανθισμένα τοπία, μεγαλώσανε μαζί σου κι είναι έτοιμα να δεχτούνε μέσα τους τις μεγάλες σου βόλτες,  χέρι καλλίφωνο, το τραγούδι, άκου, είναι για σένα, όσο κι αν δεν θέλεις να το πιστέψεις, είναι για David Martiashvili  σένα, η μουσική σε αγαπάει, σε αγαπάει και σου το λέει με όλες της τις νότες, ψηλές, χαμηλές, βαθιές, βαθύτερες, βαθύτατες, όχι μόνο σε αγαπάει, σε λατρεύει, την αφήνεις να σε χαϊδέψει, να σε γιατρέψει, είναι η γιατρειά, ανέκαθεν αυτή ήταν η γιατρειά, πριν, τώρα, αύριο, πάντα, μια μουσική σε πεντάγραμμα αγάπης, κάποτε θα γίνει κοινή συνείδηση κι αυτονόητη θεραπεία, είσαι ο εκλεκτός της μουσικής, μουσική και αγάπη, θα σκεφτείς πολύ την αγάπη σήμερα, θα σε σκεφτεί πολύ η αγάπη σήμερα, απόψε,   με μια φωνή που βγαίνει από βυθούς ανεξερεύνητους, κανείς δεν τόλμησε ούτε θα τολμούσε ποτέ να τα ψάξει, από ένα σπηλαιώδες παρελθόν  όπου πρόγονοι αποθήκευαν τα πιο πολύτιμα αγαθά για να τραφούν και να τα διαιωνίσουν, και να θρέψουν, πεινασμένες ψυχές και στόματα, σταλαχτίτες  που γίνανε αμυντικά όπλα, σπάνια διακοσμητικά, κολώνες μελλοντικών μεγάρων και κεκλιμένων οραμάτων, σταλαγμίτες που κρεμάστηκαν πάνω από  διψασμένα σώματα και τα ξυπνήσανε για πάντα, τους θυμίσανε την πείνα τους, τη δίψα τους, να τρως, να πίνεις, να ντύνεσαι σωστά, να προσέχεις τον εαυτό σου, να αγαπάς, να αγαπάς πολύ, να αγαπιέσαι, να πίνεις όλη σου την αγάπη μέχρι τελευταίας σταγόνας, κάθε πρωί, κάθε μεσημέρι, κάθε βράδυ, τρεις φορές την ημέρα, χίλιες φορές το λεπτό, ν’ αφήνεις τους ύπνους μισούς και να το κάνεις, για να μεγαλώσεις, να γίνεις άντρας, για να μην είσαι  εσύ αυτός που θα μείνει μισός, να ντύνεσαι, όχι μόνο σωστά αλλά και ζεστά, να προσέχεις το κρύο, καραδοκεί, Χειμώνα, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Άνοιξη, ειδικά την Άνοιξη που μπορεί να ξεγελαστεί ο καθένας, ακόμη και ο πιο καχύποπτος, ψάχνει διόδους, το κρύο, ψάχνει ρωγμές, ψάχνει ελλείμματα αγάπης, ψάχνει άδεια βλέμματα, χρόνο πεταμένο στα σκουπίδια, ψάχνει υποχωρήσεις, ψάχνει ακούραστα, καραδοκεί, σαν κυνηγός, ψάχνει μισούς ανθρώπους, ανθρώπους κλάσματα,  για να τους αποτελειώσει, να τους κλειδώσει στο μηδέν,  διαιρεί, αφαιρεί, διαλύει, ισοπεδώνει, ροκανίζει, κατασπαράζει, το κρύο, μέσα στα όνειρα, έξω από αυτά, ψάχνει, περιμένει κι όταν σε βρει γυμνό από τα φυλαχτά της αγάπης, πατά τη σκανδάλη, καθοδηγεί τα σκάνδαλα, και εφορμά, να πάρει τη θέση του, να κάψει, να μην αφήσει τίποτα όρθιο, να σφάξει γυναικόπαιδα, να πιει αίμα, το κρύο, ενίοτε με προσωπίδες ομορφιάς κι αθωότητας, με «δήθεν» και  «διότι», φυλάξου από τα μελίρρυτα τέρατα,  το κρύο, φόρα τα μάλλινα, ζεστά λόγια, όλα τα στολίδια της αγάπης, μην τα βγάλεις στιγμή, άτιμο πράγμα, το κρύο, μελανιάσματα βαθιά, κρυοπαγήματα,  που θα τα σβήσει το χέρι, θα τα διώξει αμέσως από πάνω σου…..      

 David Martiashvili

  Το χέρι. Όταν το τραγούδι του τελειώσει, μέσα σε βροχή λυγμών- επιτέλους!-  κι αφού προηγουμένως θα έχει διασχίσει πορφυρούς αιώνες, κι αφού προηγουμένως θα έχει γεμίσει με γαλάζια παράθυρα τούτη τη μέγγενη των τοίχων, κι αφού προηγουμένως θα έχει κεντήσει με φιλιά παγερούς εφιάλτες  μετατρέποντας τους σε φλογερά ηλιοβασιλέματα,  θα σου φέρει τα φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Τα φρεσκοπλυμένα. Τα πεντακάθαρα. Τα καινούργια. Τα επίσημα. Τα εορταστικά. Ρούχα που σε περιμένανε καιρό και μέσα από την αναμονή τους γίνανε εξ ολοκλήρου από ατόφιο μετάξι. Ρούχα που τα περίμενες καιρό και μέσα από την αναμονή σου έγινες κι εσύ από το ίδιο υλικό. Ατόφιο μετάξι. Θα πετάξει τη παλιά ενδυμασία που κρύβεται πίσω από τούτο το χρώμα που υποδύεται το λευκό-και δεν είναι. Θα σε απαλλάξει. Και θα σ’ αλλάξει. Θα σε ντύσει με την προσοχή που δίνουμε όταν ασχολούμαστε με τα ακριβά, εύθραυστα υλικά. Πειθήνια και χαρωπά θα δεχτείς τις υπηρεσίες του, όπως όλα του τα Δώρα έως τώρα. Αυτό μπορείς να το πεις και ευτυχία.  Θα σε στολίσει. Ευτυχία. Θα σε σηκώσει. Ευτυχία. Θα πιάσει το χέρι σου απαλά. Ευτυχία. Το χέρι στο χέρι σου.  Ευτυχία. Όχι σαν έξαρση, σαν αιφνίδιος πίδακας με συγκεκριμένο χρόνο λήξης. Αλλά σαν ατέρμονο λιβάδι  που θα σε καλεί επίμονα έτοιμο να  δεχτεί τον παντοτινό σου περίπατο. 

  Θα σε βοηθήσει να σηκωθείς. Όρθιος, σπαθένιος, κοφτερός, ακμαίος. Καινούργιος. Και έτσι πατώντας ελαφρά σε ένα δρόμο που θα αχνίζει ζεστό Φως,  θα σε οδηγήσει σε ένα λαμπερό  ξωκλήσι- αυτό είναι πραγματικό λευκό. Όλων των Θεών, όλων των Αγίων, όλων των δακρύων. Σε ένα ναό Αγάπης. Καθώς τα κρύα των Απρίληδων θα σβήνουν,  εσύ θα ελευθερώνεσαι, όλα ζεστό Φως θα γίνονται, το χέρι θα ακουμπήσει στα φτερά της ψυχής σου το πλέον ώριμο  μυστικό του. Το μυστικό που θα τ’ ανοίξει και θα τα βοηθήσει να πετάξουνε  δίνοντας της τη δυνατότητα να πετάξει, χωρίς περιττούς θορύβους,  προς τα κει που πάντα κοίταζε. Δικαιοσύνη, διόρθωση επίγειων αδικιών – σ’ αφήνουν αδιάφορο όλα αυτά.

   Πτήση κουρασμένη, αργή. Προς ένα Φως που μόνο να την ευνοήσει μπορεί.  Όπως όταν είχες τελειώσει κάποιο σου πόνημα και με μισόκλειστα από ικανοποίηση μάτια το διαβάζεις βάζοντας τις τελευταίες, ράθυμες  πινελιές. Γιατρεμένος και όμορφος.

Καλή ξεκούραση. 

(Απόσπασμα)

Artwork: David Martiahsvili

Στη μνήμη του Γεώργιου Βιζυηνού

Kάπως έτσι φαντάστηκε ο Στέργιος Ντέρτσας τις τελευταίες στιγμές του Γεώργιου Βιζυηνού. Τον ευχαριστώ που μου εμπιστεύτηκε το κείμενό του και μου έδωσε την άδεια να το δημοσιεύσω.

.

.

   

 

Ιβάν Τουργκιένιεφ, Ανοιξιάτικα νερά

Jean-François Segura

H ορχήστρα έπαιξε την ουβερτούρα από τους «Γάμους του Φίγκαρο»… Η αυλαία σηκώθηκε, το έργο άρχισε.

Ήταν ένα από τ’ αμέτρητα πρωτόγονα έργα, όπου πολυμαθείς συγγραφείς, και σε νεκρή γλώσσα, προσεκτικά αλλά αδέξια, αναπτύσσανε μια «βαθιά» ή «επίκαιρη» ιδέα, παρουσίαζαν τη λεγόμενη τραγική σύγκρουση και προκαλούσαν μια πλήξη… ασιατική, όπως είναι η ασιατική χολέρα. Η Μαρία Νικολάγιεβνα άκουσε, χάνοντας την υπομονή της, τη μισή πράξη, μόλις ο πρώτος εραστής, ο ζεν πρεμιέ, μαθαίνοντας την προδοσία της αγαπημένης του (φορούσε κανελιά ρεντιγκότα με μανίκια «μπουφάν» και πλισέ γιακά, ριγωτό γιλέκο με σεντεφένια κουμπιά, πράσινο παντελόνι με λουστρινένιες στόφες και καστόρινα γάντια), τη στιγμή που αυτός ο εραστής, με τις δυο γροθιές του στο στήθος και στους αγκώνες μπροστά, σε οξεία γωνία, άρχισε να ουρλιάζει σαν κανένα μαντρόσκυλο – η Μαρία Νικολάγιεβνα δεν κρατήθηκε: O τελευταίος γάλλος ηθοποιός, στην τελευταία επαρχιακή πόλη, παίζει πιο φυσικά και πιο καλά από την πρώτη γερμανική αυθεντία, φώναξε αγανακτισμένη, και πέρασε στο σαλονάκι. Ελάτε από δω, είπε στον Σάνιν, χτυπώντας με το χέρι στον καναπέ πλάι της. Καλύτερα να φλυαρήσουμε. Jean-François SEGURA

Η Μαρία Νικολάγιεβνα τού ’ριξε μια ματιά.

– Είστε, βλέπω, αρνάκι! Με τη γυναίκα σας θα τα πάτε μια χαρά. Αυτός ο γελοίος, συνέχισε δείχνοντας με τη βεντάγια της τον ηθοποιό που ούρλιαζε (έκανε τον οικοδιδάσκαλο), μου θύμισε τη νεανική μου ηλικία: ήμουν κι εγώ ερωτευμένη με το δάσκαλό μου. Ήταν το πρώτο μου… όχι, το δεύτερο πάθος μου. Την πρώτη φορά είχα ερωτευτεί έναν υπηρέτη του μοναστηριού Ντοσκόι. Ήμουν τότε δώδεκα χρονών. Τον έβλεπα μόνον κάθε Κυριακή. Φορούσε ένα βελούδινο φελόνι, μύριζε λεβάντα, περνούσε με το θυμιατό μεσ’ απ’ το πλήθος, κι έλεγε στα γαλλικά «παρντόν, εξκιουζέ» – και ποτέ δεν σήκωνε τα μάτια∙ και οι βλεφαρίδες του ήταν να: τόσες! κι έδειξε στον Σάνιν το μισό μεσαίο δάχτυλο «κόβοντάς» το με το νύχι του μεγάλου. Το δάσκαλό μου τον έλεγαν monsieur Gaston. Πρέπει να σας πω ότι ήταν ένας πολύ μορφωμένος και πολύ αυστηρός άνθρωπος, Ελβετός – και πολύ δραστήριος. Φαβορίτες μαύρες σαν πίσσα, ελληνικό προφίλ – και χείλη από χυμένο σίδερο! Τον φοβόμουν! Σ’ όλη μου τη ζωή μόνον αυτόν τον άνθρωπο φοβόμουν. Ήταν οικοδιδάσκαλος του αδερφού μου και αργότερα πέθανε… πνίγηκε. Μια τσιγγάνα μού είπε πως η μοίρα μου είναι να πεθάνω από βίαιο θάνατο – μα αυτό είναι ανοησία. Εγώ αυτό δεν το πιστεύω.

.

Jean-François Segura .

Για φανταστείτε τον Ιπόλιτ Σιντόριτς να κρατεί στιλέτο, ε; – Μπορεί να πεθάνει κανείς όχι μόνο από στιλέτο. – Αυτά όλα είναι ανοησίες! Εσείς είστε προληπτικός; Eγώ – καθόλου! Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει. Ο monsieur Ganston έμενε στο σπίτι μας, σ’ ένα δωμάτιο ακριβώς πάνω από το δικό μου. Ξυπνούσα τη νύχτα και άκουγα τα βήματά του –γύριζε πολύ αργά στο σπίτι–, και η καρδιά μου να παγώνει από σεβασμό… ή από κάτι άλλο. Ο πατέρας μου ίσια που ήξερε να διαβάζει, αλλά εμείς είχαμε καλή ανατροφή. Το ξέρετε πως τα καταφέρνω και στα λατινικά; Jean-François SEGURA 802

Eσείς, στα λατινικά;

   –Ναι, εγώ. Μου τα  ’μαθε ο monsieur Ganston. Έχω διαβάσει μαζί του όλη την «Αινειάδα». Βαρετό κείμενο, μα έχει και καλά σημεία. Θυμόμαστε τη Διδώ με τον Αινεία στο δάσος… – Ναι, ναι, θυμάμαι, βιάστηκε να πει ο Σάνιν. Είχε ξεχάσει από πολύ καιρό τα λατινικά του, και στην «Αινειάδα» ήταν πολύ κουμπούρας. Mαρία Νικολάγιεβνα τον κοίταξε λοξά και από χαμηλά, όπως συνήθιζε. – Μα μη νομίσετε πως είμαι καμιά πολύ μορφωμένη. Αχ, Θε μου, όχι δεν είμαι μορφωμένη και δεν έχω κανένα ταλέντο. Μόλις και τα καταφέρνω να γράφω… σωστά∙ να διαβάζω δυνατά δεν μπορώ∙ ούτε στο πιάνο να παίζω, ούτε να ζωγραφίζω, ούτε να κεντώ – τίποτα! Nα – αυτή είμαι!

Eδώ άνοιξε τα χέρια.

.

Ιβάν Τουργκιένιεφ, Ανοιξιάτικα νερά, σελ. 145-147, Μτφρ.: Αντρέας Σαραντόπουλος,  Eκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1990

.

Πίνακες: JeanFrançois Segura

.

 

 

Παναγιώτης Τριτάρης, Αρσενοκοίτης

Δεν πεθαίνεις από θάνατο αλλά από το γένος, η φυλή σου χαρίζει τον θάνατο που αξιώνεσαι, τον συναντάς κάποια στιγμή της ζωής σου, ο δικός μου ήρθε νωρίς, παιδί ήμουν ακόμα όταν σμίξαμε, ένας γέρος κίναιδος ήταν ο δικός μου θάνατος, ξεδοντιάρης και λιγδερός, ένας όχλος σάρκας, που βάδιζε με μία ηδύφοβη επισημότητα και έσερνε πίσω του ένα καρότσι φορτωμένο με ματωμένες προβιές αρνιών, ήρθε ύπουλα, εκεί, στην πίσω αυλή του σχολείου, με στρίμωξε στον τοίχο, το χέρι του σκληρό ανάμεσα στα πόδια μου, έσφιξε δυνατά όχι για πόνο αλλά για φόβο, τραβήχτηκα, πίεσε ακόμα περισσότερο, πλησίασε στο αυτί μου, πονάς γλυκό μου; με γλύκανε με χνώτο σαπισμένο, πονούσα, αλλά έλαμπα, με άφησε, φύγε τώρα, έτρεξα, τρέξε τώρα, γελούσε δυνατά, κάποτε πάλι θα έρθεις, θα έρθω, θυμάμαι τον παπά στην εξομολόγηση, παραμονή του Αγίου Δημητρίου, θυμάμαι καλά τα λόγια του, να μην το ξανακάνεις μου είπε και θα συγχωρεθείς, να τον αποφεύγεις από εδώ και εμπρός, και να μην χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη που ακούς από τους άλλους, τα Ευαγγέλια τους λένε αρσενοκοίτες, αρσενοκοίτης είναι ο ταλαίπωρος, αυτά μου έλεγε, και τα χέρια του κάτασπρα και φροντισμένα μέσα από τα μαύρα ράσα ανεβοκατέβαιναν στο εσωτερικό των μηρών μου.

Πίνακας: Jonas Burgert

.

.

 

 

George Le Nonce, Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας (e-περιοδικό Unfollow)

Donald .

Εἰλικρινά, δὲν ξέρω τί εἶναι πιὸ χυδαῖο: ἡ ὑβριστικὴ ρατσιστικὴ καφενειακὴ συνομιλία στὸ ραδιόφωνο τοῦ Ἄλφα μεταξὺ τοῦ Βερύκιου καὶ τοῦ Σταυρόπουλου ἢ ἡ μελετημένη δήλωση δῆθεν μετανοίας ποὺ ὁ πρῶτος ἀνήρτησε στὸ facebook.

.

Στὴν ραδιοφωνικὴ συνομιλία ἀναπαράγονται ἀνενδοίαστα καὶ προκλητικὰ σχεδὀν ὅλες οἱ δομικὲς συνιστῶσες τοῦ πιὸ πρωτόγονου ρατσιστικοῦ ὁμοφοβικοῦ λόγου τῶν τελευταίων ἑκατὸ ἐτῶν τοὐλάχιστον. Στὴν φεησμπουκικὴ ἀνάρτηση, ὁ Βερύκιος ἐπιχειρεῖ (μὲ ὑστερόβουλη πρόθεση προφανῶς καθὼς τὸ θέμα φαίνεται νὰ παραπέμπεται στὸ πειθαρχικὸ τῆς ΕΣΗΕΑ, ἀλλὰ καὶ στὴ δικαιοσύνη πλέον) νὰ δώσει τὴν ἐντύπωση ὅτι μεταμελεῖται, ἐνῶ συγχρόνως κλείνει τὸ μάτι στὶς ἀγέλες τῶν ὁμοφοβικῶν ποὺ παρακολουθοῦν μὲ αὐτοσυγχαρητήρια εὐχαρίστηση τὶς ἐκπομπές του.

.

Donald

.

ἀνάρτηση στὸ φέησμπουκ δὲν ἐκφράζει στὴν πραγματικότητα καμμιὰ μεταμέλεια καὶ δὲν ζητεῖ συγγνώμη. Τιτλοφορεῖται εἰρωνικὰ «δήλωση μετανοίας», μὲ εἰσαγωγικά, τὰ ὁποῖα δὲν εἶμαι καθόλου βέβαιος ὅτι τέθηκαν ὡς ἐκ τῆς ἀγραμματοσύνης τοῦ γράφοντος, ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ νὰ τονίσουν τὴν εἰρωνεία. Καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς δήλωσης δῆθεν μετανοίας ἀναπαράγει τὰ στερεοτυπικὰ ὁμοφοβικὰ φληναφήματα γιὰ τὰ ὁποῖα ὑποτίθεται ὅτι ζητεῖ συγγνώμη μὲ πιὸ προσεκτικό, δηλαδὴ πιὸ πονηρό, τρόπο ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ συνομιλία. Ξεκινᾶ μὲ τὴ δήλωση ὅτι ὁ συντάκτης της δὲν εἶναι ὁμοφοβικός, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ δήλωση, πέραν τῆς αὐταπόδεικτης κενότητας τοῦ περιεχομένου της, γίνεται σὲ ὕφος εἰρωνικό, σχεδὸν γκροτέσκο. Στὴ συνέχεια, διαστρεβλώνει τὰ πραγματικὰ γεγονότα μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι τὸ σχόλιο ἔγινε μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐμπλοκὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ χλευαζόμενου στὴν πολιτική, χωρὶς νὰ σημειώνει ὅτι ἡ «ἐμπλοκὴ τοῦ ὀνόματος» ἔγινε χωρὶς τὴ συγκατάθεση, οὔτε κἂν τὴν γνώση, τοῦ χλευαζόμενου, ὅτι ἡ ἐπίθεση ἀπὸ τὸν Βερύκιο καὶ τὸν Σταυρόπουλο ξεκίνησε ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ χλευαζόμενος ἁμύνθηκε στὴν χρήση αὐτὴ τοῦ ὀνόματός του καί, τὸ κυριότερο, ὅτι ὁ χλευασμὸς στόχευσε ἐξαρχῆς καὶ ἀποκλειστικὰ στὴν σεξουαλικὴ ταυτότητα καὶ ὄχι στὶς πολιτικὲς ἀπόψεις τοῦ ἀνθρώπου.

μέσως μετά, ἡ δήλωση μὴ μετανοίας περνᾶ στὴ σφαίρα τοῦ παραλόγου μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι τὰ σχόλια στὴν ἐπίμαχη ἐκπομπὴ (γιὰ νὰ μὴν ξεχνιόμαστε: περὶ κυραυγουστίνας, περὶ δαχτυλακίων, περὶ παρθενοπόπης, περὶ καιομένων πισινῶν, περὶ δικτατορίας τῶν gay, περὶ θηλυκῶν κορμιῶν καὶ μυαλῶν) δὲν εἶχαν πρόθεση νὰ μειώσουν ὡς ἄτομο ἢ ὡς gay τὸν κύριο Κορτώ! Donald Roller Wilson (20)Ἀλλὰ τότε, ἀναρωτιέται κανείς, τί πρόθεση εἶχε ὅλη αὐτὴ ἡ ὁμοφοβικὴ χυδαιολογία; Καμμία, φαίνεται νὰ ἀπαντᾶ ὁ κύριος Βερύκιος, εἶναι ἁπλῶς μιὰ «πολιτικὴ πρόζα» ποὺ κάνει χρόνια τώρα χωρὶς κανεὶς νὰ τὴν παρεξηγήσει. Φαντάζομαι ὅτι ἐννοεῖ μὲ τὸν ἀκατανόητο ὅρο «πολιτικὴ πρόζα» κάποιο εἶδος κενῆς περιεχομένου παρλάτας, ἡ ὁποία ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἔχει περιεχόμενο δὲν ὑπόκειται σὲ κριτική, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ δὲν ὑπόκεινται σὲ κριτικὴ οἱ κρωγμοὶ τῶν κοράκων. Βεβαίως, οἱ κόρακες δὲν κρώζουν σὲ ραδιοφωνικὲς ἐκπομπές καὶ δὲν πληρώνονται γιὰ τοὺς κρωγμούς τους, ἀλλὰ τὸ χειρότερο ἐδῶ εἶναι ἡ ὑπόνοια ὅτι ἔχει γίνει πολλὴ φασαρία γιὰ τὸ τίποτα, ὅτι βρέθηκαν κάτι ὑπερευαίσθητοι καὶ γκρίνιαξαν γιὰ μιὰ «πολιτικὴ πρόζα» ἀπὸ αὐτὲς ποὺ δεκαπέντε χρόνια τώρα διαπράττει ὁ Βερύκιος καλῇ τῇ πίστει καὶ δὲν ἀνοίγει ρουθούνι. Δηλαδή, δὲν μὲ καταλάβατε, μᾶς λέει, ἐγὼ ἁπλῶς κενολογῶ μὲ ἀγαθὲς πάντα προθέσεις, ἐσεῖς εἶστε ὑπερβολικοὶ καὶ παρεξηγιάρηδες!DONALD κατακλείδα τῆς δήλωσης μὴ μετανοίας εἶναι, ὅμως, κατὰ τὸ βερυκικῶς λεγόμενο, ὅλα τὰ λεφτά! Λυπᾶται εἰλικρινά, μᾶς λέει ὁ κύριος Βερύκιος. Ἀλλὰ λυπᾶται γιὰ τὴν «παρεξήγηση», ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο. Ζητεῖ, δέ, συγγνώμη, ἀπὸ τοὺς ὁμοφυλόφιλους, διότι προφανῶς οἱ μὴ ὁμοφυλόφιλοι δὲν ἐνοχλοῦνται, δὲν διανοεῖται ὁ κύριος Βερύκιος ὅτι μπορεῖ νὰ ἐνοχληθοῦν ἀπὸ τὰ δῆθεν κενὰ νοήματος φασιστικὰ παραληρήματα. Ὓστερα κλείνει ξανὰ καὶ τὸ μάτι στὶς ὁμοφοβικὲς ἀγέλες ποὺ θαυμάζουν τὴν «πολιτικὴ πρόζα» του, ἀναφερόμενος σὲ φανεροὺς καὶ κρυφοὺς ὁμοφυλόφιλους. Τέλος, γιὰ νὰ μὴ μένουν ἀμφιβολίες σχετικὰ μὲ τὴν βαρύτητα ποὺ θεωρεῖ ὁ ἴδιος ὅτι ἔχει αὐτὸ ποὺ οἱ ὁμοφυλόφιλοι (καὶ μόνο, κατὰ τὴν ἐκφρασθείσα ἄποψή του) θεωροῦν σφάλμα του, χαρακτηρίζει τὴν χυδαιότητά του «φραστικὴ ραδιοφωνικὴ ἀκρότητα» καὶ μὲ χιουμοράκι ζητεῖ ἐκ νέου συγχώρεση, φροντίζοντας νὰ αὐτοπαινευθεῖ καὶ πάλι, ὡς γενναῖος ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀναγνωρίζει καὶ νὰ διορθώνει τὰ λάθη του. Καὶ ἂς μὴν ἔχει ἀναγνωρίσει καὶ ἂς μὴν ἔχει διορθώσει τίποτα.

.

http://unfollow.com.gr/web-only/10953-met/

Σχόλιο: «Η ελεύθερη διακίνηση ιδεών και η ελευθερία της έκφρασης», τουτέστιν η προσβολή προσωπικότητας,  διά μέσου του ψυχολογικού μηχανισμού της προβολής ή παρανοϊκών κατασκευών ή μεγαλομανούς παραληρήματος, ως φαίνεται, στο Ελλαδιστάν δεν εκτιμάται ως «αδίκημα». Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα και οι χυδαίοι εξίσου πολλοί, είτε δρέπουν ευτελείς δάφνες στο δημόσιο πλατό είτε σάπιες δάφνες στον ιδιωτικό χώρο. Ίσως η κίνηση του κ. Κορτώ, στην οποία άριστα προέβη, ζητώντας νομική κάλυψη, να είναι και μία αρχή ή μία ακόμη επισήμανση, για όσους δεν το έχουν κατανοήσει, ότι το κόστος αυτής της ελευθεριότητας είναι μεγάλο, και μάλιστα σε οικονομικό επίπεδο. Η ηθική σε αυτές τις περιπτώσεις, έτσι και αλλιώς, απουσιάζει από το σύστημα αξιών του θύτη. Για να υπάρξει ηθική, πρωτίστως πρέπει να υπάρχει εσωτερικό όριο, που την ορίζει και την καθορίζει. Donald Και το σχόλιο δεν αφορά αποκλειστικά τους ομοφυλόφιλους, θύματα του ακατανόμαστου «δημοσιογράφου» στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά κάθε κατάπτυστο, ο οποίος, αποδεδειγμένα, είτε κινείται σε δημόσιο είτε σε ιδιωτικό χώρο, απλώς, επειδή νομίζει, θέλει να νομίζει, βολεύεται να νομίζει και ηδονίζεται να νομίζει, ως μικρόνους αφενός και  ψυχικά άρρωστος αφετέρου,  προσβάλλει και επιτίθεται με ευτελή τρόπο σε οποιοδήποτε πρόσωπο και για οποιαδήποτε αιτία. Το μόνο πρόσκομμα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι το κόστος των νομικών εξόδων είναι μεγάλο και κάποτε αποτρεπτικό. Σε διαφορετική περίπτωση, ο νόμος ως τρίτος έρχεται να υπενθυμίσει και να βάλει το όριο, το οποίο και εσωτερικά απουσιάζει. Σε απλά ελληνικά, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας είναι αυτό που θα ονομάζαμε «χύμα στο κύμα» και τα παραδείγματα είναι καθημερινά και σαφώς απογοητευτικά, διότι όχι μόνον επιβεβαιώνουν αλλά και αντανακλούν το αρρωστημένο σύστημα μίας ολόκληρης χώρας. 

.

.

Πίνακες: Donald Roller Wilson

.

.

 

Χάρης Μελιτάς, Η εκποίηση του ενεστώτος

Lev Kaplan

.

.

Πωλείται χρόνος
πλήρους απαξίωσης.
Κάτω του κόστους.

.

Χάρης Μελιτάς, Μαύρη σοκολάτα, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2011

.

Αrtwork: Lev Kaplan

 

Iφιγένεια Σιαφάκα, Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες

.

.

.

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα: κριτική, Διονύσης Μαρίνος, Τελευταία Πόλη (e-περιοδικό Στάχτες)

beksinski

http://staxtes.com/2003/?p=1927

Στην Τελευταία πόλη του Διονύση Μαρίνου, νουβέλα, παρακολουθούμε την πορεία μιας οικογένειας (πατέρα, μητέρας και ενός μικρού γιου) στο εφιαλτικό σκηνικό του εμφύλιου σπαραγμού, που διέγραψε από το χάρτη την παλιά Γιουγκοσλαβία. Τρεις νέοι άνθρωποι, πρόσφυγες,  «φαντάσματα ντυμένα με ξανθές προβιές», «τρία κεφάλια που προχωρούν σκυφτά και αλλοπαρμένα δίχως κανένα προορισμό μέσα σ’ αυτόν τον παρανοϊκό χαμό της ημέρας»  γίνονται οι ήρωες του σύντομου αφηγήματος. Ο Μαρίνος τους παρακολουθεί, αλλά δεν τους περιγράφει εγκεφαλικά και από απόσταση, αντίθετα τους ζωντανεύει. Με τη χειρουργική ακρίβεια του συγγραφέα, ο οποίος ακυρώνει τον «χρονολογικό» χρόνο της γραφής, φέρνοντας στην επιφάνεια τον προσωπικό χρόνο του γράφοντος, προσεγγίζει εκ των έσω με λεπτούς και ακριβείς χειρισμούς τα πρόσωπα, καθιστώντας μας κοινωνούς και συμπάσχοντες του ανθρώπινου μαρτυρίου. Στην προμετωπίδα άλλωστε του βιβλίου, δηλώνεται εξαρχής η πρόθεσή του –αποστολή μου είναι η διά της γραφής σταυρική ομιλία του ανθρώπου–,  με ένα απόσπασμα από την A´ Επιστολή προς Κορινθίους:  « (…) εάν το έργον τινός κατακαή, θέλει ζημιωθή, αυτός όμως θέλη σωθή, πλήν ούτως διά πυρός».

BeksinsiΤο βιβλίο δεν ενδιαφέρεται να κάνει ούτε πολιτικοοικονομικές προσεγγίσεις της σύρραξης ούτε να αποδώσει ευθύνες και απέχει πολύ από το να ενταχθεί στην κατηγορία του οποιουδήποτε είδους που ασχολείται με την Ιστορία, ανιχνεύοντας τις αιτίες, τις αφορμές και τα αποτελέσματα στην πολιτική σκηνή. Κέντρο είναι ο άνθρωπος ως θύμα των πολιτικών χειρισμών, ενώ ο πόλεμος συνιστά αφορμή για να ειδωθεί το ανθρώπινο τοπίο συνδιαλεγόμενο με το τοπίο της φρίκης και της βίας – ένα τοπίο που θα μπορούσε κάλλιστα είτε να μην ταυτοποιείται, διασχίζοντας έθνη και εποχές μέσα στο χρόνο, είτε να μεταλλάσσεται παίρνοντας μία διαφορετική μορφή σύγχρονης πολεμικής βίας,  όπως αυτής του οικονομικού πολέμου, που ζούμε όλοι μας σήμερα.

Η πλοκή είναι στοιχειώδης, όπως θα ανέμενε κανείς, σε ένα βιβλίο που ενδιαφέρεται να προσεγγίσει το χωρόχρονο, διαγράφοντας την πορεία των εσωτερικών τοπίων και των χρόνων των ηρώων ενταγμένων σε ένα εξωτερικό χωροχρονικό πλαίσιο παγιωμένο και αναλλοίωτο από την επαναληπτικότητα στιγμιοτύπων της ίδιας ακριβώς τάξεως, τα οποία μας επιτρέπουν να περάσουμε από το ένα πλάνο στο επόμενο, κρατώντας όμως αδιάρρηκτα τα δομικά στοιχεία που τα συγκροτούν σε ολότητα. 

Ο τόπος της μυθοπλασίας είναι κλειστός και συμπαγής, ο χρόνος εσωτερικά ακυρωμένος. Είτε μιλούμε για τους ήρωες είτε για το περιβάλλον τους. «Ο χρόνος δεν είχε πια κανένα νόημα γι’ αυτούς. Ήταν σαν παγωμένο φίδι που είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί σε μία απάνεμη γωνιά αδιαφορώντας για τις μέρες που περνούσαν και για τις νύχτες που γεννιόνταν από το δέρμα του ουρανού. Όλη αυτή η μονόδρομη αλληλουχία των λεπτών και των ωρών που κάποτε όριζε τη ζωή τους, τώρα ήταν απλώς ένα στοιχείο του δρόμου ανάμεσα στα πολλά που όφειλαν να προσέχουν».

beksinski imagesΑυτοί ακριβώς είναι οι δύο άξονες της μυθοπλασίας, που μπαινοβγαίνουν διαρκώς ο ένας μες στον άλλον: o άνθρωπος και η φύση, η φύση του ανθρώπου, η φύση ως αντανάκλαση του ανθρώπου: «κόλλησαν πάνω στον ισχνό κορμό του σαν ντροπαλές παραφυάδες/ όλος ο τόπος είχε γεμίσει από ροζιασμένες ρυτίδες που αναδύονταν από τη βάση τους καπνιά και όξος/Oι σκιές τους πλέον δεν ήταν σκιές ανθρώπων. Ήταν ρωγμές που ορθώνονταν ξέχωρες πάνω στο ερεθισμένο σώμα», και ο αναγνώστης δεν έχει παρά να παρακολουθήσει τη σκληρή ψυχική πορεία των ηρώων, ταυτιζόμενος, μέσα σ’ ένα τοπίο δαντικής κόλασης που δεν υπόσχεται διέξοδο.

beksinski1985_002276

Ο Μαρίνος, έχοντας φέρει στο προσκήνιο το μηχανισμό της ακύρωσης του άλλου ως υποκειμένου, μας καλεί να παρακολουθήσουμε και να ενθυμηθούμε το χρόνο της δικής μας ύπαρξης, το χρόνο όπου η Ανάγκη και η ζωώδης ανθρώπινη φύση είχαν την πρωτοκαθεδρία, προτού ο «πολιτισμός» μάς ονοματίσει επιθυμούντα υποκείμενα. Μήπως το απωθημένο επιστρέφει πάλι σήμερα, μήπως ο Άλλος εκπίπτει και επανέρχεται χωρίς κανένα όριο και με άλλη πλέον μορφή στο παγκόσμιο σκηνικό;  «O στρατιώτης τούς είπε αντίο σηκώνοντας ψηλά στον ουρανό το όπλο του και βγάζοντας μια πένθιμη κραυγή πληγωμένου θηρίου». Μήπως ο πολιτισμός είναι η μεγαλύτερη φενάκη που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα;  Kαι τι θέση έχει μέσα στη νουβέλα το όνειρο του πατέρα με την κανιβαλική θέση του απέναντι στο τσουκάλι όπου βράζουν τα κεφάλια της γυναίκας και του γιου του; «Kαι εκείνος όλο να ανακατεύει και να δοκιμάζει με την άκρη της γλώσσας του το νερό αν θέλει αλάτι ή λίγο παραπάνω λάδι. Όταν πλέον είναι σίγουρος πως το πράγμα βαίνει καλώς, χαιρετάει τα κεφάλια, κλείνει το καπάκι και… ξυπνάει». Ο  Μαρίνος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. 

Beksinski-x42Το τελικό αποτέλεσμα αυτού του συγκεκριμένου τεχνικού ξεδιπλώματος της αφήγησης, με την εναλλαγή και τη συνομιλία της εξωτερικής και της εσωτερικής πραγματικότητας,  που τηρείται από την αρχή έως το τέλος της νουβέλας, είναι η μοναδική ατμόσφαιρα που δημιουργείται και παίζει με όλες τις αισθήσεις: μουντά χρώματα, συριγμοί, υπόκωφοι κρότοι κι οσμές ενός ακινητοποιημένου χρόνου στον οποίο οι ήρωες ίσα που ανασαίνουν θάνατο σε μιαν ήδη πνιγηρή ατμόσφαιρα, στην πορεία τους να συναντήσουνε τη θάλασσα, μια μήτρα που θα τους προστατεύσει αλλά και που θα τους ακυρώσει την ίδια ακριβώς στιγμή.

beksinskiOΜε αυτόν τον τρόπο ο Μαρίνος δεν γράφει απλώς, αλλά δημιουργεί έναν τεράστιο πίνακα, που συνειρμικά με οδήγησε στους πίνακες του Beksinski. Το εξωτερικό τοπίο έχει γραμμές για να εντάξει όχι απλώς ανθρώπους αλλά όγκους σωμάτων. Το σώμα του ανθρώπου στο σώμα του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι περιγράφονται με ακρίβεια οι βιολογικές λειτουργίες σε σχέση με την ψυχική κατάσταση των ηρώων και σε συνδιαλλαγή με το φυσικό τοπίο.  Το τοπίο και το σώμα των ηρώων βρίσκεται σε διαρκή συνομιλία,  μπαινοβγαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο διά μέσου της γλώσσας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η καλή πεζογραφία και η ποίηση γράφονται με το σώμα επίσης ή καλύτερα από τον τόπο όπου το σώμα εγγράφεται μέσα στο κενό.

Ο Μαρίνος έχει το χάρισμα της γραφής, γνωρίζει τη μαγική λειτουργία των λέξεων και δεν διστάζει να τις χρησιμοποιεί, για να αναδείξει τους όγκους  που κάθε λέξη εγκιβωτίζει αποκλειστικά και μόνον όταν βρεθεί στο κατάλληλο γλωσσικό περιβάλλον. Βρισκόμαστε στη λογοτεχνία. Το κείμενο του Μαρίνου, κατά την άποψή μου, δεν είναι ποιητικό (όπως θα μπορούσε να ειπωθεί): είναι απλώς άκρως λογοτεχνικό κι εντάσσεται σε μία μακρά παράδοση λογοτεχνικής παραγωγής, που αφενός γνώριζε και αφετέρου σεβόταν τη λειτουργία της τέχνης του λόγου.

beksinski_obraz_wroclaw [data nieznana]H ακριβής περιγραφή, που αποφλοιώνει το «πράγμα» για να το επαναπροσδιορίσει με διαφορετικά μέσα, επιτρέποντάς του να μιλήσει μετουσιωμένο την πραγματικότητα που το όρισε ως τέτοιο, δεν είναι χαρακτηριστικό της ποίησης, είναι χαρακτηριστικό του ταλαντούχου γραφιά, είτε αυτός ονομάζεται πεζογράφος είτε ποιητής και ο οποίος  αγκιστρώνεται με την ευθύνη και τη συνείδηση, που το ταλέντο του χαρίζει, στο τέλος, στο σκοπό της λέξης του: «Ύστερα, καμπουριαστός και απόκοσμος, μια γιγάντια λερωμένη νυχτερίδα που ξελεπιάστηκε απ’ το κουκούλι της μέρας, χώθηκε σε μια σκουριασμένη τρύπα στην άκρη του λιμανιού και εκεί έμεινε στο βαθύ σκοτάδι μέχρι να έρθει να τον βρει το τέλος του». 

                                  Πίνακες: Beksinski

Τελευταία πόλη

Διονύσης Μαρίνος, Τελευταία Πόλη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012

.

.