.
.
.
.
.
.
Περνούν και προσπερνούν οι άνθρωποι γύρω μου.
Στέκονται για λίγο, με κοιτούν, χαμογελάν μ’ ένα βλέμμα αλλόκοτο
κι ύστερα περνώντας από δίπλα μου με σκουντάν στον ώμο, σαν από λάθος ή αδεξιότητα.
Μερικοί καμώνονται πως με ξέρουν κιόλας.
Σταματούν, μου δίνουν το χέρι, ρωτάν για την υγεία, τη διάθεσή μου, το πώς θα περάσω το απόγευμα
και μετά χαιρετούν χωρίς να σηκώσουν το βλέμμα και φεύγουν προς τα πίσω σαν κυνηγημένοι.
Είναι και μερικοί που τους γνωρίζω καλά.
Όταν τους συναντάω φοράνε πάντα μαύρα γυαλιά, καπέλο κι ένα σακάκι κουμπωμένο σφιχτά από μπροστά με το περίστροφο να φουσκώνει στην μέσα τσέπη.
Τους κοιτάω κατευθείαν στα μάτια. Κι αυτοί στέκουν ακίνητοι, σαν ατάραχοι λες.
Στην αρχή κάνουν πως δεν με γνωρίζουν. Κι όμως με γνωρίζουν καλά.
Είναι αυτοί που με διακόρεψαν και που ύστερα με γνώρισαν στους φίλους τους και στους φίλους των φίλων τους και βγάζαν λεφτά απ’ το κορμί μου.
Κι εγώ τους κοιτάζω κατάματα
κι αυτοί μη έχοντας τίποτ’ άλλο να κάνουν, με το κεφάλι πάντα ψηλά,
περνάνε δίπλα μου ξυστά και στρίβουν στη γωνία,
βαδίζοντας αργά αρχοντικά σαν να μην πέρασε ημέρα καμία
από κείνη την πρώτη τη φορά.
Με λεν Μαρία
και μένω σ’ ένα υγρό δωμάτιο στο κέντρο του Καΐρου.
Φωτό: Kansuke Yamamoto
.
.
Πίνακας: David Silva
.
.
Στάθηκες, τότε, την περίοδο των μεγάλων ανακατατάξεων
μπροστά στις πύλες -όχι σαν τον ανδριάντα–
ρωτώ αν έβαλες τα στήθη στο φρέσκο γύψο κάποιου αγώνα
να φέρουν των παλμών το ανάγλυφο στον άπαντα αιώνα.
Έστω
οι όχθες, εκεί, στην ανήλια παγωμένη ξέρα
είναι τουλάχιστον μαλακές
να βυθίζεσαι αφήνοντας το ζεστό σου αποτύπωμα;
.
Πίνακας: Σοφία Περδίκη
.
.
Και στη στυφή μυρωδιά του αέρα αναγνώρισα από μακριά,δεν υπήρχε αμφιβολία, την ευωδιά της σούπας από γογγύλια. Ήταν κρίμα, γιατί αυτή η στιγμή, αυτή η ευωδιά προκάλεσαν στο κατά τ’ άλλα απαθές στήθος μου ένα συναίσθημα που, έτσι καθώς με πλημμύριζε κατά κύματα, ανάγκασε τα κατάστεγνα μάτια μου να στάξουν μερικές ζεστές σταγόνες πάνω στην παγωμένη μύτη μου. Και όσο και να προσπαθούσα να ζυγίσω τα πράγματα, όση λογική, όση σύνεση, όση νηφαλιότητα κι αν προσπαθούσα να επιδείξω, δεν βοηθούσε σε τίποτα – δεν ήταν δυνατό να κλείσω τ’ αυτιά μου σ’ εκείνη τη μυστική φωνή, σ’ εκείνη τη φωνή που κατά κάποιον τρόπο ντρεπόταν κι η ίδια για τον παραλογισμό της κι ωστόσο γινόταν όλο και πιο επίμονη, σ’ εκείνη τη φωνή μιας αμυδρής λαχτάρας: θα ήθελα να ζήσω λίγο ακόμα σε τούτο το ωραίο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
.
Ίμρε Κέρτες, Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο, μτφρ.: Γιώτα Λαγουδάκου, σελ. 151, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010
.
Πίνακας: Beksinski
.
.
Η Ψυχαναλυτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας και οι εκδόσεις Καστανιώτη οργανώνουν την Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου στις 8μμ. στην αίθουσα Ιανός μια βραδιά με θέμα: «Γραφή και ολοκαύτωμα, Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση μέσα από το έργο του Ίμρε Κέρτες»
.
Ομιλήτριες: Daniela Fernandez, ψυχαναλύτρια, μέλος της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, Ντόρα Περτέση, ψυχαναλύτρια, μέλος της Νέας Λακανικής Σχολής. Συντονίζει: Μαρίνα Φραγκιαδάκη, ψυχαναλύτρια, μέλος της Νέας Λακανικής Σχολής
.
Ο Ίμρε Κέρτες, νομπελίστας συγγραφέας, επιζών του Άουσβιτς, γράφει για το ολοκαύτωμα με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, που είναι αυτός της μυθοπλασίας και όχι της μαρτυρίας. «Το ολοκαύτωμα αποτελεί μια παγκόσμια εμπειρία, η οποία έχει επιπτώσεις στον πολιτισμό μας και ως τέτοια την έχουμε απωθήσει με τον ίδιο τρόπο που απωθούμε το τραύμα», υποστηρίζει ο Κέρτες καθιστώντας το έργο του εξαιρετικά επίκαιρο.
.
.
.
Πώς μελετά η ψυχανάλυση τη λειτουργία της γραϕής απέναντι στο ανείπωτο του τραυματικού; Με ποιoν τρόπο η μυθοπλασία επιχειρεί να προσεγγίσει το «πραγματικό» του ολοκαυτώματος; Μπορεί ο λόγος της ψυχανάλυσης να αντιταχθεί σε αυτό που έρχεται ως επιστροφή του απωθημένου στην εποχή μας;
.
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θα επιχειρήσουμε να διαπραγματευτούμε.Οι Ντόρα Περτέση και Μαρίνα Φραγκιαδάκη είναι υπεύθυνες με μια δεκαμελή ομάδα της Ψυχαναλυτικής Βιβλιοθήκης της Αθήνας. Η Daniela Fernandez πήρε συνέντευξη από τον Κέρτες και συμμετείχε στην Γαλλία στην επιμέλεια έκδοσης μιας ψυχαναλυτικής μελέτης για το έργο του.
.
.
.
Μετά γύρισε προς το μέρος μου κρατώντας το βαρύ πακέτο στην παλάμη του∙ το πέταξε πάνω στη ζυγαριά.
Η δυσάρεστη μυρωδιά του ωμού κρέατος μου ανέβηκε στη μύτη. Ήταν κόκκινο, κατακόκκινο και πολύ όμορφο, έτσι όπως το έβλεπα από κοντά με το άπλετο φως του καλοκαιριάτικου πρωινού που έμπαινε από τη μεγάλη βιτρίνα. Ποιος είπε ότι η σάρκα είναι δυσάρεστη; H σάρκα δεν είναι δυσάρεστη, είναι αποτρόπαιη. Κρατιέται στο αριστερό μέρος της ψυχής μας, μας παίρνει τις πιο άχρηστες ώρες, μας μεταφέρει σε βαθιές θάλασσες, μας βουλιάζει και μας σώζει∙ η σάρκα είναι ο οδηγός μας. Το μαύρο και πυκνό φως, το πηγάδι της έλξης, όπου σαν σπιράλ γλιστρά η ζωή μας και την πιπιλίζει συνέχεια μέχρι που ζαλίζεται. Η σάρκα του βοδιού μπροστά μου, ήταν η ίδια με του βοδιού που μηρύκαζε το λιβάδι, μόνο που τώρα την είχε εγκαταλείψει το αίμα, αυτός ο ποταμός που φέρνει και μεταφέρει τη ζωή∙ εδώ μένουν μόνο λίγες σταγόνες, σαν χάντρες πάνω στο λευκό χαρτί. Κι ο χασάπης που μου μίλαγε όλη μέρα για σεξ ήταν κι αυτός φτιαγμένος από την ίδια σάρκα, μόνο που αυτή ήταν ζεστή κι αναλόγως αλλού μαλακιά κι αλλού σκληρή∙ ο χασάπης είχε κι αυτός τα καλά και τα δεύτερα κομμάτια του, απαιτητικά, άπληστα να αναλώσουν τη ζωή τους και να μετατραπούν σε κρέας. Το ίδιο ένιωθα και με τη δική μου σάρκα, που την ένιωθα να φουντώνει με τα λόγια του χασάπη.
Στο βάθος πίσω από τον πάγκο υπήρχε ένα άνοιγμα όπου τοποθετούσαν τη συλλογή από μαχαίρια για όλες τις δουλειές. Πριν να χώσει το μαχαίρι στο κρέας, ο χασάπης το ακόνιζε πηγαινοφέρνοντάς το πάνω στο ακόνι από τη μια άκρη μέχρι την άλλη κατά μήκος της χάλκινης επιφάνειας. Η μυτερή λάμα μ’ έκανε ν’ ανατριχιάζω μέχρι τις ρίζες των δοντιών.
Πίσω από τη βιτρίνα ήταν κρεμασμένοι οι ροζ λαγοί, τεμαχισμένοι, με το στήθος ανοιχτό ώστε να φαίνεται το χοντρό συκώτι τους. Έμοιαζαν με σταυρωμένους επιδειξίες μάρτυρες που είχαν προσφέρει θυσία σε γαστριμαργικές επιθυμίες. Τα κοτόπουλα τα είχαν κρεμάσει από το λαιμό, αυτόν το λεπτό και κίτρινο λαιμό, απ’ όπου είχαν περάσει το μικρό τσιγκέλι, για να κρατά γυρισμένο προς τον ουρανό το μικρό τους κεφάλι. Το χοντρό σώμα των πουλερικών με το κιτρινωπό δέρμα, έπεφτε προς τα κάτω – με μόνο στολίδι το πίσω μέρος της ράχης, που ήταν τοποθετημένο πάνω από την τρύπα του πισινού τους σαν μια ψεύτικη μύτη στο πρόσωπο ενός κλόουν. (…) και τ’ αμελέτητα του τράγου, φερμένα ειδικά από τα σφαγεία πάντοτε με τη μεγαλύτερη δυνατή διακριτικότητα για έναν κάποιο κοντόχοντρο κύριο που τα απολάμβανε.
.
.
Αυτή η τακτική και ασυνήθιστη παραγγελία προκαλούσε τόσο στο αφεντικό, όσο και στο χασάπη μονάχα τη σιωπή – παρόλο που και οι δυο τους θεωρούσαν το καθετί σαν ένα καλό πρόσχημα για πονηρά λογοπαίγνια στα παρασκήνια.
Στην πραγματικότητα –το ήξερα– οι δυο άντρες πίστευαν ότι ο πελάτης μ’ αυτή την εβδομαδιαία κατανάλωση των αρχιδιών του τράγου, αποκτούσε και διατηρούσε μια ιδιαίτερη ερωτική δύναμη. Παρ’ όλες τις υποτιθέμενες αρετές αυτής της τελετουργίας, οι ίδιοι δεν είχαν μπει ποτέ στον κόπο να τη δοκιμάσουν. Αυτό το τμήμα της αρσενικής ανατομίας, που συχνά ήταν το αντικείμενο για σχόλια και αστειάκια, επέβαλλε, ωστόσο, το σεβασμό : κι ήταν αυτονόητο ότι δεν μπορούσε κανείς να ξεπεράσει κάποια όρια χωρίς να πέσει στην ιεροσυλία. Αυτά τα τραγίσια αρχίδια ερέθιζαν και τη δική μου φαντασία.
Ποτέ δεν είχα καταφέρει να τα δω – ούτε ποτέ τόλμησα να το ζητήσω. Αλλά ονειρευόμουν βλέποντας το ροζέ παχουλό πακέτο και τον κύριο που τα έπαιρνε σιωπηλός κι έφευγε, αφού πρώτα πέρναγε από το ταμείο μου σαν όλο τον κόσμο (τα αμελέτητα πουλιόνταν σε μία εξευτελιστική τιμή). Ποια θα μπορούσε να ήταν η γεύση αυτού του σαρκικού λειψάνου; Πώς να τα μαγείρευε; Kαι, κυρίως, ποια να ήταν η αποτελεσματικότητά του; Eίχα την τάση να του αναγνωρίσω κι εγώ κάποιες ξεχωριστές ιδιότητες και δεν σταματούσα να τις φαντάζομαι.
.
.
.
Αλίνα Ρέγες, Ο χασάπης, σελ. 10-13, αποσπασματικά, μτφρ.: Γιάννης Εμίρης,
Εκδόσεις Εξάντας, 1990.
Artwork: Mark Ryden
.
.