Ένα μεσημέρι, πριν από πέντ’-έξι χρόνια, στην πόλη που μένω, συνεδρίαζε εκτάκτως το δημοτικό συμβούλιο, στο οποίο, μαζί με άλλους ευυπόληπτους πολίτες, συμμετείχα τότε κι εγώ. Είχαμε, λοιπόν, συγκεντρωθεί γύρω από το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι για να εξετάσουμε ένα σοβαρό θέμα, του οποίου η επίλυση απαιτούσε περίσκεψη και λεπτούς, επιδέξιους χειρισμούς. Κάποια ατασθαλία είχε ανακαλυφθεί στη διάθεση και διακίνηση του άνθρακος του εργοστασίου και παραγωγής φωταερίου, που η εκμετάλλευση του ανήκε στο Δήμο. Το δίλημμα ήταν αν έπρεπε να ξεσκεπαστεί ή να καλυφθεί η κατάχρηση και ν’ αποπεμφθεί αθορύβως ο ένοχος, δίχως την ανάμιξη της δικαιοσύνης. Απόφασις δεν ήταν εύκολο να ληφθεί. Εγώ, που από την πολύωρη και θορυβώδη συζήτηση είχα αρχίσει να γίνομαι πτώμα, έχωσα, ασυναισθήτως και από αμηχανία, στο στόμα μου ένα μεταλλικό συνδετήρα, που έπαιζα από ώρα νευρικά στο χέρι μου, και άρχισα να τον μασουλίζω· κάποια στιγμή τον νιώθω να ξεφεύγει από τα δόντια μου, να πέφτει κάτω και τον χάνω. Επρόκειτο σε λίγο να τεθεί το θέμα σε ψηφοφορία και η προσοχή μου έπρεπε να είναι τεταμένη. Αλλά πες μου, πώς να συγκεντρωθώ, που μου πέρασε ξαφνικά η ιδέα, ότι ίσως ο συνδετήρας να μην είχε πέσει στο χαλί, που ήταν το πιο φυσικό να συμβεί, αλλά μπορούσε κάλλιστα να τον είχα καταπιεί, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί της εξαφανίσεώς του, ξέχασα να σ’ το πω, ένα ισχυρό, θορυβώδες φτάρνισμά μου. Πανικός με κυρίεψε, που οι περιστάσεις όμως δεν μου επέτρεπαν να τον εξωτερικεύσω. Κι αρχίζει τότε το μεγάλο μαρτύριό μου! Από τη μια προσπαθούσα να παρακολουθώ τι έλεγαν οι άλλοι σύμβουλοι, υποχρεωμένος ν’ απαντώ κάθε φορά στις ερωτήσεις τους, κι από την άλλη δεν ξεκολλούσε από το μυαλό μου η πένθιμη σκέψη ότι ως εδώ ήταν, πάει πια, είμαι καταδικασμένος, καθώς φανταζόμουν τις μυτερές άκριες του συνδετήρα, που μάλιστα απ’ το πολύ τράβηγμα και μάσημα τον είχα ανοίξει, ν’ αγκιστρώνονται στο στομάχι μου· κι αν κατάφερναν, σκεπτόμουν, έστω να ξεγλιστρήσουν από κει, σίγουρα πάλι θα γαντζώνονταν πιο κάτω στα έντερά μου, οπότε καλά κόλλυβα, Αγάθη! Θα ’πρεπε επίσης να προσθέσω ότι κάποιοι μικροί αλλά σουβλεροί πόνοι που είχα αρχίσει να αισθάνομαι στο στομάχι συνηγορούσαν υπέρ της πιθανότητος αυτής, μετατρέποντας τους φόβους μου σχεδόν σε βεβαιότητα.
«Πουρέ, Αγάθη· πρέπει να φας αμέσως ένα βαθύ πιάτο πουρέ ή έστω και σκέτες πατάτες βραστές, αν θέλεις να σωθείς, έλεγα από μέσα μου, είναι η μόνη σου ελπίδα!» καθώς αυτομάτως θυμήθηκα πως είχα διαβάσει κάπου ότι, σε παρόμοια με το δικό μου ατυχήματα, ο πουρές ήταν το μόνο ενδεδειγμένο αντίδοτο. Αλλά πώς μπορούσα, πες μου, να τολμήσω να ζητήσω ένα τέτοιο πράγμα, υπό τις συνθήκες που σου περιέγραψα; Στην απελπισία μου, λοιπόν, αφήνω να πέσει το μολύβι μου στο πάτωμα, και σκύβω ευθύς να το μαζέψω, παριστάνοντας ότι επανορθώνω δήθεν την απροσεξία μου, ενώ, στην πραγματικότητα, είχα γουρλώσει τα μάτια, ψάχνοντας με απόγνωση για τον χαμένο συνδετήρα! Μα ο καταραμένος συνδετήρας δεν εμφανιζόταν πουθενά στο πεδίο της ορατότητάς μου συνεργούσε, βέβαια, σ’ αυτό και το χαλί ένα είδος παρδαλόχρωμης βελέντζας, που η μαλλιαρή υφή του μπορούσε να προσφέρει άπειρους κρυψώνες στο αντικείμενο της έρευνάς μου, οπότε στο αποκορύφωμα της απογνώσεώς μου, αναπηδώ με δύναμη στην όχι και τόσο σταθερή καρέκλα μου που, όπως σωστά είχα υπολογίσει, δεν άντεξε στην απότομη πίεση του σώματός μου· τρίζοντας, ξεκόλλησε το ένα της ποδάρι, διαλύθηκε, και γκρεμίστηκα χάμω.
Επωφελούμενος του γενικού σάλου και της συγχύσεως που δημιούργησε η πτώση μου, άρχισα να μπουσουλίζω με τα τέσσερα κάτω απ’ το τραπέζι. Περιττό να σου πω ότι ο συνδετήρας δε βρέθηκε ποτέ, ότι έζησα στη συνέχεια δύο εφιαλτικές μέρες, με την αμφιβολία τον κατάπια ή δεν τον κατάπια, κι ότι η αβουλία μου —όπως και η δική σου στην περίπτωση της κουτσουλιάς— εξαιτίας του φόβου ν’ αντιμετωπίσω την αλήθεια, νίκησε το άγχος μου, αφού τελικά δεν μου επέτρεψε —όπως θα ήταν επιβεβλημένο— ν’ ακτινογραφηθώ.
E. X. Γονατάς, Ο φιλόξενος καρδινάλιος, σελ.: 37-41, Eκδόσεις Στιγμή, 1997
Κάναμε με βήμα γοργό το γύρο της θαυμαστής ύπαρξης. Πίεζε την ακτή με όλο της το βάρος, λες και το μόνο που επεδίωκε πια ήταν να εξαφανιστεί, λες και το είχε πάρει απόφαση πως από δω και πέρα θα ανήκει στη γη — όπως αυτοί οι χαμηλοί και γωνιώδεις βράχοι, αυτά τα τόσο φτενά και άκαμπτα φυτά, που ήταν ριζωμένα στο σχιστόλιθο πίσω μας, και που ούτε η αύρα δεν τα έκανε να ριγούν. Όμως οι βράχοι ήταν σκούροι: εκείνη ήταν άσπρη, ένα άσπρο ξεπλυμένο, σαν το χυμένο γάλα. Ένα χρώμα ολότελα δικό της. Ήταν ένα άσπρο χωρίς φως, ένα άσπρο παγωμένο, εντελώς κλεισμένο στον εαυτό του, που γύριζε την πλάτη σε κάθε είδους δόξα, με μια παραίτηση ήκιστα δραματική, το λευκό μιας φάλαινας που εννοούσε να περνά απαρατήρητη, έξω και πέρα από κάθε σχήμα λόγου· μια φάλαινα από φυσικού της πολύ απλή, πολύ κοντά μας — εν ολίγοις, από τις φάλαινες εκείνες που σε κάνουν να λες: «Kαι να σκεφτεί κανείς πως θα μπορούσαμε να γίνουμε δυο τόσο καλοί φίλοι!…» (…)
Ήμασταν μόνοι — μόνοι με τη φάλαινα, με εκείνη την ανεξιχνίαστη μάζα από ζελατίνη όπου το κενό έπαιρνε χρώματα τόσο τρυφερά, και με κοινή συμφωνία, χωρίς μια λέξη, ενστερνιστήκαμε την υπόθεσή της. Αυτή η ήττα, αυτό το σιωπηλό σβήσιμο, όλα ξαναγίνονταν παρουσία. Αυτό το σάλιο, αυτό το σάπιο χνάρι που εμφανίστηκε ξαφνικά σε μιαν ακτή την οποία ήδη γνωρίζαμε και που το βλέμμα έπρεπε να ψάξει για να τη βρει, καταλαβαίναμε πως ήταν θέαμα κατανυκτικό. Δεν θα χρειαζόταν προσπάθεια να το αποτυπώσουμε μέσα μας, βρισκόταν χαραγμένο εκεί από πάντα, ήταν η πιο αρχέγονη σκέψη μας. Και τι ήμασταν εμείς, εμείς που το κοιτάζαμε, όντα τυχαία, ανυπόστατα, έρμαια των άστρων, ξεβρασμένα στις ακτές μιας Φύσης χωρίς συμβάντα;…
Paul Gadenne, Φάλαινα, Μετάφραση: Βάνα Χατζάκη, σελ.: 24 και 33-34,
Έχω μια πέτρα
Γλείφω μια πέτρα. Οι πόροι της γλώσσας μου σοφελιάζουν με τους πόρους της πέτρας. Στεγνώνει η γλώσσα μου και σέρνεται ως τη μεριά της πέτρας που ακουμπάει στο χώμα, που ’χει μούχλα κολλημένη επάνω της σαν αίμα. Ξαφνικά μου ξανάρχεται σάλιο, υγραίνει την πέτρα κι η πέτρα κυλάει μες στο στόμα μου.
Την πέτρα αυτή τη λέω Οιδίποδα. Γιατί όπως ο Οιδίποδας είναι κι αυτή ακανόνιστη με βαθιές αυλακιές για μάτια. Κατρακυλάει και κείνη με πρησμένα πόδια. Κι όταν ακίνητη κρύβει από κάτω της μια μοίρα, ένα ερπετό, τον λησμονημένο μου εαυτό.
Την πέτρα αυτή τη λέω Οιδίποδα.
Γιατί ενώ από μόνη της δεν έχει κανένα νόημα, έχει το σχήμα και το βάρος της εκλογής. Τη λέω και τη γλείφω.
Ως το τέλος της ιστορίας μου.
Όσο να καταλάβω τι θα πει εκλογή.
Όσο να καταλάβω τι θα πει τέλος.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Έχω μια πέτρα, από τη συλλογή Ενάντιος έρωτας, 1982
Ο Γραφιάς ή homo criptor του Πάνου Σταθόγιαννη, αρχής γενομένης από τον τίτλο και τον υπότιτλο του βιβλίου, μας γνωστοποιεί άμεσα, ήδη από το εξώφυλλο, τον ορισμό του γράφοντος υποκειμένου, που θα εναγκαλιστεί συνειδητά και με συνέπεια εν συνεχεία (και στα 22 κείμενα που θα ακολουθήσουν) τόσο με τις συγγραφικές προθέσεις όσο και με τους δρόμους που αυτές θα επιλέξουν για να πραγματωθούν, έχοντας αφενός ως αποκλειστικό άξονα το ομιλούν υποκείμενο —ένα υποκείμενο που ορίζει αλλά και αυτοορίζεται ευνουχισμένο διά μέσου της γραφής
(η μάνα μου φοβότανε που άσπρισε η γαστέρα της σαν λερωμένο γένι. Μ’ έστειλε πάλι πίσω. Ν’ αναδυθώ ως νήπιο, με νόμισμα στο στόμα. Να μη χρωστάω στο θάνατο – της Μιχαλούς μονάχα)
— και αφετέρου ως αποκλειστικό εργαλείο τον μοναδικό ενδιάμεσο όσον αφορά στην απώλεια και στην περι/γραφή της: τη γλώσσα της Τέχνης του, της λογοτεχνίας δηλαδή
(Ιδού, λοιπόν, που ενσαρκώθηκα στο άνθος. Την κόψη ωραίας κόσας θα γλυκάνει ο οπός μου. Διάγω βίο ανερμήνευτο. Στο στήθος μου εγκαθίσταται σαν νοικοκύρης ένας ξένος. Τρατάρει δικούς του γνωστούς, αλλάζει τα σιντί, κάνει προπόσεις. Κι ως έρχεται ένας άνεμος να πυρπολήσει τις χειρονομίες μου, μία πρόθεσή μου, ευτυχώς, διαιωνίζεται. Εξέρχεται της Ιστορίας. Θωπεύει το Αμείλικτο Ζώο).
.
.
Ο τίτλος του βιβλίου «λαϊκός», σύντομος, κοφτός και τραχύς στον ήχο του, μας προϊδεάζει για την ανθρώπινη ρίζα του Γραφιά και για τις περιπέτειές του στο συγχρονικό άξονα του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο Γραφιάς, από τη μια, ζει στο εδώ και τώρα, προσπαθεί να ανακαλύψει την ταυτότητά του, συνάπτει κοινωνικές σχέσεις, αναδύεται μέσα από τους οικογενειακούς του μύθους, ανήκει στον κύκλο των ομοτέχνων του, καυτηριάζει τις πολιτικές επιλογές, ερωτεύεται, κρίνει και κρίνεται, φοβάται, συνειδητοποιεί. Από την άλλη, ο υπότιτλοςhomo scriptor, πιο εκτενής «λόγιος», λατινικός, εισάγει, αρχής γενομένης από τον homo habilis της εποχής του λίθου, μία νέα κατηγορία στην «ανθρώπινη εξέλιξη»
(Εμένα που με βλέπετε είμαι αυταπόδεικτος, γι’ αυτό και θα επιστρέφω πάντα. Ακόμα και τις μέρες που οι αλιφασκιές θα χαχανίζουν στον ερειπιώνα του κόσμου σας, καθάρματα. Στα βραχάκια απέναντι, θα κόβουν οι θεοί τις ανηφόρες. Με σπαθιές κατακόρυφες. Πιο ψηλά – απαρέμφατα. Κατσικοπόδαρα όλα τους. Θα τους δίνω αλάτι, θα μου γλείφουν τα δάχτυλα. Θα τα αρμέγω. Τότε το φως, α, το φως, θα μπεκρουλιάζει μονάχο του. Και στ’ αρχίδια του, ναι, στ’ αρχίδια του, που από σας – ούτε τέφρα)
.
και υπονοεί πως τούτος ο «αυταπόδεικτος απόγονος της ράτσας» θα διατρέξει διά της γραφής το χρόνο, για να συναντήσει και να συνομιλήσει με το «αρχέγονο» και τις συμβολικές του απεικονίσεις (Πόσους αιώνες πια εξόριστος από τις πτήσεις; Να με τεμαχίζουν μαινάδες και κατόπιν να σμίγουν το αίμα τους με τα γαλάζια υγρά μου. Μέσα σε σπήλαια πλατωνικά να συναρμολογώ το σώμα μου απ’ την αρχή. Μόνο στις τέφρες να προσεύχομαι, μόνο σ’ αυτές το πουθενά μου να αποθέτω. Να παραμένει αίνιγμα το πώς επέζησα – θέλημα μάλλον των θεών κι ανάγκη τους, όχι δική μου).
Ήδη στις πρώτες σειρές
(Η μάνα μου φοβότανε μην απολέσει διά παντός της παρθενιάς της τα λειριά. Νοίκιασε ξένη μήτρα κι εδέησα να γεννηθώ πάνω σε κάτι βράχια. Γύρω, τριγύρω —‘‘φου’’ πολλά σαν χλοερά καυσαέρια. Όπου τσαλακωνόταν ο θεός, κατέρχονταν μηδίζουσες πολίχνες. Στο παρακάτω το σκαλί— να σου κι ο Πολυδεύκης. «Πού σε πετάξαν, άμοιρε;» γυρνάει και μου λέει)
συνειρμικά οδηγούμαστε στη Γένεσιν: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦὕδατος καὶἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶὕδατος. καὶἐγένετο οὕτως»… και «ξεπετάγιεται» Ο Γραφιάς στα βράχια από παρθένα μάνα και ανύπαρκτο πατέρα, για να συνομιλήσει με τον Πολυδεύκη, το γιο της Λήδας και του κύκνου-Δία, του Διόσκουρου, ο οποίος λατρεύτηκε και αγαπήθηκε ως δεύτερος Απόλλων. Κι αργότερα, πάλι, μιλώντας για τους ποιητές: Λένε ότι τους αγαπούν, αλλά δεν λένε αλήθεια. Πώς ν’ αγαπήσεις κάποιον που φοβάται τις σπηλιές, μα όλο σε σπηλιές πηγαίνει; Και επιστρέφει τρέμοντας. Και το σπαθί του στάζει αίμα. Πετάει τον μίτο σε μιαν άκρη και πάει υπνωτισμένος κατά τη θάλασσα. Συχνά παραμερίζοντάς σε, Αριάδνη. Αφήνοντας σε μόνη σου. Με τον ρόγχο του μισοσφαγμένου Μινώταυρου. Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά ακόμη παραδείγματα, που δίνουν το στίγμα της διπλής κατεύθυνσης και των περασμάτων από τη μια στην άλλη, με κύριο πάντα πρωταγωνιστή την ελληνική του γλώσσα: μια γλώσσα με νεύρο, τολμηρή, ανατρεπτική, ευαίσθητη, σκληρή, σαρκαστική και συνάμα αιμορροούσα, που δεν ερωτοτροπεί με τις γνωστές εμπορευματοποιημένες συμβάσεις και με κανένα από τα φορεμένα κοκτέιλ της αφασικής και αφελούς αφήγησης, που παρακάμπτουν βίαια τη λαϊκή και ανθρώπινη λαλιά, για να αναδείξουν απρόσκοπτα, χωρίς φραγμό και αιδώ, τη λαϊκίστικη και αλλοτριωμένη της πλευρά.
.
(Έχει και πράματα που σφράγισε απάνω της η μοίρα – δεν φταις εσύ γι’ αυτά, δεν σε κακίζω. Δεν δικαιούσαι όμως, διάολε, δεν δικαιούσαι να τα βγάζεις στο παζάρι. Σε ξένα χέρια θα βρωμίσουνε, θα βγάλουν πράμα. Έχουνε ήδη μυρωδιές ευάλωτες. Από σπηλιές, πουλιά αιχμάλωτα κι ετοιμοθάνατα, καμένα σπίτια. Και παρακεί, να, γι’ αυτήν εδώ την τρύπα λέω, κοίτα μέσα της. Τον βλέπεις τούτονε τον μόνο του, τούτονε με την πέτρα; Αυτός θα μαραγκιάσει πρώτος στο ανίερο. Είτε μες στις σημαίες του είτε μες στις κιλότες. Θα γίνει μπόχα). Η γλώσσα του Γραφιά είναι η γλώσσα για την οποία ο Βιτγκενστάιν μιλάει καθορίζοντας τα όρια του κόσμου του ομιλούντος υποκειμένου, μια γλώσσα που πλαταίνει και βαθαίνει αγγίζοντας με την υπερρεαλιστική διάστασή της το Πραγματικό της ανθρώπινης επιθυμίας και αναδεικνύοντας τις άγνωστες αλλά αληθείς πλευρές της. Ως εκ τούτου, Ο Γραφιάς είναι μία συλλογή κειμένων που δεν απευθύνονται στο μαθημένο και επιπόλαιο αναγνώστη να «καταβροχθίζει» τυπωμένες σκέψεις, για να τις τοποθετήσει αδιάφορα και ανεπιστρεπτί στο ράφι της βιβλιοθήκης του και, υπό την έννοια αυτή, ο οβολός του αναγνώστη συνιστά πνευματική επένδυση στο χρηματιστήριο των ιδεών και των συναισθημάτων, που κάθε δεύτερη, τρίτη ανάγνωση… του επιφυλάσσει για να τον αποζημιώσει.
.
Στον Γραφιά «δεν εξιστορούνται» ανθρώπινα συμβάντα, αλλά «αποκαλύπτονται» και σχολιάζονται ανθρώπινες πραγματικότητες, πολύ πιο πραγματικές απ’ τις «φαινομενικά πραγματικές». (Στην πραγματικότητα όμως είμαι βελούδινη. Θυμίζω κάπως την Τέχνη της Αστρολογίας, αλλά απ’ την πίσω πόρτα. Από εκεί που κάποτε θα μας εγκαταλείψει ο θεός. Γιατί υπάρχει, σου λέω. Είναι βέβαιο. Κοίτα τη στάχτη όταν υγραίνεται και θα πειστείς). Ποιος τις γνωρίζει άραγε αυτές, όταν δεν είναι αυτονόητες; (Α, εμείς, από τη Συντεχνία της Άγνοιας, συμπεριφερόμεθα ωσάν η Αλήθεια να είναι μια αίρεση της λογικής, που έτυχε να επικρατήσει. Κάτι σαν τον άνεμο έξω, που τρελαίνει τις αντένες. Τον ηλεκτρισμό, ακριβέστερα, που και όμως κινείται. Είναι, δηλαδή, μια θεότητα αυθύπαρκτη και, ως εκ τούτου, απροσπέλαστη. Έχει τη ραστώνη της στιγμής, με ένα “πάντα” καρφιτσωμένο στις επωμίδες. Πού να κάθεται τώρα να ασχολείται με τα δικά μας τα γήινα).Ο Γραφιάς, κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατεβάζει την αυλαία του δεδομένου και μας καλεί να τον παρακολουθήσουμε στα παρασκήνια, όπου καταρρίπτονται οι νόρμες (Κάκιστος χορευτής εκείνος, όμως θα το χαιρόταν να κυματίζεις μπροστά του με κινήσεις γυναίκας βαθύτατης, να του χαμογελάς κάθε τόσο, έτσι αστραφτερά που το κάνεις. Ξέρεις, του έχουμε πει ψέματα ότι είναι πεθαμένος, και οι πεθαμένοι από τον Απάνω Κόσμο μονάχα τα χαμόγελα έχουνε νοσταλγήσει).
.
Με τα 22 κείμενα του Γραφιά ο αναγνώστης ξαφνιάζεται και πλουτίζει κάθε φορά που επανέρχεται, όχι μόνον για να απολαύσει τη ελληνική γλώσσα αλλά και, εάν είναι υποψιασμένος, να του επιτρέψει να του αποκαλυφθεί η τεχνική τού δια/γράφειν και μετα/γράφειν το ομιλούν υποκείμενο εν τη απώλειά του, δημιουργώντας Τέχνη.
(Η πέτρα μόνο σε πέτρα μπορεί να μεταμορφωθεί. Βέβαια, το κάνει ανορθόγραφα, με σύμφωνα συριστικά και παροξύτονους τριγμούς, αλλά στη γλώσσα τη δική της τα πάντα επιτρέπονται. Κρατάει, πάντως, ένα βυζί μητρικότατο, για όποιον θέλει να θηλάσει παρελθόν που φτάνει ως τη λάβα).
Η γλώσσα του Γραφιά πενθεί βουβά, για να διατρέξει και να ενσαρκώσει το ανθρώπινο σε όλες τις εκφάνσεις του. (Γιατί εκείνοι διέκριναν εγκαίρως κάτι άχρηστο – ότι η μάσκα, άμα δεν κρύβει πίσω της ψυχή, δεν κάνει ούτε για μάσκα. Τώρα ο μπακάλης δεν τους δίνει βερεσέ. Ο κόνδωρ ο καλός δεν τους ταΐζει. Τους βρίσκουν ύστερα από δέκα μέρες οι γειτόνοι. Απ’ τη βρώμα. «Εκείνος ο κωλόγερος τα τίναξε», λένε τα λόγια τα δικά σας. Με το στόμα σας. Ύστερα σπεύδετε μαζί να απολυμάνετε τους διαδρόμους. Γι’ αυτό, λοιπόν, ουαί υμίν, παλιάνθρωποι, ουαί υμίν, κωθώνια). Αυτός όμως ο τόπος του βουβού πένθους, αν και υπαρκτός, είναι, από την άλλη, σχεδόν αδύνατον να προσεγγισθεί διά μέσου της γλώσσας (Τότε ακριβώς είναι η στιγμή που εγκαθιδρύεται στο στέρνο μου η πιο βαθιά μου φύση – πεινώ και τρώγω αίματα, διψώ και πίνω δάκρυα. «Βάκχε», ολολύζω και σαλτάρω στη σκηνή, κρατώντας θύρσο. Άλλο δεν θα σου πω – θα δεις μονάχη σου το επέκεινα, θα με διαβάσεις, θα με λυπηθείς κι εσύ…). Και η γλώσσα, όσο κι αν την κανακεύει Ο Γραφιάς, εκείνη τον εξαπατά, για να της παίξει ένα παιχνίδι και να παραδοθεί τάχα αιχμάλωτος στην «αλαλία» των χρωμάτων — θα σε τιμωρήσω αλλιώς, της λέει, να τι θα πάθεις τώρα στραγγαλίστρια του θανάτου μου!— με Κείμενα σε πορφυρό ιλίγγου (1), σε ασημοπράσινο νεαρής, ακλάδευτης ακόμη, ελαίας (2), σε λευκό χιονιού, έτσι όπως γκριζωπά αποτυπώνεται στις παλαιές φωτογραφίες (3), σε μπλε ωραίου μαύρου κύκνου (4), σε κόκκινο και μαύρο αποσάρκωσης (5) σε γιασεμένιο χαμόγελου (8), σε οσμηρό σάπιου καρπού (11), σε ρόδινο ψυχρού νερού που έπλυνε αίμα από λευκό πουκάμισο (15)…
.
Τα χρώματα της σιωπής ή η σιωπή των χρωμάτων και η ανάγνωση των κειμένων του Γραφιά του Πάνου Σταθόγιαννη μού έφεραν στο νου τον Ντιντερό στα Αισθητικά του: «H σιωπή συνοδεύει τη μεγαλοπρέπεια. Η σιωπή βρίσκεται καμιά φορά μέσα στο πλήθος των θεατών, ενώ στη σκηνή συμβαίνει ο πάταγος. Μπροστά στις μάχες του Λε Μπρεν στεκόμαστε σιωπηλοί. Καμιά φορά πάλι βρίσκεται στη σκηνή• και τότε ο θεατής βάζει το δάχτυλο μπροστά στα χείλη από φόβο μην τη σπάσει». Άλλωστε, Ο Γραφιάς το παραδέχεται και μας καλεί να συμπορευτούμε —διά μέσου της αναγνωστικής απόλαυσης, που επιφυλάσσει ο έντεχνος και λεπτός χειρισμός των ιδεών—, ως κοινωνοί του αλλότριου, της φρίκης και των δικών μας φαντασμάτων, που η ίδια η γλώσσα μας πιστοποιεί, όταν δεχθούμε να την αποποιηθούμε ως συγκάλυψη και να την οικειοποιηθούμε ως βουβό αλλά και αληθή συνάμα μάρτυρα της προδοσίας που μας επιφυλάσσει:
.
.
Οι κρεμασμένοι, μας υπενθυμίζει o Πάνος Σταθόγιαννης, τινάζονται για λίγο αιωρούμενοι άτσαλα. Όμως σύντομα βρίσκουν έναν κάποιο ρυθμό στην κίνησή τους. Πάνε πέρα δώθε, όπως τα βαρίδια του εκκρεμούς στο ρολόι που κρέμεται πίσω μου. Μέσα στο σκοτάδι. Μια που το φως εκείνη τη μέρα δεν το άναψα καθόλου. Έμεινα από το πρωί κλειδαμπαρωμένος στο σπίτι. Χωρίς καν την αγάπη. Όρθιος μπροστά στο κλειστό παράθυρο. Να κοιτάζω από τις γρίλιες έντρομος την πολιτεία πάνδημη να υποδέχεται τους ολυμπιονίκες της, γκρεμίζοντας τα τείχη. Κι ύστερα βουβά να τους απαγχονίζει.
Έπαθα ένα σοκ που κράτησε για μια βδομάδα. Εκεί που ήμουν έτοιμος να γράψω, ξαφνικά δεν μπορούσα! Το στυλό μου φαινόταν σαν φίδι, τα πλήκτρα στη γραφομηχανή σαν σκορπιοί και τα πλήκτρα στο κομπιούτερ σαν πρόκες που έπρεπε να τις καρφώσω με τις άκρες των δαχτύλων μου. Πίεζα τον εαυτό μου, του φώναζα «Έλα, ηλίθιε, δεν είναι έτσι, ψευδαίσθηση είναι, έλα, πιάσε το στυλό…»
Μ’ έπιανε τρόμος στη σκέψη ότι ίσως να μην μπορούσα ποτέ να ξαναγράψω. Από μικρός έγραφα. Από τότε, ήμουνα δεν ήμουνα οχτώ χρονώ. Η μάνα μου, αρχόντισσα, οικοδέσποινα, σοφή, όμως δεν ήξερε γράμματα, κι όταν λάβαινε γράμμα, έπρεπε ν’ απαντήσει. Καθόμουν κι έγραφα εγώ.
Αυτό γινόταν τ’ απογεύματα, αφού την προηγούμενη νύχτα την είχε βιάσει ο πατέρας μου και ίσως εκείνη τη στιγμή που εγώ με τη μάνα μου συντάσσαμε το γράμμα, αυτός να βίαζε μια απ’ τις αδερφές μου στον πάνω όροφο, μέναμε σε δικό μας τριώροφο. Όταν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο ν’ απαντήσει τη ρώταγα, αν όχι το έγραφα ολόκληρο και μετά της το διάβαζα. Γινόμουν πότε η γυναίκα του πατέρα μου που έλειπε ταξίδι για δουλειές, για να ξενογαμήσει δηλαδή, πότε η μάνα του αδερφού μου που ήτανε φαντάρος, πότε η θεία της ανιψιάς της και η ξαδέρφη του θείου μου που είχε πεθάνει κι έπρεπε η μάνα μου να γράψει δυο λόγια στην ξαδέρφη χήρα του. Πάντα έγραφα. Κι έγραφα καλά. Πάντα. Και τώρα ξαφνικά να μου συμβεί αυτό; Μούδιαζαν τα χέρια μου, τα δάχτυλά μου φούσκωναν και τότε πεταγόμουν απ’ το γραφείο, έπαιρνα όπλο κι έβγαινα στους δρόμους. Ο Μπιγκ Μπράδερ δεν είναι ανίκητος. Ίσα ίσα. Ένας στόχος για μια σφαίρα είναι κι αυτός.
L’ a prise dans se mains La belle L’ a prise entre ses mains La bite ( …) Tην πήρε σταχέρια τηςΗ όμορφηΤην πήρε στα χέρια τηςΤην ψωλάρα ( …)
Γαμώ τα ποιήματα, σας το ξαναείπα. Είμαι στη στιγμή του θανάτου μου. Θα κοιταχτώ στον καθρέφτη και θα πυροβολήσω. Θέλω να τον δω. (Θα τον δω;)
Μάγια κορίτσι, Μάγια πόρνη, (άκου πώς ο άνεμος σφυρίζει τ’ όνομά σου)αίσθηση είσαι ανένταχτη στο χώρο και το χρόνο, προσκυνάς αυτόν που σε χάλασεΑχόρταγη για το στόμα του αφρός της θάλασσας σύννεφο έτοιμο να πέσει βροχή ηχηρή (στο άγγιγμά τουγινόσουν μουσική!)Γυμνή σιωπή υπάρχει μέσα σου ένα πουλί φυλακισμένοΙούλιο κάνατε έρωτα πάνω στη θάλασσα φθινόπωρο σε είχε κιόλας σκοτώσειΑγάπη μου, του είπες, Μάγια, σε άλλους τόπους ξημερώνεσαι τώραέγινες ψιθύρισμα μοναχικό. Αγάπη μου, του είπες, πάρε τη σιωπή μουδώσε μου τη λήθη
.
.