RSS

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας,  «Ο αναληθοφανής απατεώνας Τομ Κάστρο»

.

Ο Τομ Κάστρο, πάντα πρόθυμος, έγραψε στη λαίδη Τίτσμπορν. Για ν’ αποδείξει την ταυτότητά του, επικαλέστηκε την αξιόπιστη απόδειξη ότι είχε δυο ελιές κάτω απ’ την αριστερή θηλή, κι ένα επώδυνο (εξού και αξέχαστο) επεισόδιο από την παιδική του ηλικία, όταν τον είχαν κεντρίσει ένα σμήνος μέλισσες. Το γράμμα ήταν σύντομο και, κατ’ εικόνα του Τομ Κάστρο και του Μπόουγκλ, έβριθε ορθογραφικών λαθών. Στην επιβλητική μοναξιά ενός παρισινού ξενοδοχείου, η Λαίδη το διάβασε και το ξαναδιάβασε με δάκρυα χαράς και σε λίγες μέρες είχε βρει τις αναμνήσεις που τις ζήτησε ο γιος της.

Σ’ αυτό το ξενοδοχείο παρουσιάστηκε, στις 16 Φεβρουαρίου 1867, ο Ροτζερ Τσαρλς Τίτσμπορν. Προπορευόταν ο αφοσιωμένος υπηρέτης του Εμπενήζερ Μπόουγκλ. Ήταν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα· τα κουρασμένα μάτια της λαίδης Τιτσμπορν ήταν πλημμυρισμένα στα δάκρυα. Ο μαύρος άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα. Το φως έπαιξε το ρόλο προσωπείου: η μητέρα αναγνώρισε τον άσωτο υιό και του άνοιξε την αγκαλιά της. Τώρα που τον είχε δίπλα της, δεν είχε ανάγκη ούτε ημερολόγιό του ούτε τα γράμματα που της είχε στείλει από τη Βραζιλία, λατρευτούς αντικατοπτρισμούς που είχαν θρέψει τη μοναξιά της επί δεκατέσσερα μαύρα χρόνια. Του τα επέστρεψε με καμάρι: δεν έλειπε ούτε ένα. Ο Μπόουγκλ χαμογέλασε όσο μπορούσε πιο διακριτικά: τώρα ήξερε πως θα έδινε σάρκα και οστά στο πράο φάντασμα του Ρότζερ Τσαρλς Τίτσμπορν.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας,  «Ο αναληθοφανής απατεώνας Τομ Κάστρο», σελ. 41, Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

Artwork: Merab Gagiladze

 

Νίκος Παναγιωτόπουλος, Η αγάπη για την ανάγνωση

Mε δυο λόγια, το λογοτεχνικό έργο για τους αναγνώστες των «λαϊκών τάξεων» φαίνεται πλήρως αιτιολογημένο, ανεξάρτητα από την τελειότητα με την οποία πληροί την παραστατική λειτουργία του, μόνο αν το αναπαριστώμενο αντικείμενο αξίζει να παρασταθεί, αν η παραστατική λειτουργία υποτάσσεται σε μια υψηλότερη λειτουργία, όπως λ.χ. να εξυμνήσει μια πραγματικότητα άξια να λατρευτεί. Όταν οι πλέον στερημένοι ειδικής λογοτεχνικής ικανότητας έρχονται αντιμέτωποι με τα νόμιμα λογοτεχνικά έργα, τους εφαρμόζουν τα σχήματα του ήθους, τα ίδια σχήματα που δομούν τη συνηθισμένη, καθημερινή αντίληψή τους για την καθημερινή, συνηθισμένη ύπαρξη, και τα οποία, δημιουργώντας επιλογές και πρακτικές μιας αθέλητης και ασύνειδης συστηματικότητας, αντίκεινται στις πληρέστερα ή ελλιπέστερα διασαφηνισμένες αρχές μια λόγιας ή καθαρά «σχολικής», κατά βάση, αισθητικής. Το αποτέλεσμα είναι μια συστηματική «αναγωγή» των πραγμάτων της λογοτεχνικής τέχνης στα πράγματα της ζωής, μια τοποθέτηση σε παρένθεση της μορφής προς όφελος του «ανθρώπινου» περιεχομένου, κατεξοχήν βαρβαρισμός, αισθητική ανομία από τη σκοπιά της καθαρής λόγιας αισθητικής. Όλα συμβαίνουν σαν όταν η προσοχή να εστιάζει στη μορφή να εξουδετερώνει παντός είδους συναισθηματικό ή ηθικοπρακτικό ενδιαφέρον για το αντικείμενο της λογοτεχνικής παράστασης, κάθε εμπλοκή με το ίδιο «θέμα» του έργου. Αυτό είναι το θεμέλιο του «βάρβαρου γούστου» στο οποίο αναφέρονται πάντα αρνητικά οι πλέον αντιθετικές μορφές της κυρίαρχης αισθητικής, και το οποίο δεν αναγνωρίζει παρά μόνο τη ρεαλιστική, δηλαδή τη σεβαστική, σεμνή, ευπειθή παράσταση αντικειμένων προσδιορισμένων από την ομορφιά τους, από την κοινωνική τους βαρύτητα, τη χρησιμότητα ή την αναγκαιότητά τους. Κοντολογίς, η πραγματιστική και λειτουργική «αισθητική» των «λαϊκών τάξεων» που, όπως διαπιστώσαμε αλλού, απορρίπτει το ανώφελο και ματαιολογία των μορφικών ασκήσεων, κάθε είδους «τέχνη για την τέχνη», αποτελεί δομική διάσταση μιας διάθεσης με τον κόσμο, μιας έξης,  που θεμελιώνεται, σε μια ολόκληρη οικονομία της ανάγκης, με τη διπλή έννοια της λέξης: πρόκειται για την προσαρμογή στις αντικειμενικές προοπτικές του κόσμου που είναι εγγεγραμμένη στο σύστημα διαθέσεων των μελών των λαϊκών τάξεων που είναι στη ρίζα όλων των εκπληκτικών ρεαλιστικών επιλογών του αναγκαίου, οι οποίες, θεμελιωμένες στην παραίτηση από ούτως ή άλλως απρόσιτα συμβολικά οφέλη, περιστέλλουν όλες τις πρακτικές στην τεχνική τους λειτουργία και σε μια τέχνη του ζην που αποκλείει σαν «τρέλες» όλες τις καθεαυτό αισθητικές προθέσεις, και αυτές βιωμένες ως ακατανόητες και ιδωμένες ως περιττές και ανώφελες.

Νίκος Παναγιωτόπουλος, Η αγάπη για την ανάγνωση, σελ. 32 και 34, εκδόσεις Καρδαμίτσα, 2022

 

Eυτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Cirque du freak

.

Το πάρκο με τα τροχόσπιτα

και με τα μαγαζιά που κάνουν τατουάζ

γρυλίζει τον προορισμό του

ελπίζει κι ας μην κατανοεί.

Στο τσίρκο Μπέιλι η φρίκη κι η αυτάρκεια

απλή υποδιαίρεση του κόσμου.

.

[Ζώα εξωτικά στις πίσω αυλές

που ακινητούν ρόδες, κλουβιά

και σκουριασμένα φορτηγάκια

γυναίκες με μούσι ξαπλωμένες ηδυπαθώς

σε νυφικό κρεβάτι

νάνοι που μόλις γύρισαν από την εκστρατεία

αγόρια με μάσκα σκύλου και νύχια γαμψά

και νούμερα αλλόκοτα

με τέρατα, απροσάρμοστους

και πρόσωπα εκ γενετής αλλοιωμένα.]

.

Ο γίγαντας και το ηλεκτρικό κορίτσι παντρεύτηκαν

είμαι καρπός αιμομιξίας, έλεγε το παιδί αστακός

κι έχω διεστραμμένο χιούμορ.

Από την ακροβατική του κούνια

ο εναέριος τυμπανιστής

σαν άγγελος εξ ουρανού ειδοποιεί:

Φυλαχτείτε από τον άλλον

εκπέμπουν φως διαταραγμένο τα όριά του.

.

Οι ειδικοί αποφάνθηκαν:

Η αγκαθωτή αφή φέρει την κύρια ευθύνη

ο εξαίσιος παραμερισμός των περιπτύξεων

το σιωπητήριο των πουλιών.

Ποιος θα βρεθεί να τους κατηγορήσει

που κάθε τόσο θρυμματίζονται;

Ποιος θ’ αποστρέψει το βλέμμα του

απ’ την αλληγορία αυτή

την ομοούσια με την Αχερουσία;

.

Artwork: Antonello Silverini

 

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Της μιας ανάσας ποιήματα

.

ΥΠΟΜΟΝΗ

.
Καύσων, ας είναι,
σαν ανεπιθύμητος
έρως θα διαβεί

.

ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ


Ψέματα σου ’πα
ότι δεν θα σ’ άλλαζα
με τη θάλασσα.

.

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Της μιας ανάσας ποιήματα, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2021

Πίνακας: Albert Marquet

 

Eυτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Βαρδάρης after

.

– Κοιμάται ο άνεμος ποτέ;

– Όχι. Μόνο κατεδαφίζεται.

– Έχει και φώτα ο άνεμος;

– Έχει μονάχα σωθικά, που φέγγουν από μέσα.

– Σβήνουν ποτέ τα σωθικά; Δεν σβήνουν.

Ούτε έχουν φαροφύλακες τα ερείπια

μήτε τα γερασμένα σώματα

κρυμμένους κήπους μινιατούρες

ν’ αναδυθούν απ’ την υδρία των παθών

τα βελουδένια αρώματα της νύχτας

να πεις θα πάω ένα πρωί, βρε αδερφέ

μια Κυριακή πρωί να τα επισκεφθώ

όπως θα πήγαινες να επισκεφθείς

παλαιοχριστιανικούς ναούς ή και μουσεία.

.

– Ούτε να πας, ούτε να δεις.

Και τι να δεις;

Τον άνεμο να σκουντουφλά πάνω σε λαμαρίνες

ή πέρα δώθε να κουνά κινέζικα φανάρια;

Ταντάλου, Δάμωνος, Σαπφούς

είναι ο Βαρδάρης μια παγόδα θαμπωμένη

με τα παλιά βεγγαλικά παραχωμένα

κάτω από φόρμες μαύρες σατινέ

μασίφ ανάσες, μασουράκια

άφαντο το «Μουλέν Ρουζ», το «Λαϊκόν»

μισολιωμένο χιόνι η «Tροπικάνα».

Κλείδωσαν πια τα πεζοδρόμια

ποτάμια ήταν και στέρεψαν

έξω από πόρτες δίχως χέρια.

.

– Τ’ ακούς; Βρυχάται ο καιρός.

– Υπερβολές!

Απλώς τραντάζει ο μετροπόντικας τις οροφές

κι οι κρεμασμένες λάμπες ξεσαλώνουν.

Μια νέα αρχή απ’ το σημείο μηδέν

απ’ το μηδέν ως την ακίνητη αρχή.

Ακίνητος κι ο βασιλιάς έφιππος στην πλατεία.

Καλπάζει ακίνητη η εποχή.

Σημειωτόν και προσοχή.

Ακίνητη.

Και μόνο τα γερασμένα σώματα

κινούνται στα χαλάσματα αναρχικά

και ξανανθίζουν.

.

Eυτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, από τη συλλογή Ο θυρωρός των ημερών, Κέδρος 2022

.

Αrtwork: Alexey Begak

.

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μυθοπλασίες, «Tlon, Uqbar, Orbis Tertius»

Τα προηγούμενα αναφέρονται στις γλώσσες του νοτίου ημισφαιρίου. Σ’ εκείνες του βορείου ημισφαιρίου (για την Ursprache, του οποίο ο Ενδέκατος Τόμος περιέχει ελάχιστα στοιχεία), το πρωταρχικό κύτταρο δεν είναι το ρήμα, αλλά το μονοσύλλαβο επίθετο. Το ουσιαστικό σχηματίζεται διά της συσσωρεύσεως επιθέτων: Δε λέγεται φεγγάρι, αλλά: αιθέριο-λαμπερό πάνω σε σκούρο-στρογγυλό ή: ουράνιο-αχνό-πορτοκαλί ή μ’ οποιονδήποτε άλλο συνδυασμό. Στο παράδειγμα που διάλεξα, το πλήθος των επιθέτων αντιστοιχεί σ’ ένα πραγματικό αντικείμενο· αυτό είναι τελείως συμπτωματικό. Στη λογοτεχνία αυτού του ημισφαιρίου (όπως στον στοιχειώδη κόσμο του Μάινονγκ), αφθονούν τα ιδεατά αντικείμενα, που συντίθενται και αποσυντίθενται σ’ ένα δευτερόλεπτο, ανάλογα με τις ποιητικές ανάγκες. Πολλές φορές, τα καθορίζει απλώς ένας ταυτοχρονισμός. Υπάρχουν αντικείμενα συντεθειμένα από δύο όρους – ένας οπτικής φύσεως και έναν ακουστικής: το χρώμα της αυγής και η μακρινή κραυγή ενός πουλιού· άλλα, από περισσότερους των δύο: ο ήλιος και το νερό πάνω στο στήθος του κολυμβητή, η αχνή τρεμάμενη ρόδινη ανταύγεια που βλέπουμε όταν έχουμε κλειστά τα μάτια, η αίσθηση αυτού που αφήνεται να τον παρασύρει το ποτάμι, αλλά και το όνειρο. Αυτά τα δευτεροβάθμια αντικείμενα μπορούν να συνδυαστούν με άλλα· η διαδικασία, με τη χρήση και κάποιων συντμήσεων, είναι κυριολεκτικά άπειρη. Υπάρχουν περίφημα ποιήματα που αποτελούνται από μία και μόνη τεράστια λέξη. Η λέξη αυτή αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα ποιητικό αντικείμενο, δημιούργημα του συγγραφέα. Παραδόξως, αυτό που καθιστά τον αριθμό τους άπειρο, είναι το γεγονός ότι κανένας δεν πιστεύει στην πραγματικότητα των ουσιαστικών.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μυθοπλασίες, «Tlon, Uqbar, Orbis Tertius»,  Άπαντα τα πεζά, Ι, σελ. 139, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014

 

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Κουτσό, Βιβλίο του Μανουέλ, Ο Φαντομάς εναντίον των πολυεθνικών βρικολάκων»

.

Όταν κάνεις μια επανάσταση, την κάνεις σε όλα τα επίπεδα· κι αφού μιλάμε για τα τρία επίπεδα ενός μυθιστορήματος, ναι, πρέπει να την κάνεις στην εξωτερική πραγματικότητα· ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να την κάνεις και στην πνευματική δομή των ανθρώπων που θα ζήσουν αυτή την επανάσταση και θα δρέψουν τους καρπούς της. Αν δεν προσέξουμε, η γλώσσα μπορεί να εξελιχθεί σε ένα απ’ τα χειρότερα κελιά που μας περιμένουν. Μέχρι κάποιου σημείου, μπορεί να παραμείνουμε αιχμάλωτοι των απόψεών μας, επειδή οι σκέψεις μας εκφράζονται με περιορισμό και περιοριστικό τρόπο, έναν τρόπο κάθε άλλο παρά ελεύθερο, αφού πρέπει να διαταχθούν υπακούοντας σ’ ένα συντακτικό, έναν τρόπο που τον κληρονομούμε κι εμείς, ακόμα κι αν αργότερα μπορεί ν’ αλλάξουμε τους τύπους.

Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα εξοχότερα παραδείγματα είναι η Σοβιετική Επανάσταση. Στις αρχές της εμφανίζεται ένας ποιητής, ο Μαγιακόφσκι, ο οποίος διαλύει τη γλώσσα της ποίησης και της πρόζας, και δημιουργεί μια νέα γλώσσα, κάτι που δεν είναι εύκολο, δεν είναι αμέσως ευκολονόητο και περιέχει εικόνες δύσκολες και ιλιγγιώδεις, αλλά μέλλει ν’ αποδειχθεί πως ο λαός του τον καταλαβαίνει και τον αγαπά – ο Μαγιακόφσκι ήταν ο πιο αγαπημένος ποιητής στην πρώτη φάση της Σοβιετικής Επανάστασης. Με τον καιρό, αρχίζει να εμφανίζεται αργά αργά μια εμπλοκή στο θέμα της γλώσσας· δεν παρουσιάζεται κανένας άλλος Μαγιακόφσκι και εκδίδεται μια ποίηση που μπορεί μεν να είναι όσο θέλετε επαναστατική, αλλά εκφράζεται και πάλι σε μια γλώσσα συμβατική, γεμάτη κοινοτοπίες, που δεν έχει πια εκείνη την εκρηκτικότητα, εκείνο το χαστούκισμα κατάμουτρα, που ήταν το πρώτο μήνυμα του Μαγιακόφσκι (το αναφέρω σαν παράδειγμα-κλειδί, αλλά μπορεί να ισχύσει σε κάθε δράση που μεταμορφώνει την πραγματικότητα).

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Κουτσό, Βιβλίο του Μανουέλ, Ο Φαντομάς εναντίον των πολυεθνικών βρικολάκων», σελ 264-265, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Όπερα, 2021

 

Σπύρος Κιοσσές, Τα πρωτοβρόχια

Πέρασαν πολλές μέρες. Δεν πολυέδινα σημασία για το τι γινόταν στο παλιό σπίτι με τους νέους γείτονες. Εντύπωση μόνο μου έκανε ότι η γυναίκα ήταν αρκετά μεγάλη, πιο μεγάλη από τις μαμάδες μας, χοντρή, είχε γαλάζια μάτια κι έβαφε τα χείλη έντονα κόκκινα. Ο κύριος Βασίλης πάλι ήταν νέος και πολύ αδύνατος. Η κυρία Ζηνοβία, έτσι τη λέγανε, ήταν ωραία, παρά τα κιλά της, κι είχε γλυκιά φωνή, σαν τραγουδίστρια. Φορούσε κάτι γυαλιστερές εμπριμέ ρόμπες, έβγαινε στα σκαλιά της παλιάς μονοκατοικίας να καπνίσει, και καμιά φορά τάιζε στο μπαλκόνι το κοριτσάκι τους. Ασημίνα την φώναζε. Πολύ ντροπαλό, σχεδόν φοβισμένο μου φαινόταν αυτό. Πάντως τα φαγητά της κυρίας Ζηνοβίας πρέπει να ήταν πεντανόστιμα. Μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά όταν μαγείρευε. 

Μια μέρα τηγάνιζε κεφτεδάκια. Ήταν απόγευμα, εμείς στα σκαλιά του σπιτιού μου και μας έτρεχαν τα σάλια. Αν και είχαμε φάει για μεσημέρι, κι ήταν νωρίς ακόμη για να ξαναφάμε, η μυρουδιά μάς είχε σπάσει τα ρουθούνια. Η κυρία Ζηνοβία το κατάλαβε, μάλλον είδε τις κλεφτές ματιές μας προς τα εκεί, και μας φώναξε. Έβαλε δυο κεφτέδες σ’ ένα πιάτο, τους έκοψε στη μέση, και περνάγαμε από μπροστά της ένας ένας ανοίγοντας το στόμα – αυτή με το πιρούνι έδινε από μισό κεφτεδάκι στον καθένα (ο Νίκος της θείας Δήμητρας έλειπε κι έτσι ήμασταν τέσσερις). Σα να κοινωνούσαμε ήταν, όλοι μας σοβαροί, να περιμένουμε υπομονετικά σε γραμμή για το πιρούνι. Όταν ήρθε η σειρά μου, πλησίασα πολύ διστακτικά. Φαίνεται το κατάλαβε, «έλα μη φοβάσαι», είπε, «θα σ’ αρέσει, αν όχι, το φτύνεις». Εγώ έκλεισα τα μάτια ασυναίσθητα κι άνοιξα το στόμα. Ο τηγανισμένος κιμάς, ζεστός ακόμη, αφράτος και γεμάτος μυρωδικά, μου έφερε ένα αίσθημα ευχαρίστησης όχι μόνο στο στόμα αλλά σε ολόκληρο το κορμί μου. Μια γλυκιά ανατριχίλα, καθώς κατέβαινε η στρογγυλή μπαλίτσα στο στομάχι μου. Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ έτσι με φαγητό. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι τους καλύτερους κεφτέδες τούς έκανε η μαμά. Μες στη χαρά εγώ, και θέλοντας να την πειράξω που όλη μέρα με το καινούργιο μωρό της ασχολείται κι όχι με μένα, της το ανακοίνωσα θριαμβευτικά, όταν γύρισα το βράδυ στο σπίτι: «Η κυρία Ζηνοβία φτιάχνει τους καλύτερους κεφτέδες στον κόσμο!». Το κουτάλι του μπαμπά – έτρωγε τις φακές που είχαν περισσέψει απ’ το μεσημέρι – του έπεσε από τα χέρια μέσα στο πιάτο και λέρωσε το τραπεζομάντιλο. «Και πού το ξέρεις εσύ;», σχεδόν ούρλιαξε η μαμά. Η μαμά ήταν πολύ θυμωμένη. Λογικό. Μέχρι τότε οι δικοί της κεφτέδες ήταν οι καλύτεροι. Ο μπαμπάς με κοιτούσε αυστηρά περιμένοντας τι θα απαντήσω. Ίσως ζήλεψε που εγώ έφαγα τον κεφτέ της κυρίας Ζηνοβίας κι αυτός τις φακές της μαμάς. Τους εξήγησα τι είχε γίνει, αυτοί χωρίς εξήγηση με στείλανε κατευθείαν για ύπνο. Το βράδυ έβλεπα κάτι όνειρα παράξενα. Όλη νύχτα σα τη σβούρα γυρνούσα στο κρεβάτι.

Κανά δυο μήνες μετά, τέλειωναν τα σχολεία, επέστρεφα τώρα πιο αργά στο σπίτι, άκουσα φωνές από το απέναντι σπίτι. Το κοριτσάκι, η Ασημίνα, καθόταν ζαρωμένο στα σκαλιά. Μέσα ο κύριος Βασίλης φώναζε δυνατά, μάλλον ζητούσε συγγνώμη από την κυρία Ζηνοβία, γιατί έλεγε ότι δεν έφταιγε κανείς άλλος, έφταιγε αυτός. Που την πήρε από το σπίτι που δούλευε, και την έφερε εδώ και την έκανε κυρία. Πιο πριν θα την φώναζαν μάλλον σκέτο Ζηνοβία, χωρίς το κυρία. Και κάτι για ένα σκυλί έλεγε, για ένα μπάσταρδο που είχε η Ζηνοβία, πριν γίνει κυρία, κι ούτε ξέρει ποιανού είναι, και το φρόντιζε τώρα ο κύριος Βασίλης, και γι’ αυτό μάλωσε με τους δικούς του κι αυτοί τον έδιωξαν από το δικό του το σπίτι και τώρα δουλεύει σα σκυλί για να ταΐζει αυτήν και το σκυλάκι της σ’ αυτό το αχούρι. Εγώ βέβαια σκυλάκι δεν είχα δει να έχουν στο σπίτι τους ούτε απ’ την αυλή ακούγονταν γαβγίσματα, θα το είχαν μάλλον σε κανένα κτήμα. Έριξα μια ματιά στην Ασημίνα, που είχε κατεβασμένο το κεφάλι, είχε μαζέψει χέρια και πόδια και κούρνιαζε σε μια γωνιά, και μπήκα στο σπίτι.

Η εξομολόγηση

[…]

Και η θεία Φιλίτσα λέει για την κυρία Ζηνοβία, «καλά να πάθει, τι τον ήθελε τόσον νέο άντρα, σα παιδί της ήταν, τώρα που αυτός τα ξαναβρήκε με τους γονείς του και την παράτησε στα κρύα του λουτρού και τον παντρολογούν με μια κοπέλα απ’ το χωριό του, αυτή κλαίει κι οδύρεται, εμ έτσι εύκολο είναι; μόνο με μπογιάτισμα και δικτυωτά καλτσόν τους κρατάν τόσο νέους άντρες, και όμορφους, όπως αυτός;». Αλλά τις προάλλες, «Ζηνοβία μου, έλα, έφερα λίγη σουπίτσα για σένα και την Ασημίνα σου, τόσες μέρες άρρωστη είσαι, πρέπει να στυλωθείς», εγώ έτυχε να περνάω εκείνη την ώρα μπροστά από το σπίτι τους για να αγοράσω από τον φούρνο του κυρ-Βασίλη κουλούρα με σουσάμι που μου αρέσει. Αλλά και πολλά παιδιά λένε και κάνουν άσχημα πράγματα, όχι μόνο εμείς. Περνούσαν χτες κάτι συμμαθήτριες της Ασημίνας από τη γειτονιά, αυτή ήταν στα σκαλιά μπροστά στο σπίτι τους, και τη ρωτάνε, «Ασημίνα, τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου; Ωραίο σπίτι έχετε, σαν το σαράι του Καραγκιόζη», και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Ξέρω τι θα πω στον πατέρα Κωνσταντίνο. Όταν άκουγα τη μαμά και τη θεία Φιλίτσα και τα κορίτσια να τα λένε αυτά, έκανα πολύ κακές σκέψεις, θα ήθελα να τους ρίξω πέτρες ή τουλάχιστον να πάω μπροστά τους και να τους φτύσω, αλλά δεν το έκανα γιατί και ντρεπόμουν και φοβόμουν, και πιο πολύ ντρεπόμουν επειδή φοβόμουν.

Το σύννεφο

[…]

Στις ειδήσεις εδώ και κάποιες μέρες μιλάνε συνέχεια για το Τσερνομπίλ, κι ότι πρέπει να μένουμε στα σπίτια μας, κυρίως όταν βρέχει, γιατί μπορεί να πάθουμε καρκίνο και να πεθάνουμε. Με τα παιδιά βρισκόμαστε μια στο ένα σπίτι μια στο άλλο. Πηγαίνουμε τρέχοντας. Τώρα είναι απόγευμα κι ο καιρός βροχερός. Έχει αρχίσει να ψιχαλίζει. Κάθομαι στο παράθυρο και χαζεύω έξω. Βλέπω την Ασημίνα να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού της. Παραξενεύομαι, γιατί δεν πρέπει να καθόμαστε έξω με τη βροχή, το είπαν και στο σχολείο και στις εφημερίδες και στις ειδήσεις. Ανοίγω το παράθυρο και της φωνάζω να μπει μέσα, καλά δε βλέπει ότι βρέχει; Αυτή δεν με ακούει ή κάνει ότι δεν με ακούει. Της ξαναφωνάζω. Τίποτα πάλι. Βάζω παπούτσια, παίρνω την ομπρέλα της μαμάς και πάω απέναντι. Η Ασημίνα με το που με βλέπει να πλησιάζω, μου φωνάζει από μακριά να φύγω, ό,τι θέλει θα κάνει, να μην μπλέκομαι, τι με νοιάζει τι θα κάνει αυτή; Νευριάζω, θυμώνω, οργίζομαι, κι εγώ δεν ξέρω τι νιώθω. Γυρνάω σπίτι και με πιάνουν τα κλάματα από τα νεύρα. Κάνει τη γενναία, δηλαδή; Ότι δεν φοβάται το Τσερνομπίλ, ενώ εμείς, αν και αγόρια, το φοβόμαστε και κλεινόμαστε μέσα; Σιγά μην ασχοληθώ ξανά μαζί της. Ούτε θα της ξαναμιλήσω, εγώ φταίω. Αλλά τέλος πάντων, έχε χάρη.

Η κυρία Πέπη

[…]

Η κυρία Πέπη μαζεύει υπογραφές. Είναι ντροπή για τη γειτονιά μας, το αντιλαμβάνεστε κι εσείς, σωστά;, τι δουλειά έχει μια πρώην ιερόδουλη να μένει εδώ; Και να πω ότι έχει αλλάξει; Ξανάρχισε να φέρνει άντρες στο σπίτι της, μεσημέρι, απόγευμα, ούτε που τη νοιάζει τι θα πει η γειτονιά. Αλλά θα μου πείτε, κυρία Κούλα μου, αλλάζει ο λύκος; Ούτε το παιδί της δεν σκέφτεται. Δεν το βλέπετε, το καημένο; Όταν έχει άντρα μέσα, το αφήνει να ξεροσταλιάζει το έρμο μόνο του στα σκαλιά.

Σπύρος Κιοσσές, Τα πρωτοβρόχια, “Οι κεφτέδες”, “Η εξομολόγηση”, “Το σύννεφο”, “Η κυρία Πέπη”, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2022

.

 

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Και τι πιστεύει ο ποιητής;

.

– Ότι το έγκλημα

θα αθωώσει για μια στιγμή τον δράστη του

πως η βαρύτητα μιας βλεφαρίδας

κι ενός δαφνόφυλλου το σύρσιμο

θ’ ανασηκώσουν κύματα

και τα θεμέλια μιας πόλης σκοτεινής

στο διάφανο θα τα μετατοπίσουν

.

ότι η γλώσσα

την καλοσύνη των φτερών θα εγκαινιάσει

κι οι μονομάχοι

– νηφάλιοι και πρωινοί –

με τα πνιγμένα βρέφη αγκαλιά

απ’ την ασάλευτη σκιά

μες στον ναό μιας τάξης σχολικής

θα προχωρήσουν.

.

Αrtwork: Albert Marquet

.

Eυτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, από τη συλλογή Ο θυρωρός των ημερών, Κέδρος 2022

 

Εύα Στάμου, Τα κορίτσια που γελούν

.

Ήταν αρχές καλοκαιριού όταν αποφάσισε να θέσει σε ενέργεια την ιδέα της δολοφονίας κάποιου άγνωστου ατόμου. Η απόφαση αυτή τη γέμισε δύναμη, της έδωσε έναν σκοπό. Είχε περάσει τις τελευταίες εβδομάδες μέσα στην κατάθλιψη και την αμφιβολία για τα πάντα «πρόκειται για βαθιά κρίση μέσης ηλικίας», έλεγε σε συναδέλφους και γνωστούς που συναντούσε σε πάρτι και φιλολογικές συγκεντρώσεις, «νιώθω λες και η ζωή μου τελειώνει, αν και βρίσκεται μόνο στη μέση». Στη συμβουλή κάποιων να επισκεφτεί ψυχολόγο, απαντούσε πάντα καταφατικά, σπεύδοντας να προσθέσει πως μια τέτοια επίσκεψη είναι οπωσδήποτε στο πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα, δεν το σκεφτόταν σοβαρά. Υπήρξε ανέκαθεν καχύποπτη με όλα αυτά, στην ουσία δεν εμπιστευόταν κανέναν αρκετά ώστε να του εκμυστηρευθεί όσα την απασχολούσαν. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν, για το παραμικρό, να σε κατατάξουν σε κάποια κατηγορία επικίνδυνων ασθενών, να σε χώσουν σε ίδρυμα και να σε ταράξουν στη φαρμακευτική αγωγή ώσπου να σε μετατρέψουν σε φυτό.

Έλεγε στον εαυτό της ότι το πρώτο που όφειλε να κάνει, αν ήθελε να έχει αποτελέσματα, μέσα στους επόμενους μήνες, ήταν να εντοπίσει τον στόχο της – δεν έκανε χρήση της λέξης «θύμα», δεν σκεφτόταν με τέτοιους όρους, δεν αισθανόταν ότι κάποιον θα έβλαπτε με την πράξη της, γιατί, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, στο σενάριο της ζωής της, δεν ήταν απλώς η κύρια ηρωίδα, όπως είναι φυσικό για κάθε έναν από εμάς, ήταν η μόνη ηρωίδα. Όλους τους άλλους τους έβλεπε χωρίς αισθήματα κι αληθινές ζωές, ήταν εκεί για να χρησιμοποιηθούν ως πιόνια στα σχέδιά της.

Εύα Στάμου, Τα κορίτσια που γελούν, «Ένα τέλειο σχέδιο», σελ. 14-15, εκδόσεις Αρμός, 2018

Αrtwork: Julia Geiser