RSS

Tag Archives: Ελληνική πεζογραφία

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Η σούπα (στη Θράκα, e-περιοδικό)

Δημοσίευση 28. 5. 2013

http://thraka-magazine.blogspot.be/2013/05/h.html

Gilbert_Garcin_213Όταν σουρουπώνει σέρνεται από νύχτα το μυαλό του. Φοράει τις μαύρες κοτλέ παντόφλες του, μία χλωμή ανία στις εκφράσεις και μια φαγούρα ιδιόρρυθμη, που ξεκινάει σαν χάδι από την πλάτη, γίνεται ανατριχιαστική στα πισινά και μυρμηγκιάζει, εντέλει, ολόκληρο το σώμα. Ο Λούκας  πασπατεύεται ανήσυχος,  και με τις δυο παλάμες, και ταμπονάρει τραύματα αόρατα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χαστουκίζουμε έναν άνθρωπο αθώο, όταν είναι πολύ άγουρες ακόμα οι αιτίες στο μυαλό, και αναζητούνται επειγόντως επισημάνσεις καθοδήγησης. Προχθές, ωστόσο, αγόρασε ένα μικρό καλάθι με φράουλες θερμοκηπίου. Το πιγούνι μου είναι εντάξει μόνον, σκέφτεται ανακουφισμένος, και το αγγίζει με τις άκρες των δαχτύλων, προσεκτικά, σαν να φοβάται μη ραγίσει. Πολύ καλά! Tο έχει καταφέρει, έβαλε μάλλον τα δυνατά του απόψε, και το πιγούνι στέκει άτρωτο  στην ψύχρα του παράθυρου. Το χνώτο, δες, δημιουργεί και μιαν εξαίσια ομίχλη γύρω από το τζάμι. Είναι δημιουργικός με κάτι τέτοια, κυρίως υπαρκτός, υπέροχα! μπορεί να στρέψει τώρα το βλέμμα αργά και ασφαλής προς το φανοστάτη.

Surrealist-Photo-Manipulation-Tommy-Ingberg01 Ο φανοστάτης, αυτή την εποχή, ανάβει στις 18.35, στις 18.40 η κυρία Μάινς, φωτιζόμενη, βάζει το σκύλο να κάνει στο φράχτη των Τρέιβερς πιπί του, ενώ, την ίδια περίπου ώρα, ο Φιλς αφήνει μια σκιά, καθώς γυρνάει στο σπίτι, ύστερα από το Κολλέγιο, φορτσάροντας το βαριεστημένο βήμα του με τα καπρίτσια καμιάς νέας γκομενίτσας, που σέρνει από το χέρι για να περάσουνε τη νύχτα. Ο Λούκας είναι πεπεισμένος ότι ο Φιλς φέρνει μαζί του πάντα νεαρά κορίτσια με χοντρές γάμπες και στητά βυζιά, γιατί το σπίτι του βρίσκεται στην πιο βολική γωνία σε όλο το τετράγωνο. Οι γυναίκες είναι σπίτια, σκέφτεται, αν είχα χρήματα θα είχα αγοράσει εγώ το γωνιακό του Φιλς σε κείνη τη δημοπρασία.

LEGS 579504_421165821316134_716991576_nΒλέπει στο δάσος κι έχει ανοίγματα παντού, το δικό μου δεν είναι ούτε ανοιχτό στο θέαμα ούτε έχει ανοίγματα πολλά, μια μικρή πρόσοψη τεσσάρων μέτρων σού επιβάλλει απλώς μεγάλο βάθος και απόσυρση στα ενδότερα που λέμε. Γιατί επέλεξα αυτόν το σκοτεινό πράσινο χασέ για τις κουρτίνες; έτσι κι αλλιώς δεν κάνει δάσος! ν’ άλλαζα χρώμα άραγε; ύφανση επιπλέον; θα ’παιρνε διαφορετική φινέτσα η διάθεση; o Φιλς έχει λεπτές κουρτίνες σε σομόν, γαλάζιο και κορίτσια συν τοις άλλοις!

Στις 18.55 το τρένο σφυρίζει την τελευταία αναχώρηση απ’ το Τλέισον, κι ο Λούκας βλέπει τώρα το πίσω μέρος του να σέρνεται αδιάφορα πάνω στη στροφή. Δείχνει τον κώλο του το τρένο, ε;  Ό, τι είναι να φύγει, γυρνάει τα σιδερένια του οπίσθια, ερήμην, καμιά συνείδηση δεν έχει μπράτσα να τιθασεύσει το αλλότριο, και στο σημείο όπου κόβει το μάτι του Λούκας τον ορίζοντα, τελειώνει και το Τλέισον, ίσως να σβήνει κι ολόκληρος ο κόσμος μες στην ανεπίσημη βραχνάδα των λιγνών δέντρων, που θροΐζουν στη στροφή, όταν το τρένο τα αγγίζει, και δυναμώνει τη φαγούρα του στο σώμα.  Η στύση που του κρατάει το παντελόνι από το χέρι, σκέφτεται ο Λούκας πως τον αποζημιώνει για την απώλεια του τελευταίου βαγονιού από το οπτικό πεδίο του, κι ο σκύλος της κυρίας Μάινς είναι ευγενής, διότι κατουράει πάντα με ακρίβεια τα δέντρα, δεν πέφτει ούτε μια σταγονίτσα στο τσιμέντο. Μπράβο, καλό σκυλάκι, πώς τα κατάφερες και σήμερα, υπέροχα!

644728_154297144712558_58764919_nΗ κυρία Μάινς μάλλον τον έχει εκπαιδεύσει να είναι δημοσίως ευγενής. Έχει ωραία οπίσθια, από εκείνα τα πλατιά, που η βάση τους σου δείχνει απαρέγκλιτα το δρόμο προς την τρύπα, δε χάνεσαι με άστοχες κινήσεις μέσα στα σεντόνια, κι  ένα προσεκτικό σμίλευμα οπισθίων θα έχει προεκτάσεις, σίγουρα, σε αυστηρές δομές που αφορούν και την εκπαίδευση του σκύλου. Ο Λούκας πιστεύει πως τα σκυλιά μοιάζουν πολύ στ’ αφεντικά τους, κι ελέγχει πάλι το  πιγούνι του. Είναι σε φόρμα ακόμη, δεν κινδυνεύει να χάσει το πολύτιμο κομμάτι του, κι αναθαρρεύει εξαπίνης μία σφοδρή επιθυμία για μια σούπα με φρεσκοκομμένο λάχανο, μεγάλα λουκάνικα από χοιρινό, πράσο και μυρωδικά, αντζούγιες, καυτερά και λίγη κρέμα γάλακτος για ν’ ανασαίνει το υγρό. Τρώει πολύ τα αλμυρά, του αρέσει τα βράδια να ξυπνάει για νερό, είναι μια παιδική ανάμνηση που αρνείται να αποχωριστεί, δηλώνοντας έτσι τη σταθερή αγάπη για το σπίτι που μεγάλωσε. Πάντα η μητέρα μεριμνούσε για ένα μικρό κιτρινωπό λαμπάκι να μένει ανοιχτό, κι ο Λούκας δε φοβόταν καθόλου στο διάδρομο. Η ανάμνηση αυτή, όπως κι όλος ο χρόνος που γίνεται απόνερο στο χώρο, τον παλουκώνει εδώ, κι ο Λούκας προσφέρεται λιγότερο επιρρεπής σε σχεδιάσματα απόσχισης από το ξένο σώμα το γεμάτο με ακάνθινους πολίτες. Αν και δεν το παραδέχεται ο ίδιος, το Τλέισον είναι ό,τι τον καθηλώνει σ’ αυτήν τη μη ιάσιμη φαγούρα μπρος απ’ το παράθυρο όταν σουρουπώνει. Τίποτε δεν έχετε, κύριε Στέισον, είστε απολύτως υγιής, του είπε ο γιατρός.

Gilbert_Garcin_120 Το τρένο ακούγεται ν’ αγκομαχά έναν ηχητικό λαβύρινθο στις ράγιες, καθώς ορμάει για το τούνελ, αλλά το σφύριγμά του είναι υπερβολικά συριστικό απόψε για τον Λούκας, και του χαλάει τη διάθεση. Πιστεύει πως, τουλάχιστον, το τρένο οφείλει να είναι ευτυχισμένο. Αυτά είναι! Αυτά, πού να τα πάρει ο διάολος! Tα ξαφνικά που ’ρχονται να σου ανατρέψουν με το έτσι γουστάρω την εικόνα που έχεις για τα πράγματα, για σένα, μπορεί και για τα δύο. Αυτός το έχει ξεκαθαρίσει πάντως : δεν είναι με τίποτε το τρένο, είναι οπωσδήποτε ο Λούκας! Οπωσδήποτε; Eίναι μήπως αυτός τα πράγματα, τα πράγματα μήπως αυτός,  προς ποια κατεύθυνση οφείλει να κοιτάξει; Μια σκοτοδίνη του ’ρχεται, ελέγχει το πιγούνι, το σπίτι του Φίλς δεν είναι δικό του! και στο τούνελ δεν θα τολμούσε να μπει αυτός ποτέ μονάχος ούτε να σφυρίξει. Αγγίζεται  κι ανακαλύπτει πώς κρατιέται πλέον ετοιμόρροπος από μια στύση πολύ απελπισμένη. Πώς να πιαστεί για να βαδίσει από ένα άτρωτο πιγούνι μόνον, με τι κουράγιο να κόψει λάχανα, να τηγανίσει τα λουκάνικα, ν’ ανοίξει τις αντζούγιες, να βγάλει κατσαρολικά, και να λουφάξει   στον αλμυρό πολτό, που του εγγυάται ασφάλεια τα βράδια; Θα φάει, καλύτερα, μιαν άλλη σούπα, πιο πεπερασμένη, δηλαδή, θα ζεστάνει μια έτοιμη σούπα σε κουτί, με κρεμμύδια, τομάτες και λίγη κολοκύθα. Του πέφτει λίγο ξινή, αλλά αναθαρρεύει στη σκέψη πως δεν του κάνει και μεγάλο κόπο να προσθέσει δυο τρία μαύρα παξιμάδια!

 LEGS ae169310Η κυρία Μάινς θα δειπνήσει, άραγε, απόψε; Πρέπει να τρώει πάντως λιπαρά για νά ’χει τόσο όμορφα οπίσθια! Το διαπίστωσε τότε που τη συνέτρεξε με τις χυμένες αγορές μίας σκισμένης οικολογικής χαρτοσακούλας, τζέντλεμαν! τότε που ανταμείφθηκε δεόντως από την τύχη να κρατήσει στα χέρια του πράγματα τόσο πολύ δικά της: μπέικον, καπνιστό μπούτι χοιρινού, λαρδί,  βούτυρο, ω, αυτές τις λιπαρές ομορφιές του ουρανίσκου, που άφηναν μες στο σελοφάν μια πινελιά φρεσκογυαλισμένου κάδρου γύρω από τις τόσο κομψές βελούδινές της γόβες! Του έκανε τότε εντύπωση η ποσότητα, και σκέφτηκε, τείνοντας διακριτικά το χοιρινό προς τη μεριά της, όταν εκείνη έσκυβε για να μαζέψει το λαρδί της και όταν εκείνου του ήρθε η μεγάλη όρεξη να τη χουφτώσει,  πως μάλλον θα πρέπει να ταΐζει και το σκύλο με αυτά. Κι αν γινόταν αυτός ο σκύλος της κυρίας Μάινς;

 dogs Gilbert GarcinGG01Xαζομάρες του περνούν συχνά απ’ το μυαλό.O Φιλς θα τσιμπήσει, άραγε, με το κορίτσι του απόψε; Δεν κρατούσε τίποτε που να προδίδει πως κουβαλούσε τρόφιμα μαζί του, θα έφαγαν, προφανώς, στη λέσχη, μόνο το χέρι της κοπέλας είχε ελαφρά στα δάχτυλά του κλειδωμένο. Έτσι όπως περπατούσανε στο δρόμο ήταν σαν νά ’διναν τόπο για τη χώνεψη κυρίως, κανένα στραβοπάτημα, η κίνηση ήταν νωχελική και αεράτη, τα στραβοπόδαρα του Φιλς,  στο  ξεβαμμένο τζιν σφιχτοδεμένα, πατούσαν στο έδαφος γερά, και το κορίτσι φορούσε μία απλή ριχτή μαύρη μπλούζα από βαμβάκι, που την ανέμιζε λίγο ο αέρας.Το παντελόνι τον σφίγγει πολύ στη μέση ξαφνικά… κι αν φόραγε  το μαύρο με το φερμουάρ, το πλέον άνετο που έχει, είναι πλυμένο, όχι μάλλον;  Όλα τα παντελόνια που έχουν κουμπιά και σούστες ασφαλείας τού πειράζουνε τη μέση, τον ενοχλούνε στο στομάχι και τον περιορίζουν στον καβάλο. Απόψε θα ’χει μια συχνουρία ανελέητη και, επιπλέον, θα δώσει μάχη με τα κουμπιά του και το φούσκωμα. Γι’ αυτήν τη σούπα, θα του επιβάλει να γεμίσει το στομάχι με νερό, τρις και κατά συρροή, και όχι μία μόνον, όπως θα έκανε με τη χορταστική του λαχανόσουπα.  Να ξεκουμπώνεται, ίσως, σιγά σιγά; Του μένει άλλος δρόμος; Πώς θα μπορούσε να αποδεσμευτεί από την ηχηρή εντύπωση του τρόμου που του διακίνησε το σφύριγμα του τρένου; Δεν είναι οι λεπτομέρειες που ακυρώνουν τις στιγμές, γιατί είναι αυτές που λένε με άλλο όνομα τα πράγματα από αυτό που είθισται  αναληθώς οι λέξεις να δηλώνουν; 

Gilbert_Garcin_251Η κυρία Μάινς ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της, κι ο σκύλος ορμάει χοροπηδώντας μέσα, ευχαριστημένος προφανώς από τη βόλτα και το επιτυχές πιπί του, ο Φιλς σβήνει το μεγάλο φως κι ανάβει ένα μικρότερο, μάλλον πορτατίφ, μπορεί να θέλει να κατεβάσει τώρα και την κυλόττα της κοπέλας. Τι χρώμα κυλόττα να φοράει το κορίτσι; Ο Λούκας σκέφτεται πως θα φοράει μία βαμβακερή λευκή με χρωματιστά λάχανα και πιπερίτσες σαν κόκκινη βροχούλα, ε, βέβαια, οι πιτσιρίκες είναι πολύ καπάτσες για ν’ ανοίγουν έτσι την όρεξη στ’ αγόρια! Αλλά, για… για… μια στιγμή… γιατί ο Φιλς σβήνει όλα τα φώτα και γιατί, α όχι! η κυρία Μάινς δεν γυρίζει να κοιτάξει καθόλου πίσω της τώρα που κλείνει την εξώπορτα, ξέχασε πώς o Λούκας υπήρξε ευεργέτης; γιατί ο φανoστάτης τρεμοπαίζει ξαφνικά και πώς τα δάχτυλά του κυλιούνται με τρέμουλο ανισόρροπο πάνω στα κουμπιά του για να κερώσουν, στο τέλος, μονομιάς;  Λούκας Στέισον, Λούκας Στέισον! βουίζει στ’ αυτιά του της μητέρας η φωνή, που μόλις βάζει το κιτρινωπό λαμπάκι στην πρίζα του διαδρόμου, είναι ευπρεπές ν’ ανακαλύπτεις ξαφνικά πως δε φοράς σήμερα σώβρακο καθόλου, όταν ακόμα και οι σκύλοι φροντίζουν να μην αφήνουν ούτε ένα σταγονίδιο αμμωνίας στο μαλλί τους ούτε στο τσιμέντο;

Gilbert_Garcin_199

Ευτυχώς, σκέφτεται ο Λούκας, κι ανατριχιάζει στην ιδέα, που η κυρία Μάινς δεν είναι παρούσα, τι ντροπή! και η κοπέλα του Φιλς δεν είναι δική του, τι θα επιδείκνυε σε κείνη; είναι και το σαγόνι, το μόνο στήριγμά του, που νιώθει πλέον ασταθές κι αυτή η ολοκαίνουργια φαγούρα που γαργαλάει το πρόσωπο μαζί μ’ ένα ζεστό χυλό που τρέχει από τα μάτια. Gilbert_Garcin_076Ο κόσμος θολώνει γύρω, στο παράθυρο φτιάχνεται πάχνη απ’ το χνώτο μεγαλύτερη, μόλις που διακρίνεται την τελευταία στιγμή, όταν η λάμπα του φανοστάτη κάνει ένα τσικ, και πέφτει στο σκοτάδι όλο το δωμάτιο. Με τι κουράγιο, ε; χωρίς κανένα πλέον δεκανίκι να συρθεί ως την κουζίνα, για να ετοιμάσει ο Λούκας Στέισον τη σούπα, που μέσα στα υγρά της σχεδίαζε να ρουφηχτεί απόψε;     

_

___

.


 

 

 

 

 

Tags: , ,

Image

Άρης Μαραγκόπουλος: Επιθυμία (e-περιοδικό bibliothèque)

Άρης Μαραγκόπουλος: Επιθυμία (e-περιοδικό bibliothèque)

http://bibliotheque.gr/?p=21888

http://www.arisgrandman.com/bibliography–web.html

.

Εδώ και πάρα πολύ καιρό, το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα στη γραφή και την τέχνη γενικότερα είναι πρόβλημα κατανόησης του κόσμου. Όποιος, παράδειγμα, «διαβάζει» τον κόσμο μέσα από την κουλτούρα της Μπάρμπι (ακόμα κι αν αυτή είναι localized, όπως π.χ. στα ελληνικά ευπώλητα βιβλία που μετά μανίας καταβροχθίζουν ανορεξικές και αγάμητες κυρίες) κατανοεί τη ζωή του σαν Μπάρμπι. Δηλαδή διαβάζει πρόχειρα, επιπόλαια, στον αφρό. Διαβάζει μια πλοκή, διαβάζει μια ιστορία, καταπίνει το ένα μετά το άλλο βιβλία της λογοτεχνίας και της παραλογοτεχνίας λες και είναι επεισόδια σε τηλεοπτική σειρά. Τα συζητάει εξίσου ανάλαφρα στα social media, λες και είναι ιστοριούλες από τα παρασκήνια των ειδήσεων. Κάνει zapping ανάγνωση των βιβλίων και, τελικά, του κόσμου. Ειδικά, όταν πέσει στα χέρια του ένα κείμενο με κάποιες απαιτήσεις διαφορετικής ανάγνωσης του κόσμου, πέρα από την κυρίαρχη των Μέσων, το κείμενο/έργο ακυρώνεται αυτομάτως μέσα από την à la Μπάρμπι ανάγνωσή του.

Alexej Alexejewitsch Harlamoff  tumblr_mhakufDJyo1r74hw1o1_1280Μεγάλη μερίδα αναγνωστών έχει εθιστεί να διαβάζει τη λογοτεχνία όχι ως αυτό που είναι, ως τέχνη της ζωής, μια τέχνη που θέτει ερωτήματα για τη ζωή, μια τέχνη που εμπνέει την Επιθυμία για την αλήθεια και την ομορφιά, αλλά ως φτηνό ρεπορτάζ του Πραγματικού. Είναι σχεδόν φυσιολογικό να διαβάζεις έτσι. Αφού αυτή τη γραφή κι αυτή την ανάγνωση διδάσκει η κυρίαρχη ανάγνωση του κόσμου: ένα ρεπορτάζ του Πραγματικού που δεν έχει καμία σχέση με το Πραγματικό. Ή, έχει όση σχέση έχει η Μπάρμπι με τον πραγματικό κόσμο ή τα Goodies με το πραγματικό φαΐ. Η πιο σοβαρή συνέπεια αυτής της παραμορφωτικής ανάγνωσης του κόσμου είναι μία – και τη διατυπώνω δίχως καμία περαιτέρω εξήγηση (ο καθείς θα πρέπει να την ανακαλύψει μέσα από την προσωπική του διαδρομή): σιγά, αλλά σταθερά, όπως το σαράκι που τρώει το ξύλο, χάνεται από τα μάτια της πλειονότητας του κόσμου η Επιθυμία του Αισθητικού, η Επιθυμία της όποιας ομορφιάς, αλλά και το κριτήριο που επιτρέπει να την αναγνωρίζεις όταν τη συναντάς.

CARL Detail_2Με αυτή την απώλεια της Επιθυμίας συνδέεται ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα στην Iστορία της Τέχνης: η αληθοφάνεια. H σχέση του Έργου με το Πραγματικό. Η Ιστορία διδάσκει ότι η καλύτερη λογοτεχνία κάθε καιρού και κάθε τόπου γύρισε την πλάτη στο ζήτημα της αληθοφάνειας. Aυτό πιο συγκεκριμένα υπονοεί: όχι ότι αδιαφόρησε για το Πραγματικό καθεαυτό. Tο αντίθετο μάλιστα. H καλύτερη λογοτεχνία ουδέποτε αδιαφόρησε για το Πραγματικό. Aδιαφόρησε όμως για το βαθμό αληθοφάνειας διά της οποίας θα το αποδώσει. Δείτε, π.χ., τον Δάντη, τον Στερν, τον Θερβάντες, τον Pαμπελέ, τον Γκόγκολ, τον Μπέιλι, τον Kάφκα, τον Τζόις, τον Mπέκετ, τον Μπόρχες, τον Μούζιλ, τον Μπροχ, για να αναφέρω πρόχειρα, έτσι στην τύχη, μερικά πασίγνωστα παραδείγματα αναληθοφανούς ρεαλισμού. Kι όμως όλοι αυτοί οι μεγάλοι κλασικοί στην πραγματικότητα αγωνιούσαν για την απόδοση του Πραγματικού[1].


Θα τους ονομάσουμε ρεαλιστές; Δεν νομίζω. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που τους έκαιγε όταν έγραφαν. Η σχέση της λογοτεχνίας με το Πραγματικό δεν είναι μια σχέση μορφική με την πολύ στενή έννοια (δηλαδή μια σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης πιστότητας στην αληθοφανή απόδοση του Πραγματικού), είναι πρωτίστως, μια σχέση μορφική με την ευρύτατη έννοια, σχέση εμπειρική/καλλιτεχνική: είναι μια σχέση που απορρέει από τη λιγότερο ή περισσότερο γνήσια επιθυμία του καλλιτέχνη να καταβροχθίσει, να σπαράξει, να πονέσει, να χαθεί μέσα στο Πραγματικό – με την ερωτική έννοια του όρου.

Zούμε, εδώ και τριάντα και παραπάνω χρόνια, έναν πληθωρισμό λογοτεχνίας που υποκρίνεται το αληθοφανές, το Πραγματικό. Tο μεγαλύτερο μέρος αυτής της ευπώλητης, μεταμοντέρνας μυθοπλασίας, παγκοσμίως, υποκρίνεται πως αποδίδει το Πραγματικό ενώ στην ουσία παράγει ένα αθλητικό ρεπορτάζ του Πραγματικού [2].


CARL DSCN0994.-JPG
Aυτή είναι η αλήθεια κι όποιος δεν τη βλέπει ζει στα σκοτάδια. Aλλά αυτή η παραγωγή δεν οικοδομεί τέχνη του λόγου, δεν οικοδομεί καμία τέχνη. Πρόκειται για έναν διεφθαρμένο ρεαλισμό [3], έναν ρεαλισμό που στέκεται επιπόλαια στον αφρό της ζωής – όπως η ρηχή δημοσιογραφία, όπως η πόρνη Μπάρμπι. Αυτός ο ρεαλισμός δεν ταράζει τίποτε και κανέναν. Δεν ενοχλεί, δεν προσβάλλει, δεν πληγώνει, δεν αρνείται, δεν κρίνει, δεν σκέφτεται, δεν κινητοποιεί τις ψυχές, την Επιθυμία. Αναπαράγει μηρυκαστικά τη ζωή λες και αυτή η κοινωνική ζωή έχει πάψει να επιθυμεί, λες και η ζωή έχει συρρικνωθεί σε μικροσυμβάντα που αφορούν πάντα τους άλλους, αλλά ποτέ τον Άλλο. Έχοντας, επιπλέον, αποσυνδεθεί από την όποια Θεωρία που εμπνέει το όποιο Όραμα, την όποια Επιθυμία, έχει επιστρέψει εν πλήρη συγχύσει στη ρωπογραφία της ατομικής εμπειρίας ανάγοντάς την, μέσα από στερεότυπες συνταγές, σε παγκοσμιοποιημένη version του Πραγματικού.

Κι έτσι σιγά σιγά, αλλά σταθερά, ο σύγχρονος αναγνώστης, πνιγμένος στο ρεπορτάζ, πνιγμένος στη δημοσιογραφική αληθοφάνεια που περνιέται/πουλιέται για τέχνη, χάνει από τα μάτια του την Επιθυμία. Την επιθυμία για την ομορφιά του κόσμου. Την επιθυμία για την Ουτοπία ενός άλλου κόσμου. Την επιθυμία γενικώς. Συνηθίζει κανείς στην ασκήμια όπως συνηθίζει στην οικολογική καταστροφή, όπως συνηθίζει στην πολιτική διαφθορά, όπως ένα κουρασμένο ζευγάρι συνηθίζει να απέχει από τον έρωτα. Η μεταμοντέρνα συνθήκη έχει εθίσει τον αναγνώστη/θεατή του έργου τέχνης στην παραίτηση από την Επιθυμία.

CARL 6186508988_e2db6c2918_z

Ο Φρέντρικ Τζέιμσον, πολύ πριν από την έκρηξη του Μεταμοντέρνου, το 1977, διέκρινε προφητικά την ανάγκη για έναν νέο ρεαλισμό ο οποίος, αφενός θα υπερβαίνει τις διαπιστωμένες αντιφάσεις του μοντερνισμού [4] και αφετέρου θα αποκολλάται από τις γερασμένες συμβάσεις του παρεμβατικού ρεαλισμού.
Ήδη από τότε ο οξυδερκής θεωρητικός έβλεπε την πιθανή διαλεκτική σύνθεση των δύο ρευμάτων στη σύγχρονη συγκυρία: σύνθεση ενός παρεμβατικού ρεαλισμού που ανασυνθέτει, μέσα από το μεγάλο μέτωπο εναντίον της παγκοσμιοποίησης, την ενότητα του κατακερματισμένου κόσμου με έναν μοντερνισμό που ανανεώνει/επαναστατικοποιεί δραστικά τις μορφές αναπαράστασης του Πραγματικού [5].

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε έναν «Ρεαλισμό μετά τον Ρεαλισμό», κατά το όραμα του Τζέιμσον. Έναν ρεαλισμό που θα εμπνέει ξανά την Επιθυμία, έναν ρεαλισμό που θα διεγείρει από την αρχή το χαμένο κριτήριο του Αισθητικού. Έναν ρεαλισμό που θα παράγει ξανά ομορφιά (μορφή) στη θέση της ασχήμιας (α-σχήμα) και Ουτοπία στη θέση της Δυστοπίας.

 

Εγώ σ’ αυτή την κατεύθυνση δουλεύω. Κάμποσα χρόνια τώρα. Με οδηγό την Επιθυμία.


1]Bλ. ως προς τους μοντερνιστές, τη διαπίστωση του Tζωρτζ Στάινερ στο τέλος της Bαβέλ: «H Έρημη Xώρα, το Ulysses, τα Kάντο του Πάουντ, αποτελούν σκόπιμα assemblages, σοδειά από ένα πολιτισμικό παρελθόν που έδινε την αίσθηση ότι κινδύνευε να διαλυθεί. […] Όσοι έδειχναν εικονοκλάστες αποδείχτηκαν, κατά το μάλλον ή ήττον, αγχωμένοι επιστάτες που τρέχουν πάνω-κάτω μέσα στο μουσείο του πολιτισμού, αναζητώντας τάξη και καταφύγιο για τους θησαυρούς του, πριν έρθει η ώρα να κλείσει. […] Tο νέο, ακόμη και στη σκανδαλωδέστερη εκδοχή του, στήθηκε με φόντο τη γνώση και το πνεύμα της παράδοσης. O Στραβίνσκι, ο Πικάσο, ο Mπρακ, ο Έλιοτ, ο Tζόις, ο Πάουντ –οι “δημιουργοί του νέου”– υπήρξαν νεοκλασικοί, που συχνά έδειξαν τόση φροντίδα για τα προηγούμενα κανονιστικά πρότυπα όση και οι πρόγονοί τους κατά τον 17ο αιώνα» (George Steiner, AfterBabel, Aspects of languageand translation, Oxford Univiversity Press, Οξφόρδη, Νέα Υόρκη, 1998, 3η έκδ., σ. 490 – πρβλ. και την ελλ. μτφρ.: George Steiner, Mετά τη Bαβέλ, μτφρ.: Γρηγόρης N. Kονδύλης, επιμ.: Άρης Mπερλής, Scripta 2004, σ. 733 – η υπογράμμιση δική μας).

Andrey Remnev - (6)[2]Eπ’ αυτού συνηθίζω να παραπέμπω στη φράση-κλειδί από τον Kούντερα, που, σημειωτέον, έχει γραφεί το 1993 (στο Προδομένες Διαθήκες): «Tο μεγαλύτερο ποσοστό της σημερινής παραγωγής μυθιστορημάτων αποτελείται από μυθιστορήματα έξω από την ιστορία του μυθιστορήματος: εξομολογήσεις εν είδει μυθιστορήματος, ρεπορτάζ εν είδει μυθιστορήματος, διακανονισμοί λογαριασμών εν είδει μυθιστορήματος, αυτοβιογραφίες εν είδει μυθιστορήματος, αδιακρισίες εν είδει μυθιστορήματος, καταγγελίες εν είδει μυθιστορήματος, μαθήματα πολιτικής εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του συζύγου εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του πατέρα εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό της μάνας εν είδει μυθιστορήματος, διακορεύσεις εν είδει μυθιστορήματος, τοκετοί εν είδει μυθιστορήματος, μυθιστορήματα ad infinitum έως της συντελείας του αιώνος, που δεν λένε τίποτα καινούριο, δεν έχουν καμία αισθητική φιλοδοξία, δεν επιφέρουν καμία αλλαγή ούτε στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον άνθρωπο ούτε στη μορφή του μυθιστορήματος, μοιάζουν όλα μεταξύ τους, τα καταναλώνεις θαυμάσια το πρωί και τα πετάς θαυμάσια το βράδυ».

[3] Βλ. εκτενέστατα επί του θέματος στο δοκίμιο του γράφοντος Διαφθορείς, Eραστές, Παραβάτες, Ελληνικά Γράμματα 2006.

[4] Εκείνες που ανέλυσε θαυμάσια ο Ντάνιελ Μπελ στο βιβλίο του Οι πολιτισμικές αντιφάσεις του καπιταλισμού (Τhe cultural contradictions of capitalism, 1978).

[5] Φρέντρικ Τζέιμσον, «Afterword», στη σύμμεικτη έκδοση Aesthetics & Politics, Verso 1980.

.

Πίνακες: Alexej Alexejewitsch Harlamoff, Carl Heinrich Bloch, Andrey Remnev

.

Σημείωση: Ως εκ τούτου, η  λίστα στο παρόν μπλογκ των φιλοξενουμένων, όσον αφορά τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, θα είναι εξαιρετικά μικρή. Δεκτές οι υποδείξεις, ωστόσο, όσων έχουν κοινά κριτήρια με αυτά του Άρη Μαραγκόπουλου, τα οποία συμβαίνει να συμπίπτουν επακριβώς και με τα δικά μου. Δεν αποκλείεται να έχω χάσει κάτι αξιόλογο… Μου αρκούν και δύο καλογραμμένες παράγραφοι! Ως δείγμα… γενναιοδωρίας των κατεχόντων τα εκδοτικά. Διότι, ασφαλώς, και υπάρχουν άνθρωποι που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, μόνον που γίνονται αντιληπτοί ως… “ινδιάνοι” και πόσο μάλλον όταν απουσιάζουν… οι συστάσεις! Tα κείμενά τους δεν διαβάζονται καν. Καλώς ή κακώς αυτή είναι η αλήθεια! H εκδοτική πραγματικότητα, στο πλείστο των περιπτώσεων, ασπάζεται τα κριτήρια της μη επιθυμίας και της δημοσιογραφικής ανάπλασης του κόσμου, που κάθε άλλο πάρα κόσμο συνιστά, καθότι α:κοσμος και α:τοπος!

.

.

 

 

 

 

Tags: , ,

Image

Iφιγένεια Σιαφάκα, Σώματα (e-περιοδικό Στάχτες)

staxtes ifigeneia31.5.13

http://www.staxtes.com/2013/05/blogpost_31.html   Φωτό: Στράτος Φουντούλης

.

«Τι να την κάνω τη συγγνώμη σου τώρα;»
είπα, και συνέχισα το δρόμο μου
βάζοντας δύο κέρματα
στα μάτια του γερο-ζητιάνου
που άκουσε τα ιώδη και πέτρωσε.
 
Στο μεταξύ είχε νυχτώσει πολύ…
Μέσα κι έξω από το σώμα.
 
Στέλλα Ουράνια Δούμου, Πινόκιο
 

  .

.

                                                                                                                Στη Στέλλα

lucien clergue2Κάθισαν και οι δυο τους στην ακροθαλασσιά, πλάτη με πλάτη, ένα βουβό κύρτωμα της μέσης και με γερμένα τα κεφάλια, αιθέρια ασώματοι και οι δυο τους κολυμπούσαν σε μια παλέτα με πινέλο σπαρταρίσματος ψαριού· γύρω τους, μια σπείρα από ανάμνηση δέρματος ανθρώπου, κάτι σαν λώρος τυλιγόταν χνουδωτό σε μιαν απόχρωση αιμόφυρτου τοπίου. Πλησίαζε η ώρα για το δείλι να ξαποστάσει το βύθισμα του ήλιου στο νερό και στις σκιές του άντρα, της γυναίκας, που ηδονή ξαπλώνανε στα βότσαλα —κατάλευκα, λεία, στρογγυλά, ερμητικά κλειστά στους πόρους μιας στιλπνής σιωπής, από την εγκατάλειψη στους αστραγάλους των μεγάλων μαύρων βράχων, έκαναν πλάτες στην πανουργία που, όπου να ’ταν, θα φιλούσε στο αιδοίο το σκοτάδι. lucien-clergue 2Λαίμαργα ξάφνου ο ήλιος έβρασε ένα πορτοκαλί καυτό από νεράντζι μες στα στομάχια του πελάγους, κι αυτοί —τους ρώτησα σας λένε πώς;— δεν ήξεραν, μόνον ψιθύριζαν κάτι ακαταλαβίστικα σπουργίτια, κάτι αλαφροδαίμονα παφλάσματα στα χείλη.

 

Έφυγα κλαίγοντας, ξυπόλητος και με αγκίθες από αχινούς να ερεθίζουν τις πατούσες, κι όλα τα νεύρα απολήγαν σε σκέψεις μελανές, πιο πέρα χτυπούσανε χταπόδια, να τα γαντζώσουν με ευγένεια, την ώρα που τουρτουρίζουν στις ταβέρνες τα λαμπιόνια, στα στομάχια των θαμώνων. Εμένα με λένε Αριστόδημο, κατ’ ευφημισμόν, μάλλον, μου περάσανε τ’ όνομα αυτό, γιατί, ως τώρα, γυναίκα δε βρέθηκε να κρατηθεί απ’ τη χοντρή καδένα που ’χω βαλμένη στον αριστερό καρπό μου σε ασήμι — κάθε φορά τη δείχνω, διακριτικά, σαν να σηκώνω ένα οπορωφόρο βλέμμα σε μια στέπα· Mira Nedyalkovaδεν μου αρέσει να στραφταλίζω τα βαριά μου, είναι ένας τρόπος μόνον ν’ αποκαλύπτω τις προθέσεις, χωρίς ν’ αφήνω υπόνοιες πως θα προσβάλω διορατικότητες και τέτοια. Τα μισολέω, διότι έχεις μεγάλη πιθανότητα να δέσεις, στα ενδιάμεσα που κάνει το δόντι με τη γλώσσα, εκείνη που θα γείρει να σε γιατροπορέψει, ακάματη, μαζί σου. Έστησα στον ουρανίσκο ένα νεκροκρέβατο από άγνοια, και δεν πολυανοίγω το στόμα όταν μιλάω, μη γίνω αντιληπτός, και με παρεξηγήσουν για συμφεροντολόγο μόνον.

laura-makabresku-L-jQVrBQ

Η Σύλβια είχα πιστέψει πως θα το καταλάβαινε αυτό, οι υπόλοιπες ήταν φωναχτές στο βλέμμα, πολύ άτρωτες στα βήματα και κουμανταρισμένες στα αγγίγματα, πολύ ξένες στα κορμιά, όσο απαλά κι αν ήταν από πομάδες και αρώματα, ήταν τόσο αλλοδαπές στη φύση μου, τόσο αθυρόστομα σιωπηλές στον έρωτα, τρόμαζα πως θα με ταγγίζανε εξόφθαλμο στα ερωτικά ζουμιά τους ή πως θα με μασάγανε την ώρα που εγώ θα με θανάτωνα βουτώντας στα κορμιά τους.Hugh Shurley ptg02261861 Είμαι ο Κανένας, κραύγαζα μέσα μου όταν έχυνα, με ακούτε; ο Κανένας! Τσούλες! δεν βλέπετε τι σας μαρτυράει ο καρπός μου τότε που σας γυμνώνει απ’ τις δαντέλες, τα σατέν και τις ξεπετσιασμένες σας κραυγές, τις εκδορές απ’ την απόγνωση που χώνει η ηδονή μες στα κορμιά σας; Όλες τις εγκατέλειπα με μια μεγάλη ικανοποίηση, τη μια μετά την άλλη, τόσο διακριτικός! κι αυτές ούτε καν μία μικρή προσπάθεια ν’ αγγίξουν το ασήμι του καρπού μου. Κάποιες τις πέταγα σαν αποφόρια στο καλάθι των αχρήστων, κι επέστρεφα ευγνώμων στην πρόνοια που μ’ έταζε ν’ ανακαλύπτω πως ήμουν ένας μικρός ηλίθιος για να ’χω επιλέξει τέτοια φρούτα, ένας  ματαιωμένος στη γεύση του ουρανίσκου, ένας φιλήδονος πραξικοπηματίας, χωρίς κανένα απολύτως αντικείμενο. lucien Clerquetumblr_mbm6mmjQmy1r1w31so1_500

Δεν μ’ ένοιαζε γι’ αυτές, εύκολα πέφτανε σε κάνα κομπλιμάν, ωραίο παλτό, σου πάει πολύ το βυσσινί, έχεις ωραίο γούστο, τέτοια απλά πράματα έλεγα, δεν ήμουν υπερβολικός, κάποιες είναι αρκετά έξυπνες, δεν δίνουν βάση στα μεγάλα λόγια, ενώ, με τη μικρή ποσότητα, σκεφτόμουν πως δε θα βολόδερνα μόνο με χαζές (σ’ αυτές έλεγα το ίδιο πολλές φορές, αυτό ήταν το κόλπο), αλλά θα μου καθόταν και καμιά παραπανήσια, να συζητάμε και λιγάκι ή να μου λέει έξυπνα πικάντικα, πριν να τη ρίξω σαν σαβανωμένη γάτα στο κρεβάτι. Δεν μ’ ένοιαζε γι’ αυτές, για μένα συλλογιόμουν μόνον πως  η αγάπη για τις ηδονές μ’ ωθούσε να γίνομαι όλο και πιο σκληρός στα λόγια, όλο και πιο ατρόμητος σε πράξεις βδελυρές, κι όλο ριχνόμουν σ’ ένα λαβύρινθο από σκέψεις, που όλες είχαν για επιμύθιο πως κάθε μέρα ήταν ίσως και η τελευταία που ανέτειλα τον ήλιο στο μυαλό

μου. Gilbert_Garcin_013

.

Τα βήματά μου προχωρούσαν είτε μπροστά είτε πίσω από μένα, εγώ ήμουν σταθερός σε τούτη την πεποίθηση, μόνον, κάποιες φορές, έκανα τον κόπο να κατευθύνω ένα δάχτυλο στο μάγουλο, να επαληθεύσω πως τα βήματα ήταν χώρια, σε άλλο χρόνο εγώ, και η πόλη νεφελώδης και γυρτή, στην ίδια πάντα θέση σαν Μαντόνα: κάτω απ’ τις μαρμάρινες και γκριζωπές πτυχές της έσκαζε μπασταρδεμένους βόμβους μακρινούς, άγνωστης προέλευσης, στ’ αυτιά μου.Μάλλον τα βήματα έχαναν τα βήματα, κι εγώ καθόλου δεν μπορούσα τίποτε ν’ αποκρούσω απολύτως, όταν ανέβαζα σαν δαγκάνες τις παλάμες να παγιδεύσω τα αυτιά μου, μόνον λίγο φαινόταν να συνέρχομαι, όταν το ασήμι του καρπού δρόσιζε στο πρόσωπο ό, τι φλεγόταν σε γοργούς ρυθμούς μέσα στο στομάχι, εκεί σκεφτόμουνα τα πάντα.

.

sylvia

.

 

Ώσπου ήρθε η Σύλβια, ένα βράδυ, σταμάτησε εμένα, τα βήματα, δεν ξέρω… θυμάμαι πως ήταν λίγο σκοτεινά και πως απέναντι έβλεπα ένα εστιατόριο κι ένα σινεμά που έπαιζε γουέστερν και πορνό, μου ζήτησε φωτιά, πολύ απλά, δεν έχω αναπτήρα, είπε, και χαμογέλασε λίγο ενοχικά, λίγο άβολα, ίσως και με μία αφέλεια παιδική, ανασηκώνοντας τους ώμους σε κάτι μπουκλάκια καστανά. Φορούσε ένα κοντό, σχεδόν αραχνοΰφαντο φουστάνι, στο χρώμα της άμμου ήταν, το καλοκαίρι βαρύ,  αποπνικτικό σχεδόν, αλλά η Σύλβια με κοίταξε, μου φάνηκε; όχι… με κοίταξε… έτσι όπως τραβούσε την πρώτη ρουφηξιά, με κείνη τη φυσικότητα των εραστών που έχουν ζήσει πριν απ’ αυτούς και το  μελλοντικό τους παρελθόν. Στο χέρι που κρατούσε το τσιγάρο φορούσε ένα μεγάλο δαχτυλίδι από αλπακά και μία πέτρα αιματίτη. Ευχαριστώ, Αριστόδημε, μου είπε, όταν τραβούσα το χέρι μου μακριά.  Με το αριστερό χέρι κάνω τις δουλειές, το ασημωμένο. Παρακαλώ… παρακαλώ, απάντησα βραχνά, μάλλον θ’ ακούστηκα σαν αραχνιασμένη αποσκευή σε καμιάν αποβάθρα Παραδείσου, άκου, να πει ευχαριστώ, Αριστόδημε! Παρακαλώ, επανέλαβα, παρ… Σύλβια, με λένε, καληνύχτα!

Gilbert_Garcin_188

.

Και γύρισε να φύγει, κατηφορίζοντας τη μεγάλη λεωφόρο, με την τριγωνική της πλάτη σμιλεμένη να λικνίζει τη φωτιά από την καύτρα του τσιγάρου, έτσι όπως το ρούφαγε με πλαγιαστό το βλέμμα στις βιτρίνες. Δεν πρέπει ν’ αφήσεις τη Σύλβια να φύγει, Αριστόδημε! κρατήθηκα στο βλέμμα απ’ τις μπούκλες των μαλλιών της, ξεκίνησα να σέρνομαι μπρούμυτα στο έδαφος σαν να ’μουν ρόδα σε ράγιες σκεβρωμένη, βρίσκοντας άλγος άλλοτε σε μισοσπασμένες πλάκες, άλλοτε σ’ εκτελούνται έργα, τα τελευταία με σακάτεψαν κυρίως, το σώμα μου πρέπει να μαδιόταν σε χοντρές τούφες από σάρκα, έτσι όπως στραμπούλαγα τον κόσμο και στροβιλιζόμουν, ξαφνικά, με μια πρωτόγνωρη ταχύτητα, θα τα τσαλαπατήσουν οι περαστικοί, αλλά θα τα ξαναβρείς! να μη σε νοιάζει, Αριστόδημε, σκεφτόμουν, για όσα κομμάτια γάντζωναν σε σκάρες υπονόμων. Η Σύλβια προέχει! Την πρόλαβα… John Wimberley, Descending Angel john wimberley_descending angelΤα πόδια της, όταν, ξυπόλητα, τα άγγιξα με ματωμένα δάχτυλα, ιερουργούσαν στους αστραγάλους μιαν ανάληψη, απάλυναν, σαν θαύμα, τις εκδορές αμέσως, θέλω να ανέβω, Σύλβια, μαζί σου! την ικέτευσα.  Αλλά δεν άκουσε. Ίσως να φταίει που ήμουν ταραγμένος και έτρεμα ολόκληρος και ανυπόμονος σαν έφηβος, και είπα  «θέλω ν’ ανέβω» και ξέχασα να πω «Σύλβια, σε θέλω!»  Δεν άκουγε, ήμουν ένας αφανής ήρωας για κείνη, κι εξακολουθούσε να βαδίζει, τραβολογώντας με, ανάλαφρη, ακάματη, αδιάφορη, ακάθεκτη στον προορισμό της και στις σκέψεις της. Προσηλωμένη στη δική της νικοτίνη, τυραννική στη μέθη που ο Αριστόδημος επιφύλασσε για κείνη. Είσαι καλός, έτσι δεν είναι, Αριστόδημε; Άγγιξα, τότε, με το δεξί μου χέρι, σχεδόν τυφλός από την έξαψη που μου προκάλεσε η αφή του, το φόρεμα στην άκρη, να μην ενοχλήσω και πολύ,  σαν θέρμη φλόγας ανεπαίσθητα μόνον τα ματωμένα κότσια χάιδεψαν λίγο το μηρό της.  Σύλβια!  Πρέπει όμως να  υπήρξα απρόσεκτος, ίσως να ’παιξε ρόλο και το νωπό μου ακόμη αίμα. Με βρόμικα χέρια, Αριστόδημε, αγγίζουν τις γυναίκες;

.

Hugh Shurley long-road-back

.

Αποσυντέθηκε το φόρεμα σε ίνες βαμβακιού που ράγιζαν το κεφάλι σαν κοφτεροί κρύσταλλοι από χιόνι, μα παραδόξως δεν κρύωνα καθόλου. Μόνον ένα ισχυρό ρίγος, πρώτη φορά, αισθάνθηκα, που με παρέλυσε εντελώς, και ήθελα να κλάψω τόσο πολύ αλυχτισμένος ως τις πηγές όπου γεννιόμουν, και να γελάσω, τόσο επώδυνα γενναίος μέχρι τις εκβολές όπου πνιγόμουν ζωντανός, όταν η Σύλβια, γυμνή, ξεκίνησε να ρέει πάνω στις ανοιχτές πληγές του κεφαλιού μου, σαν να ’τανε φυλακισμένη, αιώνες, σε κλεψύδρα :  άμμος λεπτή κατέρρεε σε λεία βότσαλα η Σύλβια ολόλευκα – τέτοιο γινόταν όλο το κορμί μου, άσπριζα θάλασσα στην πίσσα της ασφάλτου. Μείνε μαζί μου, Σύλβια, έχω στον ουρανίσκο ένα κρεβάτι! Και άνοιξα το στόμα διάπλατα στην άμμο, μπούκωσα από ένα σακί με κόκκους καστανούς μέχρι το λαρύγγι, έως ότου χάθηκε ο κόσμος.

.

Gilbert_Garcin_178

.

Βρέθηκα χτυπημένος και αναίσθητος από ένα φορτηγό καθαριότητας του Δήμου, έτσι μου είπαν,  διέσχιζα τη λεωφόρο, προφανώς, να παρακολουθήσω γουέστερν ή πορνό; ίσως και να πεινούσα; Ποιος θα με διηγηθεί σε κείνο το παρόν μου; Στο ασθενοφόρο φόρτωσαν ένα σακάκι κι έναν χαρτοφύλακα μαζί μου, είναι δικά σας, μου τα πρότειναν, την ώρα που ’παιρνα το εξιτήριο από το «Σωτηρία». Η μνήμη πεισιθάνατα ευλογεί το πριν από το παρελθόν του παρελθόντος μόνον: τη Σύλβια, το χώρο όπου ανήκω και που απαρνήθηκα για πάντα. Λάθεψα, μάλλον, καθώς ξέχασα ή ίσως δε θυμήθηκα; ή μήπως τρόμαξα στο βλέμμα; και δεν ξεστόμισα ένα κομπλιμάν απλό… μου αρέσει ο τρόπος, Σύλβια, που μου ζήτησες φωτιά! Α… είμαι ένας, μάλλον, ελεεινά ασημωμένος με τούτη την ταυτότητα, που απαιτεί μιαν άριστη εκπλήρωση στα αυτονόητα που ΄χω κρυμμένα κάτω από το νεκροκρέβατο, στον ουρανίσκο, το απλό πιστεύω πλέον πως δεν είναι τίποτε άλλο από το αποκαλυπτικό απόσταγμα του τρόμου. Μου αρέσει ο τρόπος, Σύλβια, που μου ζήτησες φωτιά! Έπρεπε απλά να πω, πριν φύγει η Σύλβια. Πριν φύγει η Σύλβια, Αριστόδημε!

.

Gizem Karayavuz media_13655475049164

.

Φωτό: JohnWimberley, Lucien Clergue, Mira Nedyalkova, Laura Makabresku, Hugh Shurley,Gilbert Garcin,

Gizem Karayavuz

.

 

Tags: ,

Image

Γιώργος Παναγιωτίδης, Ο μικρός ποιητής (όπως ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ)

Γιώργος Παναγιωτίδης, Ο μικρός ποιητής (όπως ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ)

.

http://www.yiorgospanayiotidis.com/2010/12/blog-post_03.html

Αλλά ήρθε η στιγμή που ο μικρός ποιητής, αφού πολύ έγραψε στην άμμο, στους τοίχους και στα χαρτιά, ανακάλυψε επιτέλους ένα δρόμο. Κι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην έκδοση. «Καλημέρα», είπε. Ήταν κάποιο γραφείο εκδόσεων γεμάτο στοίβες ποιήματα. «Καλημέρα», είπαν τα ποιήματα. Ο μικρός ποιητής τα κοίταξε. Έμοιαζαν όλα στο ποίημά του. «Τι είσαστε;» τους ρώτησε έκπληκτος. OLYMPUS DIGITAL CAMERA«Είμαστε ποιήματα», είπαν τα ποιήματα. «Α!» έκανε ο μικρός ποιητής… Κι αισθάνθηκε πολύ δυστυχισμένος. Το ποίημά του του ’χε πει πως ήταν το μοναδικό στο σύμπαν. Και να που υπήρχαν χιλιάδες μέσα σ’ ένα μόνο γραφείο. «Θα αισθανόταν πολύ προσβεβλημένο, αν το ’βλεπε αυτό», σκέφτηκε, «θα ’βηχε πολύ και θα ’κανε πως πεθαίνει, για ν’ αποφύγει τη γελοιοποίηση. Και θα ’μουνα υποχρεωμένος να κάνω πως το φροντίζω, γιατί αλλιώς, για να με ταπεινώσει κι εμένα, θ’ αφηνόταν στ’ αλήθεια να πεθάνει…» Μετά σκέφτηκε κι αυτό: «Νόμιζα πως έχω τον πλούτο ενός μοναδικού στον κόσμο ποιήματος, και δεν έχω παρά ένα συνηθισμένο ποίημα. Αυτό κι η ποιητική μου συλλογή, που περιμένει να εκδοθεί και που ίσως να μην εκδοθεί ποτέ, δεν με κάνουν δα και κανένα μεγάλο ποιητή…» Και ξάπλωσε στα χαρτιά κι έκλαψε. Τότε είναι που παρουσιάστηκε ένας υπεύθυνος εκδόσεων. «Καλημέρα», είπε ο υπεύθυνος εκδόσεων. «Καλημέρα», απάντησε ευγενικά ο μικρός ποιητής, που στράφηκε, μα δεν είδε τίποτα. «Εδώ είμαι», είπε η φωνή, «πίσω απ’ αυτές τις στοίβες χειρογράφων» «Ποιος είσαι;» είπε ο μικρός ποιητής. «Είσαι πολύ εντυπωσιακός…» DUY_03«Είμαι ένας υπεύθυνος εκδόσεων», είπε ο υπεύθυνος εκδόσεων. «Έλα να διαβάσεις το ποίημά μου», του πρότεινε ο μικρός ποιητής. «Είμαι τόσο λυπημένος…». «Δεν μπορώ να το διαβάσω», είπε ο υπεύθυνος εκδόσεων. «Δεν έχεις συστάσεις και δεν μου το επιτρέπει ο εκδότης, ειδικά για τα ποιήματα». «Α! συγγνώμην», έκανε ο μικρός ποιητής. Αλλά μετά από σκέψη πρόσθεσε: «Τι σημαίνει «συστάσεις»;» «Είναι κάτι πολύ σημαντικό», είπε ο υπεύθυνος εκδόσεων. «Σημαίνει «κάποιος σε στέλνει σε μένα». «Κάποιος;» «Βέβαια», είπε ο υπεύθυνος εκδόσεων. «Για μένα, ακόμα δεν είσαι παρά ένας ποιητάκος εντελώς όμοιος με εκατό χιλιάδες άλλους ποιητάκους. Και δεν σ’ έχω ανάγκη. Για σένα, δεν είμαι παρά ένας υπεύθυνος εκδόσεων όμοιος με δεκάδες υπεύθυνους εκδόσεων. Όμως, αν σε στείλει κάποιος, θα ’χω έναν λόγο να διαβάσω το ποίημά σου. Θα διαβάσω το ποίημά σου, και θα ’μαι για σένα αυτός που θα νοιαστεί να πείσει τον εκδότη…» «Αρχίζω να καταλαβαίνω», είπε ο μικρός ποιητής. «Υπάρχει ένα ποίημα… νομίζω αυτό με έχει στείλει…» «Μπορεί», είπε ο υπεύθυνος εκδόσεων. Αλλά ο υπεύθυνος εκδόσεων ξαναγύρισε στην ιδέα του: «Η δουλειά μου είναι μονότονη.DUY huynh Κυνηγώ ταλέντα, οι συγγραφείς με κυνηγούν. Όλα τα ταλέντα μοιάζουν μεταξύ τους κι όλοι οι συγγραφείς μοιάζουν μεταξύ τους. Έτσι, πλήττω λιγάκι. Αλλά, αν κάποιος σε στείλει σε μένα, η δουλειά μου θά ’ναι εύκολη. Θ’ αναγνωρίζω ένα ποίημα που θά ’ναι διαφορετικό απ’ όλα τ’ άλλα. Τ’ άλλα ποιήματα με κάνουν να κρύβομαι πάλι πίσω απ’ αυτές τις στοίβες χειρογράφων. Το δικό σου θα με καλεί να το υπερασπίσω στον εκδότη. Και μετά, κοίτα! Βλέπεις εκεί κάτω τα πιεστήρια με το χαρτί; Εμένα δε μου αρέσει η ποίηση. Η ποίηση εμένα μου είναι άχρηστη. Οι συλλογές ποιημάτων δεν μου θυμίζουν τίποτα. Οι εκδότες δεν τις θέλουν, γιατί δεν κερδίζουν απ’ αυτές. Κι αυτό είναι θλιβερό. Ο υπεύθυνος εκδόσεων σώπασε και κοίταξε για πολύ το μικρό ποιητή: «Σε παρακαλώ… βρες κάποιον», είπε. Έτσι ο μικρός ποιητής υποσχέθηκε στον υπεύθυνο εκδόσεων πως θα ψάξει να βρει κάποιον. Μετά ο υπεύθυνος εκδόσεων πρόσθεσε. «Πήγαινε να ξαναδείς τα ποιήματα, θα καταλάβεις ότι το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο, θα ξανάρθεις να μ’ αποχαιρετήσεις, κι εγώ θα σου χαρίσω ένα μυστικό.» 

DUY f5e456839c350045aa2856ddcf68cda6Ο μικρός ποιητής πήγε να δει τα ποιήματα και ξανάρθε στον υπεύθυνο εκδόσεων: «Αντίο», είπε. «Αντίο», είπε ο υπεύθυνος εκδόσεων. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια.» «Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια», επανέλαβε ο μικρός ποιητής, για να το θυμάται. «Ο χρόνος που έχασες για το ποίημά σου αυτός είναι που κάνει το ποίημά σου τόσο σημαντικό.» «Ο χρόνος πού έχασα για το ποίημά μου…» έκανε ο μικρός ποιητής, για να το θυμάται. «Οι εκδότες ξέχασαν αυτή την αλήθεια», είπε ο υπεύθυνος εκδόσεων. «Αλλά εσύ δεν πρέπει να το ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος γι αυτό που έχεις δημιουργήσει. Είσαι υπεύθυνος για το ποίημά σου…» «Είμαι υπεύθυνος για το ποίημά μου», επανέλαβε ο μικρός ποιητής, για να το θυμάται.

Πίνακες: Duy Huynh

 

Tags: ,

Image

To σημάδι (e-περιοδικό Στάχτες)

To σημάδι (e-περιοδικό Στάχτες)

http://www.staxtes.com/2013/05/to.html

Χ

θες το απόγευμα έλαβα στο σπίτι ένα γράμμα. Ήταν η ώρα που σκοτείνιαζε, κι έλεγα στον πατέρα «όπου να ’ναι θά ’ρθει», κι ανάβαμε το τζάκι με τα καυσόξυλα που άρον άρον είχα μεταφέρει από την αποθήκη στην ποδιά μου. Η αποθήκη βρωμάει σαν νεκρός, δεν έχουμε παράθυρα, κι έχει και νεογέννητα ποντίκια που τσιρίζουν. Εγώ έχω εφεύρει να πηγαίνω πάντα γρήγορα την ώρα που όλοι ανάβουμε τα τζάκια και η ομίχλη βρίσκει χώρο να καθίσει στην κοιλάδα — μυρίζει τότε καμένο ξύλο στην αυλή, και είναι όλα θολά κι ονειρεμένα, κι εγώ ρουφάω μιαν ανάσα. Χθες κατέβασα δυο ανάσες, κατ’ εξαίρεση, και ύστερα χτύπησε και η πόρτα δύο φορές.
Σημάδι.
Μία, δειλά.
Μια δεύτερη λίγο.
……………….
______________________________
 

Tags: ,

Image

Πάνος Σταθόγιαννης, Ο γραφιάς

 
Peter Mitchev 805Κείμενο σε πράσινο βρύων, χαμηλά, κοντά σε ρίζα δρυός.

Ο Γραφιάς κοιμάται χλοερός

Υπάρχει κάποιος που κοιμάται χρόνια τώρα. Πετάνε γύρω του πουλιά. Περνούν από το στήθος του καράβια. Πάνω στα βλέφαρά του τα κλειστά στεγνώνουν πρωτοβρόχια. Όμως εκείνος δεν τους δίνει σημασία. «Έχω μια αγάπη εκεί, μέσα στο όνειρο», λέει και ξαναλέει παραμιλώντας.

Διαβάτες έρχονται από μακριά και τον κοιτούν. Σηκώνουνε τους ώμους. Προσπερνάνε. Κάποιες σεμνούλες μυροφόρες τόνε νομίζουνε νεκρό. Λουλούδια φέρνουν και του ραίνουνε την κόμη. Κι ένα κορίτσι τόσο δα όταν ξυπνήσει θα τον πάρει για πατέρα. Όμως εκείνος δεν αλλάζει ούτε πλευρό. «Έχω μια αγάπη εκεί, μέσα στο όνειρο», λέει και ξαναλέει παραμιλώντας.

Θα ’ρθει καιρός που μία ετέρα –η τελική– πραγματικότητα θα επιμείνει. Θα σκύψει πάνω του κι από τον ώμο στιβαρά θα τον τραντάξει. Θα ’χει στον κόρφο της στυγνά πολλά να τον φιλέψει. Και πάνω απ’ όλα – το αναπότρεπτο της λήθης, τη σκουριά, τα πράγματα που είναι έτσι όπως είναι. Όμως εκείνος δεν θα βγει από τον ύπνο του. «Έχω μια αγάπη εκεί, μέσα στο όνειρο», λέει και ξαναλέει παραμιλώντας.

***

Philippe Vercellotti 18

(Παρακαλώ σας, μη νομίσετε πως οι αγάπες των ονείρων είναι πρόθυμες. Κοιτούν μπροστά, κοιτούν αλλού, με βλέμμα ψύχραιμο ωσάν της σαύρας. Ενώ εκείνος θα κοιμάται αναλφάβητος στο ξύλο, χωρίς ούτε ένα όνομα να ενσαρκώνει.

Δεν πρόκειται να βγει από τον ύπνο. Ίδια ερημιά είναι κι εκεί, όμως αυτόν στο όνειρο τον έταξε η μοίρα. «Έχω μια αγάπη εκεί, μέσα στο όνειρο», λέει και ξαναλέει παραμιλώντας.)

Πίνακες: Peter Mitchev, Philippe Vercellotti

Καλoτάξιδο, Πάνο!

PANOS 321460_645263775499745_175276398_n

 

Tags: ,

Image

Θανάσης Πάνου, Η ψυχή της πόλης (e-περιοδικό Στάχτες), απόσπασμα

Θανάσης Πάνου, Η ψυχή της πόλης (e-περιοδικό Στάχτες), απόσπασμα

.Όσο για μένα, που τολμώ –ο γελωτοποιός– τα τοπία της ψυχής του πρώτου και ομορφότερου φιλιού να περιγράψω… Σε χώρο ασφυκτικό, ανάμεσα σε πόδια γιγάντων κάτω από ένα αποκριάτικο τραπέζι γεννήθηκε το πρώτο το φιλί, μαζί με την απαγορευμένη αρετή του. Μετά φορέσαμε ξανά τις μάσκες και αναδυθήκαμε από της ιεράς τράπεζας το χώρο. Στη συνέχεια η πορεία μου υπήρξε άμπωτις και πλημμυρίς ψιθύρων και κραυγών, συναθροίσεις χειλιών από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου, ώσπου κάποτε, στη μέση ηλικία, όταν η γεύση των χειλέων έγινε μόνιμα αλμυρή. Βούλιαξα στη θάλασσά τους και ναυαγός πιάστηκα από το σωτήριο το σανίδι, μα ήταν πτερύγιο καρχαρία και το υπόλοιπο ταξίδι μου η άγρια αιμορραγούσα η πορεία του, επωδός της άναρχης του έρωτα φυγής.

http://www.staxtes.com/2013/04/blog-post_11.html

Φωτό: Catrin Welz Stein

.

.

 

Tags: ,

Image

Ακούστηκε… (e- περιοδικό bibliothèque)

Ακούστηκε...

http://bibliotheque.gr/?p=19718

Στης  δύσης.30 ακριβώς, ώρας φτιαγμένης από το χώμα των νεκρών, κι εγγυημένα τρίτης Παρασκευής του μήνα Σεπτεμβρίου, του έτους χίλια και εννιακόσια και κάτι νούμερα υπέρ αναπαύσεως των καιρών, λίγο πριν κλείσει η εβδομάδα το κουτί των τετριμμένων φρυγανιών με μαρμελάδα τριαντάφυλλο, μέσα σε  γυάλινο διαφανές βαζάκι φτιαγμένο με το χέρι και λίγους κόκκους από άμμο στη θέση του αμύγδαλου «Φίλα με, Ρόζα!»  ακούστηκε.biblio

Εκείνες τις ημέρες είχε μικρά από αέρα ανακατέματα η θάλασσα, κι έτσι κριτσάνιζε  αρχαίες ιστορίες από άμμο στα σωθικά τη γλύκας από φύλλα τριαντάφυλλο. Μέσα σε κόκκινο σιρόπι  μια γλύκα λίγωνε ό,τι σπασμένο γύρω απ’ το μεδούλι κι αναρριγούσε μνήμες σ’ επιτύμβια σωμάτων μέσα σ’ άλλα. Κι εκείνη η μαρμελάδα τριαντάφυλλο έφθασε, ναι, αλήθεια, σαν ένα μαντάτο σωτηρίας από το Μοναστήρι στης δύσης και τριάντα, όταν η ώρα τύλιγε το χώμα της πλαγιάς, μαύρο, σε κόκκινη σινδόνη, κι άφηνε μπλάβα χειροποίητη κουβέρτα σ’ ένα  ερωτικό τρεμούλιασμα  στη θάλασσα επάνω. Ήταν η ώρα που σώματα πάντα αναχωρούν απ’ τα δερμάτινα σαρκία να συναντήσουν άλλα σώματα, και αναρριγούν μια ζέστα κι ένα αλάφρωμα, όπως τα βρέφη τρυφερά και ροδαλά αναστενάζουν θνησιγενή απόλαυση από γάλα. Έτσι μόνον η αθωότητα αρμέγει θάνατο να διατελέσει βρέφος εν ζωή.

Εκείνη λοιπόν την ώρα, την ώρα των εκλεκτών πενθών της ομορφιάς, κατέφθασε ένας νάνος μοναχός από το Μοναστήρι —  λευκό, στεντόρειο, λυγερό, με μιαν υποψία εγκατάλειψης που φανερώνουν οι ασβεστωμένοι τοίχοι στην πλαγιά,  κουρνιάζει μόνον ησυχία για πτερόεσσες ψυχές και κόρακες και οσμές από θυμάρια και φουρνιστό ψωμί και μνήμες που γίνονται σκιές πάνω στους τοίχους, αγαπημένα όλα όπως το μαύρο γάλα που άφθονο ακόμη ρέει από τα σωθικά του Τσέλαν.  Εκεί σ’ αυτό το μοναστήρι παρασκευάζεται  η μαρμελάδα τριαντάφυλλο, πάνω σ’ αυτόν το βράχο, που λιώνει με βάρος μες στη θάλασσα όλος εγκαύματα από φως την αγριάδα και το κτήνος του ανθρώπου: το βάθος δεν υπόσχεται ανάνηψη, μόνον επιστροφή από άλλον δρόμο ακόμη πιο βαθύ, σ’ άλογα σταυροδρόμια παραλόγου.biblio

Μ’ ένα, λοιπόν, ιμάτιο λευκό, κουτσός, ξυπόλητος, με πόδια που καλπάζανε ανισόρροπα στο χώμα, με πρόσωπο ολόλευκο σαν μνήμα, μπλε γουρλωμένα μάτια —εξείχαν σαν δυο κατάρτια σταυρωτά αποκαθήλωσης Κυρίου—  και μ’ ένα κόκκινο σημάδι που χώριζε τα φρύδια, κατέφθασε  ο μοναχός ο νάνος, ο τραυλός σε όλα τα τροπάρια, γνωστός στους πάντες με το ωραίο παρατσούκλι το χαρμόσυνο το «Πεθαμένο Χελιδόνι», που περπατάει (γελάγανε τα κτήνη) στη θάλασσα επάνω.

Η ξύλινη πόρτα της καλύβας ήταν ανοιχτή. Μία μικρή λάμπα μόνον αναμμένη. Έσουρε λίγο τα χαλασμένα πόδια του σαν να τα σκούπιζε στην άμμο, σταμάτησε, γέρνοντας το κεφάλι προς τα εμπρός, σαν να έψαχνε βόμβο μύγας μες στην ησυχία. Είδε, κρατώντας την ανάσα.  Αριστερά μία ψάθινη καρέκλα, μ’ ένα αμάνικο φόρεμα λευκό και κόκκινο γιακά κι ένα κουτί γαλάζιο όπου πετούσαν χελιδόνια. Από αυτά που βάζουν τα καπέλα ή τίποτε αν δεν υπάρχουν πια καπέλα ή κουτουλάνε όλα τ’ αποφόρια από μνήμες, σακατεμένα απ’ την απόγνωση. Είδε, λοιπόν,  κι έκανε α! και μία σκοτωμένη κατσαρίδα που την φλερτάρανε μυρμήγκια πάνω στον φραμπαλά του φουστανιού. Γυναίκα! σκέφτηκε ο έρμος κι έσφιξε στο στέρνο τη φρέσκια μαρμελάδα, σαν να έκανε δέηση, προφέροντας λόγια τραυλά, τρεμουλιαστά, ζεστά που λένε στα τρισάγια. Δεξιά μία κρεμάστρα με ένα μαύρο παντελόνι, ένα λευκό βρακί βαμβακερό, μία αμάνικη φανέλα, ένα κασκέτο. Έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός όπως όταν φαντάζει απίστευτο ό,τι μακελεμένο από τα μάτια. Κι ένιωσε να τον καίει ανάμεσα στα φρύδια το σημάδι. Είχε σταθεί πια στο κέντρο της καλύβας — πάνω στο μαύρο χώμα μία σαγιονάρα πλαστική κι ένα χάρτινο χελιδόνι από αυτά που φτιάχνουν τα παιδάκια στο σχολείο.  Δικό μου είναι! σκέφτηκε. Απέναντι ένα ρολόι τοίχου, μέσα σ’ ένα τετράγωνο κουτί, σαν και αυτά που φύλαγαν στο παρελθόν τα τρόφιμα με σήτα. Σταματημένο, γιατί απουσιάζανε οι δείκτες. Στο κέντρο ένα κρεβάτι απ’ όπου  «Φίλα με, Ρόζα!» ακούστηκε, στης  δύσης και τριάντα ακριβώς λίγο πριν κλείσει η εβδομάδα κι ανοίξει το φθινόπωρο βεντάλιες για τους αέρηδες που επρόκειτο να εισβάλουν στο νησί.

Αυτό.
Ακούστηκε…

biblio

Έτσι απλά, τόσο απαλά με τη λεπίδα του αναπόφευκτου «φίλα με, Ρόζα!». Σαν την προστακτική μιας νοσταλγίας ακάματης. Ο Φερδινάρδος αυνανιζόταν στο κρεβάτι. Και κοίταζε ίσα στο κόκκινο σημάδι το Πεθαμένο Χελιδόνι. «Φίλα με, Ρόζα!» του ξανάπε, ετούτη τη φορά σαν να έγραφε με κόκκινο κραγιόν κάτι επάνω σε σελίδα, που είναι ταγμένη κι άγραφη ακόμα να διηγείται ιστορίες, «φίλα με, Ρόζα!» στο ιδρωμένο μέτωπο ρίγησαν δύο ατίθασες ρυτίδες απαρίθμησης  θαυμάτων και ύστερα δυνάμωσε ο ήχος στο κρεβάτι, «κι άλλο, Ρόζα, ω κι άλλο…» πετάρισε η σελίδα, τσακίστηκε στα τζάμια, πότισε μ’ έναν σπινθήρα ενέργειας ως και το χώμα της παράγκας  «Ρόζα, ω…»  Το Πεθαμένο Χελιδόνι άρχισε να τρέμει, και εκτοξεύτηκε έξω από τα τζάμια η σελίδα κι άρχισε να σφαδάζει ηδονή μία μποτίλια γάλα από γυαλί δίπλα στο κρεβάτι, που είχε καθίσει κι άγγιζε ένα αδιάφορο τραπέζι,  «Ρόζα, ω… φίλα με, Ρόζα, ω…»  το Πεθαμένο Χελιδόνι έκανε το σταυρό του τρεις φορές, «κι άλλο, Ρόζα, ω κι άλλο…»  τραύλισε κάτι,   κι άρχισε να φτερουγίζει με το κουτσό του βήμα, κραδαίνοντας τα μέλη σαν μια σπασμένη  μαριονέτα πανικόβλητη «Ρόζα, ω… φίλα με, Ρόζα, ω…»  το Πεθαμένο Χελιδόνι έβγαζε μικρούλικα λυγμούλια όσο ακουμπούσε  το χέρι του στο χέρι του Φερδινάρδου που χαιρόταν. Με τ’ άλλο κράταγε γερά τη μαρμελάδα τριαντάφυλλο, ώσπου η ανάσα του Φερδινάρδου έγινε βαριά, μία βραχνή ίνα ήχου με βάθος ήττας επικής «Ρ ό ζ α  ω…!»  όταν το Πεθαμένο Χελιδόνι τον φίλησε υπέροχα στο στόμα, τραυλίζοντας στο δρόμο για τα χείλη ένα γλυκούλικο τρισάγιο Ιούδα «μα… μαμ.. μανού…λα, μη μ’ α… φή…νεις!»

Αυτό.
Ακούστηκε…
Αυτό.
Ακούστηκε κι αυτό…

artwork : Kenichi Hoshine

Σημείωση: το παρόν κείμενο είχε γραφεί και αποσταλεί σε διαγωνισμό διηγήματος, με τον όρο να συμπεριληφθούν οι επόμενες λέξεις σε οποιαδήποτε πτώση ή αριθμό: Θάλασσα, χελιδόνι, άμμος, κουτί, τριαντάφυλλο, χώμα, ρoλόι, ησυχία, σελίδα, αέρας, γάλα.

Δεν έλαβε βραβείο, αλλά ουδόλως μπορεί να ενδιαφέρει το γεγονός ως τέτοιο. Έρωτα δεν μπορούμε να κάνουμε σε όλον τον κόσμο με τη γραφή μας και ούτε μπορεί να είναι και τέτοιου τύπου οι προθέσεις μας. Τουναντίον… Κάποιοι μπορούν να θεωρήσουν ότι δε συνιστά διήγημα επίσης. Κι αυτό δεν μας ενοχλεί.  Η αναφορά γίνεται, για να υπάρχει συνέπεια, ως προς το σκέλος που στάθηκε αφορμή για να γραφεί το κείμενο.


 

Tags: ,

Image

Α. Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους αεροστάτου

Α. Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους αεροστάτου

.

Μία μόνον εξαίρεσις υπήρχε. Εις εν ακρότατον σημείον της ομηγύρεως, μια ομάς εκ δεκαπέντε περίπου ανδρών, παρετήρει, ουχί το αερόστατον, αλλά μίαν νεαράν ακροβάτιδα, ήτις, υπό τους ήχους ενός ντεφιού, που έσειε ένας νεώτερος αδελφός της, εξετέλει διάφορα γυμνάσματα με μεγάλην ευκαμψίαν και δεξιοτεχνίαν. Η νεάνις αυτή, ήτο ευειδής και χαρίεσσα. Εις μίαν στιγμήν δε, ενώ περιεστρέφετο επί των χειρών, με τους πόδας της εις τον αέρα, εσχίσθη, εν αγνοία της, η περισκελίς της εις καίριον σημείον, εις τρόπον ώστε, εις ωρισμένην φάσιν της ακροβασίας, να φαίνεται το αιδοίον της ευκρινώς. Εντεύθεν η εξαίρεσις, εντεύθεν η γοητεία. Διότι, εις το γεγονός ότι διεκρίνετο το ερωτικόν της όργανον, ωφείλετο η απόσπασις της προσοχής των δεκαπέντε θεατών από το αερόστατον. Όλοι οι άλλοι είχαν τα όμματά των εστραμμένα συνεχώς προς την μεγάλην σφαίραν.

Φωτογραφία: Igor Morski

 

Tags: ,

Image

Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)

Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)

«Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον…»

Δίστιχα

Τὸν ἔρωτ᾿ ἀπεφάσισα νὰ μὴν ἀναγνωρίσω
νὰ κλείσω τὴν καρδίαν μου καὶ νὰ τὴν θωρακίσω.

Ἂν ἠμπορεῖς φρονίμευσε καὶ ὅταν φρονιμεύσεις,
δὲν θὰ σοὶ εἶν᾿ ἀδύνατον φιλίαν νὰ μ᾿ ἐμπνεύσεις.

Τῆς χάριτος ἀνώτερος βαθμὸς δὲν εἶναι ἄλλος,
παρ᾿ ὅταν ἡ ἀφέλεια ἐπικοσμεῖ τὸ κάλλος.

Μικρὸν πὼς εἶχα ἤλπιζα εἰς τὴν ψυχήν σου τόπον,
σὺ δ᾿ ἀγνοεῖς κι᾿ εἰς τὴν σειρὰν ἂν εἶμαι τῶν ἀνθρώπων.

Ἐγνώρισες τὸ σφάλμα σου ἂν δὲν τὸ ἀποπλύνεις,
εἰδὲ τοῦ κόσμου ὄνειδος καὶ παίγνιον μὴ γίνεις.

Ἂν ἐμισήσω σφάλμα σου καὶ ὄχι ἄλλου ἦτον,
ὁποῖαι εἶν᾿ αἱ πράξεις μας τοιοῦτοι κι᾿ οἱ καρποί των.

Ὢ ἅφες τὴν εἰρήνην μου καὶ μὴ τὴν συνταράττεις,
δὲν εἶναι ἡ καρδία μου διὰ νὰ τὴν σπαράττεις.

Από τις ελάχιστες περιπτώσεις στην ελληνική λογοτεχνία (αναφέρομαι κυρίως στην πεζογραφία) που με συγκινούν. Δεν ξέρω να έχουν ντύσει πολλούς γαμπρούς, για να τους οδηγήσουν στο φρενοκομείο. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα παιδιά στο σχολείο, παρότι γενικώς αδιάφορα για τη λογοτεχνία, δείχνουν «ξαφνικά» ενδιαφέρον. Ο σύνδεσμος του μπλογκ εν συνεχεία αξίζει τον κόπο.

Φωτογραφία: Robert Doisneau

http://eirinipax.wordpress.com/tag/βιζυηνός/

 

Tags: ,