RSS

Category Archives: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ (ξένη)

Nenad Milošević, Μια άνοιξη ενός πληβείου ποιητή


Πόσο ξαφνικά μπήκε η άνοιξη
φέτος, σαν το Οριάν Εξπρές·
σφυρίζοντας διαπεραστικά μ’ έκανε να τιναχτώ
από τον ύπνο και τις καχυποψίες του χειμώνα:
Είμαι εδώ και πρόσεχε πώς φέρεσαι, είπε.

Ο χειμώνας είναι όμορφος για την ποιήτρια Νταϊάν Γουόσκυ,
που τον βλέπουμε σε μια καρτ ποστάλ μαζί με παιδιά
κι έναν χιονάνθρωπο.
Είναι καλός για τους πλούσιους και τους χωρικούς
και για κείνους που έχουν προμήθειες να ξοδέψουν
και να γιορτάσουν μέρες γλεντιού κι εθνικές εορτές.

Τα χρώματα σκοτείνιασαν
στο πάρκο σήμερα, όπως στεκόμουν για λίγο
δεν κατάφερνα να πιστέψω πως θα μπορούσα
να είμαι μέρος κάποιου πίνακα.

Τούτη την άνοιξη θέλω να γίνω
ένας ποιητής φυσιολάτρης.
Αλλά χωρίς σακίδιο και κοντό παντελόνι
μποτάκια και βιβλίο στο χέρι.

Θέλω να περπατώ απαρατήρητος πίσω από τον λόφο
κι ακόμη πιο μακριά, με τα χέρια στις τσέπες,
διασχίζοντας την ύπαιθρο, τα χωράφια με το σιτάρι,
ζεστός και ιδρωμένος.

Έτσι που κανείς να μην μπορεί να πει: Να τος, εκεί είναι,
διαλογίζεται,
σκαρώνει ρίμες, τι θα βγει από αυτό!

Από την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών, Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020

Πίνακας: Στέφανος Δασκαλάκης

 

Μaja Vidmar, Θύρα



Στη θύρα στέκεται
η γυναίκα του Λωτ.
Είναι και πάλι απολιθωμένη
χαμένη στην αιωνιότητα, ανάμεσα
στο Ωθώ και το Έλκω.
Έχει
λησμονήσει
για πάντα τ’ όνομά της.
Φέροντας ένα ξένο
όνομα
θα αποτελεί μαρτυρία
στο πέρασμα των χιλιετηρίδων
για τον αγώνα της
στη θύρα.

Από την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών, Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020

Πίνακας: Andrea Kowch

 

Danica Vukićević, Rocking


Τρεις κορφές κρέμονταν
Σαν λουλούδια στον ουρανό
Η σελήνη είχε μια ευχάριστη λάμψη
Παρ’ όλο που η νύχτα έριχνε
Το αγκίστρι της
Πετάξαμε ψηλά
Τα σώματά μας ακούγονταν
Ν’ ανακατεύονται (σαν σούπα)
Μέσα στη σφαίρα
Οδεύοντας προς το μικροσκοπικό
Τσακισμένο Φεγγάρι

(9)

Λυκόφως
Είσαι το χωριό μου
Ένα λιβάδι σταριού με κουρούνες
Ένα λιβάδι
Τραγουδώ βαδίζοντας
Στο λυκόφως
Κρατάω το στρίφωμα της φούστας μου
Αποσπώ το χρυσάφι
Ξυπνάω πριν ξημερώσει
Μόλις που ξαπλώνω, πριν από
Την πρώτη ρωγμή φωτός
Λεπτό νύχι το φεγγάρι, γέρνει
Νεροκολοκύθες μεγαλώνουν
Οι κορφές των δέντρων αρχίζουν να ψηλώνουν


Από την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών, Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020

Πίνακας: Marc Chagall

 

Nenad Milošević, Τα κουνέλια

Για δεύτερη μέρα, όταν όλα γύρω μου
ησυχάζουν, και το να φέρνεις στο στόμα ένα τσιγάρο
κρατάει όσο κι ένας στεναγμός στον ύπνο σου
θυμάμαι τα κουνέλια που είχες βρει
το βράδυ εκείνο μες στο φλιτζάνι του καφέ μου

Ήταν κωμικό ν’ ανακαλύψεις πως ένιωσα εντελώς
διαφορετικά
όταν η φίλη σου (τελευταία και δική μου) είπε:
Το φλιτζάνι σου γέμισε κουνέλια.
Ντράπηκα σαν μικρό παιδί
που δεν καταλαβαίνει τ’ αστεία των μεγάλων.
Έσκυψα το κεφάλι πάνω από το φλιτζάνι
ψάχνοντας κάτι που να μοιάζει με κουνέλι.
Βρήκα κουνελιού αυτιά, γούνα, ουρά,
αλλά το ίδιο το κουνέλι πουθενά.

Τη μέρα εκείνη, τίποτε δεν μου έδειξε πως η
εικόνα ετούτη θα χαρασσόταν στο μυαλό μου πιο
καθαρά
απ’ όλες όσες πίστευα πως θα κράταγαν για πάντα:
μια νύχτα, δυο γυναίκες, πνιχτή ανάσα κάτω από
τα σεντόνια,
κι εγώ να ψάχνω, να ψηλαφίζω, πύρινους φλογερούς
ναούς

Από την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών, Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020

Artwork; Jamie Baldridge

 

Μaja Vidmar, Πολεμικόν καταφύγιον


Με φέρνουν σε δύσκολη θέση
τα πράγματα
που μάζεψα για να φέρω
στο καταφύγιο.
Ένας παχύς ευτυχισμένος
βούδας
που διαρκώς γελούσε
με ό,τι έκανα,
βρήκα όμως
ένα ράφι για εκείνον
και την αδηφάγα σκόνη των ενθυμίων.
Ήταν πιο δύσκολο
με τους βόλους
που σαν γατάκια σκόρπισαν
κάτω απ’ τον καναπέ.
Το πιο δύσκολο είναι με τα παιδιά,
πρέπει να καταψυχθούν
στον πάγο,
αγάπη
σε στερεά μορφή.

Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.

Artwork: Jane Long

 

Stéphane Mallarmé, Ίγκιτουρ ή η τρέλα του Ελμπενόν

.

Και από το Μεσονύκτιο παραμένει η παρουσία του σε μια νοητή κάμαρα του χρόνου όπου η μυστηριώδης επίπλωση αναχαιτίζει ένα ανεπαίσθητο θρόισμα σκέψης, φωτεινή ρωγμή που την προκαλεί η επάνοδος των ηχητικών κυμάτων της και η πρωταρχική τους διάχυση, ενώ (με μια οριακή κίνηση) ακινητοποιείται η προηγούμενη από την πτώση της ώρας θέση σε μια χαυνωτική ηρεμία ενός καθαρού εγώ, που για καιρό το ονειρευόμουν· όμως ο χρόνος του μεσονυκτίου, στερημένος από κάθε σημασία πέρα από την παρουσία του, έχει απορροφηθεί από τις βαριές πτυχώσεις που πάνω τους στάθηκε, λαμπρύνοντάς τες, το θρόισμα που έσβησε μες στη λήθη, σαν κώμη ασθενική, γύρω από το πρόσωπο του οικοδεσπότη, το φωτισμένο με μυστήριο, και με το βλέμμα άδειο όμοιο με τον καθρέφτη.

Είναι το καθαρό όνειρο του Μεσονυκτίου, που έχει αυτοαφανιστεί, και το αντιληπτό φέγγος του, που εξακολουθεί να υπάρχει μόνο στο κέντρο της πραγμάτωσής του της βυθισμένης στη σκιά, αντανακλά τη στειρότητά του στο ξεθωριασμένο χρώμα ενός ανοιχτού κειμένου πάνω στο τραπέζι· κοινότατη σελίδα και διάκοσμος της Νύχτας, με τη μόνη διαφορά ότι διασώζεται η σιωπή μίας αρχαίας ρήσης που το ίδιο την είχε εκστομίσει και στην οποία επανερχόμενο, αυτό το Μεσονύκτιο επικαλείται την πεπερασμένη και ανύπαρκτη σκιά του με αυτά τα λόγια:  Ήμουν η ώρα που θα μου προσφέρει την κάθαρση.

Stéphane Mallarmé, Ίγκιτουρ ή η τρέλα του Ελμπενόν, μτφρ-επίμετρο: Mαρία Ευσταθιάδη, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010

Artwork: Daphne Rocou

.

 

Ted Joans, Στην οδό Jacques Callot

 

.

Στην οδό Jacques Callot στο Παρίσι
Μια κοπελιά βλέπει να πέφτουν τα βρακιά ενός άντρα
ο ήλιος πετιέται σαν στριμμένο νόμισμα
κι η κοπελιά γλείφει τα χείλια της αργά
στην οδό Jacques Callot στη Γαλλία

στον ηλιόλουστο αυτό δρόμο στο Παρίσι
ένα μαύρο άνθος πρωτοείδε έναν Man Ray
και στερνοείδε Le Verre d’ Eau dans la Tempête
το γυμνό γένι βγάνει ήχους γαβγισμάτων
στην οδό Jacques Callot στο Παρίσι

στην οδό Jacques Callot στην Ευρώπη
όπου εξαίσια πτώματα δεν πίνουνε κρασιά
κυοφορεί η σελήνη ηχηρά ποιήματα
και νιες πουτάνες σφίγγουνε τα γόνατα κόντρα στον πυρετό
στην οδό Jacques Callot στη Γαλλία

στην οδό Jacques Callot στην Αριστερή Όχθη
ένα φλογοβόλο βγάνει μαξιλάρι του ταξί
ο καρπουζοφάγος ρουφάει μια ψιψίνα
και τέσσαρες βελούδινες κιλότες βλαστημάν
στην οδό Jacques Callot στα Παρίσια

Ted Joans, Στην οδό Jacques Callot, μτφρ. Νίκος Σταμπάκης, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κλήδονας

Φωτό: Sarah Moon

.

 

Tags:

Jayne Cortez, Πες το

 

Πες το
Και ξεφλούδισε κείνη την γκρίζα μάσκα από δέρμα ιγκουάνα
Πες το
κι άδειασε την αρένα σου της κοκορομαχίας απ’ αράχνες μεθυσμένες
Βγάλ’ τα σεξουαλικά φύλλα της θλίψης μες απ’ την καρδιά σου
Κόφ’ τα φτερά της νοσταλγίας από τις ρώγες σου
Διώχ’ την αργόσυρτη μαζοχιστική λασπουριά
φωνών κοντράλτο
από το εσπερινό αγωνιώδες σου κρανίο
Πες το
κι άσε τα τρίμματα δοντιού να πέσουνε
από την τρύπα σου αντάρτικων κνησμών
Άσ’ το περιττωματικό βουνό οστών να πεταχτεί μες απ’ τα δέκα
κλανιάρικά σου δάχτυλα τον καιρό των μυγών
γιατί το καθετί είναι σαν ενέδρα
το καθετί είναι σαν επιδρομή
σάρκα αχνιστή σάρκα
σε χασισοφυτεία πενηντάλεπτης κατάρρευσης
χρόνος που σοδομίζει χρόνο
σε κυκλική σήραγγα ασφάλτου και σταχτών
χώρος που εξεγείρεται ενάντια στο χώρο
σε βρυχηθμό πυροβολικής ομοβροντίας γαμησιού
Πες το
κι άσ’ το πιτσιλισμένο σε νεκροτομείο χυμού
βάρους νεκρού με σεληνιακή αντανάκλαση
Πες το
και βάλε στον προπανικό της μνήμης σου κουβά
σποραδικά τρέμουλα φόβου
Χώσ’ το σε σάλιο κατσαρίδας
ξύστρο δοντιών εν μέσω ωαρίου
Πέταχ’ το από τη ραχοκοκαλιά σου κάψας υπέρμετρης
καπνό γονιμότητας τρομάρας αχνισμένης
Μίλα του εαυτού σου σε κλειτορίδας αυτοκίνητο
Ψυχή τόσου ουμανιστικού χειλιού

Πες το
κι άσ’ τα κατουρημένα σεντόνια της καταπίεσης να βγουν
από τα στήθια σου των παρηγορικών φλαμίγκο
Άσ’ τον πολτό κρεματορίου
μες στο μοναχικό κουφάρι σου από κρουστά
μες απ’ την κολπική οξύτητα του κρασοπουλιού σου
Πες το
και βούτα απ’ την αορατότητα του ίδιου του καμουφλάζ σου
Γλίστρα σε νυχιού λίγδα
της κάμπιας σου από κοινοτοπία
γίνε επίτιμη σκατοκεφαλή στη
δικιά σου μπουκιά ανεγερθέντων αγαλμάτων
βγες μες απ’ το δικό σου πρόσωπο συσσωρευμένων βρόντων
της πόρτας μπαμ μπαμ μπαμ μπαμ
Χθες τη νύχτα
ονειρεύτηκα
πως ο Buddy Bolden* πέταξε το κόρνο του
μες στον ποταμό Pontchartrain
σαν έβαλα τ’ όνομά μου κάτω από κάθε βλέφαρο
κάθε μυρμηγκοφωλιά
κάθε φτερό πουλιού
καθεμιά μάσκα φιδοδέρματος που ξεραινότανε στον ήλιο
Το λοιπό πες το ξέχνα το
και πιες μια γουλιά γκράπα
Ο βάτραχος φτύνει μες απ’ τη μήτρα το Δεκέμβρη

Μετάφραση: Nίκος Σταμπάκης, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κλήδονας

Artwork: Ray Caesar

* Θρυλικός μουσικός των αρχών του 20ου αιώνα, που θεωρείται από πολλούς ως «εφευρέτης» της jazz στη Νέα Ορλεάνη. Δεν άφησε καμιά ηχογράφηση, αλλά η επιρροή του στους πρωτοπόρους του ιδιώματος, όπως ο Louis Armstrong και ο Jelly Roll Morton (που του έχει αφιερώσει ένα από τα γνωστότερα τραγούδια του, ηχογραφημένο και από τον Armstrong), έχει ομολογηθεί από τους ίδιους. (Σ.τ.Μ.)

.

 

Tags:

Αimé Césaire, Ουρλιαχτά

.

Χαίρετε πουλιά που σχίζετε και διασκορπίζετε τον κύκλο των ερωδιών
και τη γονυκλισία του παραιτημένου κεφαλιού τους
μες σε μια θήκη απ’ άσπρο αφρό

Χαίρετε πουλιά π’ ανοίγετε με ραμφισμούς την αληθινή κοιλιά του έλους
και το στήθος του άρχοντα του ηλιογέρματος

Χαίρε κραυγή βραχνή
δαδί ρητίνης
όπου θολώνουνε τα χνάρια
των βρόχινων ψειρών και των άσπρων ποντικιών

Ουρλιάζοντας τρελά σας χαιρετώ με τα ουρλιαχτά μου πιο άσπρα κι απ’
το θάνατο

Θα’ ρθει ο καιρός μου που χαιρετώ
μέγας τεράστιος
απλός
που κάθε λέξη κάθε κίνηση θα λάμπει
πάνω στην όψη σου γίδας ξανθιάς
που βόσκει στον εξαγριωτικό κάδο του χεριού μου

Κι εκεί εκεί
καλή βδέλλα
εκεί του χρόνου η απαρχή
εκεί του χρόνου η λήξη

και τ’ ορθό μεγαλείο του πρωταρχικού ματιού

Μετάφραση: Nίκος Σταμπάκης, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κλήδονας

Πίνακας: Andrea-Kowch

 

 

Tags:

Mary Low, Η νύχτα είναι παντοτινή

V

Κι όμως θα μπορούσαμε να ‘χαμε ξαναζήσει
φτάνοντας μαζί τα στάδια
της αποσύνθεσής μας˙
προσφέροντας κι οι δυο στη γη
τα υπολείμματα του ιερού αλατιού μας
και το νερό που ευλογούσε τα κύτταρά μας˙
για να ξανάρθουμε την άνοιξη αναμεσίς στα ρόδα.
Μα συ άρχισες μοναχός την αλχημεία μας,
αφήνοντάς με έγκλειστη του αίματός μου,
αφήνοντάς με κοιμισμένη στο ίχνος του μάγουλού σου
ακόμη χλιαρό στο μαξιλάρι,
κι είναι κιόλας αργά

Ίσως σε μι’ άλλη διάσταση
—στερνή ελπίδα,
στερνή προσευχή,
στερνή κίνηση του πόθου που γονατίζει στο θάνατο—
θα ξαναϊδωθούμε πέρα απ’ όλα τα εμπόδια,
μες στο άγνωστο δίχως μορφή μήτε όνομα.
Θα το μπορούσαν θαρρείς τα σκορπισμένα μας άτομα;
Θ’ αναγνωρίζαν θαρρείς την αλλοτινή μας προέλευση;
Α, είμαι βέβαιη πως η ύλη θα έκραζε,
πως τα τυφλά κύτταρα θα φώτιζαν τ’ αστέρια,
πως ο χρόνος
πως ο χώρος
πως το άπειρο θα ηττούνταν από μας,
μες στη φωτιά των φωτιών μας,
από το φοίνικα των τεφρών μας!

Ω καρδιά κοιμισμένη, βουβή, γιομάτη χώμα,
πότε θα ζήσουμε
την επόμενη φορά;

Μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κλήδονας

Πίνακας: Albert Marquet

 

 

Tags: