.
Monthly Archives: January 2022
Aντόντιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου: Ο φύλακας του χιονιού [αποσπασματικά]
[…]
Στη μέθη τον περιστοίχιζαν γυναίκες, σκιά, αστυνομία,
άνεμος.
Έβαζε φλέβες στα μαβιά ρείκια ίλιγγο στην
καθαρότητα· το μαινόμενο άνθος της πάχνης ήταν γαλάζιο
στο αυτί του.
Ρόδα, ερπετά και κουτάλια ήταν όμορφα ενόσω
παρέμεναν στα χέρια του.
***
Κάθε πρωί έβαζε στα ρυάκια ατσάλι και δάκρυα και
εκγύμναζε τα πουλιά στο τραγούδι της οργής: το
ρυάκι καθαρό για την κόρη τη γλυκιά ηλίθια: το γαλάζιο
νερό για τη γυναίκα χωρίς ελπίδα, αυτή που μύριζε ίλιγγο
και φως, μόνη στον οχετό ανάμεσα σε λευκές σημαίες, κρύα
κάτω από την ιτιά και με τα βλέφαρα ήδη κίτρινα από έρωτα.
***
Το κρασί ήταν γαλάζιο στο ατσάλι (α, διαύγεια
της Παρασκευής) και μέσα στα μάτια του. Απαλά, διάκρινε
τις μολυσματικές αιτίες: μεγάλα άνθη ακίνητα και η λάμψη,
η μαύρη ταινία στη σιωπή των ερπετών.
***
Aντόντιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου: Ο φύλακας του χιονιού [2] [αποσπασματικά]
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης
Αrtwork: Claude Renaud
Σταύρος Σταμπόγλης, Σαν αυτοχειρία
.
Τη νύχτα σηκώθηκε, πήρε σφυρί, διάλεξε λέξεις
αιχμηρές κι άρχισε να καταδίδει
«Να τελειώνουμε, να τελειώνουμε», άκουγε
κάτι οπαδούς από πίσω να ουρλιάζουν
Και κάρφωνε κι έκοβε, ώσπου τ’ ασπροσέντονα
γινήκανε πορφύρες
Το πρωί τον βρήκε τσακισμένο απ’ τον πόνο
άσπρο απ’ την αιματοχυσία
Τόσα δάκτυλα χαμένα
.
Δίχως την αφή να προστρέχει στους λαβύρινθους
σε σβήνουν τα παλιά
και τα καινούργια προσπερνάνε
Αθήνα
Σταύρος Σταμπόγλης, Σαν αυτοχειρία, από τη συλλογή Τόπος Νωδ, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011
Πίνακας: George Braque
Γ. Δ. Αναγνώστου, Ιn Memoriam
.
Στην Μαρία που έφυγε αφήνοντας δυο κόκκινα χείλη
.
Ήθελες να βάφεις
Τα χείλη σου κόκκινα
.
Σαν τον ήλιο μου
.
Μα έρωτα δεν ήξερες
Ήθελες να φεύγεις
Να έρχεσαι
Μόνη να μένεις
.
Τον πόθο τραύλιζες
Λουλούδια ζωγράφισες
Πάνωθέ μου
Την πανσέληνο με φύκια τύλιγες
Πλεξούδες ολόγυρα θανάτωσες
.
Ήθελες τη μοναξιά να ντύσεις
Αφήνοντας γυμνό τον θάνατο
Στίχους – φωνήεντα σβήνοντας
.
Ω! Θε μου τι τέλος
Μας χάρισε
Να κρέμεται ουράνιο στερέωμα
.
Γύρω απ’ το βλέμμα
.
Γ. Δ. Αναγνώστου 9. ΧΙ. 2020
Artwork: Andrea Kowch
Eλευθερία Θάνογλου, Δομική ισορροπία
.
Η ελεημοσύνη μου καθόλου δεν ενόχλησε
το σπουργίτι,
ούτε η εκνευριστική αγάπη για τ’ αδέσποτα
ενόχλησε τη γάτα μου.
Η μεγάλη ουλή στην πλάτη μου δεν ενόχλησε
ποτέ κανένα χέρι
και η νύχτα δεν ενοχλήθηκε ποτέ
από το πεινασμένο σπήλαιο ανάμεσα στα πόδια μου.
Η ησυχία του δάσους καθόλου δεν ενοχλήθηκε
από τον θόρυβο που έκανε το σχοινί καθώς
μετατόπιζε το βάρος του σώματός μου.
Μονάχα το κλαδί θαρρώ διαμαρτυρήθηκε τρίζοντας
κάτω από τόση κατανόηση.
Artwork: Natalia Drepina
Αντόνιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου: Γεωργικά [αποσπασματικά]
.
Αυτό το σπίτι υπήρξε ταγμένο στην καλλιέργεια και το θάνατο.
Στο εσωτερικό του εξαπλώνονται οι τσουκνίδες, βαραίνουν τα άνθη
πάνω στα ξύλα τρομοκρατημένα απ’ τη βροχή.
***
Το κορμί λάμπει στο βαθύ μονοπάτι, μπρος στην
κοτσίδα του σπάρτου και τα ντουλάπια τα προορισμένα στα
κυδώνια και τις σκιές.
Ξαφνικά, ο θρήνος ανάβει τους στάβλους.
Μια γειτόνισσα πλένει ρούχα πένθιμα και τα χέρια της είναι
λευκά ανάμεσα στη νύχτα και το νερό.
***
Φοράδες γόνιμες στο φωσφορισμό. Θυμάμαι το
φόβο και την ευτυχία στα μαλλιά μου χαραγμένα από
την αστραπή· κατόπιν, το νερό και η λησμονιά.
Φορές βλέπω τη λάμψη του βουνού πάνω στις
μεγάλες μηχανές της θλίψης.
***
Έκπληξη, λάμψη: το γεράκι ακίνητο, και η χαίτη τού
αγριοκάλαμου, και, πάνω στο νερό, τα χέρια μου μπρος
στα σκονισμένα βάτα.
Βάζω τους μαύρους καρπούς στο στόμα, και η γλύκα τους είναι από
άλλον κόσμο
σαν τη σκέψη μου σαρωμένη από το φως.
***
Είδα την ηρεμία στα μάτια των βοδιών των προορισμένων στα
βιομηχανικά μαχαίρια, και τ’ άλογα ακίνητα μέσα
στη θλίψη·
μετά, ο ασβέστης, το φως του στις παλιές και μεγάλες
σχισμές κατοικημένες από κλάματα.
***
Τεντώνω το κορμί μου πάνω στα ξύλα τα γδαρμένα από
τα δάκρυα, μυρίζω τη λινάτσα και τη σκιά.
Αχ, η μορφίνη στην καρδιά μου: κοιμάμαι με τα μάτια
ανοιχτά μπρος στη λευκή περιοχή την εγκαταλειμμένη από τις
λέξεις.
***
Αντόνιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου, Γεωργικά [1], αποσπασματικά
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης
Πίνακας: Albert Marquet
Γρηγόρης Χαρχαλιώτης, Οι κραυγές αγρίεψαν
.
«Και τι γίνεται με τη ζωή μου σήμερα, τώρα ακριβώς που συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή λείπουν απ’ αυτήν η αγάπη, η καλοσύνη, ακόμη και η κακία; Τι είναι η ζωή μου τώρα, που η υγεία στις σχέσεις μου με τους δικούς μου ανθρώπους έχει στερέψει; Είναι ένας καμβάς που ξανάγινε λευκός. Μια αρχή. Η δύσκολη αρχή που με χρίζει απροετοίμαστο και ανίκανο, κάνοντάς με ν’ αμφιβάλλω για το μετά. Και όμως, αυτή η λευκότητα με ωθεί να ξεκινήσω πάλι, με προκαλεί να της προσθέσω κάτι, οτιδήποτε που θα τη λερώσει. Και χαίρομαι γι’ αυτήν τη μικρή μουντζούρα πάνω στο τεράστιο λευκό, ενώ θα έπρεπε να θλίβομαι που μια ολόκληρη εικόνα νωρίτερα εξαφανίστηκε εντελώς, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και τι υπολείπεται για όσο χρόνο μου απομένει; Μια μικρούλα χαρά και χρώματα ξεθωριασμένα, σχεδόν νεκρά. Κι άντε και βρίσκω το κουράγιο να συνεχίσω από κει που άφησα τη μουντζούρα. Είμαι γέρος τώρα πια, ενώ το μυαλό μου είναι εθισμένο σ’ αυτά τα βρομοχάπια. Πώς θα γίνει λοιπόν να δημιουργήσω στην κατάσταση στην οποία βρίσκομαι; Από πού να εμπνευστώ; Τουλάχιστον αυτό, να βρω αυτό το κομμάτι, να λύσω το μυστήριο της έμπνευσης. Δεν γίνεται όμως, γιατί λείπει η αγάπη, λείπει το καλό, ακόμη και το κακό, ακόμη κι αυτό μου λείπει. Και νιώθω μόνος μου, μια και η οικογένειά μου μ’ έχει απορρίψει.
.






