Daily Archives: 30/12/2020
Θανάσης Χατζόπουλος, από το Φιλί της ζωής
.
Εκεί όπου οι αναπνοές μας συντονίστηκαν
Στον βρυχηθμό των εκβολών
Εκεί οι αναπνοές ασθμαίνοντας
Τα σώματα που έτρεχαν μπροστά τους
Τρέξανε
Για να προλάβουν
Ξέπνοοι συναντηθήκαμε εκεί
Για μια στιγμή ολότελα άδειοι
Θανάσης Χατζόπουλος, από τη συλλογή Φιλί της ζωής, εκδόσεις Κίχλη 2016
Αrtwork: Konstantin Kacev
Νιόβη Ιωάννου, Απόπειρα
.
εκείνη την άνοιξη
η μητέρα έκανε την πρώτη της απόπειρα
η παλιά φωτογραφία ήταν ελαφρώς κουνημένη
αλλά εμείς εξακολουθούσαμε να βλέπουμε καθαρά
ανέβηκε στον καναπέ εισχώρησε απαλά στο κάδρο
και ψαλίδισε αριστοτεχνικά τον εαυτό της
τον έκρυψε μέσα σ’ ένα βιβλίο
με συνταγές μαγειρικής
μισούσε εκείνο το φόρεμα που την έκανε να σωπαίνει
τώρα θα μείνετε στην ίδια τάξη μάς φώναξε
η μητέρα λίγο πριν κλείσει τα δώδεκα
παιδί ξυπόλυτο ορφανό
μας κοίταζε
να βρέχουμε τα πόδια μας στο κύμα
από καρδιά σε καρδιά ν’ αφουγκραζόμαστε
την πόρτα που άνοιγε κι έκλεινε
Νιόβη Ιωάννου, Απόπειρα από την ποιητική συλλογή Στην πυρά, Μανδραγόρας, 2020
Πίνακας: Toby Wiggin
Πασχάλης Κατσίκας, Θηλασμός
.
Τις λέξεις διάβαζα στους ανθρώπους
αυτές που ίπτανται
μετά από ένα ανεπαίσθητο τίναγμα των μαλλιών
Έπινα το κώνειο για γάλα
ώσπου αντίκρισα τις χαμογελαστές
που φύτρωναν σαν μίσχοι
στους καστανούς βοστρύχους
Το φαρμάκι γλύκανε
βυζαίνω το αντίδοτο
Το μόνο που αντεύχομαι πια
είναι να φύγω πρώτος.
Πασχάλης Κατσίκας, από τη συλλογή Ρετάλια, εκδόσεις Γράφημα 2020
Πίνακας: Tom Alberts
Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Φορέματα με δαντέλα
.
Καλοκαίρι στην πόλη,
έψαχνε τη θάλασσα στις προσόψεις
των φαρμακείων,
το πετσί της μύριζε οινόπνευμα.
(κολυμβήτρια χωρίς αναπνευστήρα την ονόμασαν στις πρώτες τάξεις του σχολείου)
Γεννήθηκε με πεθαμένη μητέρα,
ζούσε μ’ έναν νεκρό πατέρα.
Ο γυναικωνίτης της σαπισμένος από καιρό
κι ο χρόνος της λιμάρης
με όλα τα Δόντια Σπασμένα.
Η Ευανθία σήκωσε τα φόρεματά της,
η βροχή έτρεχε ρυάκι από το στόμα της,
ο τραυματιοφορέας έστρωσε σεντόνι στην άσφαλτο,
αυτήν τη στιγμή δεν χρειαζόταν
ούτε γάζες,
ούτε μπαμπάκια,
ούτε βάμα,
για τις πληγές της.
Ένα φιλί στο στόμα ήθελε να της δώσει ως άντρας σε γυναίκα.
Αντώνης Δ. Σκιαθάς από τη συλλογή «Σπασμένα Δόντια»
* Κατοχυρωμένη Αδημοσίευτη Ποιητική Σύνθεση.
Πίνακας: Daria Petrilli
Έλενα Ακανθιάς, Golith
Ακούγεται και πάλι η φωνή με τα στοιχεία του μύθου του δεύτερου, με βάση τον οποίο καλείσαι εσύ και αυτός από τα αριστερά σου να οδηγήσετε σήμερα τις αφηγήσεις σας στο τέλος: «Η πρώτη γυναίκα του Αδάμ δεν ήταν η Εύα. Ήταν η Λίλιθ, εκείνη που πλάστηκε μαζί του από την πλάτη του, ενωμένοι και οι δύο σε ένα μόρφωμα, σχηματίζοντας ταυτόχρονα το αρσενικό και το θηλυκό. Έφερε τη γνώση στον Αδάμ ότι η σεξουαλική πράξη δεν γίνεται μόνο για λόγους αναπαραγωγής και δεν υποτάχθηκε ποτέ σ’ αυτόν, γι’ αυτό και εκδιώχθηκε από τον Κήπο της Εδέμ από τον ίδιο τον Θεό. Από την πτώση της και έπειτα, θρυλείται ως μία από τους τρομερότερους Δαίμονες, ως η γυναίκα του Διαβόλου, ως η πρώτη παιδοκτόνος, καθώς και ως η πρώτη γυναίκα που παραπλανούσε και σκότωνε νεαρούς άνδρες».
Και τώρα αποφασίζεις και παίρνεις εσύ τον λόγο: «Εγώ δεν μπορώ να ερμηνεύσω τον μύθο με στοιχεία και τετράγωνους συλλογισμούς, όπως ο προηγούμενος. Ξέρω, όμως, να σας πω ότι αυτήν τη γυναίκα, σαν ήταν νήπιο, εγώ τη βάφτισα. Πώς ξέρω ότι είναι αυτή του μύθου; Μη με ρωτάτε. Το ένιωσα, δίχως να το γνωρίζω. Από την πρώτη στιγμή που μου τη φέρανε και την πήρα στα χέρια μου. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στις παλάμες μου, πάνω απ’ το νερό της κολυμβήθρας. Από την πλάτη της χυνόταν ένα κύμα θερμότητας και στο βλέμμα της είχε συνημμένη την άρνηση και την ανυποταγή. Ναι, είναι αυτή που σας έχω περιγράψει αναλυτικά και τις προηγούμενες φορές που σας έλεγα την ιστορία. Πριν εκκινήσω το μυστήριο, αφού κατάλαβα τι είχα στα χέρια μου και τι θ’ ακολουθούσε, έκλεισα τα μάτια, έγειρα το κεφάλι προς τον ουρανό και προσευχήθηκα για δύναμη και κουράγιο. Ευλόγησα το νερό και ξεκίνησα. Με την πρώτη καταβύθιση έμπηξε τις φωνές. Δεν ήταν όμως η φασαρία που έκανε, αλλά τα μάτια της, που τα κρατούσε σταθερά κεντραρισμένα στα δικά μου.
Με τέτοια έπαρση, πείσμα και επιμονή. Δεν έκλεισαν ούτε μία φορά, ούτε από το νερό ούτε απ’ το γοερό κλάμα. Άρχισα να τη βουτάω όλο και πιο πολλές φορές. Απανωτά. Το περίεργο ήταν ότι όσο πιο πολύ έμενε μέσα στο νερό τόσο περισσότερο έκαιγε, όχι μόνο η πλάτη της, αλλά ολόκληρη. Έφτασα στο σημείο να μουρμουρίζω μηχανικά τα λόγια του μυστηρίου και να απολαμβάνω ηδονικά το κάθε απότομο και άγριο βούτηγμά της. Ένιωθα ότι την εξάγνιζα, ότι τη λύτρωνα από το επικίνδυνο που κουβαλούσε η ψυχή της. Ναι, εντάξει, μέχρι τώρα τα ξέρετε όλα αυτά, τα έχετε ακούσει και τις άλλες φορές. Όμως τώρα φτάνω στην τελευταία ομολογία. Όσο εγώ απορροφημένος τελούσα το μυστήριο με τους επαναλαμβανόμενους πνιγμούς της, με είχαν πλησιάσει οι άντρες που παρευρίσκονταν. Οι γυναίκες είχαν τραβηχτεί ελαφρώς προς τα πίσω, σφιγμένες και βουβές, και είχαν αρχίσει τα σταυροκοπήματα και τις γονυκλισίες. Θα διαισθάνθηκαν φαίνεται από την αύρα της βαπτίσεως την αντάρα που ζύγωνε. Μονάχα μία ακούστηκε μια στιγμή να λέει ξέπνοα: «Αχ, Παναγία μου! Και είναι με πυρετό το παιδί. Θα το αποτελειώσουμε». Δεν άφησα όμως περιθώρια για ενστάσεις και αντιρρήσεις, καθώς ύψωσα τη μικρή και άρχισα να ψάλλω με βροντερή φωνή. Οι άντρες, εν τω μεταξύ, όσο πιο άγριο γινόταν το μυστήριο, όλο και πιο πολύ πλησίαζαν, σχηματίζοντας έναν κλειστό κύκλο γύρω μου και αφήνοντας τις γυναίκες απ’ έξω. Είχα αρχίσει, δίχως να το καταλαβαίνω, να φέρνω γύρους την κολυμβήθρα με έναν ιδιότυπο ρυθμό, μια ασυνείδητη χορογραφία εξορκισμού του κακού. Με είχε καταλάβει μια έξαψη άνευ προηγουμένου, μάλλον από την ένταση της προσπάθειας. Κρατούσα τη μικρή ψηλά, προσφορά στον Κύριο και Θεό της, και με τους ύμνους και τις ευχές καθάριζα τη μολυσμένη ψυχή της. Τις τρεις τελευταίες φορές που τη βούτηξα, την κράτησα τρέμοντας σύγκορμος αρκετή ώρα κάτω από το νερό. Λες και είχε χυθεί το σάπιο της ψυχής της στις φλέβες μου και το έφτυνα με τις λέξεις, που με μεγάλη δυσκολία πια άρθρωνα όσο εκείνη βρισκόταν μέσα στο νερό. Όταν την τράβηξα έξω, το κλάμα της είχε μεταλλαχθεί σε διακοπτόμενο αγκομαχητό, ένα βογκητό που ηχούσε με τέτοιον τρόπο ώστε μούδιαζε το σώμα μου και λαγνουργούσε περίεργα στα μόριά του. Οι άνδρες στον κύκλο γύρω μου παρακολουθούσαν με σεληνιασμένο βλέμμα. Τα σώματά τους ήταν τσιτωμένα και οι κινήσεις τους εξέπεμπαν μια αναμονή πύρινη και ένα λαχάνιασμα εσωτερικό. Στο “απεταξάμην”, παρατήρησα τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών της μικρής να έχουν σηκωθεί κατακόρυφα σχηματίζοντας ορθή γωνία με το υπόλοιπο πόδι. Ήξερα ότι ήταν σημάδι της αναγέννησης και της φώτισής της. Τότε, την παρέδωσα στις γυναίκες».
Έλενα Ακανθιάς, Golith, νουβέλα, εκδόσεις Σμίλη, 2020
Αrtwork: Hollie Chastain
.
Nάνσυ Αγγελή, Όταν πάγωσε ο χρόνος
Στα πρώτα χρόνια της σχέσης ήταν μια απόλαυση να απαντάει στην ερώτηση «πώς γνωριστήκατε;». Όλες οι λεπτομέρειες ήταν γλαφυρές, οι αναμνήσεις όμορφα ροδοκόκκινες από εκείνο το πρώτο καλοκαίρι, το δέρμα σφριγηλό. Ήταν η στιγμή μεταξύ του γλυκού ή του πρώτου χωνευτικού ηδύποτου, όταν στα φιλικά ή οικογενειακά τραπέζια κάποιος από τους συνδαιτημόνες έκανε αδιάφορα την πρώτη νύξη, αυτή που έσπαγε τον πάγο των προσωπικών ερωτήσεων, κι ύστερα όλα τα μάτια θαυμασμού που ήταν στραμμένα στο νεαρό ζευγάρι αντάλλασσαν χαμόγελα αδημονίας. Εκείνη, κυρίως εκείνη, έπαιρνε τον λόγο μετά από μια σύντομη παύση ευχαρίστησης, όσο εκείνος έπινε αργά απ’ το ποτήρι του. Συνήθιζε να ξεκινά τη διήγηση με ό,τι πλαισίωσε την τυχαία αυτή συνάντηση που αποδεικνύονταν, μήνες τώρα, υπέροχα καθοριστική, καρμική όπως θα έλεγε και η θεία Αγλαΐα. Συνήθιζε να ξεκινά τη διήγηση περιγράφοντας, προσπαθώντας να κάνει χειροπιαστό, για το εύθυμο ακροατήριο, τον ακριβή τόπο και χρόνο. Δεν ήταν εύκολο αυτό, δεν μπορεί κανείς εύκολα να κλείσει μέσα σε μια πρόταση αχτίνες φωτός, αχτένιστα μαλλιά, κολλώδη πλαστικά ποτήρια γεμάτα κόκκινο φτηνό κρασί, ουρές γνωστού νεανικού φεστιβάλ, περίπατους σε ξένη πόλη, φίλους καινούργιους μαζί με παλιούς να διασκεδάζουν όλοι μαζί, τρεις διαφορετικές γλώσσες, μη λεκτική επικοινωνία, σωματική σύμπνοια, λεωφορεία, ξενοδοχεία, αεροπλάνα αποχωρισμού, μέηλ επανασύνδεσης. Όλα αυτά ήταν πολύ σημαντικά, αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετά. Υπήρχαν ένα σωρό ακόμα άπιαστες, άυλες λεπτομέρειες που κάποιος θα μπορούσε ίσως να ζωγραφίσει ξανά και ξανά με την επιμονή ενός Μονέ, γυρνώντας δηλαδή ξανά και ξανά στον ίδιο δρόμο, οι πλάκες σαν νούφαρα, εκεί όπου συντελέστηκε εκείνη η καθοριστική διασταύρωση βλεμμάτων ανάμεσα σε ακατανόητα σχόλια και γέλια, την ώρα που σερβίρεται η πρώτη κρύα μπύρα στα tapas bars της Καταλονίας, μια στιγμή πριν πέσει ο ήλιος, με άλλα λόγια, όταν ο ουρανός είναι ακόμα μια στάλα πορτοκαλί και στο φόντο διακρίνονται θολά τα πρώτα αναμμένα φώτα κατά μήκος της Ραμπάλ. Όλα αυτά και τόσα άλλα ακόμα που κρύβονται τριγύρω και συνεισφέρουν βάζοντας το δικό τους λιθαράκι στον σχηματισμό μιας εικόνας, ενός παγωμένου δευτερολέπτου, θα μπορούσε ίσως να τα ζωγραφίσει κάποιος καταφέρνοντας να οπτικοποιήσει το θρόισμα ή το απαλό άγγιγμα των γυμνών ώμων ή την αχτίνα φωτός, μα πώς θα μπορούσε να τα μεταφέρει ικανοποιητικά με λόγια;
Όλες αυτές οι ασήμαντες λεπτομέρειες διαμόρφωναν τον πίνακα με τρόπο καθοριστικό και έπρεπε να ειπωθούν. Όλες και καθεμιά απ’ αυτές. Και κάπως έτσι η διήγηση έμοιαζε χαοτική και ατέλειωτη, σαν φιδογυριστός δρόμος, μα τόσο ζωντανή και ευχάριστη ώστε κανείς δεν βαριόταν, οι αφηγητές, περισσότερο κι απ’ τους ακροατές, κι είναι σημαντικό αυτό, να μεθά κανείς από τα ίδια του τα λόγια. Ο χρόνος απ’ την πλευρά του, οι μήνες που είχαν περάσει, είχαν προσθέσει τη δική τους πινελιά στις προσωπικές αναμνήσεις του καθενός, είχαν προσδώσει στο ζευγάρι μια τρυφερή, νεόφυτη ακόμα οικειότητα, που καθιστούσε ωστόσο δυνατή την εξομολόγηση ―εκ των υστέρων― μικρών μυστικών και σκιρτημάτων που συνόδευσαν εκείνες τις πρώτες μέρες του έρωτα, κάνοντας την ανάμνηση πιο απολαυστική. Έτσι, κάθε νέα εξιστόρηση της γνωριμίας τους, ήταν σαν μια μικρή επέτειος, μια εκ νέου επισφράγιση της αγάπης τους, μια γιορτή. Εκείνη έλεγε «θυμάσαι;» κι εκείνος κουνούσε το κεφάλι χαμογελώντας. Στα τελευταία χρόνια της σχέσης ήταν αφόρητη η ερώτηση «πώς γνωριστήκατε;». Τι σημασία είχε άλλωστε; σκεφτόταν κάθε φορά που ένιωθε υποχρεωμένη ν’ απαντήσει για κάτι τόσο παλιό, κάτι που είχε συμβεί προ αμνημονεύτων χρόνων, η διήγηση του οποίου δεν έκανε τίποτε άλλο από το να τονίζει με τον πιο επώδυνο τρόπο τα χρόνια που πέρασαν, την απόσταση, αυτήν την αβυσσαλέα απόσταση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εκείνη. Η ίδια η ερώτηση της φαινόταν τώρα μοχθηρή. Θέλω να πω, δεν ρωτά κανείς έναν άρρωστο πώς έμοιαζε όταν ήταν υγιής. Τα οικογενειακά τραπέζια απ’ την άλλη δεν ήταν τόσο πολυάριθμα όσο άλλοτε. Η ερώτηση, αυτή καθαυτή, δεν γινόταν συχνά πια, ήταν φορές που το ενδιαφέρον δεν κινούσε τόσο ο τρόπος γνωριμίας, αλλά αυτό το «πόσο καιρό είστε μαζί;». Σαν να μην ήταν τόσο σημαντικά τώρα οι αχτίνες φωτός, οι γυμνοί ώμοι και τα πρώτα βλέμματα, τα πρώτα παγωμένα δευτερόλεπτα, οι ακριβείς στιγμές σαν νούφαρα… Για ποια νούφαρα μιλάς; Δεν ήταν παρά πλάκες πεζοδρομίου. Ήταν απόγευμα ή μεσημέρι, ήμασταν πέντε όλοι μαζί ή μήπως έλειπε η Δροσιά; Δεν ήταν σίγουροι…
Κι άλλωστε, τι σημασία είχε; Αυτό που είχε τώρα πραγματικά σημασία ήταν η αντοχή, μια κάποια συναισθηματική ανθεκτικότητα. Σ’ αυτά τα επίπεδα, οι πρώτες αυτές αναμνήσεις δεν ενδιέφεραν τόσο, ήταν ήδη αρκετά μακρινές και συγκεχυμένες, θολές σαν ανεστίαστες. H θύμησή τους αντί να επιβεβαιώνει έναν μακροχρόνιο έρωτα, είχε τη γεύση του τέλους, τη μυρωδιά ενός τερματικού σταθμού. Τον καμβά έσχιζαν χοντρές μονοχρωματικές πινελιές σβήνοντας στο πέρασμά τους τις λεπτές αποχρώσεις, και ο πίνακας είχε την όψη μιας αφηρημένης τέχνης που τα λόγια δεν ήταν σε θέση να ορίσουν. Εκείνη έλεγε «θυμάσαι;» κι εκείνος δεν θυμόταν. Στα τελευταία χρόνια της σχέσης τα λόγια ήταν λιγοστά και ελλιπή, η σιωπή γέμιζε το κενό. Τα δέρμα είχε ξεφλουδίσει απ΄ τα τόσα καλοκαιρινά μαυρίσματα. Κανείς δεν θυμόταν, κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τι είχε συντελεστεί στο πέρασμα του χρόνου, ποια ακριβώς στιγμή εμφανίστηκαν οι πρώτες ρυτίδες. Σ’ εκείνες τις θλιβερές στιγμές απομόνωσης, όπου ο καθένας ήταν κλεισμένος στη δική του προσωπική επισκόπηση, ήταν αστείο να συνειδητοποιείς πόσο ο χρόνος έμοιαζε να είχε παγώσει ανάμεσα στα πρώτα και στα τελευταία χρόνια της σχέσης, όσο διαρκεί δηλαδή η αγάπη.
Νάνσυ Αγγελή, από τη συλλογή διηγημάτων Η νοητή ευθεία που ενώνει ένα σώμα μ’ ένα άλλο, Σμίλη 2018
Artwork: Duy Huynh
Πασχάλης Κατσίκας, Εφιάλτες
.
Απόκοσμες γάτες στο μπαλκόνι
κατακίτρινα βλέμματα
με κοιτούν πίσω απ’ το τζάμι
κατεβάζω αποτυχημένα τα στόρια
περνούν μέσα από την ύλη
φουντώνει το τρίχωμα, πηδώντας
χώνουν τα νύχια στο κεφάλι
Ο νεκρός μου πατέρας
με ξυπνά πριν έρθει η σειρά μου.
Πασχάλης Κατσίκας, από τη συλλογή Ρετάλια, εκδόσεις Γράφημα, 2020
Πίνακας: Odillon Redon
Σοφία Περδίκη, Φθινόπωρο
.
Ο κρόκος του πρωινού χυνόταν στην πόλη. Έστριβε στην οδό των Ρόδων κι έσταζε από τ’ ανοιχτά παράθυρα πηχτές, μελάτες σταγόνες στο γυάλινο δοχείο με τις τουλίπες. Τα δύο όστρακα της χλωροφύλλης τις νιώθουν βαθιά μέσα τους να εισέρχονται, και τα φύλλα, οι μίσχοι πως αναριγούν, χάσκουν οι στήμονες, χρυσίζει το νερό το μαύρο! Κατακόκκινες πυρώνουν οι κεφαλές, στρέφονται ταυτόχρονα ανοιχτές, ευθεία προς το βέλος του ήλιου…
Στο απόγειο της διάτασης, η αιχμή της έντασης μια πράσινη χορδή που τέντωσε και σπάει. Γιατί να είναι άραγε έτσι η φύση των πραγμάτων; Ένα ένα τώρα τα φύλλα τους ξεφορτώνονται, ξερά κλαδιά φράγματα στήνουν, να βουλώσουν θέλουν το μοναδικό το λούκι, το πιο πολύτιμο. Τον νόμο να επιβεβαιώσουν.
Στο πλήρες φάσμα της ανθοφορίας ο μαρασμός.
Σοφία Περδίκη, από τη συλλογή Το αιώνιο αίνιγμα, εκδόσεις Κίχλη 2020
Αrtwork: Konstantin Kacev
Hλίας Τσέχος, Μετά τη βροχή δεν βρέχει
.
Δεν βρέχεσαι
Οι στύλοι ποιήσεως
Ξηρότατο φιλί υγραίνουν
Μαύρα δάκρυα
Πριν και μετά που κλαίεις
Αξέχαστη πάλι βροχή
Αν μουσκευτεί πάλι να πλέεις
_________
Χα ι κού
Ας σπαθίζουμε
Το φως που δωρίζουμε
Στις σκοτοδίνες