RSS

Daily Archives: 16/12/2018

Στέφαν Τσβάιχ, Το γράμμα μιας άγνωστης

Όλα τα είχα περάσει, αν μπορώ να το θέσω έτσι, καθώς όλα τα είχα ονειρευτεί: τις κακές στιγμές μου φανταζόμουν ότι με απέρριπτες, ότι με περιφρονούσες, γιατί ήμουν πολύ λίγη, πολύ άσχημη, πολύ φορτική. Κάθε μορφή δυσμένειας, ψυχρότητας, αδιαφορίας από τη μεριά σου, την είχα μετατρέψει σε παθιασμένο όραμα – αλλά αυτό, αυτό ούτε στις σκοτεινότερες στιγμές της επίγνωσης της μειονεκτικότητάς μου δεν τόλμησα να το σκεφτώ, αυτό το φρικτό: ότι δεν είχες αντιληφθεί την ύπαρξή μου. Σήμερα βέβαια το καταλαβαίνω –αχ, εσύ μου έμαθες να το καταλαβαίνω!– ότι το πρόσωπο ενός κοριτσιού, μιας γυναίκας, είναι κάτι συνεχώς μεταβλητό για έναν άντρα, επειδή συνήθως είναι απλά ένας καθρέφτης, τη μια ενός πάθους, την άλλη μιας παιδικότητας, την τρίτη μιας κούρασης, και σβήνει τόσο εύκολα όσο η εικόνα στον καθρέφτη· έτσι, ένας άντρας μπορεί να χάσει ευκολότερα το πρόσωπο μιας γυναίκας, επειδή η ηλικία του αλλάζει ανάλογα με τη σκιά και το φως, επειδή τα ρούχα το πλαισιώνουν αλλιώς τη μια φορά κι αλλιώς την άλλην άλλη. Οι παραιτημένες, μόνον αυτές ξέρουν πραγματικά. Αλλά εγώ, το κορίτσι εκείνης της εποχής, δεν μπορούσα ακόμη να διανοηθώ την αδύνατή σου μνήμη, γιατί από την υπέρμετρη, αδιάκοπη ενασχόλησή μου με σένα, μου είχε γεννηθεί με κάποιον τρόπο η παράλογη σκέψη ότι κι εσύ με σκεφτόσουν συχνά και με περίμενες· πως θα μπορούσα να συνεχίσω ν’ αναπνέω γνωρίζοντας ότι δεν ήμουν τίποτα για σένα, ότι ποτέ δεν σε άγγιξε απαλά μια ανάμνησή μου!  Kι αυτό το ξύπνημα στο βλέμμα σου,  που μου ’δειξε ότι τίποτα δικό σου δεν με γνώριζε πια, κανένα νήμα θύμησης δεν ένωνε τη ζωή σου με τη δική μου, αυτό ήταν μία πρώτη απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα, μία πρώτη προαίσθηση της μοίρας μου.

Στέφαν Τσβάιχ, Το γράμμα μιας άγνωστης, σελ. 58-60, μτφρ. : Tατιάνα Λιάνη, Εκδόσεις Ροές 2003

.

 

Bασίλης Καραβίτης, Απόψεις όχι μόνο εκλεκτικού βιβλιοφάγου

Κάποιος μιλάει βροντερά
κι ούτε που ακούγεται η φωνή.
Κάποιος πιάνει ήχους ανάκουστους
κι ούτε που σκέφτεται μουσική.
Κάποιος οσμίζεται αόρατο καπνό
κι ούτε που υποπτεύεται φωτιά.
Κάποιος βλέπει επιτέλους τον ουρανό
κι αποφασίζει: θάλασσα ήρεμη.

Βιβλία αμέτρητα, σελίδες άπειρες
γράφονται έτσι αβασάνιστα
για εκατομμύρια αθώους αναγνώστες.
Στο τέλος κι αυτοί συναυτουργοί ατιμώρητοι
μαζί με τους αναίσθητους γραφοφονιάδες
μέσα στη μόνιμη αμνηστία που ανέκαθεν
κλώθει παθητικά για θύτες και για θύματα
η μικρόχαρη, ανεκτική μας ιστορία.

Bασίλης Καραβίτης, Απόψεις όχι μόνο εκλεκτικού βιβλιοφάγου, από τη συλλογή Το αγαθό σκοτάδι, Κέδρος 1997

Πίνακας: Gian Paolo Dulbecco

 

Julien Green, Μεσάνυχτα

Πού και πού η αδελφή της έστρεφε προς το μέρος της το μακρύ και άχαρο προφίλ που ’χε κληρονομήσει από τη μητέρα της, και το ρουθούνι της, που ανοιγόκλεινε περιφρονητικά, έμοιαζε να οσφραίνεται μια άσχημη μυρωδιά. Ξερακιανή και μαύρη σαν πελώρια μύγα, περιεργαζόταν την Ελέν μ’ ένα βαθύ και συνάμα παγερό βλέμμα που, αν ήταν δυνατόν, θα ’χε μεταμορφώσει την αδελφή της σε στήλη άλατος. Ένας φαρδύς δαντελένιος γιακάς, που είχε πλέξει με τα ίδια της τα χέρια, έπεφτε στους ώμους της τονίζοντας την ισχνάδα  τους και κολάκευε τη ματαιοδοξία της σε σημείο που να τον φορά μ’ όλα της τα φορέματα. Της πήρε τρεις ολόκληρους χειμώνες για να φέρει σε αίσιο τέλος αυτή την εξαντλητικά δύσκολη δουλειά. Σ’ αντάλλαγμα, ο κ. Λερά τη φίλεψε μ’ ένα χαρτονόμισμα των εκατό φράγκων (που εκείνη κατέθεσε στο ταμιευτήριο) και την οδήγησε στον καλύτερο οφθαλμίατρο της πόλης, γεγονός που στάθηκε το μοιραίο τέλος αυτής της ιστορίας. Ένα ζευγάρι με ατσάλινο σκελετό συμπλήρωσαν, αν μπορεί να το πει κανείς, τη φυσική ασχήμια της κοπέλας, η οποία έχυσε πικρά δάκρυα, στα κρυφά, καθώς είχε στηρίξει σ’ αυτόν το δαντελένιο γιακά όλες τις ελπίδες της να φτάσει την Ελιζαμπέτ στην ομορφιά, αν όχι να την επισκιάσει. Αυτή η δοκιμασία την έκανε κακιά, κι όπως συμβαίνει συνήθως, αυτή η κακία την ωρίμασε, την ξύπνησε, όξυνε το πνεύμα της και τη μεταμόρφωσε σε μια μικρή γυναίκα που η γλώσσα της, ανά πάσα στιγμή, είχε τον τρόπο να δηλητηριάσει μια ολόκληρη μέρα.

Julien Green, Μεσάνυχτα, σελ. 112-113, μτφρ.: Αγνή Ν. Μεταφτσή, Εξάντας 1989

Artwork: ingrid dee magidson

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Ποίηση με τέσσερα πόδια [παίγνια και φάρσες]

Ι. Περί συνομιλίας

13. H επιδίωξη της ποίησης δεν είναι συνομιλία άνευ όρων.

 14. Η καλύτερη συμπεριφορά του αναγνώστη προς τους στίχους εκείνους που ο Μαλλαρμέ θα ονόμαζε «στολίδια ηχηρής μηδαμινότητας» είναι να πετάξει στα σκουπίδια ολόκληρο το βιβλίο.

98. Αν κάποια μέρα θα μπορέσει να πει (όπως ακριβώς ο Χάιντεγκερ) Μίλησε γλώσσα, καλό είναι να γίνει αυτό επειδή έχει έρθει βιωματικά σε επαφή με την πρωταρχική πηγή του Λόγου και όχι επειδή διαβάζει Χάιντεγκερ.

 109.  Για να γραφεί καλή ποίηση χρειάζεται η ψυχική αδεξιότητα;

110. Το τραύμα του καλλιτέχνη, ως γνωστόν, γεννά γλώσσα· αλλά αυτή πώς να εκφραστεί ολοκληρωμένα χωρίς έναν οργανωμένο νου; H αδεξιότητα περιπλανιέται απλώς στο τυχαίο, αναλώνεται (σχεδόν με αυταρέσκεια) στην περιγραφή του τραύματός της.

125. O τροβαδούρος συνομιλούσε με ένα ιδεατό θήλυ που καθησύχαζε τον φόβο του για την πραγματική γυναίκα. Έτσι, η εξιδανίκευση γινόταν για εκείνον μέθοδος παρεμπόδισης της αληθινής ζωής, αλλά και σταθερή τήρηση απόστασης απ’ όσα ονομάζουμε αληθινή σχέση με τον εαυτό.

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Ποίηση με τέσσερα πόδια [παίγνια και φάρσες], Οι εκδόσεις των φίλων, 2017

 

 

William Faulkner, Φως τον Αύγουστο

Κατόπιν φάνηκε η πυροσβεστική, ζυγώνοντας καμαρωτά, μες σ’ ένα πανδαιμόνιο από σειρήνες και κουδουνίσματα. Ήταν καινούργια, βαμμένη κόκκινη, με χρυσαφιά πλουμίσματα, μια χειροκίνητη σειρήνα κι ένα καμπανάκι –χρυσαφί κι αυτό– με ήχο γαλήνιο, αγέρωχο και περήφανο. Άντρες ξεσκούφωτοι και νέα παλικάρια κρέμονταν από το όχημα, αψηφώντας τους νόμους της φύσης μ’ έναν τρόπο εκπληκτικό, όπως οι μύγες μόνο ξέρουν να τους αψηφούν. Η πυροσβεστική είχε μηχανικές σκάλες που πετιούνταν σε ύψη θεόρατα μ’ ένα απλό άγγιγμα· αλλά τούτη τη φορά δεν είχαν πού να υψωθούν. Κι η καλοκουλουριασμένη, παρθένα ακόμη μάνικα, η οποία θύμιζε διαφημίσεις της τηλεφωνικής εταιρείας στα λαϊκά περιοδικά, δεν είχε επίσης από πού να πάρει νερό. Έτσι, οι ξεσκούφωτοι άντρες, που είχαν εγκαταλείψει πάγκους και γραφεία για να ’ρθουν εδώ, πήδηξαν από το όχημα και μπλέχτηκαν με τον κόσμο – όλοι, ακόμα και ο χειριστής της σειρήνας. Και το πλήθος άρχισε να τους δείχνει διάφορα σημεία για το πού ήταν ακουμπισμένο το σεντόνι, κι ορισμένοι, με τα πιστόλια κιόλας στην τσέπη, άρχισαν να γυρεύουν κάποιον για να σταυρώσουν. Όμως δεν υπήρχε κανείς. Τούτη η γυναίκα είχε ζήσει μια ζωή τόσο ήσυχη, τόσο αποτραβηγμένη, ώστε στην πόλη που είχε γεννηθεί κι είχε περάσει όλα της τα χρόνια σαν ξένη, σαν αλλοφερμένη, άφηνε για κληρονομιά σάστισμα κι οργή, πράγμα που ποτέ δεν θα της συγχωρούσαν, για να την αφήσουν πια ήσυχη στον τάφο της, μολονότι τους είχε προσφέρει με το τέλος της τουλάχιστον μια τέτοια έντονη συγκίνηση, μια συγκίνηση σχεδόν γιορτινή. Μα παρ’ όλα αυτά, όχι, δεν θα την άφηναν έτσι εύκολα στην ησυχία της. Κανέναν δεν θ’ άφηναν έτσι εύκολα στην ησυχία του. Γι’ αυτό στριμώχνονταν και σπρώχνονταν εκεί δα, πιστεύοντας πως οι φλόγες, το αίμα, το κορμί που είχε πεθάνει τρία χρόνια πριν κι είχε μόλις αρχίσει να ζει ξανά, φώναζαν όλα γυρεύοντας εκδίκηση, και δεν τους περνούσε απ’ το μυαλό ότι η εκστατική λύσσα της φωτιάς κι η ακινησία του πτώματος αποτελούσαν και τα δυο τη μαρτυρία πως η ύπαρξη τούτη είχε περάσει σε κάποιον τελικό προορισμό πέρα από τη δυνατότητα των ανθρώπων να τη βλάψουν ή να την αγγίξουν. Αυτό δεν τους περνούσε διόλου απ’ το μυαλό. Γιατί το άλλο ήταν πιο ωραίο να το πιστεύουν. Ομορφότερο και από τα ράφια και τους πάγκους τους, που έστεκαν μπρος τους φορτωμένα με γνώριμα από πολύ καιρό αντικείμενα, αγορασμένα όχι επειδή τα είχαν ζηλέψει ή τα είχαν λιμπιστεί, όχι γιατί τους έδινε καμιά χαρά το να τα έχουν δικά τους, μα για να τα πουλήσουν σε κάποιον άλλον, βγάζοντας παραπανίσιο κέρδος μ’ απατεωνιές και λοβιτούρες· και κάθε τόσο να κοιτάνε τα απούλητα ακόμη αντικείμενα κι εκείνα τα άτομα που θα μπορούσαν να τ’ αγοράσουν, μα δεν το είχαν κάνει ακόμη, με θυμό, ίσως κι οργή, μπορεί και μ’ απόγνωση. Ομορφότερο απ’ τα σκονισμένα γραφεία όπου περίμεναν οι δικηγόροι παραμονεύοντας ανάμεσα σε φαντάσματα παλιών πόθων και ψεμάτων, ή τα ιατρεία όπου περίμεναν οι γιατροί με κοφτερά μαχαίρια και καταστροφικά χαπάκια, λέγοντάς σου, απαιτώντας να τους πιστέψεις, δίχως ν’ ανατρέξεις σε τυπωμένα φυλλάδια, πως πάσκιζαν για το σκοπό εκείνο που η πραγμάτωσή του θα τους άφηνε δίχως δουλειά. Κι έρχονταν και οι γυναίκες, οι αργόσχολες γυναίκες με τα λουλουδάτα και κάποιες φορές τα βιαστικά ριγμένα πάνω τους ρούχα, τα μάτια τους παθιασμένα ν’ αστράφτουν, γεμάτα μυστικές σκέψεις και στήθια απογοητευμένα, εξίσου γεμάτα μυστικά (στήθια που πάντοτε αγάπησαν το θάνατο παραπάνω από τη γαλήνη), για να προσθέσουν με τα μυριάδες σκληρά, αδύναμα τακ τακ των τακουνιών τους μες στο αδιάκοπο μουρμουρητό. Ποιος το ’κανε; Ποιος το ’κανε; ερωτήματα ένθετα όπως ίσως Δεν τον έχουνε πιάσει ακόμα; Α, ναι Λεύτερος είναι; Λεύτερος;

William Faulkner, Φως τον Αύγουστο, μτφρ. : Bικτωρία Τραπάλη, σ. 296-298, εκδόσεις Εξάντας, 1987

Φωτογραφία:Jamie Heiden