RSS

Monthly Archives: January 2015

Γιάννης Κοντός

KONTOS

.

 «Και τι φρέσκο χώμα που έχουν τα μάτια σου»


Γιάννης Κοντός

http://www.iefimerida.gr/news/187816/pethane-ta-ximeromata-o-spoydaios-poiitis-giannis-kontos

.

.

 

Μαρία Βαχλιώτη, Αορτή

 

.

Πες μου για τη χρησιμότητα
της πεταλούδας
αν δε φτερουγίζει στα σωθικά σου
διαταράσσοντας
τη ροή της κυκλοφορίας,
αφυπνίζοντας
την ωραία κοιμωμένη
κεντρική αρτηρία
(γιορτή την έλεγαν;
ούτε που θυμάμαι).
Μετονομάστηκε πια,
ησυχία και ασφάλεια –
κάτι κάμπιες μόνο
πατημένες την άνοιξη
στις παρυφές της.
Μικρό το κακό.
Θα ζήσουμε
και με παπούτσια λερωμένα.

Μαρία Βαχλιώτη, Άλλα λόγια, Αθήνα, Μελάνι, 2013

Πίνακας: Hayv Kahraman

.

.

 

Walter Benjamin, Αυτοκρατορικό πανόραμα

.

.

VIII. Όποιος δεν αποφεύγει ν’ αντιληφθεί την παρακμή δεν θ’ αργήσει να επικαλεστεί κάποιαν ιδιαίτερη δικαιολογία για την παραμονή, τη δράση και τη συμμετοχή του σ’ αυτό το χάος. Όσες οι διαπιστώσεις της γενικής αποτυχίας, τόσες κι οι εξαιρέσεις για τη σφαίρα της προσωπικής δραστηριότητας, τον τόπο κατοικίας και τη στιγμή.

Η τυφλή θέληση να περισωθεί το γόητρο της προσωπικής ύπαρξης μάλλον, παρά ν’ απελευθερωθεί τουλάχιστον από το φόντο της γενικής τύφλωσης με μιαν απερίφραστη καταδίκη της αδυναμίας και της εμπλοκής της, επιβάλλεται σχεδόν παντού. Γι’ αυτό κυκλοφορούν στον αέρα τόσες απόψεις για τη ζωή και κοσμοθεωρίες, και γι’ αυτό προβάλλουν εδώ τόσες αξιώσεις, επειδή τελικά σχεδόν πάντα στοχεύουν στην επικύρωση μιας εντελώς ασήμαντης ιδιωτικής κατάστασης.

Γι’ αυτό είναι και τόσο γεμάτος ψευδαισθήσεις κι αντικατοπτρισμούς κάποιου ανθηρού μέλλοντος που παρ’ όλ’ αυτά θα ανατείλει μέσα σε μια νύχτα, επειδή ο καθένας δεσμεύεται από τις οπτικές απάτες της στενά προσωπικής του σκοπιάς.

Walter Benjamin, Μονόδρομος, Αυτοκρατορικό πανόραμα, σελ. 56-57, μτφρ.: Nέλλη Ανδρικοπούλου, Εκδόσεις Άγρα, 2004.

.

.

 

Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, 2ος τόμος

Kay Harwood 14 Φυσούσε ένας άνεμος υγρός κι ευχάριστος. Ήταν ένας καιρός που τον γνώριζα• είχα την αίσθηση και το προαίσθημα πως η πρωτοχρονιά δεν ήταν μια μέρα αλλιώτικη απ’ τις άλλες, πως δεν ήταν η πρώτη μέρα ενός καινούργιου κόσμου όπου θα μπορούσα, με μια τύχη ανέγγιχτη ακόμα, να ξαναπρωτογνωρίσω τη Ζιλμπέρτ όπως στον καιρό της Δημιουργίας, σαν να μην υπήρχε ακόμα παρελθόν, σαν να είχαν αφανιστεί, μαζί με όσες ενδείξεις θα μπορούσαν ν’ αντιληφθούν απ’ αυτό για το μέλλον, οι απογοητεύσεις που μου είχε συχνά προκαλέσει: ένας κόσμος καινούργιος όπου τίποτα δεν θ’ απέμεινε απ’ τον παλιό… τίποτα εκτός από ένα πράγμα: η επιθυμία μου να μ’ αγαπήσει η Ζιλμπέρτ. Κατάλαβα πως αν η καρδιά μου λαχταρούσε ολόγυρά της αυτή την ανανέωση ενός σύμπαντος που δεν την είχε ικανοποιήσει, ήταν γιατί η καρδιά μου δεν είχε αλλάξει, και συλλογίστηκα πως δεν υπήρχε τίποτα που να δικαιολογούσε τέτοια αλλαγή και στην καρδιά της Ζιλμπέρτ• ένιωσα πως αυτή η καινούργια φιλία συνεχιζόταν η ίδια, όπως δεν χωρίζονται με μια τάφρο μεταξύ τους οι καινούργιες χρονιές που ο πόθος μας μη μπορώντας να τις πλησιάσει και να τις αλλάξει, τις καλύπτει, δίχως αυτές να το γνωρίζουν, μ’ ένα διαφορετικό όνομα. Μπορεί εγώ ν’ αφιέρωνα τούτη τη χρονιά στη Ζιλμπέρτ και να προσπαθούσα –όπως τοποθετούμε μια θρησκεία πάνω  απ’ τους τυφλούς νόμους της φύσης– ν’ αποτυπώσω πάνω στην πρωτοχρονιά την ξεχωριστή ιδέα που είχα σχηματίσει γι’ αυτήν τη μέρα, αλλά ήταν μάταιο• ένιωθα πως η μέρα αυτή αγνοούσε πως την ονόμαζαν “πρωτοχρονιά”, πως τέλειωνε μες στο λυκόφωτο μ’ έναν τρόπο που δεν μου ήταν νέος: μες στον ευχάριστο άνεμο που φυσούσε απ’ τη διαφημιστική στήλη, είχα αναγνωρίσει, είχα νιώσει να ξαναεμφανίζεται η αιώνια και κοινή ύλη, η γνώριμη υγρασία, η ανήξερη ρευστότητα των παλαιών ημερών. Γύρισα στο σπίτι. Είχα μόλις ζήσει την πρωτοχρονιά των ηλικιωμένων που εκείνη την ημέρα διαφέρουν απ’ τους νέους όχι γιατί δεν παίρνουν δώρα, αλλά γιατί δεν πιστεύουν πια στον καινούργιο χρόνο. Δώρα είχα λάβει, εκτός από το μόνο που θα μου ’δινε χαρά και θα ’ταν ένα μήνυμα της Ζιλμπέρτ. Ήμουν ωστόσο ακόμα νέος αφού είχα μπορέσει να της γράψω ένα γράμμα με το οποίο έλπιζα, λέγοντάς της τα μοναχικά όνειρα της τρυφερότητάς μου, να ζωντανέψω παρόμοια και σ’ εκείνη. Το θλιβερό στους ανθρώπους που γέρασαν είναι ότι ούτε καν σκέφτονται να γράψουν τέτοια γράμματα, γιατί έχουν μάθει πως μένουν χωρίς αποτέλεσμα.

.

.

.

.

Kay Harwood 14Όταν πλάγιασα οι θόρυβοι του δρόμου, που παρατάθηκαν πιο αργά εκείνη τη γιορτινή βραδιά, με κράτησαν ξυπνό. Συλλογιζόμουν όλους αυτούς που θα τελείωναν τη νύχτα τους σε απολαύσεις, τον εραστή, την παρέα ίσως των γλεντζέδων, που θα είχαν πάει να πάρουν την Μπερμά στο τέλος της παράστασης που είχα δει ν’ αναγγέλλεται γι’ απόψε. Δεν μπορούσα καν, για να ηρεμήσω την αναστάτωση που η σκέψη αυτή γεννούσε μέσα μου τούτη την άγρυπνη, να πω στον εαυτό μου πως ίσως η Μπερμά να μη σκεφτόταν τον έρωτα, αφού οι στίχοι που απάγγελνε, που τους είχε προσεκτικά μελετήσει, της θύμιζαν κάθε στιγμή πως ο έρωτας είναι γλυκός –και το ’ξερε άλλωστε– τόσο που να παρουσιάζει τη γνώριμη ταραχή του –αλλά πλουτισμένη με μια καινούργια ένταση και μιαν ασύλληπτη απαλότητα– σε θεατές έκθαμβους που ο καθένας τους ωστόσο την είχε νιώσει για τον εαυτό του. Άναψα πάλι το σβηστό κερί μου για να κοιτάξω άλλη μια φορά το πρόσωπό της. Με τη σκέψη πως σίγουρα το χάιδευαν αυτήν τη στιγμή άντρες που δεν μπορούσα να τους εμποδίσω να προσφέρουν στην Μπερμά και να δέχονται από την ίδια χαρές υπεράνθρωπες και αόριστες, ένιωσα μια ταραχή περισσότερο σκληρή παρά ηδονική, μια νοσταλγία, που ήρθε να την τονίσει ο ήχος του βούκινου, όπως ακούγεται τη νύχτα της Μεσοσαρακοστής, ή συχνά σ’ άλλες γιορτές, και που, με το να είναι τότε δίχως ποίηση, γίνεται πιο μελαγχολικός, καθώς βγαίνει από ένα καπηλειό, παρά «το βράδυ απ’ του δάσους τα βάθη». Εκείνη τη στιγμή ένα μήνυμα της Ζιλμπέρτ ίσως να μην ήταν αυτό που θα χρειαζόμουν. Οι επιθυμίες μας όλο και αλληλοπαρεμβάλλονται και, μέσα στη σύγχυση της ύπαρξής μας, σπάνια μια ευτυχία έρχεται να καθίσει ακριβώς πάνω στην επιθυμία που την καλούσε.

Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, 2ος τόμος, Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, Ι, (Γύρω από την κυρία Σουάν) σελ. 57-58 , μτφρ.: Παύλος Α. Ζάννας, Εκδόσεις Εστία, 1998

Πίνακες: Kay Harwood

.

.