.
.
Περνούν και προσπερνούν οι άνθρωποι γύρω μου.
Στέκονται για λίγο, με κοιτούν, χαμογελάν μ’ ένα βλέμμα αλλόκοτο
κι ύστερα περνώντας από δίπλα μου με σκουντάν στον ώμο, σαν από λάθος ή αδεξιότητα.
Μερικοί καμώνονται πως με ξέρουν κιόλας.
Σταματούν, μου δίνουν το χέρι, ρωτάν για την υγεία, τη διάθεσή μου, το πώς θα περάσω το απόγευμα
και μετά χαιρετούν χωρίς να σηκώσουν το βλέμμα και φεύγουν προς τα πίσω σαν κυνηγημένοι.
Είναι και μερικοί που τους γνωρίζω καλά.
Όταν τους συναντάω φοράνε πάντα μαύρα γυαλιά, καπέλο κι ένα σακάκι κουμπωμένο σφιχτά από μπροστά με το περίστροφο να φουσκώνει στην μέσα τσέπη.
Τους κοιτάω κατευθείαν στα μάτια. Κι αυτοί στέκουν ακίνητοι, σαν ατάραχοι λες.
Στην αρχή κάνουν πως δεν με γνωρίζουν. Κι όμως με γνωρίζουν καλά.
Είναι αυτοί που με διακόρεψαν και που ύστερα με γνώρισαν στους φίλους τους και στους φίλους των φίλων τους και βγάζαν λεφτά απ’ το κορμί μου.
Κι εγώ τους κοιτάζω κατάματα
κι αυτοί μη έχοντας τίποτ’ άλλο να κάνουν, με το κεφάλι πάντα ψηλά,
περνάνε δίπλα μου ξυστά και στρίβουν στη γωνία,
βαδίζοντας αργά αρχοντικά σαν να μην πέρασε ημέρα καμία
από κείνη την πρώτη τη φορά.
Με λεν Μαρία
και μένω σ’ ένα υγρό δωμάτιο στο κέντρο του Καΐρου.
Φωτό: Kansuke Yamamoto
.
.