.
Daily Archives: 11/02/2014
Θωμάς Παπαστεργίου, Μαρία η Αιγυπτία
Με λεν Μαρία
και μένω σ’ ένα υγρό δωμάτιο στο κέντρο του Καΐρου.
Είμαι όμορφη, πολύ όμορφη, αν και κανένας δεν το βλέπει αυτό.
Εγώ όμως το βλέπω κάθε πρωί που χτενίζομαι μπροστά στον καθρέφτη:
Τα μαύρα μαλλιά πέφτουνε μπουκλωτά πάνω στους εβένινους ώμους μου
τα στήθη στητά σαν δυο μικρά μήλα στέκονται περήφανα σημάδια του προορισμού
τα χείλη μου καβουρδισμένα αμύγδαλα λάμπουν στις πρωινές αχτίδες
και κάτω απ’ τον αφαλό, ανάμεσα στα πόδια, ένα γλυκό δαμάσκηνο, δύο γλυκοί χουρμάδες.
Είμαι όμορφη, πολύ όμορφη, αν και κανένας δεν το βλέπει αυτό.
.
.
.
.
Περνούν και προσπερνούν οι άνθρωποι γύρω μου.
Στέκονται για λίγο, με κοιτούν, χαμογελάν μ’ ένα βλέμμα αλλόκοτο
κι ύστερα περνώντας από δίπλα μου με σκουντάν στον ώμο, σαν από λάθος ή αδεξιότητα.
Μερικοί καμώνονται πως με ξέρουν κιόλας.
Σταματούν, μου δίνουν το χέρι, ρωτάν για την υγεία, τη διάθεσή μου, το πώς θα περάσω το απόγευμα
και μετά χαιρετούν χωρίς να σηκώσουν το βλέμμα και φεύγουν προς τα πίσω σαν κυνηγημένοι.
Είναι και μερικοί που τους γνωρίζω καλά.
Όταν τους συναντάω φοράνε πάντα μαύρα γυαλιά, καπέλο κι ένα σακάκι κουμπωμένο σφιχτά από μπροστά με το περίστροφο να φουσκώνει στην μέσα τσέπη.
Τους κοιτάω κατευθείαν στα μάτια. Κι αυτοί στέκουν ακίνητοι, σαν ατάραχοι λες.
Στην αρχή κάνουν πως δεν με γνωρίζουν. Κι όμως με γνωρίζουν καλά.
Είναι αυτοί που με διακόρεψαν και που ύστερα με γνώρισαν στους φίλους τους και στους φίλους των φίλων τους και βγάζαν λεφτά απ’ το κορμί μου.
Κι εγώ τους κοιτάζω κατάματα
κι αυτοί μη έχοντας τίποτ’ άλλο να κάνουν, με το κεφάλι πάντα ψηλά,
περνάνε δίπλα μου ξυστά και στρίβουν στη γωνία,
βαδίζοντας αργά αρχοντικά σαν να μην πέρασε ημέρα καμία
από κείνη την πρώτη τη φορά.
Με λεν Μαρία
και μένω σ’ ένα υγρό δωμάτιο στο κέντρο του Καΐρου.
Φωτό: Kansuke Yamamoto
.
.
.
.
Περνούν και προσπερνούν οι άνθρωποι γύρω μου.
Στέκονται για λίγο, με κοιτούν, χαμογελάν μ’ ένα βλέμμα αλλόκοτο
κι ύστερα περνώντας από δίπλα μου με σκουντάν στον ώμο, σαν από λάθος ή αδεξιότητα.
Μερικοί καμώνονται πως με ξέρουν κιόλας.
Σταματούν, μου δίνουν το χέρι, ρωτάν για την υγεία, τη διάθεσή μου, το πώς θα περάσω το απόγευμα
και μετά χαιρετούν χωρίς να σηκώσουν το βλέμμα και φεύγουν προς τα πίσω σαν κυνηγημένοι.
Είναι και μερικοί που τους γνωρίζω καλά.
Όταν τους συναντάω φοράνε πάντα μαύρα γυαλιά, καπέλο κι ένα σακάκι κουμπωμένο σφιχτά από μπροστά με το περίστροφο να φουσκώνει στην μέσα τσέπη.
Τους κοιτάω κατευθείαν στα μάτια. Κι αυτοί στέκουν ακίνητοι, σαν ατάραχοι λες.
Στην αρχή κάνουν πως δεν με γνωρίζουν. Κι όμως με γνωρίζουν καλά.
Είναι αυτοί που με διακόρεψαν και που ύστερα με γνώρισαν στους φίλους τους και στους φίλους των φίλων τους και βγάζαν λεφτά απ’ το κορμί μου.
Κι εγώ τους κοιτάζω κατάματα
κι αυτοί μη έχοντας τίποτ’ άλλο να κάνουν, με το κεφάλι πάντα ψηλά,
περνάνε δίπλα μου ξυστά και στρίβουν στη γωνία,
βαδίζοντας αργά αρχοντικά σαν να μην πέρασε ημέρα καμία
από κείνη την πρώτη τη φορά.
Με λεν Μαρία
και μένω σ’ ένα υγρό δωμάτιο στο κέντρο του Καΐρου.
Φωτό: Kansuke Yamamoto
.
.
Αθανάσιος Κριτσινιώτης, Καντο των νυχτερίδων 2
Υπογειο, αερας πηγμενος και βρωμικος
στους τοιχους σωληνες αποχετευσεων σταζουν ουρα
ενα μαυρο πλασμα στροβιλιζεται
στους ηχους δαιμονισμενης μουσικης
–ο Καλιμπαν–
Ηρθε με σαπιοκαραβο μια νυχτα που τα τελωνια
ειχαν ξαμολυθει στο Αιγαιο
Η μοναδικη του θεραπεια, ενα τρυφερο ασπρο κορμι
Ευλογησε τον, Σεβασμιωτατε,
δεν θα ελεγε οχι ακομη και σε σενα!
«Tον κυριο με τα μακρια μαυρα ρουχα
με βλεπει παραξενα… »
«Bρωμο-Καλιμπαν, τολμησες να ριξεις τα μουτρα σου επανω μου;»
Μια μουγγη ομιχλη σκεπαζει τα παντα
Ματια σαν αναμμένα καρβουνα
λαμπυριζουν στο σκοταδι
εξαθλιωμενες σκυλες προβαλλουν τα ανυπαρκτα καλλη τους
(πως να φιλησεις τη σταχτη;)
Και ομως η υπεροχη Λαις
προσεφερε ακουραστα τις υπηρεσιες της
ως τα 70 της χρονια!
Ω ΠΟΙΚΙΛΟΘΡΟΝ ΑΦΡΟΔΙΤΑ,
άλλους τους ευνοεις και αλλους τους καταδικαζεις –
οπως την κυρια Ευγενια
που ηταν παντρεμενη επι 30 χρονια μ’ ενα μεθυσο τερας
και αναζητουσε λιγη τρυφεροτητα
στους νεαρους ναυτες του λιμανιου
(δεν ειναι σιγουρο οτι την ευρισκε παντοτε)
Γιατι οι σκυλες του δρομου
της εκλεβαν τα ναυτακια…
Ω σκυλες με βαμμενο και ομως σκοτεινο προσωπο,
σας χρησιμοποιουν ως πεοδοχεια
Και σεις, πολυ φυσικα, εχετε κανει τοπικη αναισθησια
Ανασκελα με ορθανοιχτα ματια κοιτατε το ταβανι
πως θα περασετε αλλη μια νυχτα αυπνες
με αγροικους απο πανω σας
Η ψυχη σας γεματη τρυπες, οπως και τα χερια σας…
Ομως οχι, δεν συμφωνω με τον Κοϊντιλιανό
Η ποιηση που σεβεται τον εαυτο της
δεν εχει σκοπο in commovendi miseratione
να προκαλει οικτο
Ας προκαλει οργη, παθος, απορια, ερωτα, τρελλη χαρα
αλλα οχι οικτο
.
.
Πίνακας: David Silva
.
.

