Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
Το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια.
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά.
Ένα ιδιαίτερο βιβλίο, γραμμένο υπό μορφή διαλόγου, ανάμεσα σ’ έναν δημοσιογράφο και έναν ποιητή – θα λέγαμε ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός μοντέρνου πλατωνικού διαλόγου.
Η γραφή, απλή και ρέουσα, έχει τα χαρακτηριστικά της καθημερινής συνομιλίας, και δη της συνομιλίας που θα μπορούσαμε να έχουμε ως αποτέλεσμα μίας απομαγνητοφωνημένης συνέντευξης. Στο ενδιάμεσο, ωστόσο, παρεμβάλλονται, με δύο διαφορετικές γραμματοσειρές κάθε φορά, οι σκέψεις των συνομιλητών από τη μία και η ποιητική γραφή από την άλλη, η οποία βρίσκεται ουσιαστικά και στο κέντρο της αφήγησης, όπως αυτή τίθεται τοπο:λογικά μέσα στο βιβλίο, καθώς η ποίηση επαναδιαπραγματεύεται με διαφορετικούς πλέον όρους το εκάστοτε αντικείμενο της συζήτησης. Ο αναγνώστης θα συναντήσει επιπλέον κομμάτια που θα μπορούσαν να αποτελούν και μέρη ενός πεζογραφήματος.
Από αφηγηματολογικής, συνεπώς, απόψεως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που ο Γιώργος Δουατζής χειρίζεται τον αφηγητή: το βιβλίο ξεκινά με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του δημοσιογράφου, περνάει στα διαλογικά μέρη, υιοθετεί τον εσωτερικό μονόλογο των δύο συνομιλητών στα ενδιάμεσα, διαμεσολαβεί το πρόσωπο του ομιλούντος ποιητικού υποκειμένου και εν συνεχεία προχωρεί ευρηματικά σε δύο νέα στοιχεία — στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ποιητή (ή συγγραφέα μάλλον του βιβλίου;) του απευθυνόμενου πλέον άμεσα στον αναγνώστη αλλά και στη συζήτηση μεταξύ των δύο συνομιλητών για τον αφηγητή-συγγραφέα του βιβλίου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πρόσωπα αναγνωρίζονται ως ήρωες της μυθοπλασίας, που πιστοποιούν την αλήθεια της. Αξιόλογο στοιχείο, διά του προαναφερόμενου χειρισμού, είναι η απόφανση για την αφηγηματική περσόνα: το μήνυμα είναι σαφές, ο συγγραφέας βρίσκεται παντού, «μετα:μορφωμένος διά της ιδέας και όχι διά της βιογραφικής σηματοδότησής του», προκειμένου να βρει τρόπους ώστε να επικοινωνήσει την ιδεολογική θέση, η οποία και στηρίζει το εκάστοτε οικοδόμημά του. Στην ουσία ο Γιώργος Δουατζής γράφει θεωρητικά (διαλογικά μέρη) αλλά και πρακτικά (δομώντας το βιβλίο και κάνοντας επιλογές) αφενός για την πρακτική της αφήγησης πραγματικών και υπαρκτών συμβάντων/γεγονότων (δημοσιογραφία/συνέντευξη) και αφετέρου για την κατασκευή της εξιστόρησης του «μύθου» (λογοτεχνία: ποίηση και πεζογραφία). Το θέατρο, μέσα από τα διαλογικά μέρη είναι παρόν επίσης.
.
.
.
Η πραγματικότητα της δημοσιογραφίας, ωστόσο, θα μπορούσε να διαπλέκεται κάλλιστα με το «μύθο» της λογοτεχνίας καθιστώντας τη λογοτεχνία ένα αντιαισθητικό όχημα βιογραφικού υλικού, όπως επίσης και η βιογραφική χρήση της λογοτεχνίας θα μπορούσε να τέμνεται με τη μυθομανία της δημοσιογραφίας. Εν ολίγοις, στο βιβλίο διακρίνονται προβληματισμοί που σχετίζονται με τις τεχνικές, τη δύναμη και τη λειτουργία των δύο Λόγων, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό – προβληματισμοί που φέρουν στην επιφάνεια συγκρούσεις, αυταπάτες και απομυθοποιήσεις.
Ποιος άραγε είναι ο ρόλος αυτών των δύο δημόσιων Λόγων και τι αξία μπορεί να έχουν και οι δύο όταν ο στόχος τους δεν είναι ανθρωποκεντρικός; Όταν αντιθέτως συνιστούν μία απλή κατασκευή, όχι για την αποκάλυψη και τον εξορκισμό της τραγικής ανθρώπινης μοίρας αλλά για τη συγκάλυψή της με τεχνάσματα, θέσεις και συμπεριφορές, που καθιστούν τον άνθρωπο ακόμη τραγικότερο; Ποια τελικά είναι η αξία του λόγου της ποίησης (αλλά και όλης της λογοτεχνίας), πόσο «μεγάλος» μπορεί να είναι αυτός ο λόγος, όταν ο επιτηρητής της έχει αποτύχει στο πανανθρώπινο ζητούμενο που είναι η αγάπη πρωτίστως για τον ίδιο και κατ’ επέκτασιν γι’ αυτούς που εννοείται ότι υπηρετεί; Οι γράφοντες αναρωτιούνται για την ουσία της διαδικασίας της γραφής ή προτάσσουν ναρκισσευόμενοι το μέγεθος της εικόνας της εικόνας τους… της ομιχλώδους και ασαφούς σκιάς τους;
Tι «σύμπτωμα» είναι αυτό ώστε να δημοσιοποιείται και εξ ονόματος ποιας «ελευθερίας», όταν ο ίδιος ο γράφων είναι γερά πιασμένος στο δόκανο μιας εσωτερικής ανελευθερίας που η γραφή δεν κατορθώνει να πατάξει, αλλά και της ανελευθερίας επιπλέον που τον αναγκάζει να κινείται σε κοινωνικές δομές που ο ίδιος δεν έχει επιλέξει; Είναι ο γράφων ένας δημοσιογράφος υποταγμένος στα τραστ της συγγραφικής κλίκας και πώς διαφοροποιείται από τον πολιτικό; Τι ακριβώς «πουλάει» εκδιδόμενος; Eίδηση πόνου, μεγαλείου, ανωτερότητας, αυτάρκειας ή μήπως μία απέλπιδα κραυγή αναγνώρισης, που θα μπορούσε να ονομαστεί και ματαιοδοξία;
Kι αν έχει ανάγκη από αυτήν την «αναγνώριση», είναι άραγε το «αναγνωρίσιμο» δημιούργημα που λειτουργεί ως μία εν δυνάμει «υπόσχεση» για τo αίτημα αυτό ή συνιστά εντέλει ο ίδιος τη χρυσή τομή μιας a priori αυτοαναγνώρισης ως δημιουργού ενός κόσμου που ανασυντίθεται εκ του μηδενός; Ποια θέση, άραγε, οικειοποιείται έναντι της πράξης της γραφής, αυτήν του «μικρού θεού» έναντι του εαυτού του ή αυτήν του «θεού» έναντι του κόσμου; Ποια η σχέση του με τον θάνατο εντέλει;
Το μόνον που θα μπορούμε να πούμε είναι: Μη φεύγετε, κύριε Ευχέτη… Απαντήστε! Ή μάλλον μείνετε μαζί μας, κύριε Ευχέτη, γιατί απαντήσατε σεμνά και με πάσα ειλικρίνεια, και σας έχουμε ανάγκη…
Ξημέρωσεη άμμος πουκρατούσα όλη νύχτα
κύλησεΤην άφησα να χαθείμε ταράζει το φως με ταράζει η δύναμή του Ό,τι έχω χλωμιάζειΌ,τι κρατώ δεν είναι της μέρας περπατώ σε μιαν αχτίδα
ανάμεσα στα φωτόνια προσπαθώ να μην παρασυρθώνα κλάψω
στην ώρα μουίσως τότε τούτη η κάψα δροσίσει(μοιράζω τη δύναμή μου σε τρία σακούλιακι όλα στην ουτοπία τα χαρίζω)
Α, που να μην έσωνα το στόμα μου ν’ ανοίξω και βαθούλωσαν τα μάτια της τα κακοζορισμένα από τη μοίρα και πήρε το γκρι τους εκείνο το παράπονο τ’ ουρανού πριν το χειμωνιάτικο δείλι σε μοναχική κορυφή βουνού ξεχασμένου στο μέσο του κάμπου.Σφίχτηκαν και τα δάχτυλα στο βελόνι, κόμπους να βγάλουν τα χέρια στα προικιά του κόσμου την αγνωμοσύνη και τη λησμοσύνη, να μη στρώσει η φόδρα κι η ραφή και τα τρία τα μεταξωτά κουμπιά στην άκρη της ζακέτας .Ως κι ο σφάχτης στη μέση κούφωσε να μ’ ακούσει από περιέργεια και μένος τη λέξη που της έδωσα να μασήσει το πικραμένο της μυαλό πως χρέος το ’χε να μη φανερώνει τη μιζέρια κι έκανε μπραφ κι απόδρασε απ’ το μπάλωμα η κλωστή για να μ’ απογελάσει η τρύπα στο βρακί της πώς να! αποτάσσω τη μιζέρια που καθόλου δεν δικαιούμαι κι άλλοι μου την επέρασαν στέμμα βασίλισσας ξεδοντιάρας στα 60 μου από νοικοκυρά στο σπίτι μου να γίνω κι έχασκε προς στιγμή το στόμα της απ’ ανάγκη να βεβαιώσει την αλήθεια. Κι άλλο δεν έχω να σε φιλέψω παρά την πρόστυχη τρύπια απόδειξη πως μίζερη είν’ η ζωή μου κι όχι αυτά που μαρτυράω αφού καλά τακρύβω το πρωί φορώντας τ’ άλλα τα βρακιά μου μη τύχει τίποτα που θα αποδείξει την αλήθεια. Α, που να μην έσωνα το στόμα μου ν’ ανοίξω και με πάγωσε η εικόνα της πιο πολύ απ’ τη φωνή της που αντάμωσε τ’ αφτιά μου γλυκόλαλη να ειρωνευτεί με ήχο παρά λέξεις την γραμματοσύνη μου που ξετσίπωτη αποθρασύνθηκε να την ορμηνέψει τ’ ανορμήνευτα στον πόνο τον ανεπίστροφο. Και σαν ο σβέρκος σηκώθηκε να στηρίξει πιο ψηλά κι απ’ το ψηλά εκείνο το κεφάλι, με το γκρι της θάλασσας του χειμώνα στο χωριό της, βλέμμα, υποκλίθηκα αμαρτωλή στη ζωή που από περηφάνιαπορεύτηκε μοναχική, τόσο που κι ο θάνατος περίσσεψε φορές πολλές, τη μοναξιά να μη χαλάσει. Artwork: Julia Geiser bibliotheque.gr/?p=35150
.
.
Η Κυριακή μικρό νησί δίπλα στη βρώμικη πολιτεία στολίζεται ρούχα καθαρά κι άδειες τσέπες Κυριακή απομεσήμερο και φτάνει στα νυσταγμένα αυτιά ο αχός των γονιών, δεκαετίες πριν, όλοι γελούν στο τραπέζι ένα γύρο ήλιος η μαμά κι ένα κομμάτι βαμβάκι από σύννεφο στου μπαμπά το μέτωπο. Η Κυριακή μικρό νησί σηκώνει λευκό πανί και ταξιδεύει, στο στήθος ένα τσίμπημα ελαφρύ.
.
.
Κάποτε η Κυριακή είχε χαμόγελα μυρωδάτα και πτήσεις καταπάνω στου ήλιου τους ανέμους κάποτε η Κυριακή είχε παράθυρα ανοιχτά κι ερωτήματα μετέωρα στου έρωτα τη ρέμβη κάποτε μαζί παρέα σε μπαλκόνια αντίκρυ σ’ όλη τη ζωή μας λέγαμε την ψυχή μας με μιαν ανάσα σε πορφυρά αυτοκίνητα μέσα τρέχαμε μ’ εκατόν εξήντα στην ανηφόρα και δραπετεύαμε Κυριακή ως το μεθυσμένο δείλι μικρές κι άμυαλες εκδρομές στην ευτυχία.Γιώργος Παναγιωτίδης, Κύμα Άλμα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014 Μόλις κυκλοφόρησε
-Ξεχνάς ότι είμαι ποιητής. Για τα πεζογραφήματα το πρόβλημά μου δεν είναι πώς θα χειριστώ τη μυθοπλασία, πώς θα στήσω δηλαδή ένα παραμύθι, στο οποίο θα χωρέσουν κάποια πράγματα. Είναι πολύ απλό κάτι τέτοιο. Γιατί όμως να μεταφέρω κομμάτια προσωπικής ζωής για να έχω κάτι τέτοιο;
-Δεν είναι για όλους εύκολο αυτό.
-Για μένα είναι πολύ εύκολο. Το ξέρεις κι εσύ πόσο εύκολο είναι, γράφοντας καθημερινά το ρεπορτάζ σου. Το θέμα είναι πόσο γεννάει το μυαλό παραγωγικές σκέψεις, πόσο καλλιεργείς το πνεύμα σου και πόσο μπορείς να κεντρίσεις τον αναγνώστη να προχωρήσει παραπέρα. Πέρα από σένα. Όσο σε ξεπερνάει ο αναγνώστης, τόσο πιο επιτυχημένο είναι το έργο σου. Όπως ο μαθητής το δάσκαλο. Αν δεν τον ξεπεράσει, έχει αποτύχει ο δάσκαλος.
-Δηλαδή, υποτιμάτε την αναγκαιότητα του μύθου σε ένα βιβλίο;
-Όχι. Βρίσκω άκρως ενδιαφέροντα το μύθο. Όμως για μένα είναι πρόσχημα, όχημα επικοινωνίας, για να μπορέσω να πω στον αναγνώστη όσα σκέφτομαι. Εκτός αν λειτουργήσω ως ένας διασκεδαστής, που δεν έχει απολύτως τίποτε να πει. Βιβλία που τα διαβάζει κάποιος απλώς για να περνάει η ώρα για μένα δεν έχουν λόγο ύπαρξης.
-Ο μυθιστοριογράφος έχει όχημα επικοινωνίας τα βιβλία του, για να επικοινωνεί με τον κόσμο.
– Δε διαφωνώ, Τέρπανδρε. Απλώς, εμένα ως αναγνώστη με κερδίζει η ουσία του υλικού και όχι το φέρον όχημα.
****
.
Ήταν κάτι τεράστια δωμάτια ψηλά, χωρίς παράθυρα αλλά με φως και δεν ξέρω από πού ερχόταν τόσο φως στα ολόχτιστα ψηλά δωμάτια κι ένιωσα να εισπνέω, το στήθος μου φούσκωνε, φούσκωνε και, μόλις ακούμπησα στον τοίχο που με έπνιγε, αυτός έγινε κομμάτια, λες και ήταν από λεπτό γυαλί, έγινε κομμάτια, αυτός ο τεράστιος πέτρινος ψηλοτάβανος χώρος κι εγώ περπατούσα αργά, ήρεμα με πολλή δύναμη ως φαίνεται και έπεφταν οι τοίχοι κι εγώ περπατούσα ανάμεσα στα συντρίμμια κι έλεγα «δεν είναι δυνατόν να υποχωρούν σαν θρύψαλα τέτοιοι τοίχοι», κι όμως βάδιζα συνέχεια, από τοίχο σε τοίχο, διασχίζοντας πολλά δωμάτια πολλά, ώσπου είδα από πού ερχόταν το φως με τις τρεις πηγές, αφού ήταν τρεις ήλιοι –ίδιο σχήμα, μέγεθος, ένταση φωτός– και πηγαινοέρχονταν σαν εκκρεμή φωτιστικά στο θόλο του ουρανού, που τον φανταζόμουν, δεν τον έβλεπα, γιατί πού να δεις ουράνιο θόλο, κι έπειτα με μια πολύ μικρή ώθηση στα πόδια βρέθηκα να ίπταμαι, σε μια ήρεμη, σταθερή σε τροχιά πτήση και πλησίαζα, πλησίαζα τους τρεις ήλιους κι έβλεπα πόσα συντρίμμια άφησα πίσω μου εκεί κάτω και πλησίαζα στους ήλιους και δεν τυφλώθηκα καθόλου όταν βρέθηκα στα έγκατα του φωτός κι εκεί πλημμύρισα αγαλλίαση, ναι, αγαλλίαση ήταν και τώρα που σου μιλάω είμαι μπουκωμένος υπέροχο φως. Πανυψίστη, υπέροχο, γιατί δεν σου είπα πως οι τοίχοι έμοιαζαν με μάσκες, με προσωπεία πανάρχαια που τα φέρουν αιώνες οι άνθρωποι κι αιώνες προσπαθούν να τα συντρίψουν, γι’ αυτό κι εγώ νιώθω τόση αγαλλίαση τώρα, με τόσο φως να με έχει αγκαλιασμένο.
..
Γιώργος Δουατζής, Μη φεύγετε, κύριε Ευχέτη, σελ. 220 και σελ. 269-270, Εκδόσεις Λιβάνη, 2008
30Tόσα έξοδα
στις λαχειοφόρους των θεών
και ούτε μια ανεμώνη
στον λήγοντα.43Εμείςστην άκρη των αστεριώνστους έσχατους γκρεμούς του Τίποταεκεί που αφρίζει μανιασμένο το κενό:Καινούργιος χρόνος φτιάχνεται
ασταμάτητα.Μ’ ακούς;Από τo άδειο σπουργίτι κερδίζουμε έδαφοςτόσο δίκαια θνητοί,τόσο άδικα αιώνιοι. Φωτό: Gilbert Garcin
Δεν ήξερα αν έζησε εδώ κανείς μετά τη μάνα μου, εφόσον δεχόμουν την εκδοχή πως έζησε και τέλειωσε εδώ μόνη της. Δεν μπόρεσα να βρω κανένα τεκμήριο, γιατί το σπίτι ήταν άδειο από κάθε αντικείμενο, μολονότι συνέβαινε να τα θυμάμαι όλα με απίστευτη διαύγεια, τα λίγα όσα αποτελούσαν το νοικοκυριό ενός αγροτικού σπιτιού και την ανάπαυση των καταπονημένων μας σωμάτων. Παρά τις ενθυμήσεις μου, το σπίτι βρισκόταν άδειο, δείχνοντας πως δεν είχε κατοικηθεί για χρόνια. Μια σχεδόν ανεπαίσθητη ομολογία των οριζόντιων, των κάθετων και της καμπύλης, πως απουσίασαν τα αισθήματα. Κάτι σαν σκόνη ή σαν ιστός αράχνης στις γωνίες. Με το ίδιο χεράκι όφειλα να παραμερίσω τα πέπλα τους.
Ρέα Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά, Spina nel cuore, σελ. 171, Εκδόσεις Άγρα, 1989